Γράφει ο Κωνσταντίνος Λίχνος
Όταν ξύπνησα, ο ήλιος είχε ήδη πάρει να δύει. Για μια ώρα ξάπλωσα δήθεν, μα τελικά μου γλίστρησε μέσα απ' τα χέρια ολάκερη η μέρα. Πιθανότατα όμως, να μην αξίζει τον παραμικρό θρήνο αυτή μου η απώλεια. Σάμπως θα έκανα και τίποτα το αξιομνημόνευτο αν έμενα ξύπνιος; Αναξιοποίητο θα περνούσε και τούτο το απόγευμα, παρανάλωμα του χρόνου θα γίνονταν· όπως και τόσα άλλα πριν απ' αυτό. Τουλάχιστον ξεκουράστηκα, και ίσως εδώ να βρίσκεται η πεμπτουσία των διακοπών τελικά· στην κάθε είδους απρογραμμάτιστη, ανώφελη κι άκοπη κατασπατάληση του υπερπολύτιμου χρόνου μας.
Η παραλία δεν απέχει ούτε εκατό μέτρα απ' το ξενοδοχείο μου, βέβαια. Αν θέλω, προλαβαίνω ακόμη να αξιοποιήσω τη μέρα μου. Τι θα μπορούσε να είναι καλύτερο, άλλωστε, από ένα κολύμπι στο ηλιοβασίλεμα και μια ξαφνική επίδειξη παρορμητικότητας. Μονό και στη σκέψη του να ξεμυτίσω απ' την τρώγλη μου με πλημμυρίζει ενθουσιασμός, στον οποίο παραδίνομαι με ανακούφιση. Τι υπέροχο συναίσθημα που αποδεικνύεται αλήθεια, το να δέχεσαι εκ των έσω μια τόσο πηγαία κι ακαταμάχητη παρότρυνση. Τι κρίμα, που πλέον νιώθω την ώση του ενθουσιασμού τόσο σπάνια!
Βγαίνω απ' το δωμάτιό μου βιαστικά και βαδίζω συνεπαρμένος κατά την παραλία. Βήμα το βήμα, όμως, η χαρά μου εξανεμίζεται κι απομένω κενός. Παρά την καλή μου προδιάθεση, η όψη της θάλασσας μου φαίνεται ταραγμένη κι ακάθαρτη. Πλησιάζω την ακτή μ' ανασφάλεια, και βυθίζομαι στο νερό μόνο και μόνο για να νιώσω παρείσακτος· λες και το υδάτινο στοιχειό με απορρίπτει μετά βδελυγμίας. Λες και το κύμα, ακατάδεχτο κι αηδιασμένο, πασχίζει να με περιορίσει στην στεριά και το πράττει αυτό δίχως χάρη καμία ή διακριτικότητα. Aυτή του η προσβλητική απρέπεια, με πεισματώνει και μ' εξωθεί να αγωνίζομαι μάταια ώστε να διεισδύσω μετά βίας στη θάλασσα· μα τούτο το ανώφελο πάλεμα μ' εξαντλεί πάραυτα. Οι προσπάθειες μου ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν εξαρχής, μα τουλάχιστον δεν αποδείχτηκα ρίψασπις. Αντιθέτως, βγήκα απ' τη θάλασσα απτόητος και με την αξιοπρέπεια μου ακέραιη, λες και ήμουν στεγνός.
Σαν έμπηξα τα πέλματά μου στην αρμυρισμένη αμμουδιά της ακτής, απέστρεψα το βλέμμα απ' τη θάλασσα και το στύλωσα στο σταχτή ουρανό που κρέμονταν επάνω μου. Ένα συναίσθημα αγαλλίασης με κατέκλυσε τότε, ένα είδος ευγνωμοσύνης προς την επερχόμενη νύχτα, που έμοιαζε να ζυγώνει λυτρωτικά για να με απαλλάξει από το μουντό θέαμα της ταραγμένης θάλασσας. Δεν είμαι σίγουρος για πόση ώρα στάθηκα έτσι, μα σύντομα η θερμοκρασία άρχισε να πέφτει και ο άνεμος γινόταν σφοδρότερος. Το χειρότερο που θα μπορούσε να μου συμβεί τώρα, θα ήταν να αρπάξω κανένα κρυολόγημα. Θα έπρεπε να γυρίσω απευθείας στο ξενοδοχείο μου, σκέφτηκα, αλλά για κάποιο λόγο ένιωσα τη σκέψη αυτή να με ταπεινώνει.
Για ποιο λόγο να επιστρέψω, άλλωστε, τι με περιμένει στο δώμα μου; Κάθε βράδυ έχει την ίδια κατάληξη! Κάθομαι μόνος στο μπαλκόνι κι αγναντεύω τους δρόμους, από το ιδιωτικό μου αυτό αγκυροβόλι και παρατηρητήριο. Εξερευνώ τα απέναντι κτίρια και τα πλακόστρωτα σοκάκια της πόλης, καθώς ξεπλένονται απ' το νυχτερινό αλμυρό αεράκι και παρακολουθώ τους ανθρώπους, σαν άβουλες σκνίπες, να συσσωρεύονται γύρω από την άλω των φώτων και να πηγαινοέρχονται ολούθε νευρικά και ασύνταχτα. Παντού περαστικοί που μιλούν ακατάπαυστα, περιεργάζονται με απληστία τα πάντα και περιηγούνται σε δρομάκια που εκτείνονται προς κάθε κατεύθυνση μα δεν οδηγούν πουθενά. Στο μπαλκόνι μου μπορεί να είμαι στάσιμος αλλά ατενίζω τα πάντα αφ' υψηλού, κρατώντας προπαντός απόσταση ασφαλείας από τους άλλους ανθρώπους.
Για φανταστείτε να βάδιζα τώρα στο δρόμο και να με κατέκλυζαν οι ορδές των περαστικών. Θα τους ένιωθα ιδρωμένους κι ακάθαρτους, να κολλάνε επάνω μου όπως χυμάει στα βράχια το μανιασμένο αγριόκυμα, που ορθώνεται με την πλημμυρίδα για να καλύψει στην φουσκονεριά του τα πάντα. Στέκομαι μόνος στο απόρθητο προπύργιό μου λοιπόν, αδιασάλευτος όπως της Μυτιλήνης το κάστρο· που γρονθοκοπείται αδιάκοπα απ' το διαβρωτικό λιθοξόο θαλασσόκυμα. Μα όσο περιφρουρώ το ζωτικό μου χώρο, τόσο ο κόσμος τριγύρω μου αλλοιώνεται. Ο κόλπος της Γέρας μοιάζει να διαστέλλεται και η θάλασσα να κοχλάζει, λες και ετοιμάζεται να ξεχυθεί για να παρασύρει τα πάντα στο διάβα της. Λες και θέλει να καταπιεί τις ιαματικές πήγες του νησιού και να καταποντίσει το ρωμαίικο υδραγωγείο, μέχρι να φτάσει απειλητικά κάτω απ' τα πόδια μου· κυκλώνοντας την Μόρια ολότελα.
Άρχισα, δυστυχώς, να γκρινιάζω και πάλι, αν και όχι αναίτια. Το δωμάτιο είναι άβολο, η ζέστη ανυπόφορη, η φασαρία κουραστική και μέσα σ' όλα έχω κι αυτό το καταραμένο το αυχενικό που με διαλύει. Το χειρότερο, όμως, είναι εκείνη η αναθεματισμένη η θάλασσα που συνεχίζει αδιάλλακτα να με απορρίπτει. Φουσκώνει συνέχεια, με πλησιάζει φουρτουνιασμένη και παρόλο που ντρέπομαι να το ξεστομίσω, νομίζω πως έχει βαλθεί να με εκδιώξει. Με διακατέχει μια ανησυχία παράλογη, πως όταν ξυπνήσω αύριο θα μ' έχει περικυκλώσει ολοκληρωτικά, κι ενώ απεχθάνομαι όσο δεν λέγεται ετούτη την βορβορώδη πολιτεία, η ενδεχόμενη διαβρωτική επέλαση του νερού από επάνω της μου προξενεί παραδόξως θλίψη δυσβάσταχτη. Θλίψη για τον αφανισμό του Λεσβιακού τοπίου, που θα σκεπαστεί στην άλμη, τα κοχύλια, τα όστρακα κι άλλα απολιθώματα των σαπφικών μουσικών οργάνων που κείτοναι καρτερικά στον πυθμένα της θάλασσας.
•
Το επόμενο πρωινό σηκώθηκα κουρασμένος και άκεφος. Για μια ακόμη βραδιά είχα κοιμηθεί ανήσυχος. Με τον παραμικρό θόρυβο τιναζόμουν και ξυπνούσα, κατάρρυτος απ' τον ιδρώτα. Λίγο πριν την αυγή, ήμουν ήδη στο πόδι και δεν ευθυνόταν η ζέστη. Έφταιγε εκείνο το ξεθωριασμένο φως του λυκαυγούς που έμοιαζε να συνθηκολογεί με την υγρασία και να απορροφά το οξυγόνο για να συντηρηθεί και να μην ξεψυχήσει. Μπορεί να έφταιγε και ο θόρυβος, η πολυκοσμία ή η απαίσια δυσωδία των αντηλιακών που αιωρούνταν διαρκώς στον αέρα. Ίσως, στην τελική, να ευθυνόταν η πλαστότητα των ημερών μας κι αυτός ο βαθύς ηθικός ρύπος της εποχής μας. Ένας ρύπος, που ούτε η απύθμενη θάλασσα δεν μπορεί να τον εγκολπωθεί και να τον αποκαθάρει και ίσως γι' αυτό να τον αποβάλει τελευταία, εν είδει πτωμάτων, στις αμμώδεις ακτές του αρχιπελάγους.
Η πρώτη σκέψη που έκανα μόλις ανέτειλε ο ήλιος ήταν, “και τώρα τι κάνουμε;”. Είχε ήδη ξεκινήσει η εναγώνια αναζήτηση του πως θα αξιοποιήσω τη μέρα μου. Τα πάντα είμαι διατεθειμένος να κάνω για να την τερματίσω και να νιώσω δραστήριος. Τα πάντα θα δοκιμάσω, κι ας μην ολοκληρώνω τίποτα με πηγαία ευχαρίστηση, κι ας διεκπεραιώνω απλώς το πρόγραμμα μου, συχνά, απαθέστατα. Ποιον κοροϊδεύω αλήθεια; Ίσως θα έπρεπε να τερματίσω τις διακοπές μου εδώ. Στο κάτω κάτω, ποιος ο λόγος να βασανίζομαι και να καταξοδεύομαι κι από πάνω; Αύριο κιόλας πρέπει να φύγω! Πρωί πρωί μάλιστα, ώστε να γλιτώσω τη ζέστη και την κίνηση. Να αποφύγω πάνω απ' όλα τις δεύτερες σκέψεις. Να δράσω πριν η καφεΐνη αφυπνίσει το νου, τότε που μπορώ ακόμη να παίρνω αποφάσεις παρορμητικά, δίχως να λογοκρίνω τον εαυτό μου. Αν βγω στο δρόμο, αν αρχίσω να ταξιδεύω, αυτή η περιπέτεια θα έχει κιόλας τελειώσει. Αν υπάρχουν δρόμοι ακόμη, αν δεν έχει μέχρι αύριο σκεπάσει τα πάντα η καταλύτρα η θάλασσα.
Η συνετή επιλογή θα ήταν να τερματίσω το συντομότερο αυτή την κατάσταση, προτού προλάβει να εξελιχθεί σε δυσβάσταχτο δράμα. Φοβάμαι όμως, πως θα το μετανιώσω οικτρά αν έτσι λιπόψυχα τραπώ σε φυγή. Άντε να τολμήσω να κάνω σχέδια για μελλοντικές εκδρομές ύστερα από μια τέτοια ανεπανάληπτη ήττα, η επανάληψη παρόμοιων εγχειρημάτων θα εγκαταλείπεται εκ προοίμιου. Ίσως θα ήταν προτιμότερο, λοιπόν, να ακολουθήσω απαρέγκλιτα τον αρχικό μου σχεδιασμό, να ακουμπήσω στο πρόγραμμα μου και να ολοκληρώσω τις διακοπές μου όπως τους πρέπει. Μερικές μέρες απομένουν μονάχα, λίγη υπομονή και τελικά θα περάσουν.
Θα αποφασίσω τι θα κάνω το βράδυ, όταν θα είμαι ασφαλής στο μπαλκόνι μου θα τα βάλω όλα κάτω και θα τα λογαριάσω καλά. Το μόνο που απομένει, μέχρι να φτάσει η ώρα εκείνη, είναι να αντιμετωπίσω την ενδιάμεση πρόκληση, την προγραμματισμένη απογευματινή μου επίσκεψη στην τοπική παραλία. Μεγάλη δοκιμασία αναντίρρητα, και όχι μονάχα επειδή έχω αναπτύξει μια κάποια αντιπαλότητα με τη θάλασσα. Όταν θα βγω από το ξενοδοχείο μου, η πόλη θα σφύζει από ζωή, η κίνηση και η φασαρία θα είναι στο απόγειο τους και δεν θα γίνεται με τίποτα να προφυλαχτώ. Ακόμη και η ρυμοτομία ετούτου του τόπου σχεδιάστηκε έτσι ώστε να με βασανίζει, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο κέντρο αναγκάζοντας τους ανθρώπους να συναντώνται.
Θα μπορούσα να μείνω και κάθειρκτος στο δωμάτιο μου βέβαια, αποφεύγοντας έτσι όλο αυτό το μαρτύριο. Υπάρχει κάτι όμως, που με αναγκάζει να συνεχίσω απρόθυμα την ατελέσφορη πάλη μου με το στοιχείο του ύδατος που συγκεντρώνεται γύρω μου. Ένα βαθύ κι ακατάληπτο κάλεσμα, που με υποτάσσει σαν ανάγκη ακατάβλητη και μ' εξωθεί να καταδυθώ στα μουλιασμένα σπλάχνα του ωκεανού και να κουρνιάσω στου πυθμένα τα σεντεφένια κελύφη· εγκαταλείποντας για πάντα τον ηλιόχαρο ορίζοντα. Να παραδοθώ στην θάλασσα, ως προσφορά εξευμενισμού και αντιστάθμισμα για τα εκατοντάδες πτώματα των προσφύγων που ξεβράζονται στις Μεσογειακές παραλίες.
•
Τελικά επέλεξα να αναβάλω για αύριο την επίσκεψη μου στην παραλία. Μα εφόσον μου ήταν αδύνατο να παραμείνω κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους, ντύθηκα προσεγμένα και κίνησα να περιπλανηθώ στην πρωτεύουσα. Στη Μυτιλήνη, την πόλη των αντιθέσεων! Με τα περίτεχνα αρχοντικά, τα μουσουλμανικά τεμένη και στο βόρειο λιμάνι την προσφυγική συνοικία της Επάνω σκάλας· στοιχειωμένη από τα, ανύπαρκτα πια, μισογκρεμισμένα παραπήγματα. Εκεί που στήθηκε κάποτε το μνημείο ενός αλλοτινού ξεριζωμού. Τότε που η θάλασσα από πονετική γίνηκε, σαν και τώρα, εκδικητική και μανιασμένη. Τότε που κουβαλούσε στην ασημένια ράχη της βάρκες φυλακές και ξέβραζε στο χώμα το Μυτιλινιό χαμένες ψυχές.
Βάδισα ανώφελα σε δρόμους που έχουν απομείνει δίχως ονόματα και δεν με οδηγούν πουθενά. Κινούμενος σαν τους δείκτες των ρολογιών, που περιστρέφονται μάταια, βολόδερνα για ώρες σε δαιδαλώδη σοκάκια ακολουθώντας μια πορεία ελλειπτικής επανάληψης. Καθηλωμένος, εκεί που κάποτε η ελπίδα άνοιγε δρόμους και η νιότη γκρέμιζε αδιέξοδα. Γειρτός και βεβαρημένος από τις εναντιότητες της ζωής και τις προσωπικές μου ελλείψεις. Παλιότερα ήμουν ασίγαστος, κινούμουν αδιάκοπα λες και ήμουν όλος ενέργεια. Τώρα νιώθω γιομάτος από σώμα ή μάλλον, σαν να συνθλίβομαι υπό το βάρος ενός άκαμπτου σώματος. Νευρόπονοι, πιασίματα, κεφαλαλγίες και πάνω απ' όλα μια μόνιμη αίσθηση κόπωσης. Μια κόπωση, που δεν εκδηλώνεται απλώς ως έλλειμμα δύναμης αλλά κι ως επώδυνη όχληση.
Τα πάντα γύρω μου είναι φορείς πιθανοτήτων, κυοφορούν υποσχέσεις, μα εγώ στέκομαι εμπρός τους χωρίς προσδοκίες· οδηγούμενος στην αθόρυβη απόρριψη ενός κόσμου που διαρκώς κοιλοπονά την απόγνωση. Κάποτε η ορμή μου ξεχύνονταν για να ισοσταθμιστεί με την αδυναμία μου, τώρα απορροφάται πλήρως απ' την εφεκτικότητα μου. Τα πάντα γύρω μου σφύζουν από ζωή, η πλάση σύσσωμη βροντοφωνάζει καλοκαίρι, μα μέσα μου η καλοκαιρία είναι εύθρυπτη, ακόμη και το πιο ήπιο μπουρίνι μπορεί να την καταλύσει. Υποθέτω πως ήταν αναπόφευκτο να καταλήξω να αισθάνομαι έτσι. Το αδηφάγο εσωτερικό μου κενό, κάποια στιγμή θα κατόρθωνε να καταβροχθίσει τον κόσμο ολάκερο. Ακόμη και το αύριο, που άλλοτε μπορούσε να στεγάζει την ελπίδα μου, δεν αποτελεί πια παρά μια μελλοντική δοκιμασία.
Δεν ξέρω για πιο λόγο περιφέρομαι άδικα, ενώ έχω πάρει ήδη την απόφαση μου γι' απόψε. Θα αυτοπεριοριστώ και πάλι στο μπαλκόνι μου, διαβάζοντας κάποιο παλιό και τσαλακωμένο βιβλίο, παρέα με την αθρόα αίσθηση της απωλείας και του κενού. Θα κρατάω ανώφελα στα δάχτυλα μου ένα στυλό, για να εκτονώνω την νευρικότητα που ανά πάσα στιγμή θα απειλεί να με κυριεύσει και θα παραμένω άγρυπνος σε μια νύχτα που θα φαντάζει χωρίς τελειωμό. Κάθε τόσο, θα αφουγκράζομαι τον παφλασμό των κυμάτων για να βεβαιωθώ πως με χωρίζει ακόμη απόσταση ασφαλείας από το μένος της θάλασσας. Διακοπές να σου πετύχουν! Τουλάχιστον όσο τις προγραμμάτιζα αποτελούσαν μια σκέψη καταφυγής, τώρα δεν είναι παρά μια προϊούσα αποτυχία.
Ίσως να με καταπλακώνει κι εμένα, η ίδια αίσθηση που βασανίζει τους ντόπιους. Η αίσθηση πως ο τόπος τους γίνηκε φυλακή για χιλιάδες κατατρεγμένους ανθρώπους. Λες και το νησί μετατράπηκε σε παραφορτωμένη κυψέλη και ο κόσμος γίνηκε αφηνιασμένο μελίσσι. Από το κέντρο υποδοχής των προσφύγων, αναδίδεται ένα ακατάληπτο μουρμουρητό που ταξιδεύει με το βρυχηθμό του ανέμου, μπλέκεται με το ρόχθο της θάλασσας και εμποτισμένο με την αρμύρα του ωκεανού, γίνεται δάκρυ γλυφό που θα μεταφερθεί στην Ανατολή, στον Αδραμυτινό κόλπο, τις Κυδωνιές και τα Μικρασιατικά παράλια· την άλλοτε Λέσβια χώρα. Ένας οδυρμός πολυταξιδευτής, που θαμπώνει μέχρι και την αίγλη του παλιού λατομείου, απ' το οποίο ταξίδευε άλλοτε το απολλώνιο μάρμαρο για την κατασκευή των περίφημων μνημείων της Ρώμης και της ξακουστής Περγάμου της Μυσίας.
•
Πέμπτη πρωί. Τρεις μέρες μείναν ακόμη και θα επιστρέψω στην έδρα μου. Πριν γίνει αυτό, όμως, έχω να κλείσω κάποιους λογαριασμού και πλέον δεν σκοπεύω να αγοράσω άλλη αναμονή. Δίχως αμφιταλάντευση, ετοιμάζομαι και κινάω για την παραλία. Πλησιάζω τη θάλασσα και διαισθάνομαι πως αρχίζει να δυσφορεί. Τα στιλπνά της νερά ιριδίζουν στο φως του ήλιου και ο θυμωμένος των κυμάτων αφρός, αστράφτει κι από ασήμι λαμπρότερα. Τόσο σαγηνευτική και υπέροχη είναι, μα στην επαφή της μαζί μου φοράει ένα εντελώς αποκρουστικό προσωπείο. Υποκρίνομαι πως αδιαφορώ για την αντιπάθεια της και βουτώ αμήχανα μέσα της, αλλά σύντομα ξαναβγαίνω βιαστικά στην ακτή. Λιγόλεπτο κι αδέξιο, σαν άχαρη βάφτιση, ήταν το μπάνιο μου και με άφησε κενό και μουσκεμένο να παίρνω το δρόμο της επιστροφής· συνεχίζοντας το αθληφόρο μου πάλεμα. Ανορθώνω με τα βιας την ισχνή μου θέληση, για να καταφέρω να φτάσω στο δώμα μου και βαδίζω, για τελευταία ίσως φορά, τα σοκάκια μιας επαπειλούμενης από καταποντισμό πολιτείας.
Οι άνθρωποι με προσπερνούν αδιάφορα και επελαύνουν ασύνταχτα προς την παραλία. Ορθώνουν ομπρέλες, ανοίγουνε ψάθες και βγάζουν φωτογραφίες αναμνηστικές. Γελούν ασταμάτητα, σκορπάνε σκουπίδια, αναμερίζουν τις πέτρες και χαράζουν τα ονόματα τους στην άμμο. Διαταράσσουν αναιδέστατα την φυσική ηρεμία, σαν παιδιά που αφεθήκαν να παίζουν ακηδεμόνευτα. Επιταχύνω το βήμα και σπεύδω να απομονωθώ, μα περιτριγυρίζομαι ακόμη από ανθρώπους και θόρυβο. Σκοντάφτω σε μερικούς και αναγκάζομαι να ζητήσω συγνώμη με το βλέμμα μου ή με κάποιο νεύμα της κεφαλής. Με αντίστοιχο τρόπο αντιδρούν και εκείνοι, αλλά παρόλο που οι χειρονομίες τους μοιάζουν να υπόκεινται στους κανόνες της επικοινωνίας, εμένα μου φαίνονται σπασμωδικές και υπονομευμένες από ανειλικρίνεια.
Οι πολυκατοικίες, σαν βαθύσκια δέντρα καταμεσής της ασφάλτου, ορθώνονται επηρμένα ολόγυρά μου και μου στερούν τον ορίζοντα. Ο καπνός από τις ψησταριές αναδύεται δεητικά, σαν χέρια υψωμένα σε σπαραχτική προσευχή. Τα φύλα των δέντρων παραμένουν ασάλευτα, ενώ η άψυχη ανασαιμιά του αγέρα μολύνεται απ' τη δυσωδία που αναβλύζει από τους υπερφίαλους κάδους απορριμμάτων. Στα ισόγεια των κτιρίων, στεγάζονται ανθοπωλεία και καταστήματα με τουριστικά σουβενίρ αλλά στους παραπάνω ορόφους δεσπόζουν αποκρουστικές πινακίδες ιδιωτικών ιατρείων που παραπέμπουν σε θανατικό και αρρώστιες. Τίποτα σε τούτο το ακαλαίσθητο χάος δεν με θέλγει να το ακολουθήσω. Μονάχα η κενότητα και η εκκωφαντική σιωπή, που πρυτανεύει στο θλιβερό μου δωμάτιο, μπορεί ενίοτε να με αναγκάσει να ξεπορτίσω.
Φτάνω στο δωμάτιο μου, ξεπλένομαι βιαστικά από την αλμύρα, ανοίγω τον κλιματισμό και σωριάζομαι στο κρεβάτι αποκαμωμένος. Κοιμάμαι για ώρες και ξυπνάω όταν έχει πλέον νυχτώσει. Είναι η ιδανική ώρα για να επισκεφτώ το μπαλόνι μου, και το κάνω αυτό χωρίς δεύτερη σκέψη. Παίρνω το βιβλίο μου, ένα ποτήρι νερό και θρονιάζομαι στην πολυθρόνα μου για να απολαύσω τη θέα. Τα φώτα της πόλης θολώνουν από την υγρασία και μοιάζουν ωχρά, διογκώνοντας έτσι την εγκιβωτισμένη μέσα μου πανδαμάτειρα θλίψη. Τα άστρα, απειράριθμες λαμπρές κουκκίδες στο θόλο τ' ουρανού, με προσκαλούν σε ολονύχτια ρέμβη κι εγώ αφήνομαι στην συντροφιά τους. Ξεφυλλίζω μια εφημερίδα και διαπράττω το σφάλμα να ρίξω μια φευγαλέα ματιά στο ωροσκόπιο μου. Ήταν πλέον, ένα αστρολογικά επικυρωμένο γεγονός, διένυα μια περίοδο αξιοσημείωτης κατήφειας και κακοδαιμονίας. Μερικές ώρες αργότερα αν είχα γεννηθεί, ίσως και να ήταν διαφορετικά τα πράγματα για 'μένα ετούτο το καλοκαίρι.
Δυσοίωνα μοιάζουν τα σημάδια και για το νεαρό ζευγαράκι που διανυκτερεύει στο διπλανό μου δωμάτιο. Από χθες το απόγευμα καβγαδίζουν αδιάκοπα και οι φωνές τους, αργόσυρτες και διαπεραστικές, ταξιδεύουν μέχρι τ' αυτιά μου νοτισμένες από θυμό και παράπονο. Η σύγκρουση τους, μου φαίνεται ενδεικτική της γενικής μας κατάστασης. Δύσκολο να συμβιώσεις με άλλους ανθρώπους, όταν αισθάνεσαι μέρισμα ενός συνόλου που δεν λογαριάζει τον εαυτό του ως σύνολο. Όταν καταλήγουμε αποκομμένοι, να πολλαπλασιαζόμαστε σαν καρκινικά κύτταρα και να τρεφόμαστε απ' τις ίδιες τις σάρκες μας.
Ο κακοήθης όγκος που εμφανίζεται, δεν αποτελεί ατυχής εκτροπή ή ανωμαλία ασυνήθιστη, είναι η φυσιολογική ανάπτυξη ενός οργανισμού που συμπεριφέρεται ολάκερος σαν χυδαίο καρκίνωμα. Κι ύστερα, όταν η νόσος έχει φτάσει στο τελικό στάδιο, απομονωμένοι και πάσχοντες, επιζητάμε την επανένωση με τους άλλους ανθρώπους. Αναζητάμε αποδράσεις, γυρεύουμε κάποια επουλωτική εμπειρία που θα μας χαρίσει έστω και πρόσκαιρα το ασυννέφιαστο μειδίαμα της εσωτερικής θαλπωρής και πληρότητας. Μια χιμαιρική αναζήτηση της ευδαιμονίας, στην οποία αποδυόμαστε συντροφιά με τον απολεσθέντα εαυτό μας, που σκορπά σταδιακά στα σκαλοπάτια του χρόνου και συνθλίβεται επάνω στων κακουχιών τον χάλκινο άκμονα. Κι εγώ, στέκω κατάμονος παρέα με μια ιδέα, την ιδέα να επιστρέψω στη θάλασσα και να ενδώσω σε τούτο το σφοδρό και παράφορο πάθος. Τώρα ίσως, που τα κύματα χτυπούν με μανία τα βράχια, επισείοντας την απειλή να ξεβράσουν στην ακτή συντρίμμια και πτώματα· καταστρέφοντας ολοκληρωτικά την αυριανή επίσκεψη των λουόμενων στην ειδυλλιακή παραλία.
Παραδομένος όπως είμαι στην ακινησία, αποκοιμιέμαι στην πολυθρόνα μου και ξυπνάω όταν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου με αγγίζουν στο πρόσωπο. Έκπληκτος από την λαμπρότητα της ημέρας, παίρνω αιφνιδιαστικά την απόφαση να φύγω και κινούμαι συγκροτημένα· σαν έτοιμος από καιρό. Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, σηκώνω τις αποσκευές μου και βγαίνω στο δρόμο. Περνώ δίπλα από ταβέρνες και καφενεία κι αναγκάζομαι να υποστώ τις συνομιλίες των καθήμενων και των περαστικών. Ένα κύμα δυσανασχέτησης εκπέμπεται από κάθε κατεύθυνση, αλλά αυτό που φτάνει στ' αυτιά μου ως θλιβερή επωδός, είναι πως για όλα τα δεινά μας ευθύνονται οι ξένοι. Όχι αδιακρίτως φυσικά, καθώς οι τουρίστες είναι πάντα ευπρόσδεκτοι ενώ οι πρόσφυγες λογαριάζονται ως ανήκεστη συμφορά. Ο μετανάστης μετατράπηκε σε έννοια αφηρημένη, παρουσιάζεται ως ον δισυπόστατο που κατορθώνει να διατελεί σε καταστάσεις αλληλοαναιρούμενες. Θα μπορούσαμε να τον αποκαλέσουμε ξένο του Σρέντινγκερ, καθώς ενώ καταλαμβάνει κάθε διαθέσιμη θέση εργασίας, παράλληλα ζει παρασιτικά και καρπώνεται επιδόματα ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που μας προσφέρει. Την μετάδοση ασθενειών δηλαδή και την επίταση της εγκληματικότητας.
Κάπως έτσι, διφυής, αισθάνομαι τώρα κι εγώ, καθώς στέκομαι καταμεσής του δρόμου ολομόναχος. Ενώ τα πάντα γύρω μου είναι φωτοπερίχυτα, εγώ τα βλέπω ζοφερά και παραμένω ανίσκιωτος. Χωρίς να το καλοσκεφτώ, αλλάζω προορισμό και κινούμαι ταχύρρυθμα προς την ερημωμένη και γλαυκοθώρητη ακροθαλασσιά. Οι αποσκευές γλιστρούν απ' τα χέρια μου, σαν βαρίδια αχρείαστα, κι ότι με συνέδεε με τούτο το μέρος μοιάζει με ευτελές παραγέμισμα. Στρέφω στερνή φορά το βλέμμα προς την πολιτεία που απαρνήθηκα και έκπληκτος θωρώ με αγλαή αγαθότητα τους ανθρώπους να συνομιλούν μεταξύ τους μειλίχια. Τα πρόσωπα τους φαίνονται αδελφά και παρόμοια, μα το σημαντικότερο είναι πως απουσιάζει η πρότερη αχρειότητα που τα στιγμάτιζε· η πάντοτε εμπνέουσα την αποστροφή και την αποθάρρυνση. Συνεχίζω να κινούμαι προς την γαλαζόπεπλη θάλασσα, για να διαπεράσω το μεταξένιο μαγνάδι της και να βυθιστώ στην κυανή και αχανή της ουσία. Προχωρώ διχασμένος, ανάμεσα στην ελπίδα και την αποκαρτέρηση, καθώς η θάλασσα μέχρι και την έσχατη στιγμή, που βυθίζομαι μέσα της, με αποπλανεί και με αποδιώχνει συνάμα. Εξαπολύει επάνω μου ορμητικά αργυρόχαιτα κύματα για να με αναχαιτίσει, μα παράλληλα με προσκαλεί, επιδεικνύωντας με έπαρση τα στραφταλίζοντα νερά της· τα ποικιλμένα με της αυγής τα πορφυρώδη κεντίδια.
Εξίσου δισυπόστατη μ' εμένα, λοιπόν, φαντάζει στα μάτια μου και η ακατάλυτη θάλασσα. Την αισθάνομαι γεμάτη μοχθηρότητα να μεταφέρει στις ακτές μας έναν ενάλιο αλαργινό εισβολέα και συνάμα πως ποθεί να μας σμίξει ευλογημένα στην άλμη της, με την απολεσθείσα ανθρωπιά μας. Άλλοτε νιώθω πως πλησιάζει για να μας μυρώσει με το αλμυρό της αγέρι κι άλλοτε πως μας ζυγώνει απειλητικά για να αφανίσει τους κόπους μας· σηκώνοντας ένα κύμα υδάτινης λήθης που θα μας παρασύρει στον άχρονο, ανήλιαγο κι αφιλόξενο της βυθό. Μα ίσως, ο μόνος λόγος που νιώθουμε τούτο τον οικείο μας κόσμο να αλλοιώνεται από τα μακρινά θαλάσσια ρεύματα, να είναι επειδή αντιλαμβανόμαστε τα άγνωρα νερά ως μιαρά και κακόβουλα. Ίσως η αίσθηση της απειλής να οφείλεται, απλώς και μόνο, στο ότι κατακερματίσαμε σε ωκεανούς την αδιάλειπτη θάλασσα και αναζητήσαμε την καταγωγή στην άναρχη των ανέμων φορά. Καταλήξαμε έτσι να τρέμουμε τους γογγυσμούς απ' τα αναδυόμενα κύματα, που ταξιδεύουν ακούραστα για να μας ενώσουν με του πελάγου τον αργυροκέντητο και καθαγιασμένο δεσμό.
Φωτογραφία εξωφύλλου:
0 Σχόλια