Οι «Αντιθέσεις» αποτελούν την πρώτη ποιητική συλλογή της Σπυριδούλας Γεωργοκίτσου, μιας ακόμη εργάτριας της τέχνης της ποίησης, που θέλησε να ακουμπήσει τις σκέψεις της στο χαρτί και να μοιραστεί στις Τέχνες τους λόγους που αποφάσισε να ασχοληθεί με τη συγγραφή.
Ας διαβάσουμε τα όσα ενδιαφέροντα μας είπε..
Συνέντευξη στη Βάσω Κανιώτη
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:
Η Σπυριδούλα Γεωργοκίτσου
γεννήθηκε το 1992 στην Πρέβεζα. Είναι φιλόλογος και ιδιοκτήτρια φροντιστηρίου
μέσης εκπαίδευσης. Με την λογοτεχνία ασχολείται από τα μαθητικά της χρόνια.
Έχει ειδίκευση στην Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική Λογοτεχνία. Παραδίδει μαθήματα
δημιουργικής γραφής σε μαθητές, οι οποίοι έχουν δεκάδες διακρίσεις σε
διαγωνισμούς. Ποιήματα και πεζά της δημοσιεύονται κατά καιρούς σε λογοτεχνικές
ιστοσελίδες και έχουν συμπεριληφθεί σε ομαδικές ποιητικές συλλογές (εκδ.
Διάνυσμα, Όστρια κλπ.). Έχει λάβει διακρίσεις σε πανελλήνιους διαγωνισμούς,
μεταξύ αυτών το 1ο βραβείο στην κατηγορία σατυρική ποίηση, το 3ο
βραβείο στον ελεύθερο στίχο και επαίνους για την έμμετρη ποίηση και τα
σονέτα της. Το 2019 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πηγή η πρώτη της ποιητική
συλλογή με τίτλο «Αντιθέσεις».
Πως μπήκε στην ζωή σας η ποίηση; Τι ήταν
εκείνο που σας έκανε να θέλετε να πιάσετε μολύβι και χαρτί; Πότε ξεκίνησε αυτό;
Από
τα μαθητικά μου χρόνια είχα μία ιδιαίτερη αγάπη στο μάθημα της λογο-τεχνίας. Οι
καθηγή-τριές μου διαδρα-μάτισαν σημαντικό ρόλο, καθώς μου εμφύσησαν αξίες και
ιδανικά ως προς τις τέχνες. Διάβασα Καρυωτάκη, Δημουλά, Καβάφη και το χέρι μου
αυτόματα έπιασε το μολύβι να εκφραστεί από τα γυμνασιακά κιόλας χρόνια.
Τι είναι η ποίηση προσωπικά για σας; Έχει
να προσφέρει κάτι στην σημερινή εποχή ή είναι απλά μια ανάγκη του γράφοντος;
Η
ποίηση για εμένα είναι κυριολεκτικά αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου. Θα σκεφτώ
ποιητικά, θα εκφραστώ ποιητικά, θα θυμώσω ποιητικά. Θα διακόψω το μάθημά μου
όταν σκεφτώ έναν όμορφο στίχο για να τον σημειώσω ή όταν στο νου μου έρθουν
λόγια άλλου ποιητή για να τα μοιραστώ.
Σχετικά
με το δεύτερο ερώτημα, δεν μπορεί να απαντήσει κανείς απόλυτα. Υπάρχουν άνθρωποι
που γράφουν για να εκφραστούν και για εκείνους η τέχνη αυτή είναι μια προσωπική
υπόθεση. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που θέλουν να μοιράζονται όσα γράφουν. Ανήκω
σε αυτούς και προσωπικά πιστεύω πως πρέπει να απελευθερώνουμε τα ποιήματά μας,
για να κάνουν το ταξίδι τους.
Ο ποιητής παρατηρεί τον κόσμο όπως είναι
στην πραγματικότητα ή όπως τον πλάθει
μέσα από τα δικά του μάτια;
Οι
ποιητές δίνουν αλλιώτικη μορφή με το νου τους σε όσα παρατηρούν στον κόσμο που
τους περιβάλλει. Δεν αποτελούν οντότητες αποκομμένες από το κοινωνικοπολιτικό
γίγνεσθαι, αντιθέτως αφορμούνται από αυτό και προσπαθούν να το κατανοήσουν και
να το προσεγγίσουν με την δική τους οπτική.
Από τι εμπνέεστε; Ποιες είναι οι γόνιμες ώρες της ημέρας σας;
Η
έμπνευση με βρίσκει μονάχη της. Δεν έχω συνει-δητοποιήσει κι εγώ πως ακριβώς
γεννιέται και γι’ αυτό άγονες ώρες δεν υπάρχουν. Ένας ήχος, μια τυχαία σκόρπια
λέξη στην πρόταση του συνομιλητή μου ή ένα βλέμμα είναι αρκετά για να την
ενεργοποιήσουν.
Διαβάζει σήμερα ποίηση ο κόσμος; Ποια
ερωτήματα καλείται να απα-ντήσει ο ποιητής μέσα από τα κεί-μενα του;
Οι
ρυθμοί ζωής μας είναι αρκετά γρήγο-ροι, με αποτέλεσμα ο κόσμος -δυστυχώς- να μην
διαβάζει γενι-κότερα, πόσο μάλλον ποίηση. Βέβαια, θεωρώ πως η νέα γενιά είναι
πιο κοντά σε αυτή από όσο νομίζουμε! Ποστάρει στιχάκια ποιητών στα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης ή ακούει τραγούδια με νόημα που κι αυτά ποίηση είναι.
Ως
προς το δεύτερο ερώτημα, θεωρώ πως ο ποιητής από την στιγμή που αρχίζει να
απαντά σε πιθανά ερωτήματα μέσα από τους στίχους του, χάνει την μαγεία του.
Οφείλει να αφεθεί ελεύθερος, να θέσει δικά του, νέα ερωτήματα και έπειτα να
απαντήσει σε αυτά.
Ποιος είναι ο ρόλος των λέξεων στα ποιήματα;
Είναι εργαλείο έκφρασης ή ένα ψυχικό αποτύπωμα;
Προσωπικά,
οι λέξεις έχουν κυρίαρχο ρόλο στη ζωή μου, γι’ αυτό και ορισμένα ποιήματά μου
«παίζουν» με αυτές με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Αγαπώ τις ομόηχες, τις παρώνυμες
και πιο πολύ όσες είναι κοφτές κι ασθματικές. Ο ποιητής είναι ένας
ταχυδακτυλουργός των λέξεων, τίποτα παραπάνω.
Ποιοι ποιητές ή λογοτέχνες σημάδεψαν την
γραφή σας; Μια αντιπροσωπευτική σας φράση από έναν λογοτέχνη που σας συνοδεύει
πια είναι;
Με
μεγάλη ευκολία θα σας πω τον Καρυωτάκη, την Δημουλά και την αγαπημένη μου
Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, που είχα και την τύχη να γνωρίσω. Κι επειδή ανάμεσα
τους, φράση να ξεχωρίσω μου είναι αδύνατο, θα σας πω τον στίχο «μα πάντα θα ’μαι
του ονείρου το αστείο θύμα», της Μαρίας Πολυδούρη, που αγαπώ εξίσου.
Από αυτά που γνωρίζουμε για σας, ξέρουμε
ότι κρύβατε στα συρτάρια σας αρκετά χρόνια γραφήματά σας . Ποιος ήταν ο λόγος
που αποφασίσατε να εκδώσετε το βιβλίο σας τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή;
Γράφω
από τα μαθητικά μου χρόνια και έκτοτε είχα αποφασίσει να προχωρήσω σε έκδοση.
Όμως ανέκαθεν πίστευα πως για να ελευθερώσω ένα ποίημα και να ταξιδέψει,
χρειάζεται να του αφήσω τον χρόνο του, να ζυμωθεί στο νου μου, να το διαβάσω
ξανά και ξανά, να μάθει να αναπνέει μόνο του, να απογαλακτισθεί και να αποκοπεί
κατά ένα μέρος από εμένα. Κάθε τι χρειάζεται την κατάλληλη στιγμή του για να
γίνει, και για τις «Αντιθέσεις» αυτή ήταν στα 26 μου.
Πείτε μας λίγα λόγια για την πρόσφατη
ποιητική σας συλλογή.
Οι «Αντιθέσεις» αποτελούν την
πρώτη μου ποιητική συλλογή. Εντός τους περιέχονται ποιήματα της τελευταίας
δεκαετίας. Νεανικά και μη ποιήματα εμπλέκονται στις τρεις κυρίαρχες θεματικές
ενότητες του βιβλίου. Η πρώτη είναι τα ποιήματα ποιητικής, ποιήματα
αφιερωματικά σε δημιουργούς αλλά και στην ίδια την τέχνη της ποιήσεως.
Ακολουθούν τα ερωτικά, που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Και
τέλος, τα κοινωνικά, ποιήματα που έχουν ως φόντο κοινωνικές ανισότητες, φτώχια,
προσφυγιά.
Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τα μελλοντικά
σας σχέδια; Πως θα θέλατε να σας βρει το μέλλον επαγγελματικά;
Προσδοκίες
δεν έχω, θέτω μικρούς κι απτούς στόχους για να μπορώ να τους πραγματοποιώ.
Εύχομαι οι «Αντιθέσεις» να συνεχίσουν
την όμορφη πορεία τους και να αγαπηθούν από τους αναγνώστες! Το γράψιμο δεν
σταματά και εργάζομαι ήδη για την δεύτερη συλλογή μου.
Χαρίστε μας ένα ποίημά σας.
Με
μεγάλη μου χαρά, σας χαρίζω το ποίημα «Μολυβένια στρατιωτάκια», το οποίο έλαβε
το 1ο βραβείο στην κατηγορία σατυρική ποίηση του Πανελλήνιου
Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Κέφαλος και θα βρίσκεται στην δεύτερη ποιητική
συλλογή.
Μολυβένια
στρατιωτάκια
Μολυβένια
στρατιωτάκια,
δίχως
την λάμψη των γιορτών,
πλανεμένα
από το ρυθμικό τικ τοκ των ρολογιών.
Σα
πάτε να αλλάξετε ρυθμό
και
από τικ τοκ τικ τοκ
-έτσι
από άποψη-
το
κάνετε τικ τικ τοκ
ο
Χρόνος έρχεται και σας ρουφάει, σας εκδικείται.
Δεν
σηκώνει διαφωνίες.
Αναρχίες
της βαφτίζει
κι
αντιδρά μαινόμενος.
Θύματα
άβουλα του άυλου Χρόνου
ανάμεσα
στις ακαθαρσίες που σκορπά
την
στιγμή τρέχετε να ζήσετε
κι
εκείνος γελά.
Γελά
γιατί ξέρει,
πως
με το τρεχαλητό εκείνες φοβούνται
κι
αντί για κοντά
μακριά
σας χάνονται.
Μολυβένια
στρατιωτάκια
είναι
κρίμα που σας λένε μολυβένια.
Το
μολύβι ζει.
Γεννιέται,
γράφει, μοιράζεται, φθείρεται.
Ακόμη
κι εκείνο τον κάνει τον κύκλο του.
Αχ,
στρατιωτάκι γυμνό, ανυπόδητο,
ακούνητο
κι ακούμπητο από τη ζωή,
πως
τρέχεις σε λάθος τροχιά,
πότε
θα το καταλάβεις;
Αυτή
που διάλεξες σε κάνει απλόχερα
υπόδουλο
του Χρόνου.
Κι η
άλλη η δεξιά
-που
για να πας κόντρα στα στερεότυπα
δεν
διάλεξες-
αυτή
ήταν τελικά η λωρίδα της ζωής.
Δύσμοιρο
στρατιωτάκι.