Ο σημερινός καλεσμένος των Τεχνών είναι ο φιλόλογος, ειδικός παιδαγωγός, οργανωσιακός ψυχολόγος και συγγραφέας Γιώργος Λούκας. Αφορμή της συνέντευξης που ακολουθεί αποτελεί το νέο του βιβλίο που κυκλοφόρησε μόλις λίγους μήνες πριν από τις εκδόσεις «Αρμός» και φέρει τον τίτλο «Η Τελευτή». Ας δούμε τι έχει να μας πει.
Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου
Κύριε Λούκα, πείτε μας δυο λόγια για εσάς και τη συγγραφική σας πορεία.
Γεννήθηκα το 1985 και μεγάλωσα στην ελληνική επαρχία σ’ έναν τόπο που, όπως και οι χαρακτήρες μου, παλεύει ανάμεσα στην εγκατάλειψη και στη μνήμη. To Δίστομο είναι δίχως αμφιβολία η μήτρα και το τραύμα που δεν έχει επουλωθεί και σαν απορροή παρά ως δημιουργία ξετυλίγεται πολλαπλά και ανεξέλεγκτα ακόμη θα έλεγα. Ένας τρόπος είναι η γραφή. Γράφω από μικρός, όχι για να πω ιστορίες, αλλά για να αντέξω αυτά που δεν λέγονται. Δεν με ενδιαφέρει τόσο η λογοτεχνία σαν είδος, όσο σαν τρόπος να ανοίγει κανείς ρωγμές στην κανονικότητα, όσο σαν όχημα που σε πάει γρηγορότερα εκεί όπου ο ορθός λόγος της επιστήμης αργεί και ατονεί. Είχα την τύχη να δημοσιεύσω νωρίς, να πειραματιστώ, να αλλάξω. Η "Τελευτή" έρχεται μετά από άλλα δυο λογοτεχνικά εγχειρήματα και ένα δοκίμιο. Με βρίσκει αλλιώς και γράφεται αλλιώς. Δεν κυνηγά την τελειότητα , παραδίδεται στην αναγκαιότητα.
Είστε εκπαιδευτικός στο επάγγελμα και παράλληλα επιστημονικός υπεύθυνος του εκπαιδευτικού Ινστιτούτου Plan-C και ιδρυτικό μέλος ενός πειραματικού σχολείου. Πώς προκύπτει ο συνδυασμός όλων αυτών με το ενδιαφέρον σας για τη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων και όχι μόνο; Τι κινεί την πένα σας προς αυτή την κατεύθυνση;
Αν στο Δίστομο έγινε η τυχαία ρίψη μου στον κόσμο, η εργασία και οι δράσεις μου κατ’ επέκταση είναι το καύσιμο που μου κινεί το χέρι. Το σχολείο, τα παιδιά, οι αλληλεπιδράσεις, η κοινότητα – όλα αυτά είναι το "υλικό" μου. Στο Plan-C και στο Ataxia School, δεν δουλεύουμε με προγράμματα. Δουλεύουμε με σχέσεις. Και κάπως έτσι καταλαβαίνω και τη συγγραφή: ως πράξη φροντίδας. Δεν κάθομαι να γράψω επειδή είμαι συγγραφέας. Κάθομαι να γράψω όταν δεν μπορώ αλλιώς. Η παιδαΡωγική μου και η γραφή μου έχουν κοινό νήμα: ένα πλησίασμα που προσπαθεί να συμπλέκεται χωρίς να εξουσιάζει, να παρατηρεί χωρίς να είναι αμέτοχη και να συγκινείται, χωρίς να εκβιάζει.
