Είδαμε την παράσταση «Σιωπηλές κραυγές» στο θέατρο Πρόβα

 


Παρακολουθήσαμε την παράσταση «Σιωπηλές κραυγές» στο θέατρο Πρόβα με τους Σωτήρη Τσόγκα στον ρόλο του Ροβεσπιέρου και τη Μαίρη Ραζή στον ρόλο της Μαρίας, η οποία παίζεται με μεγάλη επιτυχία για δεύτερη χρονιά. Πρόκειται για ένα έργο, που όπως προμηνύει και ο τίτλος του, φωνάζει στην αρχή σιωπηλά κι ύστερα είναι τόσο μεγάλο το πνίξιμο από την αδικία που οι δύο άνθρωποι αυτοί, άγνωστοι ή γνωστοί μεταξύ τους, το βγάζουν προς τα έξω με όλη τους τη δύναμη σ’ εμάς και στην ίδια την κοινωνία. Μια κοινωνία ανάλγητη στον πόνο, αδιαπέραστη από συναισθήματα, μια κοινωνία που θέλει τους ίδιους τους πολίτες της με κατεβασμένα τα κεφάλια να ντρέπονται για τα δικά της λάθη, να φοβούνται, να μην τολμάνε.

Ο Σωτήρης Τσόγκας, ο οποίος εμφανίζεται πρώτος, είναι ένας μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος που έχει δώσει τη ζωή του στο θέατρο κι αυτό θέλει να συνεχίσει να το κάνει μέχρι το τέλος του. Ωστόσο οι άνθρωποι που είναι μαζί του στην παράσταση δεν καταλαβαίνουν αυτήν του την ανάγκη και τον θεωρούν εξοφλημένο και πως δεν μπορεί πλέον να παίζει, δεν έχει δυνάμεις και ότι θα πρέπει να βγει στη σύνταξη. Ο Ροβεσπιέρος, ένας σκύλος που είναι δίπλα του, είναι ο μόνος του σύμμαχος μέχρι που τον θανατώνουν. Από την άλλη η Μαρία είναι μιας ηλικίας γυναίκα που της σκότωσαν τον γιο μπροστά στα μάτια της οι φασίστες στο Πραξικόπημα στην Κύπρο το 1974 κι είναι αναγκασμένη να βλέπει έξω τον δολοφόνο του γιου της μέχρι να γίνει το δικαστήριο και να τον δικάσουν. Τα θέματα που διαπραγματεύεται η παράσταση είναι ο ηλικιακός ρατσισμός και η απομόνωση, ο θάνατος και η διαχείριση της απώλειας, η αδικία και η μοναξιά των ανθρώπων.


Συγγραφείς του έργου είναι η Κωστούλα Μητροπούλου και ο Γιώργος Νεοφύτου που με την αστείρευτη πένα τους μιλούν κατευθείαν στις ψυχές των θεατών, προκαλούν τη συγκίνηση κι ένα «γιατί;», αγανάκτηση και ένα αίσθημα αδικίας όταν βλέπουμε τις ταλαιπωρίες των ηρώων μας και συμπάσχουμε μαζί τους. Ο Σωτήρης Τσόγκας μάς πείθει στον ρόλο του άνδρα που η ψυχή του το λέει, αντέχει ακόμα και κάνει όνειρα. Ο χώρος του θεάτρου είναι αυτός που του δίνει δύναμη και δείχνει αποφασισμένος να μην σταματήσει όσα απρεπή σχόλια κι αν κάνουν οι συνάδελφοί του. Εκείνος έχει πείσμα και δε τα παρατάει παρόλο που τον βλέπουμε άλλοτε να θυμώνει κι άλλοτε να λυπάται. Ο διττός του ρόλος δείχνει και το μέγεθος του ταλέντου του την ίδια στιγμή να σε πείθει με τη μελαγχολία που έχει ένας άνθρωπος που θέλουν να τον απομονώσουν κι από την άλλη με το πείσμα που τον πιάνει, που παρόλο και την απώλεια του Ροβεσπιέρου, εκείνος συνεχίζει να μάχεται για τα όνειρά του. Η Μαίρη Ραζή στον ρόλο της χαροκαμένης μάνας είναι εκείνη που από τη μια αναπολεί τις στιγμές με τον γιο της και θρηνεί τον άδικο χαμό του κι από την άλλη σκεπτόμενη τη δολοφονία του τη βλέπουμε να σφίγγει τα δόντια και να μην τα παρατά, να μην δειλιάζει ούτε λεπτό μπροστά στη μελλοντική δίκη του δολοφόνου του γιου της. Εκείνη για συντροφιά έχει μια γάτα που ακούει στο όνομα του χαμένου της γιου. Και στις δύο περιπτώσεις οι άνθρωποι αυτοί για να αντέξουν τη μοναξιά τους έχουν δίπλα τους ζωάκια συντροφιάς. Η γνώση των δύο σπουδαίων πρωταγωνιστών, που έχουν κερδίσει επάξια τη θέση τους ανάμεσα σε τόσους ερμηνευτές όλα αυτά τα χρόνια, είναι εμφανής. Ερμηνευτικά και σκηνικά, τόσο ως προς το σκηνικό όσο και ως προς τα κοστούμια, ο Σωτήρης Τσόγκας και η Μαίρη Ραζή μάς συνεπαίρνουν με τις ερμηνείες τους και κάνουν τον θεατή να νιώθει πως είναι δικός τους άνθρωπος στον οποίο αφηγούνται τον πόνο τους. 
 
Σκηνοθετικά βλέπουμε πως όταν αλλάζουν οι πρωταγωνιστές αντίστοιχα αλλάζουν και τα σκηνικά. Στην περίπτωση του Ροβεσπιέρου ο χώρος του ηθοποιού είναι η σκηνή της παράστασης που τον βλέπουμε ενώ στην περίπτωση της Μαρίας είναι το σπίτι της μέσα στο οποίο υπάρχουν φωτογραφίες, υποθέτουμε, του γιου της. Είναι το σαλόνι εκεί που καλούμε τους καλεσμένους μας, εκεί που πολλές φορές καθόμαστε και ονειρευόμαστε.



Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση: εδώ

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια