Διάγραμμα μόνιμης έκθεσης:
Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
«Βυζάντιο» ή «Βυζαντινή αυτοκρατορία» ονομάστηκε στους
νεότερους χρόνους, τον 16ο αιώνα, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία από το έτος 330 και
εξής. Το πολυεθνικό και καταρχήν πολυθρησκευτικό αυτό κράτος, από τον 4ο αιώνα
και μέχρι τη στιγμή της κατάλυσής του από τους Οθωμανούς Τούρκους, το 1453,
επηρέασε καθοριστικά τις τύχες του αρχαίου και του μεσαιωνικού κόσμου. Η
αυτοκρατορία από τον 3ο αιώνα αλλά κυρίως από τη στιγμή που η πρωτεύουσά της
μετακινήθηκε από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, το 330, άρχισε να μεταβάλλεται
εδαφικά και διοικητικά και να μετεξελίσσεται. Η νέα πρωτεύουσα, που
χαρακτηρίστηκε ως η Νέα Ρώμη, η «βασιλίς των πόλεων», ήταν στην πραγματικότητα
η πόλη Βυζάντιο, η αρχαία ελληνική αποικία των Μεγαρέων στις ακτές του
Βοσπόρου. Αυτή την πόλη ανακαίνισε, κόσμησε και μετονόμασε ο Μεγάλος
Κωνσταντίνος. Ήταν αυτή που έμελλε να αποβεί κέντρο του πολιτισμού για όλο τον
μεσαιωνικό κόσμο.
Η αυτοκρατορία έως τον 5ο αιώνα εκτεινόταν στις τρεις
ηπείρους περί τη Μεσόγειο, στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Στα τέλη του
5ου αιώνα όμως, όταν η Ρώμη και το δυτικό τμήμα της καταλήφθηκαν από Γερμανικά
φύλα, αυτή περιορίστηκε στα ανατολικά εδάφη της παλαιάς της επικράτειας. Έκτοτε
τα σύνορά της άλλαζαν διαρκώς. Τον 6ο αιώνα ήταν ένα αχανές, πολυεθνικό και
ακόμα πολυθρησκευτικό κράτος. Τον 11ο και τον 12ο εκτεινόταν, πολυεθνικό πάντα,
στον ελλαδικό, αιγαιακό και ευρύτερο μικρασιατικό χώρο. Τον 13ο αιώνα, το 1204,
έπαψε να υφίσταται, αφού καταλύθηκε από τους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας
και υποκαταστάθηκε από κρατίδια, στη Νίκαια, την Ήπειρο και την Τραπεζούντα.
Mετά την ανασύστασή της, τον Αύγουστο του 1261, και ιδίως κατά τον 14o και 15ο
αιώνα, κατείχε μόνο τα ελληνικά εδάφη περί τη Βασιλεύουσα.
Το Βυζαντινό κράτος δεν υπήρξε σε κανένα επίπεδο στατικό• το
χαρακτηρίζουν διαρκείς μεταβολές στη δομή, τη λειτουργία, τον χαρακτήρα του. Οι
επιδρομές (2ος-6ος αι.), η επέκταση των Αράβων (7ος αι.), οι επιδημίες
πανώλους, οι αλλαγές στο κλίμα και άλλοι παράγοντες άφηναν τα ίχνη τους στους
υπηκόους του, στη διοίκησή του, στον πολιτισμό.
Από τον 4ο έως τον 6ο αι. το Βυζάντιο ήταν ρωμαϊκό, κυρίως
ειδωλολατρικό, με γλώσσα τη λατινική. Η σταδιακή αλλαγή μετά την καθιέρωση του
χριστιανισμού (381), την απώλεια των εδαφών (5ος-7ος αι.), την Εικονομαχία
(8ος-9ος αι.), είχε ως αποτέλεσμα τον 9ο αι. το κράτος να διατηρεί λίγα ρωμαϊκά
χαρακτηριστικά. Ήταν πια εδαφικά περιορισμένο, πολυεθνικό, αλλά χριστιανικό, με
γλώσσα την ελληνική, και με τον δικό του πρωτότυπο πολιτισμό. Η διοικητική
διάρθρωση και η οικονομία άλλαξαν. Εξέλειπαν οι αχανείς επαρχίες του 4ου αι., ο
αστικός ιστός κατέρρευσε και έδωσε τη θέση του σε οχυρούς οικισμούς. Το
Βυζάντιο μετεξελίχθηκε σε κράτος αγροτικό και έμεινε έτσι την εποχή της ακμής
(10ος, 12ος αι.) και έως το 1204. Αμετάλλακτος στον χρόνο διατηρήθηκε μόνον ο
αυτοκρατορικός θεσμός, που διαμορφώθηκε νωρίς ενσωματώνοντας στις ελληνιστικές
και ρωμαϊκές ιδέες περί βασιλείας το πνεύμα του χριστιανισμού. Ο αυτοκράτορας,
πλαισιωμένος από μια αυστηρά δομημένη κρατική και εκκλησιαστική ιεραρχία,
ενεργούσε ως οικουμενικός ηγέτης του μοναδικού επιγείου βασιλείου, εκπρόσωπος
του Θεού επί γης, που προστατεύει και
οδηγεί στην αληθινή πίστη τους πολίτες όλου του κόσμου.
Ι. Από τον αρχαίο κόσμο στον βυζαντινό
Η μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο στον βυζαντινό έγινε
σταδιακά. Οι δομές του αρχαίου κόσμου "πολιτικές, οικονομικές,
θρησκευτικές" άρχισαν να κλονίζονται από το τέλος του 2ου αιώνα, εποχή
κατά την οποία ο χριστιανισμός είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος και είχαν ήδη
εμφανιστεί τα πρώτα δείγματα χριστιανικής τέχνης. Σταθμό για τη μετάβαση από
τον κόσμο της αρχαιότητας στον κόσμο του Bυζαντίου αποτέλεσε η νομιμοποίηση της
χριστιανικής θρησκείας το 313 από τον Mεγάλο Kωνσταντίνο. H χριστιανική τέχνη
απέκτησε στο εξής δημόσιο χαρακτήρα και τέθηκε στην υπηρεσία διάδοσης της νέας
θρησκείας. Παράλληλα, η μεταφορά της έδρας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τη
Pώμη στην Kωνσταντινούπολη το 330 ήταν καθοριστική για τη μετατόπιση του
κέντρου βάρους από τη λατινική Δύση στην εξελληνισμένη Aνατολή. O χωρισμός του
ρωμαϊκού κράτους σε ανατολικό και δυτικό το 395 και η κατάλυση του δυτικού
τμήματος το 476 αποτέλεσαν εξίσου σημαντικά ορόσημα για το τέλος του αρχαίου
κόσμου, το οποίο συντελέστηκε οριστικά με το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών
κλασικής παιδείας το 529, την έναρξη των βαρβαρικών επιδρομών και την παρακμή
των μεγάλων αστικών κέντρων μετά τον 6ο αιώνα.
ΙΙ. Ο κόσμος του Βυζαντίου
Το τέλος της δυναστείας του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (6ος
μ.Χ. αι.) σηματοδοτεί το ουσιαστικό τέλος της αρχαιότητας και σημαίνει την
ανάπτυξη όλων των μεσαιωνικών χαρακτηριστικών της βυζαντινής κοινωνίας. Οι
επιδρομές των Σλάβων και των Αράβων καθώς και η Εικονομαχία προκάλεσαν τη
συρρίκνωση της αυτοκρατορίας, η οποία πλέον περιλάμβανε κατεξοχήν ελληνόφωνους
πληθυσμούς, γεγονός που συνέτεινε στην ομογενοποίησή της.
Η δομή της βυζαντινής κοινωνίας στηρίχτηκε σε τρεις βασικούς
άξονες: στην ευέλικτη αλλά ισχυρή διοίκηση, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα, στη
χριστιανική θρησκεία, με επικεφαλής της Εκκλησίας τον πατριάρχη, και στην
ελληνορωμαϊκή παράδοση και την ελληνική γλώσσα. Όλα αυτά σφράγισαν όχι μόνο την
καθημερινή ζωή αλλά και τις γενικότερες εκφάνσεις του πολιτισμού και της
τέχνης.
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Φράγκους
και τους Λατίνους σταυροφόρους κατάφερε καίριο πλήγμα στην αυτοκρατορία, υπήρξε
όμως και αιτία νέων σχέσεων και επαφών. Η παλινόρθωση των Παλαιολόγων
αυτοκρατόρων στον βυζαντινό θρόνο δεν ήταν σε θέση πια να ανακόψει –παρά τις
επίμονες προσπάθειες– την πολιτική παρακμή. Εντούτοις η «Παλαιολόγεια
Αναγέννηση» στην τέχνη και τον πολιτισμό αποτέλεσε κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός
που επηρέασε γόνιμα Δύση και Ανατολή.
ΙΙΙ. Η πνευματική και καλλιτεχνική κινητικότητα τον 15ο
αιώνα
Ήδη από τον 14ο και κυρίως τον 15ο αιώνα κι ενώ όλα φαίνεται
να οδηγούν στην οριστική κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και την Άλωση
της Κωνσταντινούπολης, μια εντυπωσιακή κινητικότητα εμφανίζεται στον πνευματικό
και καλλιτεχνικό χώρο.
Λόγιοι κληρικοί και λαϊκοί, με αφορμή κυρίως τις θεολογικές
αναζητήσεις της εποχής, παράγουν αξιόλογο φιλοσοφικό και θεολογικό έργο. Πολλοί
από αυτούς αναπτύσσουν έντονη δράση στη Δύση. Εξοικειώνουν με θεμελιώδη έργα
της κλασικής και βυζαντινής γραμματείας τον Δυτικό κόσμο συμβάλλοντας έτσι στην
ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Εξίσου έντονη κινητικότητα παρατηρείται και στον
καλλιτεχνικό χώρο. Η βυζαντινή τέχνη, και κυρίως η ζωγραφική, αναπτύσσεται σε
πρώην επαρχίες του Βυζαντίου, όπως η Σερβία και η Βουλγαρία, και σε
περιφερειακά κέντρα όπως η Θεσσαλονίκη, η Βέροια, η Καστοριά, ο Μυστράς και η
Κρήτη.
Σταδιακά διαμορφώνεται μια κοινωνία που ενταγμένη στην
Οθωμανική αυτοκρατορία αφομοιώνει στοιχεία από Δύση και Ανατολή. Στο πλαίσιό
της θα συσταθεί και η «κοινότητα των Ρωμιών», φορέας της ελληνορθόδοξης
παιδείας και της βυζαντινής πολιτισμικής παράδοσης.
IV. Από το Βυζάντιο στη Νεότερη Εποχή
Η σταδιακή απώλεια των βυζαντινών εδαφών ήδη από τον 11ο
αιώνα αλλά κυρίως από το 1204 και εξής και με αποκορύφωμα την οριστική άλωση
της Κωνσταντινούπολης το 1453, συνέβαλε στη δημιουργία ενός πολύπλοκου
κοινωνικού και πολιτικού συστήματος γύρω από την Ανατολική Μεσόγειο.
Οι πληθυσμοί, ελληνικοί και μη, που κατοικούσαν στα
βυζαντινά εδάφη βίωσαν τις σταδιακές αλλά καθοριστικές αυτές αλλαγές με
ποικίλους τρόπους: Στις Βενετοκρατούμενες περιοχές η συμβίωση με τους Δυτικούς
οδηγεί στη δημιουργία νέων κοινωνικών και πολιτιστικών δομών —η βυζαντινή
παράδοση, η ελληνική γλώσσα συναντούν με λαμπρά ενίοτε αποτελέσματα τις αρχές
της ευρωπαϊκής Αναγέννησης, πράγμα που είναι φανερό στις αστικές περιοχές της
Κρήτης, των Κυκλάδων, των Ιονίων, της Πελοποννήσου.
Στις τουρκοκρατούμενες πάλι περιοχές οι πληθυσμοί αυτοί
εντάσσονται στο διοικητικό σύστημα μιας άλλης αυτοκρατορίας. Στο πλαίσιό της
όλοι οι Rum (χριστιανοί, κυρίως ορθόδοξοι, ανεξαρτήτως καταγωγής και γλώσσας)
είναι υπήκοοι του σουλτάνου με θρησκευτικό αρχηγό τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Η
Ορθόδοξη Εκκλησία καθίσταται τότε θεσμός της oθωμανικής διοίκησης. Ταυτόχρονα
αποτελεί σημείο αναφοράς για τους χριστιανούς, πόλος διατήρησης της βυζαντινής
παράδοσης, της ελληνορθόδοξης παιδείας και της ελληνικής γλώσσας, συμβάλλοντας
στη μετέπειτα δημιουργία της ελληνικής εθνικής ταυτότητας.
V. Βυζάντιο και νεότερη τέχνη
Στην ενότητα αυτή θα παρουσιάζεται σε περιοδικές εκθέσεις η
σχέση του βυζαντινού πολιτισμού με μορφές νεότερης τέχνης.
Ζητήματα πίστης, θρησκευτικότητας, η μεταφυσική διάσταση της
βυζαντινής τέχνης, η πολιτική διαχείριση της πίστης στον σύγχρονο κόσμο, ο
ρόλος της Ορθοδοξίας στις ισορροπίες της εποχής, η συμβολική δύναμη της
θρησκείας, η σύγκρουση των θρησκειών με τον «άθεο» 20ό αιώνα, είναι μόνο μερικά
από τα σημαίνοντα θέματα που απασχολούν τον σημερινό καλλιτέχνη και αποτελούν
πεδία καλλιτεχνικού προβληματισμού.
Η πνευματικότητα, η αφαιρετικότητα και η εκφραστική λιτότητα
είναι ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά της βυζαντινής τέχνης που εντυπωσίασαν τον
μοντέρνο καλλιτέχνη και τον έστρεψαν στη μελέτη της. Αλλά και ειδικότερα
τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά, το χρώμα, το σχέδιο, το φως και η ανεστραμμένη
προοπτική επηρέασαν το έργο των νεότερων καλλιτεχνών.
Ο πλούσιος και πολύπτυχος διάλογος των σύγχρονων καλλιτεχνών
με τη βυζαντινή τέχνη φανερώνει τη δυναμική του βυζαντινού πολιτισμού ως ένα
κοινωνικό, φιλοσοφικό, πολιτικό και καλλιτεχνικό φαινόμενο με διάρκεια και
περιεχόμενο.
Γενική είσοδος: 4 €, Μειωμένο: 2 €
Δευτέρα: 09:00-16:00
Τρίτη: ΚΛΕΙΣΤΟ
Τετάρτη-Κυριακή: 09:00-16:00