Βιβλιοκριτική για την ποιητική συλλογή "Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα" της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη | Γράφει ο Κώστας Τραχανάς



Ποιήτρια: Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη
Έτος έκδοσης: 2020
Σελ.: 84
Εκδόσεις: Ρώμη



Δυστυχώς, σήμερα ο ρόλος της ποίησης έχει περιοριστεί από την κυριαρχία της οικονομίας αλλά και της τεχνολογικής ανάπτυξης.  Κανείς δεν μπορεί να καταργήσει τον λόγο, άρα να τον αφαιρέσει από τους ανθρώπους. Κι αν σήμερα η ποίηση δυσκολεύεται, σίγουρα θα επανέλθει γιατί έχει να κάνει με τη μνήμη του ανθρώπου, τη μνημοσύνη του. Κανείς δεν μπορεί να καταργήσει τον λόγο και την ποίηση. Γιατί δεν μπορεί  να καταργήσει ούτε τη σιωπή. Εάν η ποίηση γίνεται με λέξεις, γίνεται και με σιωπή...
Η ποίηση, λέει ο Πωλ Βαλερύ, είναι μια προσπάθεια να απεικονιστούν, να ζωντανέψουν εκείνα τα πράγματα ή εκείνο το πράγμα που προσπαθούν θολά και σκοτεινά να εκφράσουν τα δάκρυα, οι κραυγές, τα φιλιά,οι αναστεναγμοί.
« Ο Ποιητής παρένθετο σύμπαν/ δανείζει τη μήτρα του θολωτό εκ-μάγευσης/ Τον ελεεί εκείνος ο δυνητικός χώρος/ανάμεσα στο έμβρυο και τη Μεγάλη μητέρα/Ο Ποιητής εγκύπτει σε πάχνες και πέπλα/ αφουγκράζεται άφατες παρηχήσεις/εναρμονίζει άρρητες ακουστικές έννοιες/ανιχνεύει στο άλογο τον λόγο πριν απ΄ τον λόγο/ λαξεύει νεολογισμούς λεπίδες πρωτόγονου λιθοξόου/ Μαιευτήρας εκμαιεύει ολόφωτα φωνήματα/ κόβει τον ομφάλιο λώρο με λεπιδόπτερα….»
Κάπως έτσι αυτονομείται το Ποίημα κι απλώνει σύμπαν πελάγιο, μας αποκαλύπτει η σπουδαία ποιήτρια Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη.
Η ποίηση της Δ.Καϊτατζή-Χουλιούμη πηγάζει και ρέει αβίαστα μέσα από το βαθύ συναίσθημα, ανοίγοντας τον δρόμο σε ένα γοητευτικό ταξίδι στις λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων. Ο λυρισμός,  παραδοσιακά πληθωρική ποιητική γραφή, εδώ αναγεννάται μέσα από έναν λόγο λιτό και ακριβοδίκαιο στην ουσία των ποιημάτων, καθώς ονειρικές εικόνες συνδέουν τις ιδιότητες του εξωτερικού κόσμου με εκείνες του εσωτερικού. Η συλλογή αυτή διακρίνεται από μια εσωστρέφεια. Η δημιουργός επιστρέφει στον εαυτό της μέσα από τις συμπληγάδες του στοχασμού και του αισθήματος. Αναρωτιέται, χωρίς να ρωτά. Πικρία, αυτοσαρκασμός, μελαγχολία, νοσταλγία, μνήμη, οραματισμός. Είναι όλα εδώ, πίσω από ερωτήματα που τελικά ποτέ δεν ξεστομίζονται κάτω από το βάρος των απαντήσεων, που συνθλίβουν την ίδια τη ζωή.
Η ποιήτρια θλίβεται και γελά ταυτόχρονα με τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Φτιάχνει μια ποίηση με υλικά συμβατά μέσα από την αντίθεσή τους. Ο ρομαντισμός συνυπάρχει με τον αυτοσαρκασμό. Η προσδοκία με το ανέφικτο. Η φθορά με την αιωνιότητα. Ο έρωτας είναι η ίδια η ζωή με όλες τις αντιθέσεις. Άλλωστε, όλοι είμαστε το λίγο που κάποτε ονειρεύτηκε το πολύ. Είμαστε ο ουρανός και η γη μαζί.
Η ποίηση δεν είναι για αυτήν παιχνίδι γραφής, αλλά τρόπος υπάρξεως, τρόπος αναπνοής, τρόπος ζωής. 
Μια γραφή ώριμη, εικόνες ατίθασες, θέματα τόσο μοναδικά. Ένας κόσμος που ξεπηδάει, θαρρείς, από την πένα της ποιήτριας, ένας κόσμος χειραφετημένος, όπου δημιουργούνται παράξενες οσμώσεις ανάμεσα στα ερείπια, την θάλασσα, τα όντα, τα φυτά, τα ζώα και τα αντικείμενα και όπου συντελούνται τρυφερές αλχημικές διεργασίες. Μια γραφή που καίει από τρυφερότητα και της οποίας η κάθε λέξη έχει τη δύναμη να αποκαλύπτει ή να μυεί. Μια γραφή χωρίς αλαζονεία και κηρύγματα, αλλά όχι βουβή και αμέτοχη, που φέρει σημάδια, αλλά και σημαδεύει.
Η ποιήτρια Δ.Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι ταπεινή και γήινη, πατάει στο χώμα από το οποίο είναι φτιαγμένη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να έχει στραμμένο το βλέμμα της προς το άπειρο. Η ποιήτρια είναι χαρισματική, έχει φαντασία που την καθοδηγεί και έχει βαθύ στοχασμό. Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι  πολυτάλαντη και μέσω του ποιητικού της λόγου αιχμαλωτίζει το εφήμερο και το ενσωματώνει στο διηνεκές.
Η ποιήτρια αγγίζει με προσωπικό τρόπο διακριτά θέματα της τέχνης και της ζωής: τον χρόνο, την μνήμη, τις λέξεις, τις άρρητες ακουστικές έννοιες, τα ποιήματα, τα άνθη των ιδεών, τους εμιγκρέδες της τέχνης, τους ωτακουστές της γλώσσας των χεριών, τα δάκρυα της βροχής, την έρημο χώρα, τα ανθισμένα γεράνια,  της σιωπής τους ψίθυρους, την βακτριανή καμήλα με μνήμη ελέφαντα,  το νηρόν ύδωρ, την κόρη πολύπαθων φυλών τη Θεσ-Σαλών-Νίκη, τα πελαγίσια ναυάγια, το χάσικο  ψωμί της μάνας, τα όνειρα, την θάλασσα, την τρυφερότητα, την αγάπη, την μοναξιά,  τους φόβους, τις συμβάσεις, τους εγκιβωτισμένους,  την φτώχεια, την ανέχεια, τις ματαιώσεις, το πλησίασμα, το χάδι,  τα πρέπει , τα θέλω .
Με συμβάσεις, με εκτροπές, με υπαναχωρήσεις και εμμονές, με συναίσθηση της ευθύνης, με ενοχές, με συγγνώμες, με αγώνα  διαρκή κατά πάντων, αναζητά τη λύτρωση και την αυθυπαρξία.
«Γι΄ αυτούς που πλήγωσα/ Που πρόδωσα/ Που δύσκολη στιγμή εγκατέλειψα/ Πολύ λυπάμαι/ Τους ξεγραμμένους /Όσους απ΄ την αυλή μου/ Σαν αγριάδα βίαια ξερίζωσα/-σκληρό κι ανώριμο θα πείτε/ τόσο για μένα όσο και γι΄ αυτούς/ κι οδυνηρό μα αναπόφευκτο-/ πέτρες βαριές στο στήθος / τους κουβαλώ διαπαντός εντός μου».
Το ζητούμενο σήμερα είναι να μην αποτελεί η ποίηση αποκλειστική ενασχόληση αφοσιωμένων «ζηλωτών», αλλά να φτάνει και στα χέρια των αναγνωστών. Φυσικά, προτιμούμε μια ποίηση που «αποσυντονίζει» τους δέκτες μας από μία «εύπεπτη» και «προβλέψιμη», που, απλώς, επιβεβαιώνει όσα ήδη γνωρίζουμε.
Τα «Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα» διευρύνει τα όρια της ποίησης και ταυτόχρονα θέτει ένα βασικό ερώτημα: πώς μπορεί μια ποιήτρια  με ένα υλικό τόσο φθαρτό και ασταθές, όπως η γλώσσα, να συνθέσει ένα ποίημα. 
Μια ποιητική συλλογή με θέμα, ουσία, ρυθμό, γλώσσα εκπληκτικής ακρίβειας και λιτού λυρισμού, γλώσσα που ρέει, σκάβει και καρφώνει. Μια πλούσια αναγνωστική απόλαυση.
Με το έργο της η Δ.Καϊτατζή-Χουλιούμη μας ωθεί σε βαθιές υπαρξιακές καταδύσεις. Η ποιήτρια δεν βρίσκεται εδώ για να εγκρίνει τον κόσμο αλλά για να τον καλυτερεύσει.  Να τον τραγουδήσει, θέλει να πει να τον γοητεύσει και να μας γοητεύσει στην κυριολεξία της λέξης, θέλει να πει, όχι να μας αποκοιμίσει, αλλά αντιθέτως να μας ξυπνήσει , να μας αφυπνίσει μπροστά στην μόνη πραγματικότητα που μετράει: να τελειοποιήσει το ανώριμο πλάσμα που είμαστε.
Η ανάγνωση τέτοιων βιβλίων μοιάζει να επηρεάζει περίεργα τις αισθήσεις, σαν επέμβαση καταρράκτη, βλέπει κανείς πιο έντονα μετά…

Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, γεννημένη στο Λιβαδοχώρι Σερρών κι απόφοιτη του Γυμνασίου Θηλέων Σερρών, ολοκλήρωσε τις προ- και μεταπτυχιακές σπουδές της (Msc) στη Σχολή Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ουψάλας κι εργάστηκε ως κλινικός ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια σε Δημόσιες μονάδες Εκπαίδευσης, Αποκατάστασης και Ψυχικής Υγείας στη Σουηδία και Ελλάδα. Διετέλεσε Διοικητική Προϊσταμένη του ΚΕΔΔΥ Σερρών, δίδαξε Λέκτορας επί συμβάσει στο ΤΕΦΑ Σερρών του ΑΠΘ. Πιστοποιημένη Εκπαιδεύτρια Εκπαιδευτών Ενηλίκων συνεργάστηκε με δημόσιους φορείς και Πανεπιστημιακά ΚΕΚ, συντονίζοντας ομάδες Επιμόρφωσης ενηλίκων, Συμβουλευτικής γονέων και Εκπαίδευσης των Εκπαιδευτών Ενηλίκων. Είναι μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων (ΣΕΨ), του «The Uppsala University Alumni Network», της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ), και της Εταιρίας Karin Boye Sällskapet. Εξέδωσε πέντε ποιητικές συλλογές και ένα βιβλίο μετάφρασης σουηδικής ποίησης. Συμμετέχει σε συλλογικές εκδόσεις και έντυπες ή ηλεκτρονικές ανθολογίες. Συνεργάζεται με έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά με κριτικές αναγνώσεις ή δημοσιεύσεις ποιημάτων και διηγημάτων της. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, σουηδικά, γερμανικά, ιταλικά και βουλγαρικά.