Μπερδεύτηκες...
Μια κούραση παράξενη λύνει τα μέλη σου. «Παππού τελείωνε, αργείς, σε περιμένουμε!» φωνάζει ένα αγοράκι, που
παίζει με μια μπάλα στην αυλή. Γιωργάκη
μου! είσαι έτοιμος να του φωνάξεις, καθώς τον βλέπεις μέσα από το τζάμι. Μα
η φωνή σωπαίνει, πριν να βρει την άρθρωσή της.
Απομακρύνεσαι
απ' το παράθυρο. Αργώ, αργώ... Το σακάκι
μου, πού είναι το σακάκι μου, δε βρίσκω το σακάκι μου! Η πόρτα ανοίγει.
Ένας άντρας έρχεται κοντά σου. Το βλέμμα του, μια έγνοια και μια τρυφεράδα, που
σου χαϊδεύει ξαφνικά τον σκεβρωμένο σβέρκο. «Έτοιμος; Θέλεις να σε βοηθήσω; Βρήκες
το σακάκι σου; Έλα, να το, εδώ είναι. Φόρεσέ το, έτσι μπράβο. Να πηγαίνουμε. Πρέπει να αφήσω
πρώτα τα παιδιά στο σπίτι. Πολύ το χάρηκαν που ήρθαν σήμερα μαζί μου, είχαν
καιρό να σε δουν και να απολαύσουν το παιχνίδι στην αυλή μας. Καλά που έχουμε
και την Ιβάνκα… Σε φροντίζει, όλα τα φροντίζει… Μην αργείς, μάς περιμένει ο
γιατρός. Θα δεις, θα παίρνεις τακτικά τα φάρμακά σου κι όλα θα πάνε μια χαρά!
Κούκλος είσαι ακόμα, κάτι ήξερε η μακαρίτισσα η μάνα, που μια ζωή ήταν μαζί σου
ερωτευμένη. Για κοίτα στον καθρέφτη τι ωραίος που είσαι!»
Έχεις
φορέσει το καφέ σακάκι, εκείνο που σου αγόρασε η Αργυρώ σου, δώρο για τα
γενέθλιά σου, στο ταξίδι σας στη Ρώμη. Νύχτα… Κάποιος παίζει μουσική πάνω στη
γέφυρα. Πιάνεις το χέρι της, την ακολουθάς σε μια αυτοσχέδια χορευτική φιγούρα,
την κλείνεις στην αγκαλιά σου. Το μάγουλό της στον ώμο σου, τα μαλλιά της
χαϊδεύουν το καφέ σακάκι. Ακόμα κουβαλάει επάνω του τη μυρωδιά της, το άρωμα
από το χάδι της, τη γεύση απ' το φιλί της. Κοιτάς το είδωλό σου στον καθρέφτη.
Πίσω σου στέκεται και σε κοιτάζει ο άντρας.
Έπαιζε πριν λίγο στην αυλή με τα παιδιά. Τώρα τα μάτια του είναι
καρφωμένα πάνω σου. Γιατί είναι υγρά; Σε παρατηρεί σιωπηλός. Κάποιον σου
θυμίζει…
Εσύ
ποιος είσαι, παλικάρι μου; ρωτάς, χωρίς να ανοίξεις το σφιγμένο
στόμα, χωρίς κανένας φθόγγος να κυλήσει στο μωσαϊκό του υπνοδωματίου σου, στο
πράσινο μωσαϊκό, που τόσες νύχτες σε κρυφόβλεπε σε αγκαλιές χορευτικές, σε μυστικές
στιγμές αγάπης με την Αργυρώ σου, την ώρα που κοιμούνταν τα μωρά σας. Η Αργυρώ μου, τα μικρά μας, η Ελενίτσα κι ο
Γιωργάκης μας... Πού πήγαν όλοι; Γιατί άφησαν τους ξένους να αλωνίζουν στο σπιτικό μας; Κι αυτός ο
γέρος μέσα στον καθρέφτη... ποιος είναι αυτός ο γέρος, γιατί φοράει το καφέ
σακάκι μου, γιατί; «Βγάλ’ το αυτό!» ουρλιάζεις. «Όλα πια μου τα ‘κλεψε ο
καιρός, όλα... Και μ’ άφησε μόνο κι έρημο…»
Τρέμεις
σύγκορμος. Μάτια κόκκινα, ταραγμένα, σαν
θάλασσες που εγκυμονούν ναυάγιο. Ο άντρας πίσω σου σε πλησιάζει. Σε γυρίζει
απαλά προς το μέρος του, να τον κοιτάς στα μάτια, που ξέρουν άηχα να μιλούν τη
γλώσσα της στοργής. Δυο χέρια σωσίβια σε αγκαλιάζουν. «Πατέρα μου… Εδώ είμαι
εγώ, εδώ…»
Βιογραφικό:
Η
Ευαγγελία Μινάρδου - Αδάμου είναι φιλόλογος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τήνο
και κατοικεί στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Επί σειρά ετών εργάστηκε ως εκπαιδευτικός
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Είναι έγγαμη και μητέρα δύο ενήλικων τέκνων. Αγαπάει
πολύ να διαβάζει και να γράφει λογοτεχνία. Από τις εκδόσεις Βακχικόν
κυκλοφορούν οι συλλογές διηγημάτων της «Γκρο πλάνο – Ιστορίες κοντινής
εστίασης» (2020) και «Αίμα στη φλέβα η θάλασσα» (2022), ενώ από τις εκδόσεις
Γραφή κυκλοφορεί το εικονοβιβλίο της «Φωτεινές γραφές» (2024). Λογοτεχνικά
κείμενά της δημοσιεύονται στο διαδίκτυο,
στον τύπο, σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά, σε ανθολογίες και
συλλογικά έργα. Ιδιαίτερη στιγμή, η συμμετοχή της στο 9ο Διεθνές
Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Τήνου. Είναι τακτικό μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Αιγαίου.
0 Σχόλια