Ας επικεντρωθούμε στο λογοτεχνικό σας έργο, το οποίο παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον ομολογουμένως. Τι κοινό παρουσιάζει όμως με την επαγγελματική σας δραστηριότητα; Θα βρούμε για παράδειγμα επιρροές της μίας ενασχόλησής σας στην άλλη και με ποιον τρόπο τις διαχειρίζεστε στην καθημερινότητά σας αν όντως υπάρχουν;
Δεν τα διαχωρίζω. Δεν μπορώ. Αρχικά δεν είναι μια διδακτική γραφή αλλά μια μαθητική. Δεν γραφώ ως αυθεντία, μαθαίνω μέσα από τη διαδικασία. Γι΄ αυτό τον λόγο χρησιμοποιώ την λέξη παιδαΡωγός για να προσδιορίσω αυτήν την αντιποιμαντική παιδομελιτεία. Είμαστε δίπλα στα παιδιά ως αρωγοί δηλαδή ως βοηθοί και όχι αγωγοί που καθοδηγούν σε προαποφασισμένα μονοπάτια. Γράφοντας, αναρωτιέμαι. Και παιδαγωγώντας, αναρωτιέμαι το ίδιο. Το παιδί δεν είναι αντικείμενο μάθησης ούτε σύμβολο. Είναι πρόσωπο. Όπως και ο αναγνώστης. Η "παιδαΡωγική" μου είναι ένας τρόπος να συναντώ τα πρόσωπα, είτε μέσα στην τάξη, είτε μέσα στη φαντασία μου. Και να στέκομαι δίπλα τους, όχι απέναντί τους. Η γραφή για μένα είναι προέκταση αυτής της στάσης. Δεν κάνω λογοτεχνία για να δραπετεύσω. Γράφω γιατί δεν αντέχω να μην μιλήσω. Και αντλώ λέξεις από εκεί που ριζώνω: στην κοινότητα, στο βίωμα, το ατελέσφορο.
Η έμπνευση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγγραφή ενός λογοτεχνικού κειμένου. Στη δική σας περίπτωση τι είναι αυτό που σας εμπνέει περισσότερο και συντελεί στη δημιουργία και την έκφραση;
Δεν με εμπνέει κάτι συγκεκριμένο. Αυτό που με κινεί είναι πιο υπόγειο∙ μια ανάγκη να φανώ χρήσιμος στην εποχή μου, όχι με τρόπο διδακτικό αλλά υπαρξιακό. Με έλκουν τα μεταίχμια∙ τα σημεία όπου κάτι σπάει, κάτι τελειώνει, κάτι αλλάζει. Εκεί όπου το ύψος και το βάθος συναντιούνται, στο «μεταξύ». Ό,τι δεν εξηγείται εύκολα, ό,τι δεν εντάσσεται, προσπαθώ να το επανασυνδέω με τον καιρό μας. Έτσι εργάζομαι και στο σχολείο, έτσι γράφω και στη λογοτεχνία. Δεν πιστεύω σε Μούσες που χαρίζουν έμπνευση∙ υπάρχουν τα βιώματα, τα διαβάσματα, οι σχέσεις, οι συγκρούσεις, η Ιστορία, η πολιτική και μια κοινωνία σε αναβρασμό που δεν με αφήνουν αδιάφορο. Επειδή όμως δεν μπορώ να εμπλακώ με όλα αυτά στην πραγματική ζωή –ως θνητός–, η γραφή έρχεται να καλύψει αυτό το έλλειμμα, για να μιλήσουμε και λίγο «λακανικά». Εκεί νιώθεις για λίγο σαν Θεός: πλάθεις κόσμους, χαρακτήρες, πλοκές. Κι όμως, αυτός ο Θεός δεν έχει απόλυτη εξουσία∙ οι ήρωες ξεφεύγουν, ακολουθούν δικούς τους δρόμους. Και ευτυχώς, γιατί αλλιώς το νόημα θα ‘ταν κλειδωμένο. Έτσι, ακόμη και στη γραφή, σου διαφεύγει…».
Είναι σαφές από τη μέχρι τώρα συγγραφική σας πορεία ότι δείχνετε μεγαλύτερο ενδιαφέρον στη συγγραφή μυθιστορημάτων. Ωστόσο έχετε καταπιαστεί και με το διήγημα και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Ποιο όμως είναι το αγαπημένο σας λογοτεχνικό είδος και γιατί; Υπάρχει πιθανότητα στο μέλλον να υπηρετήσετε και άλλα είδη όπως για παράδειγμα την ποίηση ή το παραμύθι;
Κάθε λογοτεχνικό είδος είναι για μένα ένα όχημα που σε πάει σε διαφορετικό ταξίδι. Άλλο να ανεβαίνεις το βουνό με Jeep κι άλλο με ένα μικρού κυβισμού μηχανάκι∙ το καθένα έχει τη δική του γοητεία και το καθένα μπορεί να κρύβει διαφορετικές απαιτήσεις και περιπέτειες. Όπως επίσης, η ευκολία που σου παρέχουν, κάποιες φορές μπορεί να γίνεται δυσκολία σε μονοπάτια και σε δύσβατα περάσματα όπου μπορείς να πας μόνο με περπάτημα. Δεν κυνηγάω τα είδη, κυνηγάω ειλικρινείς τρόπους να ειπωθεί αυτό που αλλιώς μένει άναρθρο. Γράφω δοκίμιο ως ερευνητής στην ειδική αγωγή και τη φιλοσοφία, αλλά νιώθω πως ό,τι παλεύεις να εξηγήσεις εκεί, μπορείς συχνά να το αγγίξεις πιο άμεσα μέσα από μια αφήγηση, έναν ήρωα, μια σκηνή. Έτσι προκύπτουν και τα παραμύθια ή τα μυθιστορήματά μου. Το μυθιστόρημα με ελευθερώνει να χαθώ μέσα στους άλλους, να γίνω πολλοί∙ βέβαια και το δοκίμιο, όταν ξεφεύγει από τη στεγνότητα, μπορεί κι αυτό να πυροδοτήσει εσωτερικές μετατοπίσεις.
Είναι θεμιτό για έναν συγγραφέα να έχει αγαπημένα πρότυπα στη ζωή του και μάλιστα να επιχειρεί να ακολουθήσει τα χνάρια τους με κάποιον τρόπο. Εσείς έχετε ανάλογα πρότυπα ως συγγραφέας; Θα διαπιστώσουμε επιρροές στα κείμενά σας ή είναι κάτι που το αποφεύγετε συνειδητά λόγω του κινδύνου αντιγραφής που εγκυμονεί μια τέτοια απόπειρα;
Δεν με εκφράζει ιδιαίτερα η έννοια του «προτύπου». Στη φιλοσοφία, το πρότυπο είναι κάτι που στέκεται μπροστά μας σαν μέτρο ή οδηγός∙ μια μορφή τελειότητας που καλούμαστε να μιμηθούμε. Όμως η μίμηση συχνά καταλήγει να γίνεται καλούπι, να μας κλείνει τον δρόμο στη δική μας ιδιοσυγκρασία. Φυσικά, όλοι έχουμε επιρροές. Δεν πιστεύω στην αυθεντικότητα ως δημιουργία από το μηδέν. Άλλωστε η γλώσσα που χρησιμοποιούμε είναι ήδη κοινή, γεμάτη προκατασκευασμένα σημεία. Αυτό που κάνει τη φωνή ενός συγγραφέα να ξεχωρίζει δεν είναι ότι ανακάλυψε νέες λέξεις, αλλά ο τρόπος που τις συνδυάζει, ο τρόπος που αφήνει την εμπειρία του να τις μετασχηματίσει. Όπως θα έλεγε κι ο Ντεριντά, το νόημα δεν είναι ποτέ σταθερό∙ γεννιέται από τη διαφορά, από το πώς κάτι παρεκκλίνει, μετακινείται, αποκτά μια νέα χροιά. Γι’ αυτό αποφεύγω την ιδέα του «προτύπου». Δεν θέλω να στέκομαι στη σκιά κάποιου άλλου∙ θέλω να αφήνω τις φωνές που με άγγιξαν να γίνονται ίχνη μέσα στο δικό μου γράψιμο. Αντιγραφή σημαίνει πως ακούγεται καθαρά ο άλλος∙ γραφή σημαίνει πως ακούγεται η δική σου φωνή, έστω μέσα από όλες τις προηγούμενες.
Το τελευταίο σας βιβλίο, είναι μυθιστόρημα, κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2025 από τις εκδόσεις «Αρμός» και φέρει τον τίτλο «Η Τελευτή». Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενο της ιστορίας που περιέχεται σ’ αυτό. Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης πιάνοντας το βιβλίο σας στα χέρια του;
Η Τελευτή γεννήθηκε από ένα εσωτερικό βουητό που με συνόδευε για χρόνια. Έγραφε μέσα μου πριν γράψω εγώ κάτι στο χαρτί. Είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς περιόδου τσαλακωμάτων όχι μόνο εξωτερικών αλλά και υπαρξιακών. Μετακινήσεις, όχι γεωγραφικές, αλλά εσωτερικές, ριζικές. Και αυτή η διαδικασία, όπως και η ζωή, δεν είναι ποτέ ευθύγραμμη. Άρχισε σαν μια αφήγηση που εξερευνούσε τη διαφορά, την ετερότητα, το μη κανονικό, και κατέληξε να μιλά για τη συλλογική μας αγωνία: τι σημαίνει να ανήκεις; Να ωριμάζεις; Να αποχαιρετάς; Η ιστορία τοποθετείται σε έναν μυθικό τόπο, τον Ακαμάτη – που όμως έχει ρίζες και χώμα γνώριμο: είναι το Δίστομο, η Μεσοχώρα, οι Σκουριές. Τόποι που κουβαλούν τραύμα, ομορφιά, και την ίδια στιγμή έναν αγώνα να μη χαθεί η ψυχή τους. Μέσα εκεί ξεπηδά και ο Δημητρός ένα παιδί στο φάσμα του αυτισμού, που αντιλαμβάνεται τον κόσμο με τρόπους ακατανόητους για τους άλλους. Δεν τον προσέγγισα ως «σύμβολο» ή «ιδιαιτερότητα», αλλά ως φορέα μιας άλλης δυνατότητας κατανόησης του κόσμου· μιας πιο αισθητηριακής, πιο "μαγικής", ανοίκειας και, τελικά, ολότελα πραγματικής και απομαγευμένης. Ως μια μορφή που δεν προσπαθεί να ενταχθεί, αλλά να υπάρξει.
Γιατί επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο για το βιβλίο σας; Τι είναι η Τελευτή; Είναι μια ιστορία για το τέλος ή για τη μεταμόρφωση που θα γεννήσει τη νέα αρχή;
Η Τελευτή δεν είναι το τέλος. Η λέξη κουβαλά αρχαϊκό, τελετουργικό βάρος, δηλώνει πέρασμα. Για μένα η Τελευτή είναι πράξη απελευθέρωσης. Χώρος όπου το γνώριμο διαλύεται και το αβέβαιο αρχίζει να γεννιέται.
Τι σας ενέπνευσε για να προβείτε στη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου;
Δεν ξεκίνησα με μια ξεκάθαρη πρόθεση να γράψω «ένα βιβλίο για…». Η Τελευτή δεν γεννήθηκε από ένα θέμα, αλλά από μια αίσθηση. Από έναν κόμπο που δεν λυνόταν με διαλέξεις, δοκίμια ή σεμινάρια. Ήταν ένας εσωτερικός αναβρασμός, κάτι ανάμεσα σε πένθος και γέννηση. Ίσως γιατί κι εγώ βρισκόμουν τότε σ’ ένα προσωπικό κατώφλι, σ’ ένα μεταίχμιο από τα παιδικά αποθέματα στο ενήλικο ερώτημα.Ο Ακαμάτης –ο τόπος– ήταν ήδη μέσα μου. Ένα κράμα μνήμης, εμπειριών, πολιτικών διαψεύσεων, φίλων που χάθηκαν, ανθρώπων που άντεξαν. Δεν πρόκειται για έναν τόπο ρεαλιστικό, αλλά για έναν τόπο-αίσθηση. Ένα χωριό που κουβαλά μέσα του τη χαρά της κοινότητας αλλά και την απειλή της εγκατάλειψης. Ήθελα να μιλήσω για αυτή τη γενιά —τη γενιά μου— που μεγάλωσε στα 90s, μετέωρη ανάμεσα σε ένα παλιό που τελείωνε και ένα νέο που δεν έφτανε ποτέ.Το παιδί στο φάσμα, ο Δημητρός, δεν είναι βίωμα δικό μου, αλλά έχω ζήσει πολλά χρόνια δίπλα σε παιδιά που κοιτούν τον κόσμο με τρόπους που εμείς, οι «κανονικοί», δεν αντέχουμε να φανταστούμε. Κι εκεί, στην εκκεντρικότητα και την ακρίβεια της ματιάς τους, ένιωθα πως υπάρχει μια άλλη φιλοσοφία – όχι ως θεωρία, αλλά ως παρουσία. Υπάρχει όμως και ένας ακόμη λόγος. Ο Μουρλός Στάθης —όπως τον λέγαμε— ένας λαϊκός διανοούμενος και φίλος από το χωριό, που μιλούσε με μια σοφία πιο βαθιά από οποιονδήποτε πανεπιστημιακό. Του το αφιερώνω, γιατί πολλά από τα λόγια, τους ήρωες, τα βλέμματα, τα έμαθα δίπλα του. Και με αυτό το βιβλίο ίσως του λέω αντίο. Ή καλύτερα, ίσως συνεχίζουμε τη συζήτηση αλλιώς.
«Το τέλος δεν το γράφει ο συγγραφέας. Το γεννά ο αναγνώστης, εκεί που πονάει πιο πολύ.» Εξηγείστε μας τη φράση την οποία και επιθυμείτε να μείνει ως η πιο αντιπροσωπευτική του βιβλίου σας στον αναγνώστη.
Με αυτή τη φράση θέλω να θυμίσω πως η λογοτεχνία δεν είναι το κλείσιμο μιας ιστορίας αλλά το άνοιγμα ενός χώρου. Όπως λέει κι ο Λακάν, «δεν μπορώ να δώσω στον καθένα σας παρά όσο νόημα είστε διατεθειμένοι να απορροφήσετε». Το βιβλίο δεν παραδίδει μια οριστική αλήθεια∙ αφήνει ένα κενό σημαίνον όπου η αναγνώστρια προσκαλείται να καταλάβει( το ρήμα το χρησιμοποιώ εδώ τόσο με την έννοια της κατανόησης, όσο και της κατάληψης, αφού κάθε νόημα είναι ταυτόχρονα ερμηνεία και ιδιοποίηση.»). Εκεί, στη ρωγμή, ο καθένας κουβαλά το δικό του όριο, το νόημα μέσα στο οποίο ζει. Για μένα η λογοτεχνία είναι η συνάντηση ανάμεσα σε ό,τι έζησα και ό,τι μπορεί να αντέξει ή να αναγνωρίσει ο άλλος. Δεν γράφω για να τελειώσω κάτι, αλλά για να αφήσω ανοιχτή την εμπειρία — ώστε το τέλος να γεννηθεί στον αναγνώστη, εκεί όπου αγγίζει το δικό του τραύμα, τη δική του μεταμόρφωση.
Η ιστορία σας αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας ή μήπως δανείζεται πολλά στοιχεία και από την πραγματική ζωή;
Όπως συμβαίνει συχνά με τα πράγματα που έχουν αλήθεια μέσα τους, είναι και τα δύο. Ο Ακαμάτης, αν και μυθικός, κουβαλάει τα χώματα που πατάμε. Είναι το Δίστομο, η Μεσοχώρα, οι Σκουριές — τα χωριά που γνώρισα, που ματώνουν σιωπηλά, που αντιστέκονται και αργοσβήνουν. Είναι η ελληνική ύπαιθρος που σταδιακά αδειάζει, αλλά ποτέ δεν παύει να θυμάται.Οι χαρακτήρες δεν βασίζονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά είναι φτιαγμένοι από την πάστα των ανθρώπων που με σημάδεψαν με τα τρωτά τους, τις μικρές καθημερινές ηρωικές ή άδικες πράξεις τους. Ο Δημητρός, για παράδειγμα, δεν είναι “κάποιος”,αλλά όλοι αυτοί που δεν χώρεσαν, που τους βάλαμε στον προκρούστη για να τους κάνουμε «λειτουργικούς» και που κουβαλάνε μια ξεχωριστή ματιά στον κόσμο. Δεν μπορεί να αποτελεί σύμπτωση που αναγνώστες/στριες συχνά μου λένε «τους ξέρω αυτούς». Είναι ο παπάς της εκκλησίας μας, ο τρελός του χωριού, οι δημοτικοί σύμβουλοι, τα γλέντια, οι τσακωμοί, οι ίντριγκες και οι σιωπές των τοπικών καφενείων. Είναι η ανθρώπινη κωμωδία και τραγωδία, η κοινότητα όπως υπάρχει και όπως θυμόμαστε ότι υπήρχε. Γι’ αυτό και το βιβλίο, όσο μυθοπλαστικό κι αν είναι, φέρνει την αίσθηση του οικείου.
