Δύο «Αν» και μια ψυχή: ανάμεσα στην αρετή και την παρωδία

 


Γράφει η Μεταξούλα Μανικάρου

 

Ι. Πρόλογος

·         Πόσα «Αν» μπορεί να χωρέσει και να αντέξει μια ψυχή;

·         «Αν» και ξανά «Αν» το ήθος και το προσωπείο -μια διπλή ανάγνωση.

·         Δύο «Αν», ένα δίλημμα, ανάμεσα στα όρια της αρετής και της προσποίησης, όπου  σπαράσσεται η ανθρώπινη ψυχή.

·         Τα δύο «Αν» των υποθέσεων: το «Αν ήμουν καλύτερος» και το «Αν δεν ήμουν αυτός»

·         Τα «Αν», εκεί που γεννιέται η αρετή, αλλά και ελλοχεύει η παρωδία της.

·         «Αν», όπου η ψυχή βρίσκει τη σκηνή της: να υποδύεται πότε την αρετή και πότε την παρωδία της.

Ο λόγος για δύο ποιήματα, το κλασικό «Αν» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (1895) και η παρωδία του Κώστα Βάρναλη (1953). Δύο ποιητικά έργα, δομημένα με τον ίδιο σκελετό, αλλά φορτισμένα με εντελώς διαφορετικά νοήματα. Το πρώτο έργο καλεί τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι εσωτερικής ανύψωσης, σε έναν δρόμο προς την ηθική πληρότητα και την πνευματική αυτογνωσία. Το δεύτερο, αντίθετα, τραβάει την αυλαία και ξεσκεπάζει τη σκοτεινή πλευρά της κοινωνικής υποκρισίας, φανερώνοντας το σκοτεινό παρασκήνιο της ανθρώπινης συμπεριφορά. Μαζί, τα δύο ποιητικά κείμενα υφαίνουν μια λογοτεχνική αντιπαράθεση:  τι σημαίνει στ’ αλήθεια να είσαι άνθρωπος και τι να υποδύεσαι την ανθρωπιά.

-------------------------------------------------------------------------------------

Ράντγιαρντ Κίπλινγκ «Αν» 

ΑΝ μπορείς να κρατιέσαι νηφάλιος
Όταν γύρω σου οι πάντες τα 'χουν χαμένα
Κι αν μπορείς να πιστεύεις σε σένα
Όταν οι πάντες προς σε δυσπιστούν
ΑΝ μπορείς τα πλούτη να περιφρονείς
Κι αν οι έπαινοι των άλλων
δεν σου πάρουν τα μυαλά
ΑΝ μπορείς μ' απλοχεριά όσα απόκτησες να δώσεις
Κι όταν έρθει η καταστροφή νέες λύσεις να 'βρεις
ΑΝ μπορείς μυαλό, καρδιά και σώμα να κρατείς πειθαρχημένα
κι αν μπορείς όταν σε ψέγουν να σιωπάς με περηφάνια
ΑΝ μπορείς στην καταιγίδα να κρατιέσαι απ' την ελπίδα
κι αν μπορείς σαν σ' αδικούνε εσύ να συνεχίζεις
τ' όνειρό σου, κι απ' το όνειρο να μην παραστρατίζεις
ΑΝ μπορείς ν΄ αγαπάς ακόμα κι αυτούς που σε μισούνε
ΑΝ μπορείς ίδιος να μένεις στη χαρά μα και στη λύπη,
κι αν εκείνο που πιστεύεις τίποτα να μη στο σβήνει
ΑΝ μιλώντας με τα πλήθη δεν παρασυρθείς σε λάθη,
κι αν το ξέρεις πως μια μέρα θα 'ρθει η ώρα να πεθάνεις
χωρίς ποτέ να σε μεθύσει του θριάμβου σου η φήμη
ΑΝ στα ψέματα των άλλων ψέματα δε λες κι εσύ
ΑΝ μπορείς ν' ακούς γαλήνιος να στρεβλώνουν οι άλλοι τα όσα είπες
κι αν μπορείς κάθε στιγμή σου να την κάνεις πράξη
δημιουργική και τίμια δίχως τεμπελιά κι αδιαφορία
ΑΝ εχθροί και φίλοι δεν μπορούν να σε πληγώσουν
μα ούτε σχέσεις με σπουδαίους τα μυαλά σου να χαλάσουν
ΑΝ τους πάντες γύρω σου προσέχεις, μα ξεχωριστά κανένα
κι αν μπορείς να μην προδώσεις όσα μυστικά σου πουν
Τότε παιδί μου θα 'σαι ΑΝΤΡΑΣ κι άνθρωπος μαζί!

ελεύθερη απόδοση Δ. Π. Κωστελένου

---------------

Κώστας Βάρναλης, Το «Αν»  του Κίπλινγκ (Παρωδία) 


Αν ημπορείς την παλαβή να κάνεις, όταν οι άλλοι
σου κάνουνε το γνωστικό κι όλοι σε λένε φταίχτη·
αν δεν πιστεύεις τίποτα κι άλλοι δε σε πιστεύουν·
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων·

* * *
κι αν το κακό, που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις
κι αν σ’ όσα ψέματα σου λεν με πιότερ’ απανταίνεις·
κι αν να μισείς ευφραίνεσαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.

* * *
Αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο·
το νικημένο αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις
το νικητή, μα και τους δυο ξετσίπωτα προδίνεις·
αν ό,τι γράφεις κι ό,τι λες, το ξαναλέν κι οι άλλοι
γι’ αληθινό — να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη·
αν λόγια κι έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας
τα διαβολοσκορπά κι εσύ ξαναμολάς καινούριον.

Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορώνα γράμματα να παίζεις·
κι αν να πλερώνεις την πεντάρα, που χρωστάς, αρνιέσαι
και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το ’χεις·
αν η καρδιά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις
γεράσανε κι όμως εσύ τα στύβεις ν’ αποδίδουν·
αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος
κι όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός!» εσύ φωνάζεις «πίσω!»

* * *
Αν στην πλεμπάγια να μιλάει αρνιέται η αρετή σου
κι όταν ζυγώνεις δυνατούς, στα δυο λυγάς στη μέση·
κι αν μήτε φίλους μήτ’ εχθρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν·
αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο, αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,
δικιά σου θα ’ναι τούτ’ η Γης μ’ όλα τα κάλλη που ’χει
κι έξοχος θα ’σαι Κύριος, αλλ’ Άνθρωπος δε θα ’σαι!


ΙΙ. Το «Αν» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ

1. Εισαγωγικά  

Το ποίημα «Αν» (If-) γράφτηκε το 1895 από τον Βρετανό συγγραφέα Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (1865-1936) και δημοσιεύτηκε το 1910. Εμπνευστής για τη συγγραφή του ήταν ο Leander Starr Jameson, ένας Βρετανός στρατιωτικός που ηγήθηκε μιας αποτυχημένης αποικιοκρατικής επιχείρησης στη Νότια Αφρική. Παρά την αποτυχία του, ο Κίπλινγκ είδε τον Jameson ως σύμβολο θάρρους, ανδρείας, αποφασιστικότητας, εσωτερικής δύναμης και σταθερής θέλησης, αρετές που αντανακλώνται μέσα στο ποίημα. Πρόκειται για χαρακτηριστικά, τα οποία, κατά την άποψη του ποιητή, δεν μειώνονται από την αποτυχία, αντίθετα αξίζουν θαυμασμό και μίμηση.

Επιπρόσθετα, το ποίημα μπορεί να διαβαστεί και ως μια προσωπική επιστολή που απευθύνεται στον γιο του Κίπλινγκ, τον Τζον, εκφράζοντας την επιθυμία του πατέρα να μεταδώσει στον γιο έναν κώδικα αξιών και συμπεριφοράς που θα τον ενισχύσει ψυχικά και ηθικά μέσα σε έναν δύσκολο και απαιτητικό κόσμο.

Έτσι, το ποίημα αποκτά διπλό χαρακτήρα και στόχο: αφενός μεν λειτουργεί ως εγκώμιο αυτών των αρετών, άρα είναι καθολικό στη διατύπωση των αξιών, και αφετέρου ως πατρική νουθεσία και παρακαταθήκη είναι απόλυτα προσωπικό ως προς το συγκινησιακό του φορτίο.


2. Ιστορική συγκυρία και κοινωνικό πλαίσιο


  Το ποίημα «Αν» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ διαμορφώθηκε μέσα στο απόγειο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, μιας περιόδου κατά την οποία κυριαρχούσαν οι ιδέες της πολιτισμικής υπεροχής και της υποτιθέμενης ηθικής υποχρέωσης του λευκού Ευρωπαίου να καθοδηγήσει τους «υπανάπτυκτους» λαούς. Πρόκειται για τα τέλη του 19ου αιώνα, περίοδος κατά την οποία, εκτός των άλλων, η Βρετανία αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες στο εξωτερικό και το εσωτερικό, όπως αποικιακές αντιστάσεις, κοινωνικές αλλαγές και έντονη αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών.

  Η υπεροχή της βρετανικής κουλτούρας, η πίστη στην πρόοδο μέσω ατομικής προσπάθειας ήταν έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες με την ηθική ακεραιότητα, την πειθαρχία και την προσωπική υπευθυνότητα. Η εγκράτεια, η στωικότητα, η αυτοπειθαρχία και η αφοσίωση στο καθήκον ήταν αξίες που καθόριζαν το κοινωνικό και πολιτισμικό ιδεώδες της εποχής.

3. Ιδεολογία του Κίπλινγκ και λόγοι σύνθεσης του ποιήματος


   Η σκέψη του Κίπλινγκ είναι βαθιά επηρεασμένη από τις αξίες της βικτωριανής περιόδου και τη λογική της αποικιοκρατίας. Υποστηρίζοντας με θέρμη τη Βρετανική Αυτοκρατορία, ασπαζόταν την ιδέα του «φορτίου του λευκού ανθρώπου» («The White Man's Burden», ποίημα του Κίπλινγκ, 1899), δηλαδή την αντίληψη ότι οι Δυτικοί έχουν την «υποχρέωση» να μεταφέρουν τον πολιτισμό στους λαούς των αποικιών. Με άλλα λόγια, ο Κίπλινγκ, ως εκφραστής των αποικιοκρατικών και εθνικιστικών ιδεών της εποχής του, πίστευε στον «πολιτισμικό ρόλο» της Βρετανίας: ότι η Αυτοκρατορία είχε αποστολή να «εκπολιτίσει» τους λαούς.

  Η ιδεολογία του Κίπλινγκ, ωστόσο, δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε ιμπεριαλιστικές αντιλήψεις. Ο ίδιος φαίνεται να πιστεύει ότι η ανθρωπιά επιτυγχάνεται μέσω της εσωτερικής δύναμης, της αντοχής, της ψυχραιμίας, της ακλόνητης θέλησης και της ηθικής συνέπειας, ανεξαρτήτως πιέσεων και εξωτερικών επιβραβεύσεων. Ως εκ τούτου, χρησιμοποιεί το ποίημα ως όχημα για να προβάλει αξίες που ξεπερνούν το ιστορικό πλαίσιο της αποικιοκρατίας και προσδίδουν στο έργο διαχρονική ισχύ.

  Τελικά, τα προσωπικά κίνητρα και οι λόγοι της σύνθεσης του «Αν» από τον Κίπλινγκ συνοψίζονται στα εξής: Η εξύμνηση της αποικιοκρατίας και η εδραίωση της υποτιθέμενης «ανωτερότητας» του Βρετανού για τη διατήρηση της τάξης και της συνοχής εντός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η ηθική καθοδήγηση και μεταλαμπάδευση διαχρονικών και θεμελιωδών ηθικών και ψυχικών αρετών που μπορούν να λειτουργήσουν ως πυξίδα σε έναν κόσμο γεμάτο προκλήσεις και αντιξοότητες. Επίσης, η εν είδη προσωπική επιστολή προς τον γιο αποτελεί μια πράξη πατρικής αγάπης, φροντίδας και ενσυναίσθησης, προκειμένου να τον ενισχύσει στην πορεία του προς την ενηλικίωση και ωριμότητα.

 

ΙΙΙ. Το «Αν» του Κώστα Βάρναλη

1. Εισαγωγικά

Ο Κώστας Βάρναλης, έφτιαξε  μια έξοχη παρωδία στο «Αν» του Κίπλινγκ, την οποία πρωτοπαρουσίασε στις 18 Ιουνίου 1953 σε χρονογράφημά του στην εφημερίδα «Προοδευτική Αλλαγή», μια κεντροαριστερή πρωινή εφημερίδα (προσκείμενη στην ΕΠΕΚ, το κόμμα του Νικόλαου Πλαστήρα). Ο Βάρναλης, κατά τη συνήθειά του, δεν διεκδικεί την πατρότητα της παρωδίας, αλλά υποτίθεται ότι την παρωδία την έχει φτιάξει ένας επιστολογράφος του, ο Α.Ρ., και ο ίδιος απλώς «αντιγράφει» την επιστολή του. Το χρονογράφημα έχει τίτλο Το «Αν» του Κίπλιγκ (Ένα γράμμα) και ξεκινά ως εξής:

«Διάβαζα και πάλι, τελευταία, το περίφημο ποίημα του Κίπλιγκ στο γιο του, που μ’ αυτό τον συμβουλεύει πώς θα γίνει άνθρωπος! Κι αισθανόμουνα πολύ κωμικά ν’ απηχούνε στο σημερινό μας κόσμο οι ιδεαλιστικές εντολές του Πατέρα. Σήμερα οι πραχτικοί πατέρες ακριβώς το αντίθετο συμβουλεύουνε στα παιδιά τους: πώς να μη γίνουν άνθρωποι. Παίζοντας, ξανάφκιασα το ποίημα, όπως θα το έγραφε ένας σάπιος πατέρας σε μια σάπιαν εποχή. Και καταπώς λέμε, το ‘‘προσγείωσα’’. Σου στέλνω και τα δυο κείμενα, του Κίπλιγκ και το ‘‘εις τα καθ’ ημάς’’. Είναι δυο διαφορετικές αλήθειες δυο διαφορετικών εποχών».


2. Ιστορική συγκυρία και κοινωνικό πλαίσιο


  Το 1953, η Ελλάδα διένυε μια μεταβατική και ταραχώδη περίοδο αστάθειας και βαθιάς κοινωνικοπολιτικής κρίσης με έντονα τα σημάδια της εσωτερικής διάσπασης, των ταξικών και πολιτικών ανισοτήτων. Η χώρα προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές και τα βαθιά τραύματα Εμφυλίου Πολέμου (1946–1949), που είχε λήξει με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Η εξέλιξη αυτή άνοιξε τον δρόμο στην εδραίωση ενός αυστηρά συντηρητικού καθεστώτος, στην επιβολή σκληρής πολιτικής καταστολής και στον αποκλεισμό των πολιτικών του αντιπάλων. Η κυρίαρχη συντηρητική ιδεολογία προωθούσε την ιδέα της «εθνικής ενότητας», αποκλείοντας, όμως, κάθε αντίθετη φωνή, ιδίως αριστερής κατεύθυνσης.

  Αυτή η επιβαλλόμενη ιδεολογική ομοιομορφία ενισχυόταν από τη στενή σύνδεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Από την άλλη, σε διεθνές επίπεδο, ο ιδεολογικός ανταγωνισμός και η ένταση ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις –ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση– όξυναν τη σύγκρουση καπιταλισμού και κομμουνισμού, με την Ελλάδα να τοποθετείται σταθερά στο πλευρό του καπιταλιστικού και φιλοδυτικού στρατοπέδου.

  Συνολικά, η μεταπολεμική Ελλάδα του 1953 ήταν χώρα βαθιά διχασμένη, με περιορισμένες ελευθερίες και έντονη πολιτική καταστολή, με κοινωνικές ανισότητες και προσπάθειες ανάκαμψης και ανασυγκρότησης στο πλαίσιο ενός αυταρχικού κρατικού μηχανισμού που δεν ανεχόταν την ιδεολογική διαφοροποίηση.


3. Ιδεολογία του Βάρναλη και λόγοι σύνθεση του ποιήματος


  Ο Κώστας Βάρναλης (1884-1974) υπήρξε σημαντική φυσιογνωμία της αριστερής σκέψης στην Ελλάδα και βασικός φορέας της μαρξιστικής ιδεολογίας στη νεοελληνική λογοτεχνία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Παρίσι το 1919, ήρθε σε επαφή με τη σοσιαλιστική και κομμουνιστική σκέψη, γεγονός που διαμόρφωσε καθοριστικά τις πεποιθήσεις του και την ιδεολογία του.

  Ενστερνίστηκε τον διαλεκτικό υλισμό, απέρριψε την αστική ιδεαλιστική αντίληψη για την τέχνη και υποστήριξε σθεναρά ότι η ποίηση και η λογοτεχνία οφείλουν να υπηρετούν τον λαό και τον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη Αντιτάχθηκε στην έννοια της «τέχνης για την τέχνη», προτάσσοντας μια τέχνη στρατευμένη, με πολιτικό και κοινωνικό προσανατολισμό, μια τέχνη-όπλο υπέρ των κοινωνικών αγώνων και των λαϊκών στρωμάτων. Το έργο του διακρίνεται από έντονο σαρκασμό, λυρισμό και συστηματική χρήση της δημοτικής, στοιχείο που αποτυπώνει τη θέση του υπέρ της γλωσσικής ελευθερίας και την απόρριψη της καθαρεύουσας.

  Η ιδεολογική καταπίεση της μετεμφυλιακής Ελλάδας απέκλεισε τον Βάρναλη από το επίσημο πνευματικό γίγνεσθαι. Συγκεκριμένα, ο Βάρναλης είχε πολύ νωρίτερα βιώσει διώξεις και αποκλεισμούς. Το 1926 απομακρύνθηκε από τη θέση του καθηγητή στην Παιδαγωγική Ακαδημία, ύστερα από ένα άρθρο της εφημερίδας «Εστία», το οποίο περιλάμβανε απόσπασμα από το έργο του «Το φως που καίει». Το 1935 συμμετείχε, εκπροσωπώντας τους Έλληνες λογοτέχνες στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα. Μετά την επιστροφή του, εξορίστηκε αρχικά στη Λέσβο και κατόπιν στον Άγιο Ευστράτιο. Η συνεργασία του, μάλιστα, με την εφημερίδα «Αυγή» από το 1952, όπου διατηρούσε τη στήλη «Λόγια που καίνε», υποδεικνύει την αφοσίωσή του στη χρήση της γραφής ως όπλου για την κοινωνική κριτική και την υπεράσπιση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων. Σε αυτό το πλαίσιο, η παρωδία του «Αν» αποτελεί μια συνέχεια της κριτικής του δράσης.

  Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα η παρωδία του ποιήματος «Αν» από τον Κώστα Βάρναλη, γραμμένη το 1953, δεν είναι απλώς λογοτεχνική άσκηση· είναι μια ιδεολογική και πολιτική παρέμβαση. Αποτελεί μια καυστική απάντηση στις αξίες του Κίπλινγκ, που αποδομεί το ηθικό πρότυπο και παρουσιάζει έναν άνθρωπο να προσποιείται την αρετή και να λειτουργεί με συμφεροντολογικά κριτήρια. Σατιρίζει την ψευδο-αριστεία, την επιφανειακή αρετή, την κοινωνική υποκρισία, τους «ευυπόληπτους». Αποκαλύπτει και καυτηριάζει, με σαρκαστική γλώσσα, τις αντιφάσεις της σύγχρονης κοινωνίας και στοχεύει στο να προκαλέσει προβληματισμό και αφύπνιση, θεωρώντας ότι η τέχνη πρέπει να έχει επαναστατικό χαρακτήρα.

  Τελικά, ο Βάρναλης, με την παρωδία του, ως λογοτεχνική και δημιουργική παιγνιώδη ανατροπή, δεν γελοιοποιεί τις αρετές του Κίπλινγκ, αλλά τις παρουσιάζει διαστρεβλωμένες έτσι όπως λειτουργούν στην πραγματικότητα του 1950: όχι ως αξίες, αλλά ως προσχήματα για την κοινωνική αναρρίχηση των ανήθικων.

ΙV. Επιλογικές σκέψεις


  Παρά το γεγονός ότι τα δύο ποιήματα φαίνονται εκ πρώτης όψεως αντιθετικά, στην πραγματικότητα μπορούν να διαβαστούν συμπληρωματικά, ως δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο Κίπλινγκ παρουσιάζει το ιδανικό πρότυπο του ανθρώπου – εκείνον που επιδιώκουμε να γίνουμε, τον σταθερό, ψύχραιμο και ηθικά ακέραιο. Αντίθετα, η παρωδία του Βάρναλη αποτυπώνει με οξύτητα τον άνθρωπο που τελικά καταλήγουμε να είμαστε ή αυτόν που βλέπουμε να ανταμείβεται μέσα στην κοινωνία: τον ειρωνικό, τον βολεμένο, τον ρεαλιστή της καθημερινότητας.

  Έτσι, τα δύο έργα δεν λειτουργούν ως αντίπαλα, αλλά αλληλοφωτίζονται και συνομιλούν δημιουργικά μεταξύ τους. Ο πρώτος ποιητής υψώνει ένα όραμα, ενώ ο δεύτερος το προσγειώνει, φωτίζοντας μέσα από τη σάτιρα τα όρια και τις αντιφάσεις του ανθρώπινου ιδεώδους. Και τα δύο, με τον δικό τους τρόπο, μιλούν για την ουσία του ανθρώπινου όντος -για το πώς να είσαι άνθρωπος ή, ίσως, πώς να μην είσαι.

  Η αντιπαράθεση αυτή ανάμεσα στο όραμα και την ειρωνεία, στην ιδανική ζωή και τη σκληρή πραγματικότητα, μας ωθεί να σκεφτούμε: ποιες αξίες καθορίζουν τελικά τη ζωή μας; Ποιον δρόμο επιλέγουμε, όταν οι περιστάσεις μάς δοκιμάζουν;

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια