Το ποίημα της ημέρας: Αλφαβητάρι | Παναγιώτα Ζαλώνη


ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ

Α

Απαγγέλω σαν ποίημα τη χαρά
Αντιγραμμένη απ’ την ανατολή του ήλιου
Αγάπη εισέπραξα σήμερα
Απελπισίες μου, τις κλώτσησα απ’ την πόρτα
Αφήνομαι να κλίνω ολημερίς το «σ’ αγαπώ»
Άγαλμά μου, σ’ ανέστησα, ημέρα Χριστουγέννων
Άγγελοι ψιθυρίζουν ευχαριστήριες προσευχές
Άγιοι ευλογούνε τις ερωτευμένες ψυχές
Άφθονη η ευδαιμονία· σχεδόν ευτυχία!

(Η προστακτική του) Β

Βάλτε σκιάδια γι’ αντήλιο
Βροχές και κεραυνούς μη φοβάστε
Βοριάδες άγριους αψηφήστε
Βοήθεια μονάχα Θεού ζητείστε
Βέβαιον είναι πως θ’ ανταμειφθείτε
Βραδινά, λοιπόν, φορέματα φορέστε
Βοκαμβίλιας άνθη στολισθείτε
Βγέστε στους δρόμους, αισιόδοξα τραγουδήστε.

                        Γ

Γιατροσόφι κρυμμένο φυλακτό
Γήινο θάμα! Το κρατάω μυστικό
Γέννημα φαντασίας μου λέν’ ήταν
Γεύθηκα, ναι, το γεύθηκα, μέλι γλυκό
Γίνηκα τεράστια, η γη δε με χωράει
Γιομάτη ρίγη υψώνεται η ψυχή
Γιορτάζω ζώντας στα ουράνια
Γράφω ποιήματα, φυτεύω φως σε θαλασσί μποστάνια.

                        Δ

Δυτικά της χαράς.
Δεν προχώρησες
Δροσερά νερά να ρουφάς
Δέντρο ολόχλωρο να μείνεις
Διάπλατες αγκαλιές ν’ απλώσεις
Δυο-δυο πουλιά επάνω τους να τραγουδούν.

Δέθηκες και μαραίνεσαι στην ίδια γης
Δίχως παιδιού χαρά να τη γευτείς.


                        Ε

Εναγώνια βροχή
Εκρήξεις σπόρων πόνου
Έτοιμες να πλημμυρίσουν την πόλη, όλη
Ελπίδες, όνειρα αγάπες να πνίξουν
Ερωτώ γιατί και πώς
Έλεος, είμαστε Έλληνες
Έχουμε ανάγκη του ήλιου το χάιδεμα
Ευτυχείς και ελεύθεροι για να ζήσουμε.


                        Ζ

Ζουμπούλια τα μάτια του
Ζαλίζονται οι ζουζούνες
Ζητούν παιχνίδια στα τσίνορά του
Ζωηρές και χαρούμενες
Ζηλεύω… το θράσος τους…
Ζεφύρου ανάσασμα
Ζωντανεύει λες τον πίνακα!
Ζήτω οι ζουζούνες.


                        Η

Ήξερα και σε κοίταζα στα χείλη
Ήτανε ψέματα;
Ήθελα μιαν αλήθεια να μου πεις
Ήλιοι στην όψη της να καθρεπτίζονται

Ήσουν τ’ ονείρου μου όμως μονάχα
Ηδονής μου απόχη πώς ν’ απλώσω
Ήχους τρυφερούς σου πώς ν’ ακούσω;                     

Θ

Θησαυρός ανεκτίμητος! Κάποτε
Θαλασσένια μαλλιά… Αχ!
Θύμηση γαλάζια τώρα
Θεού θέλημα…
Θόλος ευτυχίας, γκρεμίσθηκε
Θρύψαλα σε νεκρικό σεντόνι
Θέριεψαν τα ρωτήματα
Θηλιές τού πνίγουν τη ζωή…
Θάνατος, αχνοφαίνεται στο βάθος.

                        Ι

Ιδέα αναζήτησα, αγγίγματα ενουράνια.
Ικέτεψα με ποιήματα, θυμιάματα και αίνους.
Ίδρωνα τα σύννεφα ν’ ανοίγω να περνούν
Ιστιοφόρα μου με στίχους φορτωμένα
Ιάμβους και ανάπαιστους ακόμη τροχαϊκούς
Ίσως να τα προσμένανε στου έρωτα τους ουρανούς
Ιερές οι ώρες αναζήτησης αγγιγμάτων
Ιώβ υπέμεινα κι ακόμη υπομένω
Ιδέα είναι, μη και σου μπει, δύσκολα σε αφήνει.

                        Κ

Κρασί πίνει το γέλιο του
Κύματα σαν σηκώσει
Κλαίει… Σταγόνες μέθης
Καραμέλας γλυκάδα στο στόμα
Κανέλλα, γαρύφαλλο, μέντα
Κολύμπι ονειρεύεται στα νερά του
Κρίνα του λευκά να μυρίζει

Κόκαλα, σάρκα και νου
Κορδέλες πόθου περισφίγγουν
Κόβεται η ανάσα μου
Καταμεσής τ’ ωκεανού
Καντήλια ανάβει· προσεύχεται:
«Καλή μου, θεά Αφροδίτη
Κάνε κάτι, κινήσου
Κι έλα να με γλιτώσεις».


                        Λ

Λούμπεν η αγάπη της, δεν…
Λωτούς χαράς δεν γεύεται πλέον
Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω… Τραγουδάει
Λέει, τι θαρρείτε, για κείνα τα παλιά τα περασμένα
Λησμονημένα που δεν γίνονται ποτέ.
Λουλούδια τώρα ζωγραφίζει να κρατιέται
Λιανίζοντάς τα στους μίσχους της ανάμνησης
Λύπη φριχτή. Δεν καρτερά, του σμίξιμου την ώρα.


                        Μ

Μέσα στην κτίση
Μάτια των ματιών μου
Μυστήρια, σμαραγδένια
Μια, εμένα βλέπεις.
Μεγάλη η χαρά μου
Μέρες του πάθους
Μαθημάτων αγάπης.
Μεγίστη η άνωση.
Μεγαλείο! Το ζω.
Μεθώ η γυναίκα
Μυούμενη στον Έρωτα.
Μορφή υποτελής του.

                        Ν

Νεότητα· αχ, νεότητα!
Νάματα με κερνούσες τότε
Ναι, θάλασσά μου γαλαζένια
Νομίζω πως ήμουνα για σένα πρώτη έννοια
Νύφη ντυμένη, κάθε βράδυ σε περίμενα
Ναών καμπάνες σήμαιναν χαρούμενα
Νοιαζόμουν όμως μην αρπάξουνε φωτιά τα κύματά σου
Νερών πηγές έκανα τα δάκρυά μου να τα σώσω.

                        Ξ

Ξέχειλο το ποτήρι ήπια τη ζωή
Ξανθιά παγωμένη μπύρα λες και ήταν
Ξαναζώ, στον χειμώνα μου, εκείνες τις Άνοιξες
Ξεχασμένες δεν τις έχω σε ντουλάπι
Ξυπνώ, κοιμάμαι, να τες
Ξέχωρες επισκέπτριες της μνήμης μου
Ξηλώνουμε μαζί τις βροχερές αράδες
Ξεγελάμε τον χειμώνα μου, με εικόνες άνοιξης.

                        Ο

Ορέξεις ξύπνησαν
Όμορφες λέξεις απ’ τις σκέψεις αναπήδησαν
Ονειρεμένο ποίημα να συντάξουν
Όπως η Μούσα το επιθυμεί

Όνειρα μπερδεμένα
Όπλα ψυχής άσφαιρα
Όψη ραγισμένη
Όλα στροβιλίζονται γύρω μου
Ορμάω να τα διαγράψω
Όμως αποτυγχάνω, όσο κι αν προσπαθώ
Οργισμένη ενδιατρίβω ποιητικά σ’ αυτό
Ορθώνομαι ξανά. Συνεχίζω. Ζω.

                        Π

Πόνος… Πόνος… Πόνος !
Παραμύθι με άσχημο τέλος.

Παλέψαμε για κάτι καλλίτερο
Πετάξαμε ψηλά με τα πουλιά
Περάσματα να σκάψουμε να βρει η ευτυχία
Πλησιάσαμε, την αγγίξαμε μα, μας ξέφυγε
Πιασμένοι στο φουστάνι της για λίγο περπατήσαμε
Πέσαμε με όμως στο πηγάδι τ’ ανεκπλήρωτου
Πονάμε φρικτά, καταπληγωθήκαμε.
Προσευχές τώρα, θυμιάματα και τάματα
Πώς να γιατροπορέψουμε αλλιώς τους πόνους;

                        Ρ

Ρίγανη, θυμάρι, μέντα
Ρωγμές, γεμίζουνε, τη γης μου.
Ρωτώ: Πότε θ’ ανθήσετε για μένα
Ρούχα μου νυφικά να τα φορέσω
Ροδόσταμα λέξεων σε ποίημα να συνθέσω
Ρίγη για να γιομίσουν οι ψυχές
Ροδιές να σας ζηλέψουν και να ξανανθίσουν
Ρουμπίνια τους καρπούς τους να πλουμίσουν.

                        Σ

Στ’ αλώνι του  Έρωτα
Στιγμές μεθυσιού...
Σεντόνια λευκά κτλ.
Σαν ν’ ακούγονται τραγούδια.

Στριφογυρίζουνε τ’ αγγίγματα
Σαλεύονται τα κύτταρα
Συναγερμός κτυπά· τρελαίνονται

Στόλισε ύστερα τις μπούκλες του με στάχυα.


                        Τ

Την είδα να έρπει και να μηδενίζεται
Τροπάρια της έψαλα εξόδια
Τόση η ομορφάδα της πού χάθηκε;
Τσιμέντο πώς να κάνω την καρδιά ;
Τώρα τα δάκρυα κυλάνε τον κατήφορο
Τρομάζω, τρέμω, τη ροή τους ως ακούω
Τίποτα από σένα δεν απόμεινε ΑΓΑΠΗ
Τιμές, δόξες, δάφνες, γίναν όλα στάχτη.

                        Υ

Υψώθηκα… Γλάρος έγινα κι αλάργεψα
Υπέροχη η αγκαλιά τού ουρανού μου
Υποσχέσεις θείου έρωτα με πρόσμεναν
Υπέκυψα (επιπόλαια;) στα θέλγητρά του.

Υπήρξανε όμως πολλά «αλλά» απελπισμένα
Υποκρισία κι άλλα ατοπήματα
Υπογραμμισμένα τα ’χω στο τετράδιό μου
Υπνοβατώ στον ουρανό, τα ’χω χαμένα.


                        Φ

Φρικιάσματα στον αγέρα του μύθου μας
Φώναξε, τσίριξε, δεν πονάς;
Φταις. Κλάψε ή γράψε
Φιλιών κραιπάλη, ξέχασέ την
Φόρεσε ξανά ρούχο γκριζωπό
Φύγε… Φύγε μακριά, δεν αξίζει
Φορτίο άλλο δεν σηκώνει η ραχοκοκαλιά
Φλέγεσαι ως η βάτος ακόμα;
Φέρτε της ένα βυτίο νερό να σβήσει.

                        Χ

Χτύπησε το κακό την πόρτα
Χάθηκαν μέντα και δυόσμος
Χρυσά οράματα σκορπίσαν
Χίλιες φυτρώσανε πληγές
Χαμένη πήγες, ω αγάπη
Χαράς χαμόγελα, τραγούδια
Χλωρά δεν έμειναν, μαραγκιασθήκαν
Χαλάσματα μονάχα, στάχτες…
Χέρια πισθάγκωνα δεμένα.
Χρονογραφήματα θλιμμένα.
Χαίρε Ελλάδα, σου  ’μειναν, του ποιητή τα χάδια.


                      Ψ

Ψάχνεις απεγνωσμένα… Τα παιδιά σου κλαίνε
Ψωμί, ψωμάκι, βρε κοσμάκη
Ψίχουλα ψηλαφίζεις μες στις τσέπες σου, μονάχα
Ψάλλεις παράκληση στη Θεοτόκο
Ψηλά τα χέρια σαν σηκώνεις
Ψυχής βρώση Θέ μου μόνο δεν αρκεί
Ψηλώνουν τα παιδιά δίχως φαΐ;


                        Ω

Ώριμοι καρποί σταλάζουν…
Ώρα τους ήταν να δακρύσουν
Ώστε και τον Θεό να συγκινήσουν
Ωραία μηνύματα, τ’ αηδόνια για να μας τραγουδήσουν

Ωφέλιμο ένα τετράστιχο με ω να το γράψω
Ωκεανού καράβι να το ταξιδέψω
Ωδές των γλάρων να το συνοδεύουν
Ως στις γαλήνιες θα ταξιδεύει, θάλασσές μου.


ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΖΑΛΩΝΗ Από το βιβλίο ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ ΓΛΑΡΩΝ
(σελ 36 μέχρι και σελ. 45)