χΤο πρώτο εκδοθέν συγγραφικό της έργο μας παρουσιάζει στη συνέντευξη που ακολουθεί η νέα στον χώρο του βιβλίου και σημερινή καλεσμένη των Τεχνών συγγραφέας Ελένη Τούσια, ενώ παράλληλα μας συστήνει τον εαυτό της ως ένα πρώτο βήμα γνωριμίας μας μαζί της. Ο λόγος φυσικά για το μυθιστόρημά της με τίτλο «Ο φύλακας του κλουβιού» που κυκλοφόρησε το έτος 2024 από τις εκδόσεις «Πηγή».
Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου
Κυρία Τούσια, είστε πρωτοεμφανιζόμενη στον χώρο του βιβλίου, παρά το γεγονός ότι γράφετε από μικρή ηλικία. Πλέον με την έκδοση του πρώτου σας βιβλίου για το οποίο θα κάνουμε λόγο στη συνέχεια είστε και επίσημα συγγραφέας. Πείτε μας δυο λόγια για εσάς. Συστήστε μας τον εαυτό σας στο αναγνωστικό μας κοινό.
Με λένε Ελένη και μου αρέσει να διαβάζω και να γράφω ιστορίες παραφυσικού τρόμου. Τα τελευταία 13 χρόνια ζω σε ένα μικρό χωρίο κοντά στον Βαυαρικό Δρυμό. Τις καλύτερες ιδέες μου τις αντλώ από την καθημερινότητα της δουλειάς μου στο χώρο της διάσωσης και έχω ένα χόμπι που με κάνει να μοιάζω περισσότερο με γέρο κυνηγό, την πτηνοπαρατήρηση.
Πώς προέκυψε η μεγάλη αγάπη σας για τη συγγραφή; Δεδομένου ότι τα συγγραφικά σας ενδιαφέροντα είναι πολύ συγκεκριμένα και ιδιαίτερα, τι είναι αυτό που κινεί την πένα σας κάθε φορά προς αυτή την κατεύθυνση; Γιατί σας συναρπάζουν οι ιστορίες τρόμου δηλαδή και ποια η ικανοποίησή σας όταν φτάνετε στο τέλος μιας μικρής ή μεγάλης συγγραφικής προσπάθειας;
Η αγάπη μου για την συγγραφή γεννήθηκε μέσα από μια δύσκολη κατάσταση όπου χρειάστηκα απελπισμένα ένα μέσο για να ξεφύγω από την πίεση της καθημερινότητας που αντιμετώπισα τα πρώτα χρόνια μου στη Βαυαρία. Γρήγορα κατάλαβα ότι η συγγραφή δεν ήταν για μένα απλά ένας τρόπος διαφυγής αλλά ένας τρόπος δημιουργικής διαφυγής που μπορεί και με μεταμορφώνει σε άλλον άνθρωπο. Οι ιστορίες παραφυσικού τρόμου είναι η κατεύθυνση που με συναρπάζει περισσότερο απ' όλες γιατί εκεί μπορώ να έρθω αντιμέτωπη με ένα θέμα που απασχολεί φαντάζομαι όλους τους ανθρώπους, τον θάνατο καθώς επίσης και με σενάρια όπως είναι η εξερεύνηση και η ανατροπή του. Στο τέλος μια συγγραφικής προσπάθειας θα έλεγα ότι απλώς... δεν υπάρχει τέλος. Το μυαλό μου ζυμώνει αρκετό καιρό ένα σενάριο και όταν τελικά κάτσω και το αποτυπώσω στο χαρτί, το διορθώνω ξανά κα ξανά και ξανά μέχρι που κάποιος να μου πει: έλα άστο πια, δεν μπορεί να γίνει καλύτερο το ρημάδι!
Είστε μεγαλωμένη, όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό σας σημείωμα, μέσα σε ένα κράμα βαλκανικών και κέλτικων λαϊκών δοξασιών, θρύλων και παραμυθιών. Τα βιώματά σας, οι εμπειρίες σας, το περιβάλλον που μεγαλώσατε και οι άνθρωποι γύρω σας επηρέασαν κατά κάποιον τρόπο το μέγεθος της αγάπης που δείχνετε για τις ιστορίες τρόμου; Αποτελούν με δυο λόγια την πιο σημαντική πηγή της έμπνευσής σας;
Ναι, φυσικά, στον μέγιστο δυνατό βαθμό μάλιστα. Την γερμανική γλώσσα την έμαθα μέσω των παραμυθιών των αδερφών Γκρίμ τα οποία είναι ιδιαίτερα μακάβρια. Η συγχωρεμένη η γιαγιά μου η Μαρία Λίζμπετ, η οποία ήταν γέννημα θρέμμα βορειογερμανίδα, επέμενε να μου διαβάζει κάθε βράδυ πριν τον ύπνο αυτά τα παραμύθια στα γερμανικά, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Η μέθοδός της όχι μονάχα έκανε την εκμάθηση της γλώσσας παιχνιδάκι αλλά μου ενέπνευσε και την αγάπη προς το μακάβριο και το μυστήριο! Στο θέμα της έμπνευσής μου τώρα, δεν θα έλεγα ότι οι ίδιες οι ιστορίες τρόμου αποτελούν την πιο σημαντική πηγή αλλά αντιθέτως, ιστορίες μέσα από την ίδια την ζωή είναι αυτές που πυροδοτούν κατά κύριο λόγο την φαντασία μου.
Αντιμετωπίζετε τεχνικές δυσκολίες κατά τη διάρκεια της συγγραφής που σχετίζονται με το περιεχόμενο ίσως και την ιστορική ή θεματική ακρίβεια των ιστοριών σας; Πώς αντιδράτε όταν βρίσκεστε σε τέτοιου είδους συγγραφικά αδιέξοδα ή όταν νιώθετε ότι κάποια κενά ως προς την εξέλιξη της αφήγησης χρειάζονται περισσότερη προσοχή και επιμέλεια από μέρους σας;
Ναι, πάντα! Για να γράψεις μια καλή ιστορία δεν χρειάζεται μονάχα έμπνευση. Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της γραφής, δεν μπορώ να τονίσω πόσο σημαντικό, είναι η αληθοφάνεια και η αληθοφάνεια είναι μονάχα μια λέξη πίσω από την οποία κρύβονται άπειρες ώρες έρευνας. Πολύ περισσότερο όταν θέλεις να γράψεις για ένα αντικείμενο ή έναν τόπο, που δεν γνωρίζεις βιωματικά. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου μου διαδραματίζεται στην Μπαρατάρια, ένα ξεχασμένο ψαροχώρι του Μισισίπη. Ήξερα τι ήθελα να αφήσω να διαδραματιστεί μέσα στα αυτά τα βαλτοτόπια, δεν ήξερα όμως τίποτε άλλο για το ίδιο το μέρος. Την σύσταση του, τις μυρωδιές του, την ψυχή του. Χρειάστηκαν λοιπόν σχεδόν τρείς μήνες έρευνας και συγκέντρωσης στοιχείων για να ξεκινήσω με το γράψιμο αυτού του κεφαλαίου.
Σας ικανοποιεί το ενδιαφέρον που δείχνει ο κόσμος για τις ιστορίες σας; Όσον αφορά το πρώτο σας βιβλίο με το οποίο συστηθήκατε επίσημα πλέον ως συγγραφέας πώς το καλωσόρισε το αναγνωστικό σας κοινό; Λάβατε τις πρώτες σας κριτικές γι’ αυτό; Αν ναι, πώς σας επηρέασαν ψυχολογικά και πόσο, είτε αρνητικά είτε θετικά. Για ποιον λόγο;
Δε θα πω ψέματα. Κάθε φορά που κάποιος μου λέει ότι διάβασε το βιβλίο μου και του άρεσε, το συναίσθημα που με κατακλύζει δεν είναι απλώς ικανοποίηση αλλά μια απίστευτη έκρηξη ντοπαμίνης που με κάνει να χαμογελάω κάθε φορά που θυμάμαι τα λόγια του αναγνώστη. Οι κριτικές και η ανταπόκριση του κόσμου μέχρι τώρα είναι απλώς υπέροχη και δεν μπορώ να εκφράσω με λόγια πόσο με χαροποιεί. Επιπλέον, αυτά τα σχόλια στο τέλος τύπου «πότε θα βγει το επόμενο;» μου δίνουν ό,τι χρειάζομαι για να συνεχίσω να αποδίδω όσο καλύτερα μπορώ.
Το πρώτο σας βιβλίο λοιπόν είναι μυθιστόρημα και εντάσσεται στα βιβλία λογοτεχνίας του φανταστικού. Κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2024 από τις εκδόσεις «Πηγή» και φέρει τον τίτλο «Ο φύλακας του κλουβιού». Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενο της ιστορίας την οποία αφηγείστε. Ποιοι είναι οι κεντρικοί ήρωές του και τι το τρομακτικό θα συναντήσουν μπροστά τους, που απευθύνεται, όπως διαβάζουμε στο εξώφυλλό του, σε αναγνώστες με γερά στομάχια και ατσάλινα νεύρα;
Ο Φύλακας του Κουβιού είναι η ιστορία του «κρεμασμένου άνδρα». Αυτού που όταν βρει τον λόγο, θυσιάζει τα πάντα για να σώσει αυτούς που αγαπάει. Είναι όμως και μια ιστορία αγάπης και πολύ περισσότερο η συνειδητοποίηση, της δύναμης που ασκεί αυτή και τι είναι ικανή να κάνει σ’ εκείνους που την αισθάνονται. Οι κεντρικοί ήρωες είναι τρείς, ο συμπαντικός λακές Φύλακας του Ωων Κα, το Κλουβί του η Ράνια και ο σφετεριστής του Ωων Κα. Απαρτίζουν ένα ερωτικό τρίγωνο που απλώς δεν χωράει τρείς. Κάποιος πρέπει να φύγει και κανένας από τους τρείς δεν θα φύγει, παρά μονάχα νεκρός. Στο τέλος όλοι θα καταλάβουν ότι ο χαμός δεν γίνεται για το Ωων Κα αλλά για έναν άλλο πιο θνητό αλλά ταυτόχρονα θεϊκό λόγο. Η αποκάλυψη αυτή είναι από μόνη της τρομακτική για κάθε έναν από τους ήρωες αλλά ακολουθείται από θάνατο και καταστροφή. Η ιστορία είναι γεμάτη σεξ, αίμα και μαγεία. Ε, όσο να ‘ναι ο αναγνώστης θα το χρειαστεί εκεί ένα γερό στομάχι.
Ποιος είναι ο φύλακας του κλουβιού; Γιατί επιλέχθηκε ο συγκεκριμένος τίτλος και πώς το συγκεκριμένο, επιβλητικό ομολογουμένως, εξώφυλλο;
Ο Φύλακας, ο Νίκος, δεν είναι απλώς ένας χαρακτήρας· είναι ένα ον παγιδευμένο ανάμεσα στο καθήκον και το άγνωστο, ένας οδηγός που άλλοτε μοιάζει σίγουρος για τον δρόμο και άλλοτε χάνεται μέσα στο ίδιο του το πεπρωμένο. Η φιγούρα του και όλα τα μέρη από τα οποία αποτελείται ήταν από την αρχή ξεκάθαρα. Είναι φτιαγμένος για έναν και μόνο λόγο, την φύλαξη του Ωων Κα. Έτσι ήταν πάντα και ξαφνικά ανακαλύπτει ότι δεν είναι φτιαγμένος για τίποτε άλλο παρά μονάχα να αγαπάει το Κλουβί του Ωων Κα. Ίσως να έγινε κάποιο λάθος στον κώδικα παραγωγής του, ίσως οι Μεγάλοι να του παίζουν φάρσα και το πεπρωμένο του, το αέναα φιξαρισμένο και θεϊκό αλλάζει σε κάτι θνητό όπως η αγάπη για μια γυναίκα. Όμως το ζουμί της υπόθεσης που επικεντρώνεται στη συνέχεια της ιστορίας, στο δεύτερο βιβλίο, είναι ότι η αληθινή αγάπη όχι μονάχα δεν είναι θνητή αλλά περικλείει μέσα της ολόκληρο το σύμπαν και τον ίδιο τον Θεό. Από την αρχή αυτό που ήθελα να διηγηθώ ήταν η ιστορία του Φύλακα του Κλουβιού, δεν θα μπορούσε να έχει άλλο τίτλο. Το εξώφυλλο ήταν ιδέα του εκδοτικού το οποίο και λάτρεψα μόλις είδα.
Πόσο χρόνο χρειαστήκατε για την ολοκλήρωση της συγγραφής αυτού του βιβλίου, δεδομένου ότι είναι αρκετά ογκώδες και πολυσέλιδο, 512 σελίδες για την ακρίβεια;
Το βιβλίο γράφτηκε πρώτη φορά, σαν παραμύθι τον χειμώνα του 2009 και δεν αριθμούσε ούτε 100 σελίδες. Το 2013 όμως αποφάσισα να το ξαναγράψω και μάλιστα έτσι όπως θα ήθελα να το διαβάσω εγώ ως αναγνώστρια. Έτσι όποτε είχα χρόνο έγραφα, δυστυχώς με μεγάλες περιόδους απραξίας λόγω υποχρεώσεων. Από το 2020 μέχρι το 2022 όμως γράφτηκε ο μεγαλύτερος όγκος του βιβλίου όπου και ολοκληρώθηκε.
Περνάει μηνύματα το βιβλίο σας ή προορίζεται καθαρά και μόνο για ψυχαγωγία;
Το βιβλίο είναι πάνω απ’ όλα για ψυχαγωγία όμως υπάρχουν πολλά μηνύματα που ίσως κάποιος δει πάνω και ανάμεσα στις λέξεις. Οι ήρωες του βιβλίου διέπονται από μια γκρίζα ηθική και βρίσκονται συνεχώς αντιμέτωποι με ηθικά διλλήματα. Εδώ ο ίδιος ο αναγνώστης καλείται να χρησιμοποιήσει την κριτική σκέψη και την κοινή λογική και να διερωτηθεί τι θα έκανε ο ίδιος. Το σημαντικότερο μήνυμα όμως που θέλει να περάσει η ιστορία του Φύλακα συμπυκνώνεται σε αυτό εδώ το απόφθεγμα: “Keep whistling past the graveyard” που μεταφράζεται σε “Συνέχισε να σφυρίζεις καθώς προσπερνάς το νεκροταφείο” και που εννοεί κάτι πολύ όμορφο. Σου λέει, ότι όσο ανέλπιστη και αν σου φαντάζει μια κατάσταση, όσο και αν φοβάσαι, εσύ μην πτοείσαι! Βάλε το πιο θαρραλέο σου πρόσωπο, μην χάνεις την ελπίδα και συνέχισε να προχωράς! Κάποια στιγμή θα το προσπεράσεις το τρομακτικό νεκροταφείο, θα την προσπεράσεις την δύσκολη στιγμή. Η ζωή δεν είναι μονάχα άσχημες καταστάσεις αλλά και όμορφες εκπλήξεις και ίσως στην επόμενη στροφή να σε περιμένει το δικό προσωπικό θαύμα.
Δεδομένου ότι δε σταματάτε ποτέ να γράφετε, όπως μας έχετε ήδη εξομολογηθεί, ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια; Τι να περιμένουμε από εσάς το επόμενο διάστημα;
Φυσικά και σταματάω να γράφω, δε γίνεται αλλιώς. Αυτό που δε σταματάω ποτέ είναι να σκέφτομαι και να ζυμώνω αυτό που θα γράψω όταν ωριμάσει μέσα στο μυαλό μου. Ανήκει και αυτό όπως και η έρευνα που προαναφέραμε, κάτω από την ομπρέλα του ¨γραψίματος¨. Αυτή τη χρονική περίοδο ασχολούμαι με το δεύτερο μέρος του Φύλακα, στο οποίο θα ολοκληρωθεί η ιστορία του. Επιπλέον υπάρχει ακόμα ο σκελετός ενός τρίτου βιβλίου παραφυσικού τρόμου μέσα στο συρτάρι μου, με το οποίο θα καταπιαστώ αμέσως μετά.
Πείτε μας μια ευχή σας για το μέλλον που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί.
Εύχομαι το δεύτερο μέρος της ιστορίας του Φύλακα να ικανοποιήσει τους αναγνώστες, τον καθένα από αυτούς, όπως ακριβώς το θέλουν και το φαντάζονται και να τους δώσει την Κάθαρση που περιμένουν.
Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα απόσπασμα από το βιβλίο σας.
¨Τον πέταξαν έξω απρόσεχτα και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Ο Νίκος έμεινε για μια στιγμή ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο βρόμικο, λιθόστρωτο σοκάκι πίσω από τη χαρτοπαικτική λέσχη. Το πρόσωπό του κοιτούσε προς τα πάνω, στον βραδινό ουρανό. Ένιωσε τη μεταλλική γεύση του αίματος του μέσα στο στόμα. Τι υπέροχη θνητή αίσθηση! Χαμογέλασε πλατιά. Τι κρίμα να μην ανεχτούν την ¨ρέντα¨ του ακόμα σήμερα. Το πότε ήταν πολύ καλό και αυτοί, οι πιο σκληροί χαρτοπαίκτες της Λάρισας δεν ήταν επικίνδυνοι. Ούτε κατά διάνοια τόσο, όσο νόμιζαν εκείνοι. Κανένας ¨κανονικός¨ άνθρωπος δεν ήταν επικίνδυνος για τον Νίκο, όπως τον έλεγαν αυτή τη φορά. Έγλειψε για ακόμη μια φορά το σχισμένο του χείλι, απολαμβάνοντας την αίσθηση της τρωτότητας. Μέσα από την πληγή εμφανίστηκε μια αχνή βυσσινιά λάμψη, φώτισε για ένα κλάσμα του δευτερόλεπτου το ανοιχτό δέρμα και όταν εξαφανίστηκε, το χείλι του ήταν και πάλι άθικτο...¨
Κυρία Τούσια, σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτησή μας. Εύχομαι στο μέλλον να προκύψουν κι άλλες συζητήσεις με αφορμή κάποια νέα βιβλία σας που είμαι σίγουρη πως θα έρθουν. Ως τότε, να είστε καλά και πάντα δημιουργική!
Εγώ σας ευχαριστώ πολύ για τις εύστοχες ερωτήσεις σας!
Η Ελένη Τούσια γεννήθηκε το 1986 στη Λάρισα από πατέρα Έλληνα και μητέρα Γερμανίδα. Μεγάλωσε στην Ελλάδα, τις καλοκαιρινές σχολικές διακοπές, όμως, τις περνούσε συνήθως ανάμεσα στα ποτάμια και τις λίμνες του Λίμπεκ της βόρειας Γερμανίας, ψαρεύοντας και κολυμπώντας μέσα στα θολά, πράσινα νερά. Από τη βαλίτσα της δεν έλειπε ποτέ ένα καλό βιβλίο τρόμου. Τα «μικρά τετράγωνα μαγείας», όπως συνήθιζε να αποκαλεί τα βιβλία της, ήταν πάντα οι καλύτεροί της φίλοι και συνοδοιπόροι όπου και αν βρισκόταν. Μεγαλωμένη μέσα σε ένα κράμα βαλκανικών και κέλτικων λαϊκών δοξασιών, θρύλων και παραμυθιών, άρχισε από πολύ μικρή ηλικία να σκαρφίζεται δικές της ιστορίες τρόμου που διηγούνταν στα παιδιά της γειτονιάς και τα μικρότερα αδέρφια της, φοβίζοντάς τα. Οι νύχτες παιχνιδιού πολλές φορές έκλειναν με ένα: «Ελάτε να σας πω τι έγινε πριν από χρόνια μέσα σε αυτό το κτήριο!» – συνήθως εγκαταλελειμμένο. Λατρεύει τις μαύρες γάτες και τις βόλτες μέσα στο δάσος, ειδικά όταν αυτό φοράει τα χρυσά φθινοπωρινά του φυλλώματα. Σήμερα ζει μαζί με την κόρη της στο Γκράφεναου και εργάζεται ως παραμέντικ στον Βαυαρικό Ερυθρό Σταυρό.





0 Σχόλια