Ποια μηνύματα περνάτε, αν περνάτε, μέσα από την ιστορία του βιβλίου σας; Μπορείτε να μας τα περιγράψετε με λίγες λέξεις;
Δεν πιστεύω ότι η λογοτεχνία δίνει μηνύματα. Αντί για έτοιμες απαντήσεις, αφήνει ίχνη. Κάθε αναγνώστης τα ζωντανεύει αλλιώς, ανάλογα με το βίωμά του. Αν κάτι θα έλεγα ότι διαπερνά το βιβλίο, είναι η συνάντηση με το μεταξύ∙ εκεί που κάτι τελειώνει κι ένα άλλο, ακόμη αβέβαιο, αρχίζει.
Θα εντοπίσει ο αναγνώστης στους ήρωες - πρωταγωνιστές της ιστορίας του βιβλίου σας στοιχεία αυτοβιογραφικά; Ποια είναι αυτά αν όντως υπάρχουν;
Δεν υπάρχει κάποιος ήρωας που να "είμαι εγώ", ούτε κάποια σκηνή που να περιγράφει ακριβώς μια στιγμή της δικής μου ζωής. Όμως, σχεδόν όλα κουβαλούν κάτι από εμένα. Τη ματιά μου, τις αγωνίες μου. Ο Ακαμάτης θυμίζει κάτι από Δίστομο, οι ήρωες είναι εν μέρει πρόσωπα υπαρκτά που έχω συναναστραφεί ή που έχω ακούσει γι’ αυτά και πολλές από τις ιστορίες που φαίνονται μυθοπλασίες είναι πέρα για πέρα αληθινές.
Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό; Τι πιστεύετε ως εμπνευστής και δημιουργός του;
Πιστεύω στη διαγενεακή αναγνωστική εμπειρία. Όχι στο ηλικιακό φιλτράρισμα. Δεν το έγραψα με κοινό κατά νου. Ούτε για ενήλικες, ούτε για εφήβους. Όμως, αν με ρωτάτε αν θα μπορούσε να διαβαστεί και από εφήβους, ναι. Το βιβλίο ακουμπά τη γενιά που μεγάλωσαν τη δεκαετία του '90 – τη γενιά μου – μέσα σε χωριά που άλλαζαν με βίαιο ρυθμό. Περιγράφει τους γονείς μας, τα δικά μας παιδικά βλέμματα, τη ματαίωση, το κρυφό χιούμορ, την ήσυχη επανάσταση της διαφορετικότητας. Ένας έφηβος που νιώθει μόνος ή δεν καταλαβαίνει τον κόσμο των ενηλίκων, μπορεί να αναγνωρίσει κάτι πολύ δικό του στον Δημητρό ή και όχι.
Είστε ευχαριστημένος από τη μέχρι τώρα συνεργασία σας με το εκδοτικό σας σπίτι, τις εκδόσεις «Αρμός»;
Ναι, είμαι ειλικρινά πολύ ευχαριστημένος. Η σχέση μας με τις εκδόσεις Αρμός – και προσωπικά με τον κύριο Χατζηιακώβου – είναι από την αρχή μια σχέση ειλικρίνειας και εμπιστοσύνης. Γι’ αυτό και το «ευχαριστώ» που λέω δεν είναι καθόλου τυπικό. Είναι ουσιαστικό. Νιώθω πως ανήκω σε έναν εκδοτικό οίκο που έχει ποιότητα, ήθος και ξεχωριστό αποτύπωμα. Είναι τιμή να συγκαταλέγεται κανείς στους συγγραφείς του Αρμού.
Μια ευχή σας για το μέλλον που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί, ποια είναι αυτή;
Να συνεχίσουμε να συναντιόμαστε – άνθρωποι, ιδέες, τρόποι ζωής – χωρίς φόβο και χωρίς προκαταλήψεις. Να χωράμε περισσότερο ο ένας τον άλλον. Και να φτιάχνουμε χώρους, σχολεία, κοινότητες, ιστορίες… όπου οι διαφορές δεν είναι πρόβλημα προς διόρθωση αλλά πηγή για καινούργιες δυνατότητες.Αυτό εύχομαι. Και με τον τρόπο μου, αυτό προσπαθώ.
Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.
Ο Δημητρός έζεψε κοντά στον Γρηγόρη και αφού έβγαλε έναν αναστεναγμό, κάθισε στη μουσκεμένη γη.Ο Γρηγόρης τον κοίταξε χωρίς να πει τίποτα. Μετά από λίγο κόλλησε δίπλα του και τον κοίταξε με μια βίαιη ηρεμία στα μάτια. Ο Δημητρός τον απέφυγε, κουνώντας το στρογγυλό του κεφάλι προς όλα σημεία του κρυμμένου απ’ τα βράχια ορίζοντα. Όταν όμως κατάλαβε ότι το κορμί του ήταν εδώ και πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση διαφυγής από το μαγνητικό βλέμμα του Γρηγόρη, άρχισε να μιλάει.
«Δεν καταλαβαίνω τίποτα από αυτόν τον κόσμο. Τελικά περισσότερη σημασία έχει πώς θέλετε εσείς να είμαστε εντός του ή εμείς;»
«Δεν χρειάζεται να καταλάβεις και πολλά. Πιο σημαντικό είναι να νιώθεις. Νιώθεις, μπρε;»
«Σαν τι να νιώσω δηλαδή;» είπε ο Δημητρός, κουνώντας τους ώμους.
«Τον αέρα απ’ το Ορθοβούνι να τρυπά το δέρμα και να γλιστρά στα πνευμόνια, τη μυρωδιά από το καυτό ψωμί που βγάζει με κατάκοπο χαμόγελο η Δημητρούλα απ’ τον ξυλόφουρνο την αυγή, την πρωτάκουστη κραυγή του μωρού που φτάνει στη ζωή, το γέλιο του χωρικού το απομεσήμερο κάτω απ’ τον παχύ ίσκιο της μουριάς...Την προσπάθεια του μέρμηγκα να σηκώσει πενήντα φορές το βάρος του, το τελεμένο πέταγμα του χελιδονιού την άνοιξη, όταν αντικρίζει τη σημαδεμένη του φωλιά, τα πλάσματα που γυροφέρνουν στης γης τα μονοπάτια, δοξολογώντας χωρίς μιλιά τον ύμνο του παρόντος, των προγόνων μας τη πεθυμιά και του μέλλοντος το διάνοιγμα.
Τη μυρωδιά της βροχής του Σεπτέμβρη και την ησυχία του χιονιού του Μάρτη. Τ’ αγκαλιάσματα και τα φιλιά των ανθρώπων, αλλά και τη βαβούρα των ακόρεστων εγωισμών. Τα πήγαινε-έλα της θάλασσας με τη στεριά κάτω απ’ το έναστρο άπειρο. Το παράπονο του φίλου και την αόριστη προσταγή του “θέλω να είμαι αυτό που είμαι και δεν είμαι”».
Ο Δημητρός κοίταξε το πρόσωπο του Γρηγόρη, μπερδεμένος. «Συγγνώμη κύριε Γρηγόρη αλλά δεν σας κατάλαβα. Αυτό το χάος είναι που δεν μπορώ και ταράζομαι. Χρειάζεται ένα συμμάζεμα αυτός εδώ κόσμος για να γίνει υποφερτός».
Κύριε Λούκα, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση και σας εύχομαι από καρδιάς κάθε επιτυχία, προσωπική και συγγραφική.
Σας ευχαριστώ.
Ο Γιώργος Λούκας γεννήθηκε το 1985 στο Δίστομο Βοιωτίας, έναν τόπο που σημάδεψε τη σκέψη και τη γραφή του. Σπούδασε Φιλολογία, Ειδική Αγωγή και Οργανωσιακή Ψυχολογία και είναι επιστημονικός υπεύθυνος του εκπαιδευτικού Ινστιτούτου Plan-C, όπου διερευνά τη διαφορά όχι ως απόκλιση, αλλά ως δύναμη που παράγει νέες μορφές ύπαρξης και σχέσης, επαναπροσδιορίζοντας τις αντιλήψεις γύρω από την αναπηρία και την εκπαιδευτική πράξη. Αποτελεί ιδρυτικό μέλος της Κοιν.Σ.Επ. Ataxia School, ενός πειραματικού σχολείου βασισμένου στην ελευθερία και την ισοτιμία. Έχει συγγράψει τα λογοτεχνικά έργα «Το Χρώμα της Ελευθερίας είναι Μπλε» και «Ο Καθένας στη Χώρα του Πουθενά», καθώς και το επιστημονικό έργο «Ολιστική Παιδαγωγική: Ο Σπόρος».
0 Σχόλια