Βιβλιοκριτική: "Στη σκιά του ουρανού" του Νεκτάριου Μπέση | Γράφει η Στέλλα Πετρίδου



Στη σκιά του ουρανού
Συγγραφέας: Νεκτάριος Μπέσης
ISBN: 9786182500118
Σελίδες: 60
Ημερομηνία έκδοσης: 01/10/2025
Εκδόσεις: ενύπνιο




Όταν οι λέξεις πλάθουν εικόνες πλημμυρισμένες με χρώματα και μουσικές, όταν σαν πίνακας ζωγραφικής αποτυπώνουν τη δική τους αλήθεια, που ίσως να μοιάζει εξωπραγματική, απόλυτα ρομαντική με όψη παραδεισένια, ιδανική σε όλα της και ταυτόχρονα ανέφικτη, ουτοπική με δυο λόγια κι οπωσδήποτε όχι ανθρώπινα προσιτή, όταν ισορροπούν σε στίχους κεντημένους με ευχές ονειρικές, τότε η ποίηση έχει διανύσει για χάρη τους ένα βήμα πιο κοντά στην αιωνιότητα. Θα έλεγε κανείς ότι η σύγχρονη συμβολική ποίηση τολμά να αφεθεί, να διασχίσει τα μουντά πλέον μονοπάτια της φθαρτής πραγματικότητας και ρισκάροντας την ύπαρξή της να διεκδικήσει το ταξίδι της στο ποθητό, εκεί που τίποτα δεν απειλείται από τον θάνατο, τη λήθη, την εγκατάλειψη, την αποσύνθεση, την πληκτική μοναξιά, το απόλυτο τίποτα της κατάληξης. Εκεί θα διαπιστώσει ότι η ατμόσφαιρα αποπνέει αισιοδοξία, ελπίδα, χαρά, ομορφιά και απόλαυση, μοίρασμα και ευτυχία, φως και ζωή παντοτινή, ουσιαστική, χρωματιστή και υπέροχη.

Η νέα ποιητική συλλογή του Νεκτάριου Μπέση, με τίτλο «Στη σκιά του ουρανού», που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2025 από τις εκδόσεις «ενύπνιο», επιχειρεί να τολμήσει ένα μεγάλο βήμα πιο κοντά στο ανέφικτο, από τη γη στον ουρανό, από το σκοτάδι στο φως, από τον θάνατο στη ζωή, από τη μοναξιά στην αγάπη, ενώ πολλές φορές πράττει και το αντίθετο, κυρίως όταν η μελαγχολία της στιγμής κυριεύει τα πάντα εντός της. Όπως και να ’χει, η διαρκής εναλλαγή των εικόνων, η εμφανής αντίθεση καταστάσεων και συνθηκών είναι επιτηδευμένη από μέρους της και δικαιολογημένη ταυτόχρονα. Καθετί που χάνεται, θα επισημάνει ο ποιητής, που σβήνει αναγκαστικά, αφήνει μια θλίψη πίσω του, μια γλυκιά νοσταλγική ανάμνηση για να θυμίζει στους εναπομείναντες της ζωής πως κάποτε υπήρξε αληθινά, πως το κενό που αφήνει η απουσία του πονά, ακόμα κι αν αντικατασταθεί με κάτι άλλο στο μέλλον. Οπωσδήποτε κάτι ακολουθεί, θα αποφανθεί, ώστε και πάλι απ’ την αρχή ο κύκλος της ζωής να χαράξει ομαλά την τροχιά του.

Ο ποιητής παρατηρεί την εικόνα της φθαρμένης γης, την ασχήμια που δικάζει ο θάνατος τη μοίρα της, τη σιωπή που επιβάλει ο ξεριζωμός την ουσία της και πονά. Κάποτε άνθιζε ζωή, θα σημειώσει, κι ακόμα επιμένει στο δικαίωμά της να ζήσει περισσότερο, παρόλο που γνωρίζει καλά πως πλέον είναι αδύνατη ν’ αντιδράσει, να γυρίσει πίσω τον χρόνο που έφυγε, να χρωματίσει πάλι με χρώματα και μουσικές τα θλιμμένα της σκοτάδια.

Οι περιγραφές του ποιητή είναι επιτηδευμένες και συναισθηματικά φορτισμένες. Αγγίζουν τις ευαίσθητες χορδές του αναγνώστη, καθώς του ξυπνούν τη χαρά της ζωής, που πια δεν είναι χαρά όμως, θα αισθανθεί στη συνέχεια με πόνο ψυχής, αφού θα δώσει τη θέση της σύντομα στη δυστυχία, για να σκορπίσει τον πόνο που προκαλείται εύλογα εντός της από τη συντριβή της ήττας και της αποσύνθεσης. Κάποτε όμως η ζωή υπήρξε ακμαία, θα εστιάσει και πάλι ο ποιητής. Είναι ακόμα εδώ για να θυμίζει την ομορφιά της. Γι’ αυτό και υμνεί τη χάρη της, για να θρηνήσει ακόμα περισσότερο έπειτα το κενό που αφήνει πίσω της παρά τη θέλησή της εκείνη.

Ο αναγνώστης θα περιπλανηθεί αρκετά στο θλιμμένο τοπίο. Άλλωστε, ο ίδιος ο ποιητής φροντίζει προσεκτικά γι’ αυτό. Μέσα από τα δικά του μάτια θα αισθανθεί την ανάγκη του να αγγίξει εικόνες ονειρικές και υπέροχες, για να μεταβεί έπειτα στον πόνο του χαμού, της εγκατάλειψης, της μοιραίας ήττας και του οριστικού τέλους. Θα αισθανθεί την επιθυμία του ποιητή να περιγράψει την τελευταία απόπειρα της ζωής, που επιμένει στην προσπάθεια, που στηρίζει τις ευχές της στην ελπίδα του θαύματος, που ακόμα και αγκομαχώντας, αιματοβαμμένη κι εξασθενημένη καθώς είναι βρίσκει το σθένος να πραγματοποιήσει ένα τελευταίο ταξίδι πίσω στον χρόνο, στις νοσταλγικές εικόνες μιας ετοιμαθάνατης πλέον ευτυχίας. Ωστόσο, το σκηνικό το οποίο γύρω της πασχίζει να αναστήσει είναι υπαρκτό και αποδίδεται εξαιρετικά από τον ίδιο. Οι λέξεις του απεικονίζουν με απόλυτη μαεστρία τη μουντή πραγματικότητα. Μια φθαρμένη γη με ετοιμοθάνατους τους θαμώνες της, βουρκωμένα αστέρια στον ουρανό, νεκρικός ήλιος, παράξενα φεγγάρια έτοιμα για θυσία κι η μοναξιά της σύνθεσης ενισχύουν πλέον το αίσθημα του πόνου και της θλίψης.

Αναρωτιέται ο ποιητής καθώς γίνεται ο κοινωνός όλης αυτής της δυστυχίας. Ποιος ο προορισμός εκείνων που χάνονται, εκείνων που γεύτηκαν τη ζωή και την έζησαν με πάθος, μα που τώρα όμως καταλήγουν ανυπεράσπιστα στον θάνατο; Κι έπειτα εμπιστεύεται τη σκέψη του στην ελπίδα.

«Άραγε τι να έγινε εκείνο το σπίτι,
που έβλεπε τους ανέμους να πηγαίνουν
και να έρχονται,
με την καρδιά των ναυτικών
που ακούει τα ρεύματα.» (Σελίδα 14)

Απογοητευμένος καθώς είναι και συντετριμμένος παράλληλα, συνειδητοποιεί την κατάληξη.

«Οι σκέψεις σου πνίγηκαν στον ουρανό» (Σελίδα 14)

«Οι ρίζες σαπίζουν μέσα στο πηγάδι» (Σελίδα 15)

«Ματωμένες λέξεις πάνω στα σκαλιά» (Σελίδα 15)

Ο ποιητής, παρότι με βαθύ πόνο ψυχής, εξακολουθεί να παρατηρεί και να περιγράφει μεταφορικά την πτώση, αλλά και την προσπάθεια της αντίστασης. Κανείς δεν αποδέχεται αμαχητί το τέλος του, θα περάσει το μήνυμα στον αναγνώστη του. Κανείς δεν αποδέχεται παθητικά τη σκοτεινιά μιας άνοιξης σπαρμένης με χρώματα και μυρωδιές, που κάποτε φιλοξενούσε στα σπλάχνα της τη φύση και την ανάθρεφε με αγάπη και τη φρόντιζε. Την περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια αυτή τη φύση ο ποιητής, την πλάθει πάλι απ’ την αρχή και την ανασταίνει, τη ζωγραφίζει με τις λέξεις του επιχειρώντας να καλύψει με θεϊκή ομορφιά τη σκοτεινιά που σκέπασε σαν πέπλο πάνω της τον μανδύα της λήθης και της συντριβής. Παραιτείται αργότερα, βέβαια, όταν συνειδητοποιεί ότι πλέον είναι αργά για θαύματα, το τέλος δεν έχει επιστροφή, όσο κι αν τα μάτια κλείνουν με δύναμη μπροστά στη θέα του, επιμένοντας να ζήσουν λίγο ακόμα την άνοιξη που έχασαν. Είναι η εικόνα του πόθου τους πλέον, θα αποκαλύψει, που επιδιώκει να τη ζωγραφίσει ξανά στα κρυφά για να τη νιώσουν σε επανάληψη.

«Σχεδόν τέλειωσε και αυτή η άνοιξη,
πατήσαμε τα άνθη,
σε ολόκληρο το φεγγάρι,
πικραμένοι για πάντα.» (Σελίδα 21)

Ο ποιητής υπαινίσσεται, καταγγέλλει, στοχοποιεί, μα και ελίσσεται. Επηρεασμένος από τη θλίψη και τη βαθιά μελαγχολία του περνά τα δικά του μηνύματα στον αναγνώστη του, προκαλώντας τον δικό του εσωτερικό προβληματισμό. Σαν γλυκό της ομορφιάς που χάνεται αποτελεί το σύνολο του έργου του, μοιρολόι ο λόγος του σιγανό, αργό, τρυφερό και ταυτόχρονα απόλυτα σπαρακτικό.

Η νέα ποιητική συλλογή του Νεκτάριου Μπέση, άκρως συμβολική και υπαινικτική καθώς είναι, εντυπωσιακή και με πολλές μεταφορές, διέπεται από μια βαθιά εσωτερικότητα, από μια έντονη μουσικότητα, από μια αφηρημένη, μυστηριώδη και ταυτόχρονα εναλλασσόμενη αισθητικά ατμόσφαιρα, στην οποία το στοιχείο της φύσης, η πληθώρα των εικόνων, τα έντονα και ποικίλα ανάμεικτα συναισθήματα του γράφοντος, άλλοτε χαράς και άλλοτε λύπης, επιχειρούν να αποτελέσουν το μέσο για να αποτυπωθεί όσο το δυνατόν καλύτερα το μεγαλείο της ψυχής, ενώ παράλληλα δίνει αφορμές στον αναγνώστη της για βαθύτερη σκέψη και προβληματισμό, επομένως για νέες πολλαπλές δικές του ερμηνείες, για νέα πολλάπλά δικά του συμπεράσματα.

Αν μη τι άλλο, αξίζει οπωσδήποτε να διαβαστεί.

Περισσότερα για το βιβλίο: εδώ

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια