Η Κούκυ: Ένα διήγημα της Γεωργίας Κοκκινογένη



Μια σκύλα της αυλής ήταν η Κούκυ που δεν μπόρεσε να μπει σε καλούπια εκπαίδευσης σκύλων, γι' αυτό και βρήκε το τέλος σχετικά νωρίς.

Η ιστορία της έχει ενδιαφέρον ακριβώς επειδή όσο έζησε κινούνταν αυθόρμητα και παρορμητικά με ελάχιστα όρια υπακοής. Είτε γιατί η ράτσα της φημιζόταν για την κινητικότητα είτε γιατί τ΄αφεντικά της δεν κατάφεραν να τη συμμαζέψουν και να την έχουν δεμένη, έστω ελεγχόμενη, στο σπίτι βγαίνοντας βόλτα με το λουράκι της, κακόμαθε να ξεφεύγει και να ακολουθεί αγοραίες παρέες σκύλων σε απομακρυσμένες γειτονιές.

Την είχε παραδώσει επίσημα ένα ζευγάρι Άγγλων με τα χαρτιά των εμβολίων της.

Ήταν θηλυκό και ήταν μπελάς γιατί έπρεπε γρήγορα να στειρωθεί πριν ζευγαρώσει και γεμίσει τον κόσμο κουτάβια. Ποιος ήθελε να τα προξενεύει για υιοθεσία, να τα περιποιείται μέχρι να απαλλαγεί απ΄αυτά…

Όλοι προτιμούν αρσενικό, για οικόσιτο.

Η μεγάλη χαρά της ήταν ν΄ακολουθεί τ΄αφεντικά της τρέχοντας ξοπίσω τους με ταχύτητα φωτός και να δείχνει τον ενθουσιασμό της με υπερβολικές εκδηλώσεις αφοσίωσης ζητώντας εξαντλημένη συγγνώμη ,για τις ατέλειωτες ζημιές, με το μοναδικό σκυλίσιο βλέμμα της.

Τελικά για όλους ήταν βάρος. Ενοχλούσε, γαύγιζε, άγχωνε τους περαστικούς, αναστάτωνε τους επισκέπτες, προκαλούσε τα αυτοκίνητα, έκανε επιθέσεις αγάπης σε μικρότερα ζώα, ακόνιζε τα δόντια της θρυμματίζοντας οτιδήποτε σκληρό. Μια δυο φορές γλίτωσε από φόλα με αντίδοτο.

Ήταν όμορφη και δυνατή. Το όνομά της προήλθε από τα μπισκότα cookie τα σοκολατένια γιατί έμοιαζε το χρώμα της.

Ήθελε να τους ακολουθεί και να τους συνοδεύει. Αυτό μάλλον ήταν και το νόημα της ζωής της. Χωρίς το λουρί της, που την έκανε μελαγχολική και σκυθρωπή.

Αγαπούσε πολύ το χιόνι και τη θάλασσα. Αντιπαθούσε τους δυνατούς θορύβους.

Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα βγήκε την τελευταία της βόλτα.

Της άρεσε να πηγαίνει στο κατόπι τους και να μετράει, ακούραστη, χιλιόμετρα σε δρόμους κεντρικούς, να καμαρώνει για την παρέα, να μπερδεύεται στα πόδια τους, να προσποιείται την αδύναμη και να εξαφανίζεται προπορευόμενη στις στροφές.

Γρήγορα βραδιάζει κι ας είναι οι ώρες λίγες. Ο φωτισμός στοιχειώδης σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας και η Κούκυ περιχαρής διαπερνούσε τα τελευταία χρώματα του δειλινού στην παραλιακή. Οι οδηγοί δεν σκέφτονται την ελεύθερη Κούκυ όταν αναπτύσσουν ταχύτητα. Ένας τελευταίος δυνατός ήχος και μετά τίποτα. Οι πατούσες της τεντωμένες δεν πρόλαβαν το φετινό χιόνι και τα μάτια της ακινητοποιημένα πιστά και ανυπάκουα.

Ξεκουράστηκε, ψελλίσανε όλοι σοκαρισμένοι. Τη θάψανε ζεστή, γρήγορα, σε λάκκο που σκάψανε την ίδια νύχτα, σα να θέλανε να τελειώνουνε την ιστορία της. Εκεί στον κήπο κάτω από το δέντρο που ξάπλωνε τα καλοκαιρινά μεσημέρια.

Ύστερα από πέντε χρόνια ξαναπέρασε το τρακτέρ να οργώσει το σημείο, επιφανειακά καταρχήν.



Φωτογραφία: Erda Estremera

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια