Σελ.: 216
Εκδόσεις: αυτοέκδοση
Το κείμενό μου ξεκινά με μια σειρά ερωτημάτων. Μπορεί μια κρυφή υιοθεσία, αποτέλεσμα ψυχολογικού εξαναγκασμού, ζητήματος ζωής και θανάτου, να εξελιχθεί ευεργετική για το ίδιο το υιοθετημένο παιδί; Τι συνέπειες προκαλεί συνήθως στους πραγματικούς γονείς του και ποιο μέλλον διαγράφει για κείνο, αλλά και για τη νέα του οικογένεια; Γιατί συμβαίνει στην πραγματικότητα η υιοθεσία; Πού αποσκοπεί; Ποιον πλήττει και ποιον σώζει; Πότε τελικά αποκαλύπτεται; Αποκαλύπτεται; Αν ναι, ποιες αντιδράσεις δημιουργεί; Είναι η ψυχή του ανθρώπου έτοιμη να αντιμετωπίσει μια σκοτεινή πραγματικότητα για την οποία δεν ευθύνεται ο ίδιος προσωπικά και να την αποδεχτεί; Την αποδέχεται πάντα; Ποια προβλήματα προκύπτουν από τη νέα πραγματικότητα που ορθώνεται επιβλητική στο παρόν καταρρίπτοντας την προγενέστερη που ακόμα υφίσταται; Πώς μπορεί να συμβαδίσει μαζί της, αν αυτό είναι υποχρεωτικό, η αληθινή πραγματικότητα με την ψεύτικη, αυτήν που έχει προσδιορίσει ολόκληρη τη ζωή του υιοθετημένου και την ύπαρξή του μέσα στον χρόνο; Ποιος ο ρόλος της θρησκείας σε μια κοινωνία που η ταυτότητα του καθένα αποτελεί το κόκκινο πανί σε περιόδους έντασης και αυξημένων πολιτικών κινητοποιήσεων; Και μέσα σ’ όλα αυτά, πώς η ιστορία της υιοθεσίας συνυπάρχει ανεπηρέαστη σ’ ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο τα πολιτικά γεγονότα, οι θρησκευτικές προκαταλήψεις, η κοινωνική, οικονομική και φυλετική ανισότητα κυριαρχούν; Πώς όλα αυτά στο τέλος μπορούν να καταγραφούν με επιτυχία και αντικειμενικότητα συνδυαστικά με την ιστορική αποτύπωση της εποχής στην οποία ανήκουν; Ακατόρθωτο; Όχι, βέβαια. Αυτό άλλωστε καλείται κάθε φορά να υποστηρίξει η απαιτητική λογοτεχνία και ο εκάστοτε δημιουργός της. Να συνδυάσει τη μυθοπλασία με τέτοιο τρόπο, ώστε η ιστορία να μην παραποιηθεί. Στην περίπτωση δε του ιστορικού μυθιστορήματος ο συνδυασμός αυτός είναι και το κλειδί της επιτυχίας.
Ένα τέτοιο κλειδί κρατά στα χέρια του ο συγγραφέας Δημήτρης Μπούμπας, Οργανωτικός Συντονιστής των Συμβούλων της Α/θμιας και Β/μιας Εκπαίδευσης Λέσβου, Πρόεδρος της Εταιρίας Αιολικών Μελετών και επιμελητής, κριτής και εκδότης του επιστημονικού τόμου «Αιολικά Χρονικά». Μιλάμε για το νέο του βιβλίο, το όγδοο κατά σειρά έκδοσης, που φέρει τον τίτλο «Vatan η Γλυκοφιλημένη» και κυκλοφορεί ως αυτοέκδοση.
Η ιστορία της Βατάν ξεκινά στα τέλη του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα το 1880, στο νησί της Λέσβου, όταν μια ασέληνη, σκοτεινή κι ασάλευτη νύχτα, όπως την περιγράφει ο συγγραφέας της, πραγματοποιούταν ένα ακόμα κοντραμπάτο (λαθρεμπόριο δηλαδή) από μια ομάδα Χριστιανών με προϊόν το ελαιόλαδο. Ήταν συχνό το φαινόμενο του λαθρεμπορίου τότε για λόγους επιβίωσης για τους αδύναμους και κυρίως για λόγους κέρδους για τους πιο ισχυρούς. Μια λάθος κίνηση όμως τη νύχτα εκείνη, ο φόβος της καταδίωξης και της τιμωρίας από τους Οθωμανούς στη συνέχεια, η απόγνωση για το μετέπειτα του λάθους στάθηκαν αρκετά για να οδηγήσουν τα πράγματα στο χειρότερο της μοίρας σενάριο. Και ποιο είναι αυτό; Μα και βέβαια ο θάνατος, η δολοφονία, η αφαίρεση της ζωής από άμυνα, το έγκλημα, αυτό που όσο κι αν προσπαθήσει κάποιος να το καλύψει, πάντα αυτό βρίσκει τον τρόπο και αποκαλύπτεται, όπως φυσικά και οι εμπλεκόμενοι ένοχοί του. Η δολοφονία ενός κιουμεκιάρη την ώρα που εκτελούσε την καθιερωμένη περιπολία του στην παραλία της περιοχής, από τρεις Χριστιανούς, ενός άντρα και δύο παιδιών, καθώς προσπαθούσαν να εξάγουν το λαθραίο εμπόρευμά τους για λογαριασμό του αφέντη τους έμελλε να στιγματίσει για πάντα το υπόλοιπο της ζωής τους. Γιατί μπορεί μεν ο δολοφόνος να ήταν ένας, ο άντρας εν προκειμένω, τα δύο παιδιά όμως που ήταν μαζί του και ήταν αδέρφια μεταξύ τους, ως εμπλεκόμενα ακούσια στον φόνο αυτόν, όφειλαν κατά τον οθωμανικό νόμο να τιμωρηθούν παραδειγματικά, να δικαστούν χωρίς κανένα ελαφρυντικό, να φυλακιστούν έπειτα, και στο τέλος να μεταφερθούν στη γειτονική Χίο για να εκτελεστούν εν ψυχρώ. Κι εδώ αρχίζει η κυρίως ιστορία του βιβλίου, η ιστορία της Βατάν, της μικρής αδερφής των δύο εμπλεκόμενων παιδιών, της νεογέννητης ακόμα μικρής που συνέβαλε με την παρουσία της στην σωτηρία των αδερφών της και στην αποφυγή της εκτέλεσής τους. Πώς; Μα όπως ήδη αναφέρθηκε, με το τίμημα της υιοθεσίας της.
Φτωχοί άνθρωποι οι γονείς της Βατάν, χριστιανοί και Έλληνες, δεν είχαν και πολλά να προσφέρουν στα τρία τους παιδιά, παρά μόνο την αγάπη και την αφοσίωσή τους, καθώς και τα καθημερινά αγαθά προς το ζην. Ο πατέρας της, ήταν για χρόνια στη δούλεψη ενός Τούρκου Ολιγάρχη, του Μουσταφά Αγά, μέσης ηλικίας, χήρου και άκληρου, αρκετά φιλήσυχου και αγαπητού στους εργάτες του, αλλά και στην υπόλοιπη κοινωνία της Λέσβου, που έστεκε μακριά από ακραίες θεοκρατικές αντιλήψεις της Οθωμανικής Άρχουσας τάξης και είχε υψηλό το αίσθημα του δικαίου. Με τον όρο να πληρώσει αυτός τις αρχές για την απελευθέρωση των δύο φυλακισμένων παιδιών της φτωχικής οικογένειας, ο Μουσταφά Αγά προέβαινε γεμάτος χαρά και με άκρα μυστικότητα στην υιοθεσία της 6μηνης Βατάν, στην οποία και χάρισε το ωραιότερο και το πιο σπουδαίο όνομα που θα μπορούσε να δοθεί ποτέ σε άνθρωπο, το ιερότερο όλων και το πιο σημαντικό. Βατάν, δηλαδή Πατρίδα.
Από τότε η Βατάν μεγάλωνε σαν μια πραγματική πριγκίπισσα. Μαθήτευσε στη σχολή θηλέων, έμαθε μουσική και ελληνικά, γνωρίστηκε από κοντά με την ομορφιά της φύσης και πάντα δίπλα στον θετό της πατέρα έμαθε κι εκείνη να είναι δίκαιη με τους ανθρώπους, αμερόληπτη, σεμνή, ευγενική, θεοσεβής, σωστή, φιλεύσπλαχνη και δοτική. Αργότερα ακολούθησε την εκπαίδευσή της στο εσώκλειστο σχολείο Ibtidai Mektebi στην πόλη της Μυτιλήνης, το σημερινό Δικαστικό Μέγαρο, έκανε τις πρώτες της δυνατές φιλίες και γνώρισε τον αληθινό έρωτα, τον οποίο και έμελλε να ακολουθήσει πιστά για το υπόλοιπο της ζωής της. Πάντα δίπλα της, φύλακας άγγελός της και υποστηρικτής της σε κάθε της επιθυμία ο πατέρας της, ο οποίος την αγαπούσε πολύ και της έτρεφε μεγάλη αδυναμία, αυτός που την οδήγησε τελικά στο πρώτο σημαντικό σκαλοπάτι της ευτυχίας της, τον γάμο.
Η Βατάν υπήρξε πραγματικά πολύ ευτυχισμένη στην παιδική, εφηβική και νεανική της ηλικία. Είναι όμως όλα τα υιοθετημένα παιδιά ευτυχισμένα; Αυτό είναι ένα θέμα που προκύπτει στον αναγνώστη καθώς διαβάζει το βιβλίο αυτό, καθώς τίποτα στη ζωή δεν είναι αυτονόητο φυσικά ούτε και προκαθορισμένο.
Έπειτα προκύπτει ένα ακόμα ερώτημα: Κατά πόσο το υιοθετημένο παιδί πρέπει να γνωρίζει για το παρελθόν του ή όχι; Βέβαια, στη συγκεκριμένη περίπτωση της Βατάν, η υιοθεσία της έγινε πολύ προσεκτικά και με άκρα μυστικότητα. Μα είναι ποτέ δυνατόν να παραμείνει για πάντα η αλήθεια κρυφή; Δυστυχώς, η ιστορία τις περισσότερες φορές, αν όχι όλες, αποδεικνύει πως όχι. Κι αυτό προκαλεί, θέλοντας και μη, ισχυρό κλονισμό στην ψυχή εκείνου που συνειδητοποιεί στα ξαφνικά ότι όλα όσα θεωρούσε στη ζωή του δεδομένα, στην πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ ούτε και είναι. Γιατί, όπως και στην περίπτωση της Βατάν, η οποία βίωσε στο έπακρο την πατρική αγάπη και στοργή, η αλήθεια κάποτε αποκαλύφθηκε σημαδεύοντας την βαθιά.
Η αποκάλυψη συνέβη όταν η συμφωνία της υιοθεσίας είχε πια λήξει, όταν δηλαδή ο ένας από τους δύο εμπλεκόμενους, ο θετός πατέρας στην προκειμένη περίπτωση είχε φύγει πια από τη ζωή κι όταν η χήρα και αρκετά ηλικιωμένη πραγματική μητέρα της Βατάν, η οποία παρακολουθούσε για τριάντα ολόκληρα χρόνια τη ζωή της κόρης της από απόσταση και πάντα διακριτικά, πλημμυρισμένη από αμέριστη αγάπη για τη μονάκριβή της, αλλά και πόνο μαζί, τον πόνο της υποχρεωτικής απόστασης από το παιδί της, βρήκε τελικά το θάρρος να της αποκαλύψει την αλήθεια, όχι από εγωισμό, όπως θα ήταν και το πιο φυσιολογικό, αλλά γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση η αποκάλυψη θα έβγαζε στο φως ένα πολύ σημαντικό και φλέγον ζήτημα. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από το ζήτημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει μόνη της η Βατάν σε μια εποχή έντονων κοινωνικών και πολιτικών αναταράξεων, τη διπλή της ταυτότητα, πρώτα την εθνική, μιας και αποδεικνυόταν Ελληνίδα και όχι Οθωμανή, κι έπειτα τη θρησκευτική, μιας και η μουσουλμανική θρησκεία της κονταροχτυπιόταν πλέον σώμα με σώμα με τη χριστιανική.
Ο συναισθηματικός κλυδωνισμός που προκύπτει από μια τέτοια ξαφνική αποκάλυψη είναι απίστευτα μεγάλος και μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε επικίνδυνες πράξεις, όπως στην αυτοκτονία ή στην καλύτερη περίπτωση στην τρέλα και την ψυχολογική κατάρρευση. Μα όχι, στην προκυμμένη περίπτωση δε συνέβη αυτό. Γιατί η Βατάν έκρυβε μέσα της ένα πραγματικό μεγαλείο ψυχής. Θα αναρωτηθεί βέβαια ο αναγνώστης, πώς ήταν δυνατόν μια μουσουλμάνα, σε μια εποχή κρίσιμη για τους δύο συνυπάρχοντες λαούς, σε περιόδους δύο μεγάλων πολέμων, να φέρεται με τόση ανωτερότητα μπροστά σε ένα τόσο αναπάντεχο γεγονός που κυριολεκτικά ανέτρεπε ολόκληρη τη ζωή της, την οποία πορευόταν δίπλα στο μουσουλμάνο άντρα της Σαντίκ και τα δυο τους παιδιά; Φυσικά και ήταν δυνατόν. Γιατί στη ζωή της Βατάν δεν πρωταγωνιστούσε το όνομα της θρησκείας της ή το χρώμα της εθνικότητάς της, αλλά το ήθος και ο τρόπος με τον οποίο είχε γαλουχηθεί για χρόνια η συμπεριφορά της και ο χαρακτήρας της. Ναι, ο θετός της πατέρας ήταν ένας δίκαιος άνθρωπος, θρήσκος μεν, αλλά δίκαιος. Ήταν αυτός που συνέβαλε στη διαμόρφωση του ακέραιου χαρακτήρα της και διατήρησε αγνή την ψυχή της. Ακόμα κι αν γνώριζε ότι το παιδί που υιοθέτησε ήταν Ελληνάκι και από Χριστιανούς γονείς και παρόλο που έκανε τη Βατάν Οθωμανή και τη βάφτισε μουσουλμάνα, δε θέλησε ποτέ του να σπείρει τον φανατισμό στην ψυχή της. Επιδίωξή του ήταν να μεγαλώσει έναν σωστό και δίκαιο άνθρωπο, με ομορφιά και ευγένεια ψυχής, στον οποίο η πίστη του δε θα λειτουργούσε εκδικητικά απέναντι στους άλλους ανθρώπους, είτε ομόθρησκους είτε αλλόθρησκους, αλλά δοτικά και φιλεύσπλαχνα,. Κι αυτό ήταν μια γενναία πράξη ανωτερότητας από μέρους του που καθόρισε στη συνέχεια και ολόκληρη τη ζωή της κόρης του Βατάν.
Ανωτερότητα έδειξε στη ζωή της και η Βατάν, καθώς η βαθιά της πίστη την προέτρεπε να ακολουθεί πάντα τους χτύπους της καρδιάς της, ορίζοντας ως το πιο σημαντικό στοιχείο στον άνθρωπο όχι το όνομα της θρησκείας που ασπάζεται, αλλά την πίστη του αυτή καθαυτή. Την πίστη της ακολουθούσε σε όλη της τη ζωή η Βατάν παρέα με το ήθος και την αξιοπρέπειά της. Αν και κρυφοχριστιανή, μετά την αποκάλυψη της ταυτότητάς της, δεν έπαψε ποτέ να σέβεται τον άντρα της και τη θρησκεία του, να τιμά την οικογένειά της, αλλά και να προσφέρει έμπρακτα τη βοήθειά της σε όλους τους ανθρώπους, ακόμα και με τον κίνδυνο της ζωής της. Η ανταπόδοση για όλα αυτά ήρθε με το πλήρωμα του χρόνου ως ευχαριστήριο δώρο που πάντα βρίσκει τον τρόπο και καταλήγει στον αποδέκτη του. Και αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα της ιστορίας του βιβλίου αυτού. Ο σεβασμός στον συνάνθρωπο, η αλληλοβοήθεια και η αλληλοϋποστήριξη, δεν έχουν ούτε και πρέπει να έχουν ποτέ τους σύνορα. Δε φταίνε ποτέ οι λαοί για τις πολιτικές σκοπιμότητες εκείνων που εξουσιάζουν τη χώρα τους. Δυστυχώς όμως, όπως αποδεικνύει κάθε φορά η ιστορία, οι λαοί είναι πάντα τα εξιλαστήρια θύματα, οι αποδέκτες της σκληρότητας και της απανθρωπιάς της εξουσίας, οι τραυματισμένες ψυχές που σκοτεινιάζουν άδικα, παρόλο το φως που κρύβεται ενδόμυχα εντός τους.
Ο συγγραφέας Δημήτρης Μπούμπας αφηγήθηκε μια πολύ όμορφη και συγκινητική ανθρώπινη ιστορία, ενώ ανταποκρίθηκε επάξια στο δύσκολο ρόλο που ανέλαβε, αυτό του ιστορικού αφηγητή, καθώς πέτυχε τελικά να μεταφέρει την εικόνα της ιστορικής πραγματικότητας της εποχής που αφηγείται στο χαρτί και να την περιγράψει με αντικειμενικότητα και σεβασμό, δίχως να μεροληπτεί και δίχως να εκφράζει προσωπική γνώμη. Παράλληλα με τη μυθοπλασία, και ως απαραίτητο στοιχείο του μυθιστορήματός του έφερε στο φως και όλη την ιστορική πραγματικότητα που έπληξε την Ελλάδα και την Τουρκία από τις αρχές του 20ου αιώνα ως και τα μέσα αυτού και κυρίως το νησί της Λέσβου και των απέναντι τουρκικών παράλιων.
Η ιστορία της Βατάν της Γλυκοφιλημένης συμβαδίζει απόλυτα με τον χρόνο στον οποίο τοποθετείται η ζωή της. Η μυθοπλασία δίνει αρκετό χώρο στην αφηγηματική ανάλυση των κοινωνικών αντιλήψεων της εποχής και του τόπου που διαδραματίζεται, των ηθικών αξιών της κοινωνίας, εμπλουτισμένων ταυτόχρονα με μια πληθώρα λαογραφικών στοιχείων που σχετίζονται κυρίως με την καθημερινότητα και τον τρόπο ζωής των κατοίκων της Λέσβου και του Αϊβαλιού, τέλη του 19ου αιώνα, αρχές του 20ου ως τα μέσα αυτού.
Ο αναγνώστης μέσω της ιστορίας αυτής έχει την ευκαιρία να θυμηθεί ξανά όλα τα ιστορικά γεγονότα που έπληξαν τους Έλληνες και τους Οθωμανούς την χρονική περίοδο για την οποία γίνεται λόγος. Και παρόλο που ο συγγραφέας θίγει ανοιχτά πολλά θέματα κοινωνικού περιεχομένου, όπως αυτό της υιοθεσίας, αλλά και του προξενιού, της δουλείας, της υποτυπώδους ιατρικής μέριμνας, της θρησκείας, της εκπαίδευσης, της ισότητας και της πάλης για την διεκδίκηση ίσων δικαιωμάτων, ωστόσο αυτά τα αφήνει διακριτικά σε δεύτερη μοίρα, καθώς ο πρωταρχικός του στόχος είναι η αποτύπωση της ιστορικής πραγματικότητας κυρίως του τόπου του, η οποία βασίζεται, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης φτάνοντας στο τέλος του βιβλίου του, στη μελέτη και στο δανεισμό στοιχείων από ιστορικές πηγές, βιβλία, άρθρα και φωτογραφικά αρχεία. Γι’ αυτό και πρωταγωνιστής της ιστορίας αυτής δεν είναι η ηρωίδα Βατάν η Γλυκοφιλημένη, αλλά η ίδια η ιστορία που σημάδεψε την πορεία δύο λαών και τα γεγονότα που καθόρισαν για πάντα τη μοίρα τους.
Το βιβλίο απευθύνεται όχι μόνο στο ενήλικο κοινό αλλά και στους έφηβους, μιας και ο συγγραφέας χρησιμοποιεί εύστοχα μια λιτή και κατανοητή γλώσσα, καλογραμμένη ωστόσο, άμεση, περιγραφική και με εικόνες, γεμάτη ρεαλισμό και ανθρώπινη ευαισθησία. Έτσι, πετυχαίνει τη συναισθηματική διέγερση του αναγνώστη, ενώ διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του, αλλά και την αγωνία του στα ύψη για την εξέλιξη και την ολοκλήρωση της ιστορίας. Η συνεχής πλοκή και η γρήγορη εναλλαγή των εικόνων βοηθούν σημαντικά για την επίτευξη του σκοπού αυτού.
Οι άγνωστες λέξεις που συχνά θα συναντήσει ο αναγνώστης δε θα αποτελέσουν εμπόδιο για την κατανόηση του περιεχομένου της ιστορίας, καθώς ο συγγραφέας μερίμνησε να συμπεριλάβει στο τέλος του βιβλίου του και το σχετικό ερμηνευτικό γλωσσάρι.
Συμπερασματικά, ο συγγραφέας καταφέρνει μέσα από τη μυθοπλασία του να κάνει γνωστή στον αναγνώστη κάθε σκοτεινή πλευρά της ιστορίας που στιγμάτισε τον τόπο καταγωγής του κυρίως, σημειώνοντας επίσης και τον πολύ μεγάλο αντίκτυπο που είχαν τα δραματικά ιστορικά γεγονότα στην καθημερινότητα των ανθρώπων.
Ένα βιβλίο που προκαλεί πληθώρα συναισθημάτων στον αναγνώστη και κυρίως θλίψη, αγανάκτηση, θυμό, πόνο, αλλά και νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες. Σε καμία περίπτωση δεν προσφέρεται για διδακτική χρήση, παρ’ όλα αυτά συμβάλει στην αναβίωση της ιστορίας μας, μας φέρνει σε επαφή με τον πολιτισμό μας και δυναμώνει τα πατρικά μας αισθήματα.
0 Σχόλια