Συγγραφέας: Έμιλι Μπροντέ
Έτος έκδοσης: 2020
Σελ.: 460
Γράφει ο Κώστας Τραχανάς
Τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» είναι μια από τις πλέον θυελλώδεις ιστορίες αγάπης όλων των εποχών, αλλά και για μια ιστορία άγριας εκδίκησης. Είναι ένα από το κείμενα εκείνα που παράγουν πολλαπλές ερμηνείες και νοήματα και δεν επιδέχεται μόνο μία ερμηνεία. Τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» δεν είναι ένα ρεαλιστικό, ούτε συναισθηματικό μυθιστόρημα, δεν είναι μια οικογενειακή σάγκα, ούτε μια ιστορία αγάπης, δεν είναι μια ακόμα ιστορία εκδίκησης ,ούτε μόνο μια ιστορία απώλειας, δεν είναι ένα μεταφυσικό, ούτε ένα κλασσικό γκόθικ μυθιστόρημα. Είναι όλα αυτά μαζί και κάτι περισσότερο.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος προέρχεται από ένα παλιό αρχοντικό σπίτι στο
Γιορκσάιρ της Αγγλίας, το «Γουίδεριν Χάιτς»-«Ανεμοδαρμένα
Ύψη» . Η λέξη «ανεμοδαρμένα» είναι ενδεικτική της μανιασμένης ατμόσφαιρας στην οποία
είναι εκτεθειμένη η οικία λόγω θέσεως, όταν ο καιρός είναι θυελλώδης.
Η αφήγηση επικεντρώνεται στην
παθιασμένη, αλλά καταδικασμένη αγάπη μεταξύ της Κάθριν Έρνσο και του Χίθκλιφ, στο
θυελλώδη και μοιραίο πάθος τους, στον παράφορο και δαιμονικό έρωτά τους και στο
πως αυτό το άλυτο πάθος, καταστρέφει τους ίδιους και πολλούς ακόμα αθώους ανθρώπους
γύρω τους.
Η θυελλώδης και παθιασμένη ερωτική ιστορία του Χίθκλιφ και της Κάθριν, που
διαδραματίζεται το 1778, μας δίνεται μέσα από την διήγηση της ηλικιωμένης οικονόμου-παραμάνας Νέλι Ντιν, το χειμώνα του
1801, όταν ο κύριος Λόκγουντ, έρχεται από το Λονδίνο και νοικιάζει την έπαυλη Θράσκρος
Γρέηντζ . Ο νέος της ιδιοκτήτης , ο σκοτεινός, μονήρης Χίθκλιφ, που ζει λίγα
μίλια πιο πέρα στο αρχοντικό του Ανεμοδαρμένα Ύψη, του κινεί την περιέργεια, αλλά επίσης ο Λόκγουντ βλέπει το βράδυ, που
φιλοξενείται στα Ανεμοδαρμένα ύψη, ένα τρομερό εφιάλτη-όνειρο, αντικρύζοντας το
φάντασμα της Κάθριν Έρνσο και πιστεύοντας κατατρομαγμένος ότι το σπίτι είναι
στοιχειωμένο και γεμάτο αερικά. Γι' αυτό
ζητάει από την οικονόμο του, τη Νέλι Ντιν, να του διηγηθεί όσα ξέρει για κείνον,
τον Χίθκλιφ, την Κάθριν και τα Ανεμοδαρμένα ύψη ...
Το Γουίδεριν Χάιτς (Ανεμοδαρμένα ύψη) ανήκε στην οικογένεια Έρνσο, ενώ το Θράσκρος Γρέηντζ στην οικογένεια Λίντον.
Το Γουίδεριν Χάιτς (Ανεμοδαρμένα ύψη) ανήκε στην οικογένεια Έρνσο, ενώ το Θράσκρος Γρέηντζ στην οικογένεια Λίντον.
Ο αφέντης Έρνσο, γυρνώντας από ταξίδι, έφερε στο Χάϊτς ένα μικρό παιδί, που γυρνούσε στους δρόμους του
Λίβερπουλ ταλαιπωρημένο, πεινασμένο και άλαλο, τον Χίθκλιφ. Από εκείνη τη
στιγμή, άλλο ένα τέκνο προστέθηκε στην οικογένεια του Έρνσο, υιοθετήθηκε από
τον άρχοντα Έρνσο, και έζησε μαζί με τα
δύο του παιδιά, τον Χίντλυ και την Κάθριν. Ο Χίντλυ τότε ήταν δεκατεσσάρων ετών,
η Κάθριν έξι και ο Χίθκλιφ επτά. Όσο ο κύριος Έρνσο έδειχνε αγάπη στο ορφανό,
τόσο ο Χίντλυ μισούσε και κακομεταχειριζόταν τον Χίθκλιφ, ενώ η Κάθριν τον
έκανε αμέσως φίλο και τον αγαπούσε. Όταν πέθανε ο αφέντης Έρνσο και η γυναίκα
του, ανέλαβε την διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας ο Χίντλυ με τη σύζυγό
του Φράνσις. Το ζεύγος απέκτησε και ένα γιο τον Χέρτον. Τα νέα αφεντικά στα
Ανεμοδαρμένα ύψη ήταν πολύ σκληρά, τυραννικά και στριμμένα. Οι νέες σκληρές
συνθήκες έφεραν με τα χρόνια πιο κοντά την Κάθριν Έρνσο και τον Χίθκλιφ. Ανάμεσά
τους όμως, μπαίνουν οι διαφορετικοί κόσμοι τους, ώσπου η αγάπη, καταδικασμένη
κι ανεκπλήρωτη, μετατράπηκε σε μίσος, στοιχειώνοντας τις ζωές τους.
Το αντίθετο κλίμα επικρατεί στο άλλο αρχοντικό στο Θράστρος Γκρέηντζ και
στους Λίντον. Εδώ ζούσαν σε ένα ήσυχο κλίμα, ο κύριος και η κυρία Λίντον, και
τα δύο τους παιδιά, ο Έντγκαρ και η Ισαβέλλα, συνομήλικοι της Κάθριν και του Χίθκλιφ.
Λίγα χρόνια αργότερα η Κάθριν Έρνσο, αν και αγαπούσε τον Χίθκλιφ
,παντρεύτηκε τελικά τον πλούσιο Έντγκαρ Λίντον και απέκτησαν ένα κοριτσάκι, την
Κάθριν ή Κάθι. Η Κάθριν Έρνσο παντρεύτηκε με τον Έντγκαρ, αλλά η καρδιά της
ήταν δοσμένη στον Χίθκλιφ. Η Κάθριν και ο Χίθκλιφ είναι αδελφές ψυχές. Τα
αισθήματα του ενός για τον άλλο είναι σε μεγάλο βαθμό ναρκισσιστικά. Η Κάθριν
λέει κάπου στη Νέλι Νιλ : «ο Χίθκλιφ είμαι εγώ! Είναι πάντα μέσα στον νου…»
Το έργο ψυχογραφεί και αναλύει τον Χίθκλιφ, που οι συνθήκες της ζωής και ο
ανέφικτος και χωρίς ανταπόκριση έρωτας για την Κάθριν, αναγκάζουν τον Χίθκλιφ
να εξαφανιστεί για τρία χρόνια και να επιστρέψει πλούσιος στα Ανεμοδαρμένα Ύψη.
Επίσης όλα αυτά συντέλεσαν, στο να απωθήσουν και να εξουδετερώσουν κάθε ψυχική
αρετή και συναίσθημα στον Χίθκλιφ και να τον μεταβάλλουν σ' ένα στεγνό και
σκληρό υποκείμενο, καταστροφικό, ολέθριο, αδίστακτο, παράφρων, με αισθήματα
κακίας , μίσους και εκδίκησης. Ο Χίθκλιφ μισεί τον εαυτό του, πενθώντας εσαεί
τη χαμένη αγάπη -τον χαμένο χρόνο. Ο πραγματικός σύντροφος του Χήθκλιφ είναι
ο Θάνατος. Το να είναι κανείς ψυχαναγκαστικά ερωτευμένος με το παρελθόν και
με τη νιότη του είναι σαν να είναι ερωτευμένος με τον ίδιο τον θάνατο…
Ο Χίθκλιφ βάζει αμέσως σε εφαρμογή
ένα σχέδιο αβυσσαλέου μίσους με σκοπό να εκδικηθεί για τα δεινά που είχε
υποστεί στο παρελθόν. Η Κάθριν
δυσκολεύεται να αφήσει τον Έντγκαρ Λίντον για τον Χίθκλιφ και εκείνος
για να την εκδικηθεί παντρεύεται την αδελφή του Έντγκαρ, Ιζαβέλλα Λίντον και
κάνουν ένα αγόρι τον Λίντον. Ο δύστροπος και σκληρός χαρακτήρας του Χίθκλιφ αναγκάζουν την σύζυγό
του να φύγει και να πάει μαζί με το παιδί της να ζήσει στο Λονδίνο.
Σε λίγα χρόνια και μεθοδικά , αφού έχει ήδη πεθάνει νέα πια η Κάθριν Έρνσο,
ο Χίθκλιφ θα γίνει ο ιδιοκτήτης των δύο αρχοντικών του Γουίδεριν Χάιτς
(Ανεμοδαρμένα Ύψη) και του Θράσκρος Γρέηντζ…
Αν και ο Χίθκλιφ και η Κάθριν διακηρύττουν πως ο θάνατος δε θα τους χωρίσει
, τελικά, αφού πεθαίνει γρηγορότερα η Κάθριν, ο θάνατος όντως τους χώρισε. Και
έτσι η Κάθριν λαχταρά είτε να τον στοιχειώσει εκείνη, είτε να πάει κι αυτός
στον τάφο να τη βρει.
Η δεκαεξάχρονη μικρή Κάθι (κόρη της Κάθριν
Έρνσο και του Έντγκαρ Λίντον) θα αγαπήσει και θα παντρευτεί διαδοχικά τα δύο
της ξαδέλφια (μπερδεμένες, ημι-αιμομικτικές σχέσεις) ,τον Λίντον και τον Χέρτον!!!
Η μια γενιά φεύγει, η επόμενη παίρνει τη θέση της.
Τώρα το μυστήριο και ο τρόμος στα Ανεμοδαρμένα ύψη έχουν χαθεί. Παραμερίστηκε
η κατάρα των Έρνσο!!! Οι εραστές της
δεύτερης γενιάς (Κάθι/Χέρτον) θα ζήσουν πιο ανοιχτοί -συμβολικά αλλά και
κυριολεκτικά-στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά και στον καινούργιο αιώνα. Το παλιό
θα παγιδευτεί, στα παραμύθια και τους τοπικούς μύθους, θα παραμεριστεί στο
σκότος και τις ανεμοδαρμένες νυχτιές στους βάλτους , όπου φημολογείται πως ο Χίθκλιφ
και η Κάθριν περπατούν χέρι χέρι.
Στα «Ανεμοδαρμένα ύψη» , μετά την κορύφωση του δράματος και την υπερβολή
του συναισθήματος , ακολουθεί η λιτότητα, και, μετά την αναταραχή , ακολουθεί η
γαλήνη…
Η πλοκή της ιστορίας του μυθιστορήματος είναι πολυεπίπεδη και
χαρακτηρίζεται από αμείλικτη βιαιότητα, όμως ο επιτυχημένος χειρισμός αυτής της
πολύπλοκης δομής, οι παραστατικές περιγραφές του ερημικού τοπίου των χερσότοπων
του Γιόρκσερ και το ποιητικό μεγαλείο της Έμιλι Μπροντέ συνδυάζονται με
μοναδικό τρόπο, ώστε το μυθιστόρημα να αποτελεί αριστούργημα της αγγλικής
λογοτεχνίας.
Τα "Ανεμοδαρμένα Ύψη" είναι έργο οξύτατων αντιθέσεων και
ακροτήτων: από τη μία υπάρχει το φερώνυμο σπίτι ("Ανεμοδαρμένα
Ύψη" είναι η κατοικία, που είναι
τόσο εκτεθειμένη και παραδομένη στη
μανία της φύσης, των καιρικών συνθηκών, αλλά και στο σκοτάδι των αβυσσαλέων
ανθρώπινων παθών) και από την άλλη το Θράσκρος Γκρέιντζ, το οποίο κατοικούν
οι Λίντον (ένα σπίτι πλούσιο και άψογα οργανωμένο, θαυμάσια επιπλωμένο, λουσμένο
στο φως). Οι αυτονόητες και διπολικές αντιθέσεις - φως/σκοτάδι, παλιό/νέο,
ελπίδα/θλίψη, αναταραχή/γαλήνη, ανθρώπινο/ζωώδες, αγάπη/μίσος, υπαρξιακό «θέλω»/βιολογικό
«είμαι», ζώντες/νεκροί, ζωή/θάνατος, παλιά
γενιά/νέα γενιά, παλιός κόσμος/νέος κόσμος, ρομαντικά κίνητρα/ευτελή και
εκδικητικά κίνητρα, ρομαντικός ήρωας/εκδικητικός ήρωας, ρομαντικό/γοτθικό, ρεαλιστικό/υπερφυσικό, Κάθριν - Χίθκλιφ/ Κάθι
- Χέρτον, καταπιεστής/καταπιεζόμενος, οικογένεια/απομυθοποίησή της- γίνονται
ακόμα οξύτερες, και αυτό είναι ένα από τα δυνατότερα χαρακτηριστικά του
μυθιστορήματος, όπως και η δυσδιάκριτη διαχωριστική γραμμή αυτών των αντιθέτων.
Η ιστορία ξετυλίγεται μέσα σε οριακά πλαίσια, ξεπερνώντας τα με δαιμονικές
ταχύτητες, διαρρηγνύοντας όλους τους φραγμούς που μπορεί να υπάρχουν ανάμεσα
στο φυσιολογικό και το αφύσικο.
Τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» είναι ένας άθλος δεξιοτεχνικής ποιητικής πρόζας,
πρόδρομος πολλών και διαφορετικών μυθιστορημάτων. Είναι ένα ώριμο έργο της
φαντασίας. Ένα έργο που φωτίζει με φιλοσοφικό βάθος ζητήματα όπως αυτά
του Έρωτα, της Αγάπης, του Μίσους, της Εκδίκησης, των Αισθήσεων, του Ψυχικού
Κόσμου, του Αόρατου Κόσμου και του Θανάτου. Είναι ένας ύμνος για την ομορφιά,
για το σύντομο και σκληρό όνειρο που ονομάζεται έρωτας, για της αγάπης αγώνας
άγονος, για την αυτοκαταστροφική ερωτική έλξη, για τη μεγίστη αντίθεση ανάμεσα
στο πάθος της ψυχής και την πεπερασμένη δύναμη του σώματος, την πύλη για την
άλλη ζωή, για το επέκεινα και τέλος το μυστήριο του αισθητού κόσμου.
Ένα έργο πέραν του κόσμου τούτου, στον οποίο εισβάλλει ο κόσμος των νεκρών.
Είναι ένα έργο που παρουσιάζει τη «διάλυση»
ενός νεανικού πάθους και είναι ένα σύμπαν , όπου υπάρχουν αβυσσαλέα ανθρώπινα
πάθη, που υπερβαίνουν ακόμα κι αυτό που ονομάζουμε «θάνατος».
Η ΕΜΙΛΙ ΜΠΡΟΝΤΕ (1818-1848) δημοσίευσε ένα και μοναδικό μυθιστόρημα σε όλη της τη ζωή (με ψευδώνυμο), αλλά αυτό ήταν τα Ανεμοδαρμένα Ύψη, με το οποίο κέρδισε δίκαια την αθανασία. Μεγαλωμένη σε πολυμελή οικογένεια, στο Γιόρκσερ του βρετανικού βορρά, έχασε από μικρή τη μητέρα της. Οι αδελφές της, Σάρλοτ και Αν, επίσης γνώρισαν την επιτυχία ως συγγραφείς. Από τα συνολικά έξι παιδιά της οικογένειας επέζησαν αρχικά τέσσερα, με τις τρεις μελλοντικές συγγραφείς να βρίσκονται μέσα σε αυτά. Οι θάνατοι των δύο μεγάλων αδελφών τους προήλθαν από παιδικές ασθένειες και επιδημίες της εποχής. Τα τρία κορίτσια μεγάλωσαν στο μικρό, απομονωμένο χωριό του Χάουορθ, με το σπίτι τους να βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο τοπικό νεκροταφείο, και τις ερημικές εκτάσεις του Γιόρκσερ να απλώνονται πέρα από αυτό. Το σκληρό και άγριο αυτό περιβάλλον αποτέλεσε και πηγή έμπνευσης για την Έμιλι όταν έγραφε τα Ανεμοδαρμένα Ύψη ,το οποίο εκδόθηκε το 1847. Η Έμιλι έγραψε και πολλά ποιήματα, ενώ ορισμένες επιστολές δείχνουν πως ετοίμαζε και δεύτερο μυθιστόρημα, αλλά ο θάνατος τη βρήκε στην ηλικία των τριάντα ετών από φυματίωση, αποτέλεσμα της εύθραυστης υγείας της αλλά και του αφιλόξενου φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο έζησε.