Είδαμε την παράσταση «Άγριος Σπόρος» στο θέατρο Μικρό Χορν

 


 


Παρακολουθήσαμε την παράσταση «Άγριος Σπόρος» στο θέατρο Μικρό Χορν σε κείμενο του Γιάννη Τσίρου. Πρόκειται για μια κοινωνική θεατρική παράσταση εμπλουτισμένη με κωμικά στοιχεία. Ήδη η συγκεκριμένη παράσταση παίζεται με μεγάλη επιτυχία εδώ και αρκετά χρόνια, μιας και το έργο αυτό γράφτηκε το 2012.


Το κείμενο έχει έντονη πλοκή και δράση που δεν αφήνει τον θεατή να βαρεθεί αντιθέτως τον βάζει σε διαδικασία περισυλλογής καθώς διαβλέπουμε έντονα τη σύνδεσή του με τη σημερινή κοινωνία. Θα μπορούσε αρχικά κάποιος να το χαρακτηρίσει ελληνικό ωστόσο οι έξυπνοι διάλογοι σε συνδυασμό με την πλοκή και το βάθος στο οποίο έχει εισχωρήσει ο συγγραφέας καταφέρνει να το ανάγει σε οικουμενικό. Ο Γιάννης Τσίρος καταφέρνει μέσα από ένα απλό και συγχρόνως δύσκολο γεγονός (την εξαφάνιση του ανθρώπου) να μας περάσει δύσκολα και καθολικά μηνύματα στη διάρκεια της παράστασης. Όλα αυτά μεταφέροντας τα άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με σκέψεις. Η ψυχοσύνθεση των ηρώων αποκαλύπτεται σταδιακά βλέποντας όλες τις πλευρές τους, τους προβληματισμούς και τα πάθη τους. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από το έντονο σε κοινωνικά μηνύματα έργο αλλά και μέσα από την εξαιρετική ερμηνεία των τριών ηρώων.

Η υπόθεση της συγκεκριμένης παράστασης αφορά σε μια εξαφάνιση ενός τουρίστα, που μόνο ακούμε γι’ αυτόν και πουθενά δεν φαίνεται, σε ένα ελληνικό νησί και τον φερόμενο ένοχο, τον Σταύρο, λόγω της επαφής που είχε μαζί του αλλά και της προσωπικότητάς του. Και κάπου εκεί έρχονται κάποια από τα ζητήματα που με έξυπνο τρόπο θίγονται: είναι ικανές οι ενδείξεις να σπείρουν τον σπόρο αμφιβολίας και να σπιλώσουν τον χαρακτήρα ενός προσώπου από αυτά που υποθέτουμε; Τι γίνεται όταν ο Σταύρος φαίνεται να είναι ο μοναδικός ένοχος και οι άνθρωποι που μέχρι χθες συμβίωνε μαζί τους τον κοιτούν περίεργα και τον έχουν ήδη καταδικάσει; Πόσο εύκολο είναι τελικά ένας άνθρωπος λόγω του δύσκολου χαρακτήρα του να στιγματιστεί και πώς επιδρά αυτό στον ίδιο; Είναι ο Σταύρος ένοχος ή όχι; Θα καταφέρει να πείσει για την αθωότητά του;

Όσον αφορά στην ερμηνεία των ηρώων στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Σταύρου βρίσκεται ο Ηλίας Βαλάσης που μας μεταφέρει τεχνηέντως τον πρωτόγονο άνθρωπο χωρίς τρόπους και παιδεία που γίνεται έρμαιο μιας κοινωνίας που βρυχάται για ανθρωποφαγία. Η ερμηνευτική δεινότητα του ήρωα είναι δεδομένη αφού καταφέρνει να μας πείσει στον ρόλο αυτόν με το υποκριτικό του ταλέντο. Παράλληλα τον βλέπουμε και να λυγίζει, να θλίβεται, να αγανακτεί. Ο κεντρικός πρωταγωνιστής, Ηλίας Βαλάσης, είναι αυτός ο άνθρωπος που λόγω του σκληρού χαρακτήρα του γίνεται έρμαιο μιας κοινωνίας που διψά για έναν ένοχο. Στον διτό ρόλο από τη μια του δυνατού και σκληρού και από την άλλη του ανθρώπου που απογοητεύεται όταν τον εγκαταλείπουν όλοι καταφέρνει ο πρωταγωνιστής να μην ξεπεράσει τις γκρίζες ζώνες και να αναδείξει όλα τα κρυφά σημεία του ρόλου του. Η βροντερή και δυνατή φωνή του, η ακμαία κορμοστασία που στο τέλος λυγίζει είναι μόνο κάποια από τα στοιχεία που προσδίδουν αληθοφάνεια στον ήρωά του. Η Ανθή Σαββάκη στον ρόλο της Χαρούλας, της κόρης του Σταύρου, πείθει για το κορίτσι από την επαρχία που από τη μία θέλει να ξεφύγει από αυτό αλλά και από την άλλη νιώθει την ανάγκη να προστατέψει τον πατέρα της. Ενώ και η ίδια υπάρχουν στιγμές που αγανακτεί από την ωμότητα του πατέρα της ωστόσο στέκεται δίπλα του και τον υπερασπίζεται ενάντια σε όλους, βάζει τον εαυτό της μπροστά κόντρα σε όλους. Τέλος ο Δημήτρης Μαμιός στον ρόλο του αστυνομικού που από τη μια είναι ο συντοπίτης του Σταύρου και χρόνια φίλοι αλλά από την άλλη τον καλεί το καθήκον να είναι απερίσπαστος από συναισθηματισμούς, καταφέρνει να ισορροπήσει τον διττό του ρόλου και να κάνει από τη μια τον θεατή να γελά και από την άλλη να σκέφτεται περί καθήκοντος.

Τέλος εύσημα θα πρέπει να προσδώσουμε στη Σοφία Καραγιάννη για την καλοδουλεμένη σκηνοθεσία της τόσο που όχι μόνο ακολουθεί αλλά και αναδεικνύει την υπόθεση. Οι σκηνοθετικές της οδηγίες δίνουν ροή στην υπόθεση και βοηθούν στην εξέλιξη του έργου. Ιδιαίτερη ευφυής είναι που στο ξεκίνημα της παράστασης φέρνει τον  Ηλία Βαλάση ως Σταύρο να δείχνει στο κοινό πώς σκοτώνει ένα ζώο, μιας και πέρα από την καντίνα ο ίδιος έχει κι ένα χοιροστάσιο. Επομένως εξαρχής η σκηνοθέτιδα βάζει τον κόσμο στο κλίμα της αγωνίας που διακατέχει όλη την παράσταση. Στη δεύτερη σκηνοθετική φάση μεταφέρει τη σκηνή σε μια παραλία όπου δεσπόζουσα θέση έχει μια αυτοσχέδια καντίνα, που τη δουλεύουν ο Σταύρος με την κόρη του, Χαρούλα. Η καντίνα αυτή παραπέμπει σε ένα ειδυλλιακό φυσικό τοπίο, που θα μπορούσαμε να το παρομοιάσουμε με την Εδέμ του κάθε ανθρώπου, κι εκεί έρχεται ο άνθρωπος για να φθείρει τον τόπο αυτόν και να τον βεβηλώσει. Η καντίνα είναι το ησυχαστήριο του Σταύρου, ο δικός του παράδεισος, που ξαφνικά όλοι θυμούνται πως είναι παράνομος και θέλουν να τη διαλύσουν γιατί πλήττει το φυσικό τοπίο.

Σίγουρα πρόκειται για μια παράσταση που ο καθένας θα πρέπει να τη δει για τα μηνύματα που περνάει, την αληθοφανή μεταφορά της υπόθεσης στο μυαλό του θεατή αλλά και για τη δεξιοτεχνία των δημιουργών και όλων των συμμετεχόντων.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια