Βιβλιοκριτική για την ποιητική συλλογή "Η Κρεμμυδαποθήκη" της Κατερίνας Λιάτζουρα | Γράφει η Στέλλα Πετρίδου


Συγγραφέας: Κατερίνα Λιάτζουρα
Έτος έκδοσης: 2020
Σελ.: 44
Εκδόσεις: Βακχικόν
                                                                               Γράφει η Στέλλα Πετρίδου

Παράξενος τίτλος για ποιητική συλλογή, εμπνευσμένος παρόλ’ αυτά από το ομότιτλο ποίημα του βιβλίου που περιέχεται στη σελίδα 39. «Η Κρεμμυδαποθήκη», λοιπόν, στολίζει το εξώφυλλο της τρίτης συγγραφικής προσπάθειας της Κατερίνας Λιάτζουρα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βακχικόν». Πρόκειται για ένα πετρόκτιστο οίκημα σε μια απόμακρη βραχώδη περιοχή, την οποία προσεγγίζει κανείς ακολουθώντας ένα ανηφορικό και  ζικζακοτό μονοπάτι. Ένα μακρόστενο οίκημα, χωρίς παράθυρα στους τοίχους του και χωρίς αυλή περιμετρικά του, χωρίς σκεπή, παρά μονάχα με μία πόρτα αμπαρωμένη, που δίνει το στίγμα της ερημιάς και της εγκατάλειψης.

«Θα τη νοικοκύρευα την αποθήκη, πίστεψέ με, στο λέω ειλικρινά, και ας είναι σήμερα αχούρι. Θα την καθάριζα από κάθε είδους περιττώματα, θα την άσπριζα με ασβέστη καρδιάς και θα άνοιγα και ένα παραθύρι στην Ανατολή ή μπορεί στη Δύση» (Σελ. 39)

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε απόσπασμα από το πρώτο κυρίως ποίημα της συλλογής που είναι αφιερωμένο στη μνήμη της συνονόματης γιαγιάς της ποιήτριας, τη γιαγιά Κατερίνα.

«Η καμπάνα ηχεί πένθιμα. Ποια από τις δυο μας πεθαίνει;» (Σελ. 10)

Το πρώτο πράγμα που μας κάνει εντύπωση, πέρα από το ύφος της γράφουσας, που είναι αρκετά στενάχωρο, αλλά ταυτόχρονα και τολμηρά επιβλητικό, είναι, φυσικά, και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της πένας της. Η ποίηση της Κατερίνας Λιάτζουρα είναι αφηγηματική και ακολουθεί τα χνάρια του πεζού λόγου. Με δυο λόγια έχουμε να κάνουμε με πεζοποίηση σε ολόκληρο το βιβλίο.
Η ποιήτρια ξεκινά τη συλλογή της με ένα ποίημα που τιτλοφορείται «ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ» στη σελίδα 9. Αν θεωρήσουμε ως εναρκτήριο ποίημα το ποίημα «ΛΑΥΚΟΣ Ή ΤΑ ΚΟΡΑΚΙΑ» (Σελ. 10), τότε το «ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ», που έχει και διαφορετικό ποιητικό ύφος, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα εισαγωγικό σημείωμα της γράφουσας, που επιθυμεί να καλωσορίσει τον αναγνώστη στο δικό της ψυχικό κόσμο. Στον κόσμο της, λοιπόν, τα κεφαλαία καταρρίπτονται, τα άρθρα δεν έχουν θέση, ούτε οι τελείες, ούτε και τα κόμματα. Η ατμόσφαιρα δε συγκεκριμενοποιείται, δε θέτει γεωγραφικά όρια, παρά μονάχα υπάρχει κι επιβάλλεται. Και η διάθεση ανακατεύεται με το σάστισμα και στροβιλίζεται από το απειλητικό άστραμμα που έρχεται μες στο σκοτάδι με πρωταρχικό στόχο, να βγάλει θυμό και να δείξει τόλμη. Γιατί η ποιήτρια γνωρίζει πολύ καλά πως μόνο με την τόλμη αναδύεται η μυρωδιά της ψυχής, ώστε ν’ αρχίσει έπειτα η ξεγύμνωσή της, κάτι το οποίο θα αισθανθούμε  αρκετά στη συνέχεια της συλλογής.

«δροσίζω πίκρα στόματος να ξεπλύνω
κορμί από χώμα να αναδυθεί
μυρωδιά υγρής ψυχής.» (Σελ. 9)

Τριάντα στον αριθμό τα πεζοποιήματα της «Κρεμμυδαποθήκης», ολιγόστιχα τα περισσότερα, έρχονται να ξεδιπλώσουν αυθόρμητα τον εσωτερικό κόσμο της ποιήτριας. Ένας κόσμος, που, σε αντίθεση με τον πρόλογο, περιγράφει τη συγκεκριμένη περιοχή στην οποία ζει και εργάζεται η ίδια, δηλαδή τη Χαλκίδα και λίγο πιο ευρύτερα την Εύβοια. Έτσι, έχουμε τα χαρακτηριστικά ποιήματά της με τίτλο:

«ΕΥΒΟΙΑ Ή ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ» (Σελ. 12), «ΠΛΑΤΕΙΑ ΦΡΙΖΗ» (Σελ. 13), «ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΦΥΡΑ ΧΑΛΚΙΔΑΣ» (Σελ. 15), «ΧΑΛΚΙΔΑ» (Σελ. 16), «ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΧΑΛΚΙΔΑΣ» (Σελ. 19), «ΛΙΜΕΝΑΡΧΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΑΣ» (Σελ. 21) «ΟΔΟΣ ΒΩΚΟΥ» (Σελ. 23), «ΟΔΟΣ ΙΣΤΙΑΙΑΣ» (Σελ. 24), «ΜΕΣΑ ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ» (Σελ. 25), «ΟΔΟΣ ΑΒΑΝΤΩΝ» (Σελ. 29), «ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ» (Σελ. 30), «ΕΞΩ ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ Ή ΑΝΗΦΟΡΙΤΣΑ» (Σελ. 32), «ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ» (Σελ. 35), «ΑΡΤΑΚΗ» (Σελ. 37), «ΚΑΒΟΣ ΝΤΟΡΟΣ» (Σελ. 38).

Φυσικά, η ποιήτρια δεν ξεχνά το μέρος όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια, τα χρόνια της ανεμελιάς, εκεί «ΚΑΠΟΥ ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΗΣ ΣΤΟΥΤΓΚΑΡΔΗΣ» (Σελ. 28), τα χρόνια που η προσδοκία έκανε όνειρα και η ψυχή ψήλωνε κοντεύοντας να φτάσει τον ουρανό. Κι εκεί, στη σκέψη των εικόνων αυτών, η απώλεια έρχεται να αφήσει το σημάδι της και να επιβεβαιώσει τη μοναδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κανείς δε μπορεί να γεμίσει το κενό της. Η θλίψη γίνεται μόνιμη συντροφιά και η νοσταλγία ταίρι της.

«Δακρύζω όταν έρχεσαι στον νου.» (Σελ. 28)

Η Κατερίνα Λιάτζουρα έχει έντονη την αίσθηση του θανάτου, της απώλειας, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αλλά και της φυγής. Εξομολογητικός ο λόγος της, θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως ένα είδος ημερολογίου, στο οποίο αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο και απευθύνεται σε αγαπημένες και γνώριμες σκιές του παρελθόντος, οι οποίες δεν υπάρχουν πια στη ζωή. Ο αυθορμητισμός της υπάρχει παντού. Πρόκειται για μια ποίηση που ρέει αβίαστα ο λόγος της, δίχως φραγμό και δίχως ιδιαίτερη επεξεργασία. Άλλο ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της αυτόματης γραφής, θα λέγαμε και δικαιολογημένα.

«Σκόρπιες σκέψεις, αισθήματα, όνειρα, δυσκολεύομαι να βάλω σε τάξη.» (Σελ. 17)

Η αίσθηση του θανάτου:

 «Το μακρύ γυαλιστερό φέρετρο είναι σμιλεμένο από πόνο και δάκρυ, γεμάτο δαντελωτά ματωμένα μαξιλάρια και άσπρα όνειρα.» (Σελ. 18)

«Νιάτα και γηρατειά. Η εφηβεία χάθηκε στον δρόμο, χάθηκε στην προσπάθεια. Έριξα μια κλεφτή ματιά στην οθόνη. Άναψε το φωτάκι. Έπειτα κενό.» (Σελ. 19)

«Δακρύζω όταν έρχεσαι στο νου. Αντιλαμβάνομαι το βάθος και, όταν διάβασα το μοίρασμά σου αυτό του πατέρα που έφυγε, επιβεβαίωσα την αίσθηση πως είσαι ο ένας.» (Σελ. 28)

Η ποιήτρια δείχνει να μιλά σε κάποιον που, πια, έχει φύγει από τη ζωή, όμως η παρουσία του είναι ακόμα έντονη και άκρως αισθητή στην καρδιά της, στο κορμί της και στο νου. Σ’ αυτόν αφιερώνονται τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, δοσμένα όλα με την αλήθεια της που ρέει αβίαστα στο λόγο της και αποκαλύπτεται λιτά κι αφηγηματικά.

«Μόνο αφότου χάραξε το φως , μου θύμισε τη ζεστασιά του κορμιού και η θύμησή του ή η νοσταλγία με αποκοίμισαν στην αγκαλιά σου ήρεμη πια. Νοητά. Γαληνεμένη.» (Σελ. 22)

Ερωτική η ποίησή της. Αποπνέει έναν λυρισμό. Είναι γεμάτη συναισθηματισμό, γεμάτη προσμονή και γεμάτη εικόνες.
Τα ποιήματά της γράφονται τη νύχτα, την ώρα που το σκοτάδι έρχεται να φωτιστεί με το φως που αναδύεται από την ψυχή, που ταράζει τον ύπνο της στιγμής, που δίνει ρυθμό στην ανάσα. Η ποιήτρια περιπλανιέται στο σκοτάδι και βιώνει το κενό. Ένα κενό που προσπαθεί να το μετατρέψει σε παρουσία, να πετάξει από πάνω του το σκληρό πέπλο της μοναξιάς, να χορτάσει τη ζωή, που, τελικά, μόνο στις εικόνες της υπάρχει, ώσπου να νιώσει ζεστασιά και παραδομένη στον ύπνο της, ήρεμη και γαλήνια, να αποκοιμηθεί.
Η ποιήτρια προσμένει, λαχταρά και εύχεται το όνειρο να της φέρει το παλικάρι της.

«Και περίμενα. Ωσότου ελάλησε κώδων ευλάλιστος όχι δώδεκα μα τρεις ως ντελάλης ηλεκτρικός ουρλιάζοντας στα τύμπανα εδήλωσε πως τα παλικάρια είναι της φακής και τα παραμυθένια όνειρα των παιδιών θα παραμείνουν.» (Σελ. 30)

Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως έχουμε να κάνουμε με μια βιωματική γραφή, γεμάτη εικόνες που λειτουργούν σε κάθε ποίημα ως ξεχωριστά κινηματογραφικά τοπία, ως ξεχωριστοί θεατρικοί μονόλογοι. Με εναρκτήριο σημείο την Κρεμμυδαποθήκη ξεκινά το προσωπικό υπαρξιακό ταξίδι της ποιήτριας στο παρελθόν, το οποίο και παραθέτει αυτούσιο, δίνοντας την αίσθηση στον αναγνώστη ότι επιθυμία της είναι να παραμείνει προσκολλημένη σ’ αυτό, απορρίπτοντας τη δυστυχία που της δημιουργεί το αβάσταχτο κενό που της προσδίδει το ανούσιο παρόν της.
Μια συλλογή που αξίζει αναμφισβήτητα να διαβαστεί.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Το κρύο είναι τσουχτερό απόψε. Σε διαπερνά όπως ο κάθε Λαύκος, όπως ο κάθε θάνατος. Η πλατεία σε αποχαιρέτησε στροβιλίζοντας τα πλατανόφυλλά της. Στρώμα υπόκωφων ήχων στο πέρασμά μου. Κάνει κρύο μέσα στην εκκλησία. Είμαστε παγωμένες, Κατίνα. Η καμπάνα ηχεί πένθιμα. Ποια από τις δυο μας πεθαίνει; Το χώμα μυρίζει μούχλα. Καιρό είχε να αεριστεί. Να που ήρθε η ώρα. Για όλα έρχεται η γαμημένη η ώρα.
Τα κοράκια δεν βλέπουν την ώρα να αποδημήσουν.

Το Πήλιο φόρεσε τα γιορτινά του.


Λίγα λόγια για την ποιήτρια, Κατερίνα Λιάτζουρα:
Η Κατερίνα Λιάτζουρα γεννήθηκε στη Γερμανία. Ζει στη Χαλκίδα και εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση Ευβοίας ως Φιλόλογος της Γερμανικής Γλώσσας. Μεταφράζει στα γερμανικά ποιήματα σύγχρονων Ελλήνων ποιητών και Ελληνίδων ποιητριών. Ενίοτε συνομιλεί και με ομότεχνούς της. Της αρέσει η φωτογραφία. Η κρεμμυδαποθήκη είναι η τρίτη ποιητική της συλλογή.