Ο πόλεμος των λάικς




Περί του συμφέροντος όλα και στον χώρο του βιβλίου; Εντάξει αυτό λίγο πολύ είναι κοινή παραδοχή, ακόμα κι αν δεν κρίνεται από κανέναν μας σωστό, ακόμα κι αν είναι ή δεν είναι δια γυμνού οφθαλμού εμφανές, επομένως άμεσα αντιληπτό και επιλήψιμο.

Ας δούμε όμως τα πράγματα όχι τόσο σφαιρικά και αόριστα, αλλά πιο συγκεκριμένα για να καταλάβουμε καλύτερα το τι ακριβώς συμβαίνει στην πραγματικότητα.

Οι εκδοτικοί οίκοι δεν είναι ιδρύματα, αλλά ιδιωτικές επιχειρήσεις. Πρέπει με κάθε τρόπο να επιβιώσουν και να εξελιχθούν. Πρέπει κάποιοι τέλος πάντων να τους πληρώνουν για τις υπηρεσίες που προσφέρουν. Πράγματι, συμβαίνει αυτό και είναι λογικό. Οι εκδοτικοί οίκοι ενισχύονται οικονομικά και από το κράτος, είτε μέσω κονδυλίων είτε μέσω επιχορηγήσεων, ενισχύονται όμως και από τους ίδιους τους συγγραφείς που απευθύνονται σ’ αυτούς και εμπιστεύονται το έργο τους για να εκδοθεί. Το αν εκμεταλλεύονται ή όχι τους συγγραφείς τους είναι ένα διαφορετικό θέμα, που όμως δε θα αναπτυχθεί περισσότερο στην παρούσα φάση, καθώς πονά πολύ και θλίβει τους περισσότερους.

Τι συμβαίνει όμως με την περίπτωση των συγγραφέων; Λειτουργούν και οι ίδιοι με βάση το συμφέρον τους αποκλειστικά; Και πώς αυτό γίνεται αντιληπτό στο ευρύ κοινό; Ε λοιπόν, ναι. Και οι συγγραφείς δεν είναι αμέμπτου ηθικής. Επιδιώκουν την επιτυχία τους με κάθε τρόπο και καλά κάνουν, αν αυτό τους βοηθά να γίνονται ολοένα και καλύτεροι ως άνθρωποι και προπαντός ως δημιουργοί. Προσπαθούν να μοιραστούν τα δημιουργήματά τους και τη χαρά της δημιουργίας τους με τους αναγνώστες τους. Δεν είναι κακό, είπαμε, ούτε κι επιλήψιμο σε καμία περίπτωση. Επιθυμούν να εξελιχθούν με τον συγκεκριμένο τρόπο κι αυτό είναι θεμιτό ως ένα σημείο. Διαφημίζουν το έργο τους, αλλά μαζί μ’ αυτό διαφημίζουν και πολλά στοιχεία της προσωπικότητάς τους, παρά τον κίνδυνο της υπερέκθεσης και των συνεπειών της. Είναι απόλυτα κατανοητό πολλές φορές. Άλλαξαν οι εποχές, άλλαξαν και οι ίδιοι. Άλλαξαν και οι απαιτήσεις των αναγνωστών μαζί με εκείνους. Άλλαξε και η ίδια η πολιτική του μάρκετινγκ. Επομένως, τίποτα δεν είναι κακό από όλα τα παραπάνω. Γιατί, όμως, εξακολουθούμε να μιλάμε για συμφέρον ακόμα και στον χώρο των συγγραφέων; Μα γιατί, δυστυχώς, έχει χαθεί το μέτρο ακόμα και στην επιδίωξη της προσωπικής προβολής και καταξίωσης.

Ο πόλεμος των λάικς. Ναι, αυτός ο πόλεμος καλά κρατεί εδώ και χρόνια. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μαστιγώνουν από παντού συνειδήσεις, όνειρα, φιλοδοξίες και άγχη. Όποιος δε συναινέσει στο διαδίκτυο, όποιος αντισταθεί στην εντολή να αποτελέσει καθημερινό θύμα αυτού, αποτυγχάνει ολοκληρωτικά. Κανείς δεν ενδιαφέρεται να ασχοληθεί ούτε με τον ίδιο, τον χαρακτήρα του, τα προσόντα του και τα ενδιαφέροντά του ούτε και με το έργο του, είτε αυτό είναι πνευματικό διαμάντι στην πραγματικότητα είτε όχι. Η αδιαφορία κατακλύζει την ύπαρξή του από παντού και έτσι περνά απαρατήρητος και από τους ανθρώπους-αναγνώστες και κατ’ επέκταση από τους εκδοτικούς οίκους που πλέον δεν βλέπουν σε αυτόν κανένα ίχνος εμπορικής του εκμετάλλευσης. Όποιος αντίθετα συναινέσει στο διαδίκτυο, βλέπει τις μετοχές του συνεχώς να ανεβαίνουν. Αποκτά κύρος, συμπάθεια, ενδιαφέρον, θαυμαστές. Κατακτά τα πολυπόθητα λάικ και είναι διατεθειμένος να τα πολλαπλασιάσει, αν αυτό κρίνεται απαραίτητο για να γίνει ακόμα πιο δημοφιλής, ακόμα πιο εμπορικός και ελκυστικός στους εκδοτικούς οίκους, ανεξάρτητα αν το έργο του και ο ίδιος ως δημιουργός αξίζουν ή όχι την προβολή και την αποθέωση.

Ακόμα πιο θλιβερό, βέβαια, όταν διαπιστώνονται υπόγεια παιχνίδια αλληλοϋποστήριξης συγγραφέων και καταπολέμησης εκείνων που δεν συμπεριλαμβάνονται στις λεγόμενες κλίκες. Τότε δε μιλάμε πια για χαρά και για δημιουργία, αλλά για απανθρωπιά και κατάντια. 


Φωτογραφία εξωφύλλου: Jackson Sophat

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια