Βιβλιοκριτική: "Θε μου, η Γιούρα" της Γιάννας Κουκά | Γράφει η Στέλλα Πετρίδου

 


Θε μου, η Γιούρα
Συγγραφέας: Γιάννα Κουκά 
ISBN: 978-618-5748-97-5
Σελίδες: 62
Εκδόσεις: Μετρονόμος



Απρίλιος του 1967. Δικτατορία. Καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων. Τρομοκρατία, κυνηγητό, συλλήψεις, κακομεταχείριση και εξορία. Χιλιάδες τα θύματα εξαιτίας της, αμέτρητα τα προβλήματα όσων κατάφεραν να ζήσουν από θαύμα, εφιάλτες οι εικόνες του θανάτου των συντρόφων τους που δεν άντεξαν τα μαρτύριά τους, μνήμες και τραύματα σωματικά και ψυχικά τα απομεινάρια τους, τραύματα που έμειναν για πάντα ανοιχτά στη ζωή τους για να διαιωνίζουν τις μνήμες τους από μια εποχή που αποδείχτηκε σε όλα της σκληρή κι απάνθρωπη, ντροπιαστική, σκοτεινή και βάναυση, σωστό μαρτύριο. Δραματική τη βίωσαν οι άτυχοι, οι χιλιάδες εξόριστοι της ζωής, μακριά απ’ τη ζεστή θαλπωρή της οικογένειάς τους, εκδιωγμένοι με τη βία για την ιδεολογία τους, βασανισμένοι και εξόριστοι στο πουθενά, επειδή έτσι το θέλησαν οι διώκτες τους, έτσι το αποφάσισαν με δίχως ίχνος δισταγμού.

Χιλιάδες οι ψυχές που καταπατήθηκαν εν τέλει, που βασανίστηκαν, που σύρθηκαν στο κατώτερο της μοίρας σκαλοπάτι τους για να πάψουν πια να θεωρούνται ψυχές, μονάχα σώματα νεκρά, άχρηστα και παγωμένα. Λεηλατήθηκαν, ισοπεδώθηκαν, μαρτύρησαν, ώσπου να ευχηθούν πρώτοι οι ίδιοι τον θάνατό τους, ν’ αποδεχτούν φωναχτά την ήττα τους, ξεψυχώντας στη λάσπη των δακρύων τους και των αβάσταχτών τους πόνων.

Γυάρος, Παρθένι, Μακρονήσι, οι τόποι εξορίας τους, οι τόποι της απομόνωσης και της σιωπής τους, οι τόποι που χρησιμοποιήθηκαν ως ζωντανό νεκροταφείο για να καθαρίσει το κέντρο της χώρας από τη μολυσματική παρουσία τους. Το μεγαλύτερο παράπτωμά τους, η γνώμη τους, η άποψή τους, η ελπίδα τους, το όνειρό τους για έναν καλύτερο κόσμο, περισσότερο δίκαιο και ιδανικό, περισσότερο ανθρώπινο, αγνό και ρομαντικό. Σ’ αυτούς τους μαρτυρικούς τόπους λοιπόν, σ' αυτό το κολαστήριο ψυχών, πραγματοποιεί ένα οδοιπορικό μνήμης μέσω του νέου της βιβλίου η συγγραφέας Γιάννα Κουκά, καλώντας και τον αναγνώστη της να ταξιδέψει μαζί της και να αισθανθεί. Τίτλος του βιβλίου της, «Θε μου, η Γιούρα». Κυκλοφορεί εδώ και έναν μήνα περίπου από τις εκδόσεις «Μετρονόμος».

Πιο συγκεκριμένα, στο βιβλίο της αυτό η συγγραφέας συνομιλεί νοητά με τον πατέρα της Γιώργο Κουκά, ο οποίος υπήρξε ένας από τους χιλιάδες εξόριστους στα χρόνια της δικτατορίας. Τα χειρόγραφά του, γραμμένα αρκετά χρόνια πριν με πόνο ψυχής και δάκρυα στα μάτια, αποτελούν σημαντικό και χρήσιμο υλικό για την ίδια, το οποίο και δανείζεται αυτούσιο για εκπληρώσει τον σκοπό της. Κι αυτός δεν είναι άλλος από το να ταξιδέψει τον αναγνώστη της εκεί που επιδίωξε πολλές φορές να τον ταξιδέψει κι ο πατέρας της, μα που, δυστυχώς για εκείνον, δεν πρόλαβε, καθώς τον πρόλαβαν πρόωρα η αρρώστια και ο θάνατος. 

Ο πατέρας της, μετά το πέρας της εξορίας του, επιχείρησε να διηγηθεί τη μαρτυρική ιστορία, τη δική του και των συντρόφων του, παρότι με μεγάλη δυσκολία. Γι’ αυτό άλλωστε κατέγραφε κατά καιρούς τις μνήμες του σε χαρτιά διάσπαρτα, που τα φύλαγε συνειδητά στο συρτάρι του με την ελπίδα κάποτε να τα δημοσιεύσει. Είναι τα κιτρινισμένα πλέον από τη φθορά του χρόνου φύλλα, που αποτυπώνουν πιστά όλες τις εικόνες και τα γεγονότα από το θλιβερό του παρελθόν και τα οποία περίμεναν καρτερικά να συμπεριληφθούν κάποτε σε κάποιο βιβλίο. Ένα χρέος ηθικό, λοιπόν, ένας φόρος τιμής αποτελεί το νέο βιβλίο της κόρης του, μια ευχαριστία σε όλους εκείνους που υπέφεραν το άδικο και καρπώθηκαν όλα τα δεινά της εξορίας και της εγκατάλειψής τους χωρίς να το αξίζουν.

Καταγράφει ο Γιώργος Κουκάς, εξιστορεί και αναβιώνει το σκληρό του παρελθόν. Κι απ΄ την άλλη η κόρη του, ενήλικας πλέον και συγγραφέας, τρεις δεκαετίες μετά τον θάνατό του, αναλαμβάνει να κάνει τη δική της εξομολόγηση, να καταθέσει τη δική της ψυχή για τα συμβάντα του τρόμου και να δικάσει το κακό με τον δικό της επαναστατικό λόγο. Βάζοντας σε τάξη κι όλα τα κιτρινισμένα φύλλα του πατέρα της, εκπληρώνει και τη δική του επιθυμία, που είναι πλέον χρέος και επιθυμία καρδιάς. Μια εκ βαθέων κραυγή διαμαρτυρίας αποτελεί η κατάθεσή της, μια απάντηση στην αδικία, στην κοινωνική ανισότητα, στην απανθρωπιά, στην ψυχική και σωματική κακοποίηση, στη βία, στην εξαθλίωση, στην υποκρισία, στην εκμετάλλευση και την εξόντωση του αδύναμου. Αλλά κι ένας φόρος τιμής για όλα τα θύματα μιας κοινωνίας που, παρά τον χρόνο που πέρασε, δεν άλλαξε ποτέ της προσωπείο, ποτέ δε βελτιώθηκε.

Η συγγραφέας μεταφέρει όλη την αλήθεια στο δικό της χαρτί, καταγράφει, περιγράφει, συνομιλεί, αναπολεί, συγκινείται, θυμώνει, αγανακτεί και στο τέλος συμπεραίνει. Τίποτα δεν άλλαξε από τότε. Η ιστορία επαναλαμβάνεται ακόμα και σήμερα. Και το σήμερα που προήλθε από το χθες είναι ακόμα πιο θλιβερό, ακόμα πιο τρομακτικό. Κάποιοι πάντα κυριαρχούν στον κόσμο και πάντα κάποιοι αδικούνται και καταπατώνται δίχως έλεος. Κάποιοι πάντα δηλητηριάζουν τη ζωή για τη ζωή τους και πάντα κάποιοι δηλητηριάζονται συνειδητά, επειδή ακριβώς προσπαθούν να επιβιώσουν και να σωθούν. Ίσως γιατί κανείς δεν έμαθε ποτέ από τα παθήματά του, ίσως γιατί η μνήμη γρήγορα εξασθενεί όταν περιθωριοποιείται και τρέπεται σε λήθη από αντίδραση. Γι’ αυτό ακριβώς γράφηκε το βιβλίο αυτό της Γιάννας Κουκά. Για να μη σβήσει εντελώς η μνήμη από τον χάρτη της σύγχρονης ζωής, για να καταγραφεί η ιστορία του παρελθόντος με ακρίβεια κι αλήθεια όσο σκληρή κι απάνθρωπη κι αν είναι, για να λειτουργήσει ως αποκούμπι υπομονής και επιμονής για τους ανθρώπους εκείνους που ακόμα τρέφονται με υψηλά ιδανικά, που ακόμα ελπίζουν κι αποζητούν τη σωτηρία του κόσμου.

Μια γροθιά στο στομάχι αποτελεί το βιβλίο αυτό, γραμμένο από μια δυνατή και έμπειρη πένα που ξέρει πολύ καλά πώς να προκαλέσει τη συναισθηματική διέγερση του αναγνώστη της, πώς να τον καθηλώσει ολοκληρωτικά, πώς να τον προβληματίσει αλλά και πώς να αφυπνίσει την σκέψη του που είναι τελικά και το ζητούμενο αυτής της συγγραφικής προσπάθειας.

Αξίζει οπωσδήποτε να διαβαστεί.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια