Ακλειδιού είναι ένα μέρος χαρακτηριστικά αιγαιοπελαγίτικο στη Λέσβο. Η θάλασσα, ο ελαιώνας, και το βουνό – όλα κυματίζουν. Κατάντικρυ τα βουνά της Ανατολής. Έχουν κάτι σαν από αερικό, πνεύμα και όνειρο. Είναι η πατρίδα μου. Όλες οι χαμένες πατρίδες έχουν αυτή τη συγγένεια μεταξύ τους: αποκτούν την ασάφεια που είναι γνώρισμα του άλλου κόσμου, του φανταστικού.
Τα γερά μελτέμια δεν άρχισαν ακόμα. Η ζέστη είναι πολλή, κι
η άχνα κατασκεπάζει τα βουνά. Όμως σαν κάνη να βραδιάση και ο καιρός καθαρίζει,
τότε όλα γίνονται πιο σαφή. Η στεριά αναδύεται, εκεί αντίκρυ, μέσα απ’ τη
θάλασσα, όλη η βουνοσειρά, απ’ το «Τραπέζι του Δαιμόνου» ίσαμε πέρα απ’ το
Ντικελή. Τα Κιμιντένια, χαμηλά απ’ την Πέργαμο, μοιάζουν σαν ένα πελώριο καράβι
που στοίχειωσε και καρφώθηκε μες στο Αιγαίο και περιμένει το χέρι που θα του
δώσει ενέργεια να κινηθή, ψυχή να υπάρξη.
Τις νύχτες φαίνονται τα φώτα στη στεριά της Ανατολής. Τότε
είναι που όλα παίρνουν άλλην υπόσταση. Αυτά τα φώτα είναι το σπίτι, είναι η
φωτιά, είναι το παρελθόν, είναι η φριχτή ανάμνηση του 1922. Είναι το απλό, το
συγκεκριμένο – ο Κωστής, ο Αντρέας, η Άννα, το παιδί, που το ’σφαξαν, που
χάθηκε, η γυναίκα που τη βάλαν στο χαρέμι και τούρκεψε, ο άντρας που τον
κρεμάσαν. Ολοένα λιγοστεύει η γενιά που έζησε την καταστροφή του 1922, που πέρασε από τότε στη Μυτιλήνη τη
ζωή της προσφυγιάς, που βλέπει τα μέρη τ’ αντικρινά και μπορεί να θυμάται. Οι
πιο πολλοί ξεκουράζονται πια, αφού απόκαμαν, στα μικρά νεκροταφεία των
λεσβιακών χωριών, ή στο κοιμητήρι της Μυτιλήνης που είναι στο λόφο τον πλάι στο
αρχαίο θέατρο. Τούτοι οι τελευταίοι είναι οι πιο τυχεροί. Ο λόφος τους
αντικρίζει τα Κιμιντένια, τίποτα δεν πρόκειται να τους στερήση την ύστατη
μοίρα: ο τόπος του θανάτου να γειτονεύη με τον τόπο που γεννήθηκαν. Δια παντός.
Σ’ αυτό το κοιμητήρι της Μυτιλήνης είχαμε θάψει, στον καιρό
του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τη γιαγιά μου, το πιο γλυκό πρόσωπο του κόσμου.
Είχε αρχίσει από τότε η πικρή ιστορία μας, το πρώτο πείραμα ξεριζώματος λαών: ο
διωγμός των χριστιανών της Ανατολής στα 1914 και η καταφυγή στα νησιά του
Αιγαίου. Πέθανε η γιαγιά μας τότε, μες στον πόλεμο, στον ξένο τόπο. Ο παππούς
μου την ξέθαψε, σαν ήρθε ο καιρός, έβαλε τα κόκκαλά της σε κασελάκι, έφερε το
κασελάκι στην κάμαρή του, τ’ απόθεσε πλάι στο σπιτικό εικόνισμα, καθόταν ώρες μονάχος
και της κουβέντιαζε. Προπάντων τα βράδια, σαν σουρούπωνε κι ανέβαινε απ’ την
προκυμαία, όπου είναι τα καράβια που ταξιδεύουν και μαθαίνεις τι γίνεται στον
κόσμο, ο Γιαννακο-Μπιμπέλας άνοιγε το βήμα, δεν ήθελε ν’ ακούση τίποτα για
φαγί, πήγαινε κατ’ ευθείαν εκεί, στο κασελάκι, το πρόσωπό του είχε απόκοσμη
γαλήνη, χαμογελαστή.
«Έχει καλά νέα να της πη», έλεγε η μάνα μας αυτά βλέποντας.
Καθόταν στο μιντέρι του, κοίταζε την τρίφυλλη Παναγία με το
Βρέφος, το εικόνισμα που είχαμε φέρει απ’ την πατρίδα μας σαν φεύγαμε
κυνηγημένοι, κοίταζε το κασελάκι που το φώτιζε το καντήλι, άρχιζε να λέη στην
πεθαμένη τα νέα που είχε μάθει. Το τι γίνεται στα Δαρδανέλλια όπου πολεμούσαν
οι συμμαχικοί στόλοι να μπουν στο μπουγάζι και να φτάσουνε στην Πόλη, το τι
γίνεται στη Θεσσαλονίκη όπου ο Βενιζέλος έκαμε κίνημα και πολεμούσε τον
Βούλγαρο με τα παλικάρια τα νησιώτικα
και της Ανατολής, με τη Μεραρχία του Αρχιπελάγους, το τι έγινε στα
μακρινά μέρη του πολέμου.
«Πατέρα, τι είναι αυτό που κάνεις, να έχης την πεθαμένη μάνα
μας, τα κόκαλά της, μες στην κάμαρά σου και να της μιλάς;» τολμούσε πότε – πότε
να του πη η κόρη του, καθώς ζούσε και τον τρόμο τον δικό μας, εμπρός σ’ αυτά τα
άγρια, τα αφύσικα που βλέπαμε: ο θάνατος να μην είναι όπως τον φανταζόμαστε, η
ζωή να συνεχίζεται και με τα κόκαλά, στον ίδιο τόνο, με τα νέα του πολέμου, με
την ελπίδα.
«Όπου να ’ναι τελειώνει ο πόλεμος και θα σε πάρω και θα σε
πάω στα Κιμιντένια να ξεκουραστής», έλεγε στη Δέσποινά του ο γερο – Γιαννακό –
Μπιμπέλας.
«Πατέρα, πάρε τα κόκαλα απ’ το σπίτι! Τι είναι αυτά που
κάθεσαι και μιλάς της μάνας μας; έλεγε η κόρη του. Πατέρα, εγώ φοβάμαι…»
«Δε ντρέπεσαι να φοβάσαι τη μάνα σου! την έβαζε μπροστά
εκείνος. Αυτά τα κόκαλα είναι τώρα άγια πράματα. Τι φοβάσαι; Θα την έχω εδώ, κι
ύστερα θα την πάρω και θα την πάγω στα Κιμιντένια. Τότε θα συχάσω, και θα με
βάλετε και μένα στο πλευρό της.»
Έγινε ακριβώς έτσι. Σαν τέλειωσε ο πόλεμος, στα 1919, ο
Γιαννακό – Μπιμπέλας πήρε το κασελάκι με τα κόκαλα της γυναίκας του, τα πήγε
στα Κιμιντένια, τα ’θαψε κάτω απ’ το μεγάλο βασιλικό δέντρο, τη δρυ, έξω απ’
την πορτάρα, στο κτήμα που είχαν αναστήσει οι δυό τους μαζί. Κι ενώ ήταν
γεμάτος υγεία, άξαφνα, όταν έγινε αυτό
το χρέος, μαράθηκε απότομα. Σε λίγον καιρό πέθανε και τον θάψαμε κάτω απ’ τη
δρυ, πλάι της.
Κάθομαι τώρα στο περιγιάλι της Μυτιλήνης και κοιτάζω επίμονα
να μαντέψω σαν πού να είναι, άραγες, αυτό το μέρος, αυτή η δρυς. Ώρες – ώρες,
καθώς έχει περάσει τόσος καιρός, όλα μπερδεύονται, παίρνουν το ύφος το αέρινο
των ίδιων βουνών. Αναρωτιέμαι αν, αληθινά, υπήρξαν: τα Κιμιντένια, τα κόκαλα
και η δρυς.
Τούτο το θαλάσσιο ποτάμι του Αιγαίου, που χωρίζει τη
Μυτιλήνη απ’ την Ανατολή, είναι το σύνορο με την Τουρκία. Δεν έχει κατάθλιψη
αυτό το σύνορο, δεν τρομάζει, δεν είναι σαν τα σύνορα τα στεριανά. Δύσκολα πάει
ο νους στην ιδέα του θανάτου – πως εκεί, στην άλλη όχθη, ή στη μέση του
πελάγου, όπου είναι η νοητή γραμμή των συνόρων, παραμονεύει ο κίνδυνος. Βοηθά
σ’ αυτό η θάλασσα, το μελτέμι που φυσά και τα κάνει όλα να χοροπηδούν – τα
κύματα, και τα δέντρα και την καρδιά των ανθρώπων.
Μονάχα σαν κουβεντιάσης με τους ψαράδες που ρίχνουν τα
δίχτυα τους σ’ αυτά τα νερά των συνόρων και κινδυνεύουν κάθε μέρα να βρεθούν
στην εξουσία της άλλης όχθης και να ρημάξουν – μονάχα τότε καταλαβαίνεις πως σε
ξεγέλασε το χαρωπό, το χορευτικό ύφος, το γαλάζιο του χώρου. Εδώ είναι η
Ελλάδα· κι εκεί αντίκρυ είναι άλλος κόσμος εχτρικός και, κάποτε αδυσώπητος.
Μολοντούτο οι άνθρωποι, τουλάχιστον απ’ τη δική μας την
όχθη, πολεμούν να ξεχάσουν, να βάλουν κατά μέρος τα πάθη, το μίσος. Κάτι
μικροεμπόρια, κάτι πάνε κι έλα απ’ τη Μυτιλήνη στη Μικρασία, κάτι φιλίες απάνω
σε κοινά συμφέροντα – όλα βοηθάνε. Βοηθάνε όμως και σε κάτι άλλο: να κρατάνε
ζεστή τη νοσταλγία του χαμένου παραδείσου, της βλογημένης γης της Ανατολής που
χάσανε οι Έλληνες.
Ο Χρίστος ο Περγαμιός είναι ένας κοντός μεσόκοπος άντρας με
καστανά, ξυπνά μάτια, με σβέλτο μυαλό, με σπαθάτη κουβέντα.
Κάνει εμπόριο με την αντικρινή στεριά, με τους Τούρκους.
Μικροπράματα, κάτι αγριογούρουνα. Ο Περγαμιός ξέρει πως τσα βουνά της πατρίδας
όπου γεννήθηκε, στα Κιμιντένια, ζουν πολλά αγριογούρουνα. Οι Τούρκοι δεν τρώνε
το κρέας τους, το απαγορεύει η θρησκεία τους. Το αντίθετο, οι Ανατολίτες
χριστιανοί, τρελαίνονται γι’ αυτό το κρέας.
Ο χριστιανός ο Περγαμιός, ύστερα από τόσα χρόνια που είναι
πρόσφυγας, απ’ το 1922, πήρε την απόφαση, μπαρκάρισε μια μέρα μ’ ένα καΐκι,
πήγε στην πατρίδα του την Πέργαμο. Αναζήτησε τον παιδικό του φίλο τον Μουσταφά,
που παίζαν μαζί πριν απ’ τους διωγμούς των Ελλήνων της Ανατολής. Δώσαν τα
χέρια, ήπιαν καφέ, αναστέναξαν:
– Γιατί ήρθες πίσω, βρε Χρίστο; Τι θέλεις να δης στην
Πέργαμο;
– Ήρθα γι’ αγριογούρουνα. Λέω να κάνουμε δουλειά μαζί, οι
δυό μας, με τ’ αγριογούρουνα. Αν το θέλης. Εσύ θ’ αγοράζεις όσα σου φέρνουν
σκοτωμένα απ’ τα Κοζάκια, θα έχουμε ναυλωμένο καΐκι, εγώ θα τα παραλαβαίνω στη
Μυτιλήνη. Τόση τιμή, τόσο κέρδος.
Είπαν, συμφώνησαν, ξανάδωσαν τα χέρια για τ’ αγριογούρουνα.
Δεν υπογράψαν κανένα χαρτί για συμφωνία. Όπως τον παλιό καιρό στα μέρη αυτά που
ο λόγος ήταν ιερός. Ξαναήπιαν καφέ, αναστέναξαν. Τότε, αφού τέλειωσαν τα
πρακτικά, τα για αγριογούρουνα, η κουβέντα άρχισε να γίνεται δύσκολη. Κάθε τόσο
η σιωπή έπεφτε ανάμεσά τους. Δεν ξέραν πώς να τα κολλήσουν τα λόγια για να
έχουν μια συνέχεια.
Ο Ρωμιός λέει:
– Τι έγινε, βρε Μουσταφά, πες μου. Τι γινήκαν οι δικοί μου
που μείναν στα χέρια σας, τότε το 22, τι έγινε η μάνα μου κι η αδερφή μου;
Ο Μουσταφάς φουμέρνει δυό – τρεις ρουφηξιές τσιγάρο,
κοιτάζει τη γη, λέει!
– «Μπρακ!» Άστο αυτό, Χρίστο.
Ο άλλος επιμένει.
– Τι γινήκαν, βρε Μουσταφά; Μπας και ζη η αδερφή μου; Μπας
και τούρκεψε;
Ο άλλος κοιτάζει πάντα τη γη. Λέει τη μόνη λέξη που μπορεί
να πη:
«Μπρακ!»
Ύστερα, θέλοντας να ξεφύγη, κοιτάζοντας πάντα τη γη το
αναθυμάται:
– «Ας πάμε σε άλλα, βρε Χρίστο. Λέω για το γέρο τον Χαλήλ –
αγά. Τον θυμάσαι τον Χαλήλ – αγά; Θυμάσαι που ανοίγαμε μαζί το λάκκο, εσύ κι
εγώ, και τον περιμέναμε…
– Πώς το θυμήθηκες! λέει ο χριστιανός και χαμογέλασε.
Ο Χαλήλ – αγάς ήταν ένα γεροντάκι, παλιός καμηλιέρης. Όλη τη
ζωή του την είχε περάσει καβάλα στο γαϊδούρι του να οδηγή το καραβάνι τις
καμήλες που κατεβάζαν τα γεννήματα απ’ τα βουνά στα παράλια της Μικρασίας.
Γινόταν πρόσχημα τώρα, διαφυγή, στη δύσκολη ώρα της συνομιλίας του χριστιανού
και του Τούρκου της Περγάμου, σαράντα πέντε χρόνια μετά την κατστροφή της
Ανατολής.
– Θυμάσαι, βρε Χρίστο, τον Χαλήλ – αγά;
Ο Χαλήλ σα γέρασε και δεν είχε πια μήτε γκαμήλες, μήτε τη
δύναμη να ταξιδεύη, γύριζε ολημερίς, χωρίς λόγο, καβάλα στο γαϊδούρι του, στον
έρημο δρόμο των καραβανιών. Κι αναπολούσε τη νειότη, και τις γκαμήλες, και τους
ήχους των κουδουνιών τους, που πια είχαν χαθή από πίσω του. Οι δυό οι μάγκες,
το χρισταινόπαιδο και το τουρκόπαιδο, ξέροντας από ποιο μονοπάτι θα περάση το
βράδυ ο Χαλήλ γυρίζοντας με το γαϊδούρι του, του στήσανε του κόσμου τις
παγίδες. Προπάντων αυτή την παγίδα: ανοίγανε πάνω στο μονοπάτι ένα λάκκο, τον
σκεπάζανε με καλαμιές, ύστερα κρύβονταν πίσω απ’ τα δέντρα. Έφτανε ο Χαλήλ με
το γαϊδούρι του, το ζώο έπεφτε στο λάκκο, έπεφτε μέσα κι ο Χαλήλ. Τα παιδιά
περιμέναν ν’ αρχίση να βλαστημά, να φωνάζη, το είχαν βάλει πείσμα να κάμουν το γέρο – καμηλιέρη να
θυμώση , να γυρέψη να βρη αυτόν που το έκαμε, να τον χτυπήση. Να χτυπηθή
επιτέλους κι ο Χαλήλ μ’ έναν εχτρό!
Άδικα περίμεναν. Ο γερο – καμηλιέρης ο Χαλήλ, περπατώντας σ’
όλη τη ζωή του απάνω σ’ ένα γαϊδουράκι, είχε φτάσει στην ύστατη σοφία της
Ανατολής, που δεν αναζητά τον εχτρό σ’ ετούτον τον κόσμο. Είχε φτάσει στη σοφία
που ξέρει πως ο εχτρός έρχεται από αλλού, από κόσμον άλλον που δεν μπορείς να
τον ελέγξης. Λοιπόν, είναι μάταιο να μην εγκαρτερής για το καθετί που γίνεται
στη γη – και στο μονοπάτι με το λάκκο με τις καλαμιές.
Ο Τούρκος της Περγάμου λέει στον χριστιανό της Περγάμου, τον
πρόσφυγα.
– Καμιά φορά κάνω και τούτο: Θυμάμαι πως εσείς, σαν γιόρταζε
ένας Άγιός σας, ρίχνατε νερό στο πηγάδι, και κοιτάζατε αν χουχλακίζει το νερό,
και τι σχέδια κάνει, κι απ’ τα σχέδια ξέρατε το τι είναι να γενή σ’ εσάς και
στους δικούς σας. Λοιπόν, σα θέλω να ρωτήσω τον Προφήτη μας για το τι είναι να
γενή σ’ εμένα, στη φαμίλια μου, κι η περίσταση είναι δύσκολη, πάω και ρίχνω
πέτρα στο πηγάδι, να δω τι λογής θα χουχλακίση το νερό, αν θα κάνη ίσκιο. Μια
φορά είδα απάνω στο νερό ίσκιο, κορμί ανθρώπου ξαπλωμένο. Κατάλαβα πως είναι ο
αδερφός μου πεθαμένος. Σε λίγες μέρες μάθαμε πως τον είχαν σκοτώσει.
Ο Τούρκος λέει ακόμα:
– Τα πρώτα χρόνια, σαν φύγατε, ακουμπούσα και κανένα γρόσι
στο εικόνισμα, και μελετούσα αυτό που ήθελα να μάθω, και κοίταζα να δω αν θα
κολλήση το γρόσι στο εικόνισμα. Καταπώς κάνατε εσείς.
– Για τι εικόνισμα λες; ρωτά ο χριστιανός.
– Για έναν άγιο δικό σας. Τον βρήκαμε στο σπίτι το
χριστιανικό που πήραμε, σαν φύγατε, τον αφήσαμε στη θέση του. Δε μας πείραζε.
Ύστερα μας είπαν να το βγάλουμε.
