Σιωπώσα - λαλέουσα: Ένα διήγημα της Γεωργίας Κοκκινογένη

 

    Είχε φτιάξει την οικογένειά της με χαρά και αγάπη. Μετά τη δεύτερη γέννα άρχισε να χάνει τη φωνή της. Μια αρρώστια την έκανε να μένει άλαλη στην αρχή για μέρες και ύστερα για πάντα. Οι γύρω της στεναχωρημένοι, παρακαλούσαν να γίνει το θαύμα. Πώς θα ζήσει χωρίς να μιλά;

    Μεγάλωνε τα παιδιά της με στοργή και ζήλο. Τα νανούριζε μ' έναν ρυθμικό σκοπό, που έβγαζε μόνο με  σύμφωνα ένρινα... νννννννννννμμμμμμμμ... ννννννννννννμμμμμμμμ. Μέσα από ατέλειωτες βόλτες με τα πόδια τούς μάθαινε τη φύση, τους ανθρώπους, τον τόπο τους. Άκουγε μαζί τους τη βουή της μακρινής πόλης, τον ήχο της θάλασσας, το χτύπο της βροχής, τη μελωδία της μουσικής...

    Προσαρμόστηκε σε μια δουλειά που ήθελε μόνο γράψιμο. Η μάνα της κάθε φορά που την αντίκρυζε ξεσπούσε σε λυγμούς, ενώ η ίδια έκρυβε με την αφωνία της τη δύναμή της. Θυμόταν και την Ηχώ που τη μεταμόρφωσε η Ήρα σε αντίλαλο για τη φλυαρία της. Άρπαξ, βλάξ, λάλος, κλέπτης, πλεονέκτης... είχε συγκρατήσει από την γραμματική των αρχαίων ελληνικών. Λαλίστερος, λαλίστατος.

    Με τον καιρό απέκτησε μια αυταρέσκεια, γιατί μόνο να χαμογελά μπορούσε αποφεύγοντας κάθε αρνητική διατύπωση. Τη σκέψη της την έδειχνε με πράξεις. Άλλωστε, όταν είχε φωνή, εκείνη ήταν ίδια με του παγωνιού. Τσιριχτή και βραχνή. Την κατηγορούσαν όλοι για αυτό της το χαρακτηριστικό.

    Τα παιδιά της τα πήγαινε στο θέατρο, τα βιβλιοπωλεία, τις καμεράτες, τις οπερέτες, τις συναυλίες. Στην οθόνη βλέπανε πολλές ώρες παραστάσεις χορού. Aπό καλλιτεχνικό πατινάζ ως τους αργόσυρτους τελετουργικούς ποντιακούς... 

    Μα τί χορεύτρια θα γίνει; ανησυχούσε για την εγγονή του ο πατέρας της. Να μάθουν τη μεταφορική χρήση του βηματισμού, θα έλεγε εκείνη εάν μιλούσε. Και να αφήσουν τη σφραγίδα τους στη γη με την πορεία του ο καθένας, είτε σε ευθεία είτε σε κυκλική τροχιά.

    Το πιο ακριβό πράγμα που τους αγόραζε ήταν τα παπούτσια. Πάντα καλής ποιότητας και άνετα. Και η ίδια για τον εαυτό της. Αξίας και αναπαυτικά. Προχωρούσαν πάνω στο χιόνι και βλέπανε πότε η πατημασιά είναι αβέβαιη και πότε σταθερή. Κάποιες φορές, τα ίχνη χάνονταν.  Έτσι, μαθαίνανε να χαράσσουν τη δική τους διαδρομή και να στηρίζονται στα γερά πόδια τους, χωρίς πολλά λόγια και αναλύσεις, κάνοντας πράξεις. Όπως και η βουβή μάνα τους, όταν δεν μπορούσε να φωνάξει, ήταν ικανή να φύγει φορώντας αυτά τα αγαπημένα της με τη μπαρέτα ευλύγιστα μαύρα hispanitas...

 


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια