Ο σημερινός καλεσμένος των Τεχνών είναι ο Λαρισαίος μηχανικός, τακτικός αρθρογράφος στον τύπο θεμάτων κοινωνικού και πολιτικού ενδιαφέροντος και συγγραφέας Βασίλης Μίχος. Στη συνέντευξη που ακολουθεί θα μας μιλήσει πρωτίστως για θέματα που αφορούν τον ίδιο και τη συγγραφική του δραστηριότητα, αλλά και για το νέο του βιβλίο με τίτλο «ΕΥΡΩΠΗ RESTART, Προκλήσεις και Προοπτικές μιας κουρασμένης Ηπείρου» που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2025 από τις εκδόσεις «Αρμός».
Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου
Κύριε Μίχο, είστε Λαρισαίος μηχανικός και τακτικός αρθρογράφος στον τύπο θεμάτων κοινωνικού και πολιτικού ενδιαφέροντος. Παράλληλα, συγγράφετε και βιβλία ανάλογου περιεχομένου. Μάλιστα, το πρώτο σας βιβλίο που κυκλοφόρησε πολλά χρόνια πριν, και συγκεκριμένα το 2000, σε ιδιωτική έκδοση, είχε θέμα του μια πρόταση μέλλοντος για την πόλη. Τι είναι αυτό που σας ωθεί στη συγγραφή τέτοιου είδους μελετών και ποια η φιλοδοξία σας;
Φιλοδοξία μου είναι να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις που θέτει η ιδιότητα του Πολίτη. Ο Πολίτης είναι υποχρεωμένος να παρακολουθεί τα διαδραματιζόμενα στην δημόσια σφαίρα και όταν το θεωρεί απαραίτητο να δημοσιοποιεί τις απόψεις του. Γι’ αυτό και το περιεχόμενο όλων των δημοσιεύσεών μου είναι αυτού του είδους.
Αποσκοπείτε στην ενημέρωση των αναγνωστών σας και στην έτοιμη γνώση ή στον προβληματισμό και στην κινητοποίησή του επί συγκεκριμένων θεμάτων;
Τα κείμενά μου τα αντιμετωπίζω ως έναυσμα για συζήτηση. Ποτέ σαν θέσφατα.
Ποια η γνώμη σας για την πληθώρα ενημερωτικών βιβλίων σχετικών με θέματα κοινωνικού και πολιτικού ενδιαφέροντος που κυκλοφορούν στην αγορά; Ευαισθητοποιούν τον αναγνώστη σε ικανοποιητικό βαθμό ή θεωρείτε πως τον αφήνουν ελαφρώς ή και παντελώς αδιάφορο;
Το ότι υπάρχει μια διάχυτη αδιαφορία γύρω από την πολιτική είναι γεγονός. Το γιατί παρατηρείται αυτό το φαινόμενο είναι από τα ζητήματα που προσπαθώ να πραγματευθώ σ’ αυτό το βιβλίο. Τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα όμως δεν έπαψαν να αναφύονται επειδή οι άνθρωποι σταμάτησαν να ασχολούνται με αυτά και απλώς τα υφίστανται αδιαμαρτύρητα. Ενδεχομένως να γραφόταν λιγότερα τέτοια βιβλία, σε μια κοινωνία περισσότερο ενεργή πολιτικά. Πάντως νομίζω ότι όταν φτάνουν στον αναγνώστη, τον ευαισθητοποιούν. Το πρόβλημα είναι να υπάρξει ο αναγνώστης.
Το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα, για να αναφερθούμε πιο συγκεκριμέναστη χώρα μας, δείχνει ενδιαφέρον στην ανάγνωση βιβλίων ειδικού ενδιαφέροντος; Ποια η προσωπική σας γνώμη και άποψη;
Για να πω την αλήθεια, δεν γνωρίζω. Εγώ ως αναγνώστης, ναι ενδιαφέρομαι για τέτοιου είδους βιβλία. Αλλά δεν ξέρω κατά πόσον αυτό είναι γενικευμένο. Φοβάμαι όμως, κρίνοντας από το γεγονός ότι στις πολιτικές αντιδράσεις κυριαρχεί ο θυμός και όχι το αντεπιχείρημα, ότι ο κόσμος δεν αφιερώνει χρόνο για να διαβάσει γενικώς.
Πώς μια αρχική ιδέα κατά τη γνώμη σας, ένα αρχικό πλάνο δηλαδή, εξελίσσεται σε στόχο και έπειτα στην ολοκλήρωση της συγγραφής ενός βιβλίου; Μιλήστε μας για την προσωπική σας εμπειρία στο θέμα αυτό.
Ένα θέμα αρχίζει να σε απασχολεί σοβαρά από την στιγμή που διακρίνεις ότι δεν συμφωνείς με τις απόψεις που κυριαρχούν γύρω από αυτό. Όταν αντιληφθείς ότι για να το πραγματευθείς επαρκώς, δεν αρκεί η δημοσίευση ενός ή δύο άρθρων, τότε ή σταματάς εκεί ή ανάλογα με την σπουδαιότητα που του αποδίδεις, βλέπεις ότι είσαι αναγκασμένος να γράψεις ένα βιβλίο, ώστε να υπάρχει ο χώρος για μια αναλυτική και τεκμηριωμένη έκθεση των απόψεών σου.
Τι είναι αυτό που ωθεί έναν συγγραφέα συνήθως να μοιραστεί το έργο του με το κοινό; Εσείς, στην προκειμένη περίπτωση, γιατί πήρατε την απόφαση να εκδώσετε το νέο σας βιβλίο, ύστερα από αρκετά χρόνια αποχής, είκοσι πέντε στον αριθμό;
Ένα λογοτεχνικό έργο ενδεχομένως να γράφεται ως μια προσωπική παρόρμηση που να ολοκληρώνεται αποκλειστικά με την δημιουργία του. Όμως ένα πολιτικό κείμενο γράφεται από την πρώτη του λέξη με στόχο να λάβει μέρος στον δημόσιο διάλογο. Άρα ολοκληρώνεται μόνον όταν συναντήσει τον αναγνώστη. Όσο για μένα, δεν ήμουν απών είκοσι πέντε χρόνια. Αρθρογραφούσα, όταν μπορούσα, μιας και το να γράψεις ένα βιβλίο ασκώντας και το επάγγελμα του μηχανικού, δεν είναι πολύ εύκολο.
Ας αναφερθούμε συγκεκριμένα στο νέο σας βιβλίο. Φέρει τον τίτλο «ΕΥΡΩΠΗ RESTART, Προκλήσεις και Προοπτικές μιας κουρασμένης Ηπείρου» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρμός». Πρόκειται για ένα βιβλίο κοινωνιολογίας και πολιτικών επιστημών που κάνει λόγο για τις διαρκείς και καταστροφικές αλλαγές που υπέστη η Ευρώπη στο παρόν της, οι οποίες την οδήγησαν και εξακολουθούν να την οδηγούν σ’ ένα υπαρκτό αδιέξοδο, αλλά και στην αναπόφευκτη περιθωριοποίησή της λόγω των πολλών καταστροφών που έχει υποστεί σε πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και πνευματικό επίπεδο. Μιλήστε μας συγκεκριμένα γι’ αυτό.
Τι να πω, που μόλις περιγράψατε το σύνολο του βιβλίου. Γεγονός είναι ότι η Ευρώπη έχει μπει σε περιπέτειες από δική της επιλογή. Αρχικά υποβαθμίζοντας χωρίς λόγο το κυριότερο στοιχείο πλούτου της: την Παιδεία. Και στην συνέχεια αποδομώντας συστηματικά το σύνολο των αξιών της, δηλαδή την οργανωμένη Κοινωνία, το κοινωνικό της Κράτος, την κυριαρχία του ορθού λόγου, την ανθρωπιστική παράδοση που της κληροδότησε ο Χριστιανισμός, τον πλούτο των ξεχωριστών εθνικών της παραδόσεων. Όλα αυτά, μαζί με την επικράτηση ενός ανεξέλεγκτου νεοφιλελευθερισμού, τελείως ξένου προς τις ευρωπαϊκές αντιλήψεις, την έφεραν στη σημερινή κατάσταση. Είναι τραγικό, η σημερινή Ευρώπη να μη μπορεί να ενεργοποιήσει το σύνολο ισχύος που διαθέτει, και να φτάσει στο σημείο να μην λαμβάνεται υπ’ όψιν ούτε από δευτερεύουσες περιφερειακές δυνάμεις. Αυτή είναι η πραγματικότητα, όσο κι αν, με αυταρέσκεια, επιχειρείται να μην γίνει φανερή από την ευρωπαϊκή ηγεσία.
Τι άλλο θα διαβάσει ο αναγνώστης στο βιβλίο σας πιάνοντάς το στα χέρια του;
Θέλω να πιστεύω ότι στην προσπάθειά μου να τεκμηριώσω τους συλλογισμούς μου, παραθέτω στοιχεία (πραγματολογικά τα λέγαμε στο σχολείο), που άλλα μεν, ως ιστορικά, θα μπορούσαν να θεωρηθούν έως και γοητευτικά, και άλλα της σημερινής εποχής μπορούν και να σοκάρουν. Σε κάθε περίπτωση νομίζω πως είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα.
Γιατί θεωρείτε κουρασμένη την Ευρώπη και γιατί θεωρείτε απαραίτητη την επανεκκίνησή της όπως δηλώνετε και στον τίτλο του βιβλίο σας αγγλιστί; Τι ακριβώς θέλετε να επισημάνετε επιλέγοντας τη λέξη restart;
Η επιλογή του όρου restart πλάι στην Ευρώπη, σηματοδοτεί μια μορφή πολιτιστικής ενότητας της ηπείρου μας, αφού αυτές οι δύο λέξεις, μία της ανατολικότερης ευρωπαϊκής γλώσσας και μία της δυτικότερης, είναι κατανοητές σε όλη την ήπειρο. Τώρα, για την «κούραση» της Ευρώπης: αρκεί να αναλογιστούμε ότι μέχρι πριν μερικές δεκαετίες πρωτοπορούσε σε όλους τους τομείς δραστηριοτήτων, στην παραγωγή αγαθών, στις πνευματικές αναζητήσεις, στις Τέχνες, στην κοινωνική πρόοδο, στις πολιτικές αναζητήσεις, ωθώντας προς την πρόοδο όλο τον κόσμο, και σήμερα είναι ουραγός, με κατακερματισμένες κοινωνίες και πολίτες εμφορούμενους από απαισιοδοξία και απογοήτευση, για να αντιληφθούμε την κούραση της.
Πόσο πολύ μπορεί να βοηθήσει στην πράξη η ενημέρωση που παρέχετε στον αναγνώστη σας μέσω του βιβλίου σας αυτού;
Πιστεύω πως είναι ένα βιβλίο που δεν στρογγυλεύει τις καταστάσεις, ούτε και σέβεται παγιωμένες πεποιθήσεις. Οι περισσότεροι αναγνώστες θα νοιώθουν πιθανώς ικανοποίηση με τα μισά που αναφέρονται και θα αντιδρούν στα υπόλοιπα. Το στοίχημα είναι να το αντιμετωπίσουν με ανοιχτή διάθεση. Τότε θα είναι χρήσιμο. Γιατί τελικά, όταν κάτι πάει στραβά, το φταίξιμο είναι συνολικό. Μια τέτοια παραδοχή, είναι μια καλή αρχή για την απαιτούμενη επανεκκίνηση.
Πόσο καιρό χρειαστήκατε για να ολοκληρώσετε τη συγγραφή του βιβλίου σας;
Χωρίς να υπολογίζω μια ολόκληρη χρονιά που λόγω φόρτου εργασίας δεν ασχολήθηκα καθόλου μ’ αυτό, χρειάστηκα δύο χρόνια.
Σε ποιο κοινό απευθύνεστε κυρίως;
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο «στα παιδιά μου, στους φίλους τους και σε όλους τους συνομηλίκους τους». Ελπίζω να φτάσει σ’ αυτούς. Χωρίς να αποκλείω τους δικούς μου συνομηλίκους. Κυρίως ελπίζω να το διαβάσουν οι άνθρωποι που αγαπούν την Ευρώπη και αναγνωρίζουν την αξία της δημοκρατίας.
Τι το περισσότερο θα αποκομίσει ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο σας που δεν το έχει αποκομίσει ήδη από τα υπόλοιπα μέχρι τώρα εκδοθέντα βιβλία ανάλογου περιεχομένου του εμπορίου;
Δεν υποστηρίζω ότι «κομίζω γλαύκαν εις Αθήνας», όμως αυτό που επιχείρησα είναι να παρουσιάσω διαφορετικές συνιστώσες της πολυπαραγοντικής κρίσης που μαστίζει την Ευρώπη, και να αναδείξω τις συσχετίσεις εκείνες που καθιστούν ακόμη δυσκολότερη την απεμπλοκή από την κρίση αυτή. Πιστεύω ότι όσο πιο αναλυτικά παρουσιάζονται οι δυσκολίες, τόσο πιο εύκολα αναδεικνύεται η πορεία προς την λύση ενός προβλήματος.
Ποια άλλα μηνύματα θέλετε να περάσετε μέσα από το βιβλίο σας στον αναγνώστη;
Την αξία της ανθρωπιστικής Παιδείας, την δημοκρατική απαίτηση για σεβασμό της ανασφάλειας και αβεβαιότητας των απλών κι ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων, την σχέση της αισθητικής με την ευπρέπεια.
Λαμβάνετε υπόψιν σας τις κριτικές που έχετε λάβει μέχρι τώρα για το βιβλίο σας; Ποιες είναι αυτές;
Σε βιβλία αυτού του είδους οι κριτικές είναι δύο ειδών, αυτές που αφορούν την τεχνική της συγγραφής κι αυτές που αφορούν το περιεχόμενο. Ως προς την τεχνική δεν έχω εισπράξει αρνητικές κριτικές. Ως προς το περιεχόμενο, δεν θα το ονόμαζα κριτική αλλά συζήτηση και ανταλλαγή επιχειρημάτων. Αυτού ναι, οι συζητήσεις είναι διαρκείς και μάλιστα και αντιφατικές, κάτι που εξαρτάται από την οπτική γωνία του συνομιλητή. Αυτό όμως είναι φυσικό, λόγω του περιεχομένου, και βεβαίως είναι και το ζητούμενο.
Απόλυτα ευχαριστημένος. Η συνεργασία μας είναι εξαιρετική και οι άνθρωποί του ιδιαίτερα φιλικοί.
Ποιοι είναι οι επόμενοί σας στόχοι; Προγραμματίζετε κάτι για το μέλλον;
Μου φαίνεται κάπως παράξενη αυτή η ερώτηση. Δεν είμαι εκ συστήματος συγγραφέας, ούτε επαγγελματίας της δημοσιότητας. Πρέπει να συμβαίνει κάτι που δεν το βρίσκω σωστό για να αναγκαστώ να γράψω. Κι αν το σκεφτούμε έτσι, καλλίτερα όλα να πηγαίνουν κατ’ ευχήν παρά να δημοσιεύω εγώ κείμενά μου.
Μια ευχή σας που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί;
Να νοιώσουμε κοινωνία καλλιεργημένων και συνειδητών πολιτών.
Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.
«…Τέλος, η Παιδεία: Και ως οικογενειακή αγωγή και σαν στοιχειώδης και μέση εκπαίδευση κρίνεται από τα αυξανόμενα ανθρώπινα ναυάγια με τα άδεια βλέμματα που κυκλοφορούν, από τις ολοένα και περισσότερες ψυχές που τραυματίζονται βαριά στο στενό ή ευρύτερο περιβάλλον τους, από την αγριότητα και την σκληρότητα που έχουν γίνει στάσεις ελκυστικές για ένα σωρό νέους, από την φτήνια με την οποία σηματοδοτείται και επιδεικνύεται σήμερα ο πλούτος. Κρίνεται ακόμη με το άδειασμα του περιεχομένου της έννοιας της ηθικής, αλλά και την εξαφάνιση του όρου «ηθική» από τον σύγχρονο λόγο, κρίνεται από την επικράτηση της αγένειας ως επιλογή συμπεριφοράς, από την έκπτωση της αισθητικής ως αξίας και ανάγκης προσωπικής του κάθε ανθρώπου, από την γενικευμένη αδιαφορία που επικρατεί. Από αυτά κρίνεται. Και δεν γίνεται παρά να κριθεί αρνητικά.»
Κύριε Μίχο, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση και σας εύχομαι κάθε επιτυχία στο πολύ αξιόλογο έργο σας. Καλοτάξιδο το βιβλίο σας και καλοδιάβαστο!
Ο Βασίλης Μίχος είναι Λαρισαίος μηχανικός που παρέμεινε στην πόλη του και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά, από το 1981, κυρίως στην εκτέλεση οικοδομικών έργων. Παράλληλα, από τα φοιτητικά του χρόνια έως και σήμερα αρθρογραφεί συχνά στον τύπο για θέματα κοινωνικού και πολιτικού ενδιαφέροντος. Το 2000, κυκλοφόρησε σε ιδιωτική έκδοση το βιβλίο του Η ΠΟΛΗ ΚΙΒΩΤΟΣ – Μία πρόταση μέλλοντος για την πόλη. Είναι παντρεμένος και έχει τρία, μεγάλα πλέον, παιδιά.
Επικοινωνία: mihoslar@gmail.com
0 Σχόλια