Βιβλιοκριτική για τη νουβέλα "Ενάμισι δευτερόλεπτο φως" του Γιάννη Μακριδάκη | Γράφει ο Κώστας Τραχανάς



Συγγραφέας: Γιάννης Μακριδάκης
Έτος έκδοσης: 2020
Σελ.: 120



Ιούλιος 2017. Χίος. Ο Φάρος Στο Κάβο Γέρακα. Είναι ελπίδα ο φάρος για τον ναυτικό, ένα φως μες στο σκοτάδι. Τον βλέπει και ημερεύει. Ημερεύει, γίνεται μέρα, εξημερώνεται από τα άγρια σκοτάδια του. Δεκαοκτώμισι δευτερόλεπτα σκοτάδι και ενάμισι δευτερόλεπτο φως . Αυτό ήταν το χαρακτηριστικό του φάρου. Όταν είχε κακοκαιρία, χτυπούσαν τους φάρους ανελέητα οι αέρηδες και οι θάλασσες και οι κεραυνοί και οι καταιγίδες. Στέκει έρμος ο φάρος στα στοιχειά της φύσης.
Αψηφώντας την πατρική κατάρα, ο δημοφιλής μετεωρολόγος Μάριος Τσόχος ή Καιρός, γιος φαροφύλακα, επιστρέφει μετά από τριάντα δύο χρόνια στη γενέτειρά του, κινημένος από ερωτική ελπίδα, αλλά και για να μάθει όσα έπρεπε να ξέρει για τον εαυτό του.
Θα πάει στον φάρο, εκεί που πέρασε τα παιδικά του χρόνια και θα συναντήσει την γερασμένη γαϊδούρα Κοκώνα λίγο πριν πεθάνει, όπως ακριβώς ο Οδυσσέας συνάντησε στην Ιθάκη τον γερασμένο Άργο. Ένα παράξενο θέαμα ανθρώπου να ολοφύρεται αγκαλιά με μια γαϊδούρα.
Επίσης, ο Μάριος θα συναντήσει και θα τον φιλοξενήσει για μια μέρα στον φάρο ο νέος φαροφύλακας, Ιπποκράτης Κοκκινογένης ή Τιμάριθμος.
Ο Μάριος έρχεται αντιμέτωπος με ένα άγνωστο, μιαρό παρελθόν και με την τοπική κοινωνία, που τον θεωρεί στιγματισμένο για τις  ατασθαλίες του πατέρα του.
Οι ντόπιες γλώσσες είναι σκληρές κι απλάκωτες.
Στις κοινωνίες τις μικρές όλα παίρνουν διαστάσεις υπερβολής και τερατολογίας.
Ο Φάρος με τις αναλαμπές του μες στο σκοτάδι, κάθε ενάμισι δευτερόλεπτο, θα  διαλύσει στον Μάριο Τσόχο τα μαύρα σκοτάδια της μνήμης του. Θα αφουγκραστεί καθαρότερα τον εαυτό του και το φανάρι του φάρου. Θα νιώσει πόσο γλυκιά είναι η ελπίδα που σκορπίζει το ενάμισι δευτερόλεπτο φως ανάμεσα σε μακρά διαστήματα σκότους. Θα του  ξορκίσει τα σκοτάδια του και όλες τις εικόνες τις σκληρές που έφτιαχνε ο νους του από όσα είχε ζήσει εκεί, αλλά κυρίως από όσα είχε ακούσει.
Του διέλυε τα σκοτάδια του κάθε τόσο το φως του φάρου, που τον κατέκλυζε ως μέσα του.
Οι αναλαμπές του φάρου, στα έγκατα του οποίου περνάει μια κρίσιμη νύχτα ο Μάριος, φωτίζουν διακεκομμένα την έως τώρα ύπαρξή του και τον αναγεννούν.
Μαύρη σκοτεινιά, ακίνητη, βουβή.
Μια άτονη σιωπή. Μια σιωπή λυπημένη. Ένα γκρίζο αποκαρδιωτικό, αμετακίνητο γκρίζο.
Πόσο σκοτάδι έσβησαν, πόσες αναλαμπές.
Βάζει ο φάρος φωτιά στα άγχη, στους φόβους , στις αγωνίες.
Θα κοιτάξει μέσα του ο Μάριος: μήπως η αναμονή είναι πάντα η αναμονή του θανάτου; Ποιος τολμάει να διαταράξει την ηρεμία του θανάτου; Ο πόνος χρειάζεται σιωπή, φρόνηση και σεβασμό στα συναισθήματα των άλλων. Η σκέψη κατακρημνίζεται γλυκά μέσα στην πένθιμη φορεσιά της.
Και με το φως του λύκου επανέρχονται οι αναμνήσεις.
Από τον φάρο η μοναξιά του Μάριου αποτραβιέται απαλά προς τη θάλασσα με τις ρημαγμένες βάρκες, με τα ξεφτισμένα φώτα και τα καράβια στο βάθος.
Το πρωί στο φάρο υπάρχει μια αχτίδα φωτός, σε κάποιο μέρος υπάρχει η ζωή, που σκοπεύει να την αδράξει ο μετεωρολόγος.
Η ζωή βρίσκεται στις περίπλοκες σκέψεις, στη βροχή που πέφτει, σε γραμμές που χαράζουν τον ουρανό. Η ζωή βρίσκεται στο ζεστό ήλιο,  καθώς σχεδιάζει την τρυφεράδα πάνω σε κάθε φύλλο, αναδεικνύει  στον κήπο  τις πράσινες ίνες, αφήνει μια λευκή γραμμή στη γραμμή της θάλασσας. Πόσο δυνατή είναι η ζωή μπροστά στο θάνατο, πώς αποκτά συνείδηση, επαναστατεί, ορθώνει το ανάστημά της για να τον αρνηθεί;
Τελικά η ζωή απορροφά με ηρεμία. Ο χρόνος αμβλύνει κάπως και θολώνει τα γεγονότα στην ατομική και  συλλογική μνήμη.
Θα παρέμενε ίδια η ζωή;
Έχουν τόσο σύντομη ζωή τα ωραία πράγματα.
Η ζωή δεν είναι όνειρο.
Απλώνει ο Μάριος τα χέρια του πάνω από τον φάρο να αρπάξει τα αστέρια που ήθελε  να χαρίσει στην αγαπημένη του Κατερινιώ.
Το κακό προαίσθημα σκάβει, σκάβει ολοένα. Ο φαροφύλακας Ιπποκράτης περιμένει κάτι να συμβεί. Αναπόφευκτα κάτι θα συμβεί.
Ποια κατάληξη θα έχουν τα πράγματα;
Το βιβλίο είναι περισσότερο μια αλληλουχία λεπτομερών περιγραφών, εσωτερικών μονολόγων,  αφηγήσεων για τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των δύο ηρώων, του Ιπποκράτη και του Μάριου (τις προσδοκίες, τις αγάπες τους, τις αναμνήσεις, τις μνήμες, τις απογοητεύσεις , τις ελπίδες τους).
Η γλώσσα του Μακριδάκη είναι ρυθμική κι επιφυλάσσει έναν αλύπητο σαρκασμό. Ο μακροπερίοδος λόγος του: με τις συνεχείς, ρυθμικές επαναλήψεις εικόνων και λεκτικών σχημάτων, η αφήγηση ρέει από συνειρμό σε συνειρμό. Ο λόγος του διαβάζεται καλύτερα όταν διαβάζεται δυνατά, σαν εσωτερικός μονόλογος έτοιμος να σταθεί στη σκηνή θεάτρου.
Μια πολύ σπουδαία Νουβέλα. Διαβάστε τη!

O Γιάννης Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 στη Xίο και σπούδασε Mαθηματικά. Το 1997 ίδρυσε το Kέντρο Xιακών Mελετών «Πελινναίο». Έχει εκδώσει ιστορικές αφηγήσεις, μυθιστορήματα και νουβέλες: "Aνάμισης ντενεκές", μυθιστόρημα (Eστία 2008· μτφ. στα τουρκικά: "Bir buçuk teneke, Şenocak", 2009), "Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι· όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή. Αφηγήσεις 1941-1946", μαρτυρίες (Κέντρο Χιακών Μελετών «Πελινναίο» 2006, Εστία 2010), "10.516 μέρες: Iστορία της νεοελληνικής Xίου 1912-1940", ιστορικό αφήγημα (Κέντρο Χιακών Μελετών «Πελινναίο» 2007), "Η δεξιά τσέπη του ράσου", νουβέλα (Εστία 2009· μτφ. στα γαλλικά: "Au fond de la poche droite", Cambourakis, 2018), "Ήλιος με δόντια", μυθιστόρημα (Εστία 2010), "Λαγού μαλλί", νουβέλα (Εστία 2010), "Η άλωση της Κωνσταντίας", μυθιστόρημα (Εστία 2011· μτφ. στα γαλλικά: "La chute de Constantia", Sabine Wespieser, 2015), "Το ζουμί του πετεινού", νουβέλα (Εστία 2012), "Του Θεού το μάτι", νουβέλα (Εστία 2013), "Αντί Στεφάνου", νουβέλα (Εστία 2015), "Η πρώτη φλέβα", νουβέλα (Εστία 2016), "Όλα για καλό", μυθιστόρημα (Εστία 2017), "Οι βάρδιες των πουλιών", νουβέλα (Εστία 2019). Βιβλία του έχουν διασκευαστεί με επιτυχία για το θέατρο και τον κινηματογράφο.