Ο χριστιανός της Περγάμου λέει στον Τούρκο της Περγάμου:
– Θέλω να δω το σπίτι που γεννήθηκα, το σπίτι μας. Σώζεται;
– Σώζεται. Το έχει ένας Μποσνάκης.
Πήγαν στο σπίτι, χτύπησαν την πόρτα, ο Μποσνάκης – ο Βόσνιος
– μαθαίνοντας το λόγο, άφησε το χριστιανό ν’ ανεβή. Το πρώτο που έπεσε στο μάτι
του χριστιανού ήταν ο καθρέφτης.
– Αυτός ο καθρέφτης ήταν δικός μας, τον θυμάμαι, λέει ο
χριστιανός στον Τούρκο. Γύρισέ τον από πίσω να δης.
Γυρίσαν τον καθρέφτη. Αμυδρά, μισοσβησμένα απ’ τον καιρό,
φαίνονταν τα γράμματα: «Αφροδίτη», «Άννα».
– Είναι η μάνα μου κι η αδερφή μου, είπε ο χριστιανός. Το
ήξερα πως τα ονόματά τους ήταν πίσω απ’ τον καθρέφτη.
Πάλι έγινε σιωπή. Ο χριστιανός έπεσε σε συλλογή. Σε λίγο
λέει:
– Βρε Μουσταφά, στο ξαναρωτώ για άλλη μια φορά: Τι απόγινε η
μάνα μου, τι απόγινε η αδερφή μου; Τι τις κάνατε; Ό,τι έγινε έγινε. Και πέρασε
από τότες πολύς καιρός. Όμως θέλω να μάθω.
Ο Τούρκος χαμηλώνει τα μάτια. Λέει πάλι την ίδια λέξη:
– «Μπρακ.»
Ο χριστιανός φώναξε ένα αυτοκίνητο για να φύγη. Τρέξαν δυό
οδηγοί Τούρκοι, ποιος να πρωτοπάρη τον πελάτη. Μαλώναν. Ήταν Τουρκοκρητικοί. Ο
ένας Τουρκοκρητικός είπε στον άλλον ελληνικά:
– Μα το Χριστό, ρε Μεμετάκι, πελάτης μου ήταν!
Στο λεωφορείο που πήρε ο χριστιανός για να κατεβή στα
παράλια, στο Ντικελή, και να μπαρκάρη γυρίζοντας στη Μυτιλήνη, ήταν πλάι του
μια νέα γυναίκα με το παιδί της. Ο χριστιανός πήρε το παιδί στα γόνατά του, να
βοηθήση τη γυναίκα, τη χανούμ. Το παιδί δε φοβήθηκε τον ξένο άνθρωπο, κάθισε
στα γόνατά του. Η Τουρκάλα το είδε, ευχαρίστησε τον ξένο, αλλάξαν ένα – δυό
λόγια.
– Χριστιανός είσαι; τον ρώτησε.
– Χριστιανός είμαι.
Η Τουρκάλα κοιτάζει το παιδί της που κάθεται στα γόνατα του
ξένου ανθρώπου και που δε θέλει να φύγη.
– «Γκαν». Το αίμα, λέει η Τουρκάλ.
– Τι είπες για αίμα;
Δείχνει το παιδί της. Μιλά σιγανά.
– Έχει και αυτό αίμα χριστιανικό στις φλέβες του. Η μάνα μου
ήταν χριστιανή. Ο πατέρας μου ο Τούρκος την πήρε, τότε, στον χαλασμό του 22.
Ζήσανε καλά, εγώ είμαι παιδί τους.
Ο χριστιανός μένει συλλογισμένος, θέλει να ρωτήση κι άλλα.
Μα η Τουρκάλα τον κόβει.
– Μη ρωτάς, του λέει μαλακά.
Ύστερα, κοιτάζοντας πάλι το παιδί της στα γόνατα του
χριστιανού λέει πάλι τη μυστική λέξη, τη μόνη, σα να μιλά με τον εαυτό της:
– «Γκαν.»
Ηλίας Βενέζης