Το αύριο είναι χθες
Ημερομηνία έκδοσης: 11/2025
ISBN: 978-618-231-267-4
Σελίδες: 318
Η Σοφία επιστρέφει στο
πατρικό της σπίτι μετά από δεκατέσσερα χρόνια. Σπίτι ακατοίκητο, που ήθελε
καθάρισμα, ξεσκόνισμα, τακτοποίηση.
Εν τω μεταξύ είχε
ενηλικιωθεί η Σοφία, έπιασε δουλειά, έκλαψε, γέλασε, μέθυσε, ταξίδεψε, ποτέ
όμως δεν είχε φύγει από εκεί.
Είχε χάσει τη δουλειά της
σε άλλη πόλη και έτσι τα είχε μαζέψει όλα σε μια νύχτα και είχε γυρίσει στο
πατρικό, σε μια παραθαλάσσια πόλη. Είχε αφήσει πίσω τους φίλους της και τις
συνήθειές της, το σπίτι της, τη γειτονιά της και μια πόλη που είχε αγαπήσει
πολύ.
Βρήκε γρήγορα δουλειά από
κάποιον παιδικό φίλο, τον Άγγελο. Χρειαζόταν χρήματα και έπρεπε από κάπου να
πιαστεί για να ξεκινήσει. Χρειαζόταν νέους ανθρώπους, νέο περιβάλλον, νέα
δραστηριότητα. Σε αυτήν τη φάση δεν την ενδιέφερε τι ακριβώς θα ήταν, αρκεί να
την κρατούσε σε εγρήγορση, να μη βυθιστεί, να μη χαθεί ανάμεσα στο κενό του
τότε και του σήμερα.
Εικόνες από το
παρελθόν αναδύθηκαν από σημεία του μυαλού της που ούτε ήξερε πως υπήρχαν. Δεχόταν
επίθεση από κομμάτια της ζωής της ξεχασμένα, αφημένα κάπου πίσω στον χρόνο, όχι
επίτηδες, νομοτελειακά, όπως συμβαίνει πάντοτε.
Αισθανόταν να
αιωρείται ανάμεσα σε μια ζωή που ήξερε και σε μια που έπρεπε να φτιάξει. Δεν είχε προλάβει ακόμα να συνειδητοποιήσει τι
γίνεται.
Μπαίνοντας στο σπίτι
βρήκε μια δεκάχρονη Σοφία να κάθεται στον καναπέ. Μόλις είχε γυρίσει από το
σχολείο. Οι Σοφίες κάθισαν ήσυχες στη γωνία του δωματίου χωρίς να μιλάνε
καθόλου, τους είπε να μη βγάλουν άχνα…
Έκλειναν πια δεκαοκτώ
χρόνια από τότε που η μητέρα της τους είχε εγκαταλείψει αυτή, την Ηρώ την
αδελφή της και τον πατέρα της. Γιατί τους άφησε; Γιατί τους εγκατέλειψε; Πώς
το έκανε αυτό; Ήταν υποκρίτρια, δειλή, κακιά και αδιάφορη. Θυμόταν η Σοφία την
μητέρα της που την πήγαινε στο μάθημα Αγγλικών ή στο μπαλέτο. Θυμόταν που της
τηγάνιζε πατάτες και κεφτέδες. Την άνεση με την οποία η μητέρα της ονειρευόταν
τόπους μακρινούς, ταξίδια και έρωτες έτσι όπως ανακάτευε την κατσαρόλα. Από όλο
αυτό η Σοφία θυμόταν τη χαρά να γεμίζει την κουζίνα. Τη χαρά και κάτι από
θάλασσα. Ίσως και μια κρυφή νοσταλγία για έναν έρωτα που δεν υπήρξε ποτέ.
H Σοφία περπατούσε μόνη στην άδεια πόλη που την είχε γεννήσει, αλλά τώρα
της φερόταν σαν να ήταν ξένη. Δεν γνώριζε τις διαδρομές, δε γνώριζε κανέναν.
Όλα όσα είχε πετύχει μέχρι εκείνη τη μέρα, η θάλασσα τα είχε καταπιεί. Δε μετρούσαν τίποτα. Όλοι της οι άνθρωποι κείτονταν στον πάτο της, μπορούσε να
τους δει κάτω από το διάφανο νερό, τη χαιρετούσαν, μα δεν μπορούσε να τους
αγγίξει, ούτε να τους μιλήσει. Η θάλασσα την ειρωνευόταν, την ακύρωνε. Η
Σοφία τη μίσησε, μίσησε και τον εαυτό της. Σε αυτή την αναμέτρηση ήταν αδύνατον
να νικήσει, κι αυτό τη θύμωνε ακόμα περισσότερο.
Τηλεφώνησε στην αγαπημένη
της φίλη την Κωνσταντίνα, για να βγούνε για καφέ. Μετά από πολύ συζήτηση,
πεινάσανε και πήγαν σε ένα καινούργιο, μικρό, συνοικιακό ταβερνάκι. Στο τραπέζι τους ήρθε και έκατσε η
φοιτήτρια Σοφία. Μετά ήρθε και ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, ο Θέμης.
Το βράδυ στο σπίτι η
Σοφία ξάπλωσε στο κρεβάτι αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Θέριευαν μέσα της
οι ερημιές της. Μέσα στο μυαλό της μπερδεύονταν διάλογοι των γονιών της,
διάλογοι νοεροί που δεν είχαν γίνει ποτέ και τους έκανε τώρα μόνη της. Έπαιζε
όλους τους ρόλους, έκανε όλες τις ερωτήσεις, έδινε όλες τις απαντήσεις. Μετά
τους έκανε ξανά και αποφάσιζε πως θα έπαιρναν άλλη τροπή. Κοιμήθηκε κοντά στο
ξημέρωμα, με το μυαλό της φορτωμένο απ΄ όλες αυτές τις συζητήσεις. Πάντοτε
το αποτέλεσμα ήταν η σιωπή.
Συχνά έπεφτε μέσα στο
σπίτι πάνω σε αντικείμενα που της θύμιζαν διάφορες ζωές του παρελθόντος, τη
δικιά της, των γονιών της, κάποιες άλλες αβίωτες, άλλες ξεχασμένες, άλλες
βουτηγμένες στη νοσταλγία. Αισθανόταν να αιωρείται ανάμεσα σε εποχές που δεν αναγνώριζε,
την κατέκλυζαν χρώματα, διάφανες κουρτίνες δεν την άφηναν να θυμηθεί
λεπτομέρειες, άλλες φορές θυμόταν πράγματα που δεν ήθελε. Σκέφτηκε ότι θα την
έβλεπαν τώρα οι άγνωστοι, με ποιον εαυτό θα συστηνόταν σε αυτούς τους
καινούργιους ανθρώπους; Πρόβαρε στον καθρέφτη μια νέα ζωή που δεν είχε
ξεκινήσει ακόμα.
Ήθελε ένα χέρι να σφίξει το δικό της, μια
κουβέντα να ανακουφίσει τη σιωπή. Δεν υπήρχε. Τις νύχτες, όπως είχε συνηθίσει ,έφτιαχνε ζωηρούς διαλόγους, με τον
Άγγελο, τον Θέμη, την Κωνσταντίνα, με κάποιον παλιό εαυτό ή με τον πατέρα της.
Τη μέρα συζητούσε μόνο τα απαραίτητα. Η μητέρα της της έστρεφε το κεφάλι της
και έφευγε μακριά. Κάθε φορά.
Οι μέρες περνούσαν χωρίς
να το καταλαβαίνει. Πήγαινε στο γραφείο, άφηνε τον εαυτό της απέξω, αποσυνδεόταν
και έκανε όσο μπορούσε τη δουλειά της. Κάθε μέρα ανακάλυπτε κάτι νέο, μια νέα
πτυχή, κάτι εντελώς καινούριο που τις θύμιζε όμως και κάτι από τα παλιά. Για
τον εαυτό της, για τη δουλειά, για κάτι απ΄ όλα. Μπερδευόταν, δεν ήξερε ούτε
ποια είναι, ούτε που βρίσκεται, ούτε τι ακριβώς κάνει. Οι γύρω της φέρονταν
κανονικά, πράγμα το οποίο της προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση. Δεν
καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά;
Διατηρούσε όλες τις
σχέσεις της στεγνές, επαγγελματικές. Τι θα γινόταν αν κάποιος καταλάβαινε τον
πανικό της; Αναρωτιόταν διαρκώς ποια είναι, τι ακριβώς κάνει, πώς τη βλέπουν
οι άλλοι, τους φαινόταν άραγε φυσιολογική; Απαντούσε σίγουρα όχι. Ύστερα
αμφισβητούσε-Και τι έγινε; Μήπως όλοι ασχολούνται μαζί σου;
Έβγαινε έξω μόνη της,
πήγαινε θέατρο ή απλώς έκανε βόλτες στα μαγαζιά, ελπίζοντας να μην πετύχει
κανέναν γνωστό. Κάποιες φορές έκανε αλλαγές και τακτοποιήσεις στο σπίτι. Αυτό
της έδινε την αίσθηση πως κάτι πετύχαινε αλλά δεν ήταν αρκετό, έπεφτε πάλι στο
πηγάδι του μάταιου.
Δεν ήθελε να βλέπει
κανέναν. Ή καλύτερα δεν ήθελε να τη βλέπει κανένας. Δεν ήξερε ποια έπρεπε να
είναι σε αυτό το γνώριμο, αλλά ξένο σκηνικό. Επιθυμούσε να είναι αόρατη, να μην
είναι καμία, δεν ήθελε να αποφασίσει για τη νέα της ταυτότητα. Είχε ταυτότητα,
εκείνην την προηγούμενη που είχε παλέψει τόσο για να χτίσει. Δεν ήθελε να την
αποχωριστεί, ήταν άδικο. Σε στιγμές νηφαλιότητας συνομιλούσε με το μυαλό της.
Ήξερε ότι την ταυτότητα δεν μπορούσε να την αποχωριστεί, απλώς έπρεπε να την
επανατοποθετήσει. Γνώριζε ποια ήταν, απλώς έπρεπε να πει και στους άλλους , να
τους το δείξει, να τους φέρει κοντά. Της
φαινόταν αδιανόητα δύσκολο. Τόσο μάλιστα, που δεν έβλεπε τον λόγο γιατί έπρεπε να το κάνει.
Η σκόνη του σπιτιού
κάλυπτε τα πάντα. Προσπαθούσε να θυμηθεί ποια είναι. Ό,τι είχε υπάρξει ποτέ
βρισκόταν σε αυτό το δωμάτιο του πατρικού σπιτιού-μαθήτρια, φοιτήτρια, νέα,
μικρή, μεγαλύτερη, η ίδια, αλλιώτικη, χίλια πρόσωπα σε ένα. Και ήταν ακόμα
αυτή.
Τις νύχτες που έμενε
ξάγρυπνη, συνέχιζε τους διαλόγους μέσα στο κεφάλι της, με τη μητέρα της, με τον
πατέρα της, με όλους. Έμαθε να μη μιλάει, όλα τα έλυνε σιωπηλά, συζητώντας
μόνο με τον εαυτό της-απαντήσεις δεν είχε να της δώσει κανείς.
Όταν ξυπνούσε κάποιες
μέρες πριν από το ξημέρωμα, μετρούσε τις νέες πληγές. Κάποιες αιμορραγούσαν, τις σκέπαζε με τον
καπνό ενός τσιγάρου. Όσο κι αν τρόμαζε, αισθανόταν τον πόλεμο μέσα της γνώριμο,
κι αυτό ήταν το πιο τρομακτικό απ΄ όλα.
Οι μέρες περνούσαν
χωρίς να το καταλαβαίνει. Έψαχνε να βρει τα νέα της πατήματα.
Αργά αργά είχε μαλακώσει,
δεν ήξερε πώς έγινε αυτό. Τώρα που το
σκεφτόταν, διαπίστωνε πως μάλλον την είχε βοηθήσει ο Θέμης. Ήταν παρών χωρίς να
την πιέζει, της έδειχνε το ενδιαφέρον
του και της άφηνε τον χώρο να του δείξει και αυτή το δικό της. Γρήγορα
διαπίστωσε πως αυτό το μικροσκοπικό τηλεφωνικό νοιάξιμο του Θέμη δεν ήταν
καθόλου γλυκερό. Ήταν ουσιαστικό και το
είχε ανάγκη. Παρατηρούσε τον εαυτό της να αλλάζει, με την σχέση που είχε με
τον Θέμη κι αυτό την έκανε να νιώθει
ζωντανή. Γελούσαν συχνά ο ένας με τον άλλον με τα μικρά καθημερινά τους
προβλήματα. Συζητούσαν, δοκίμαζαν να κάνουν τα πράγματα αλλιώς, άλλοτε
αποτύγχαναν, άλλοτε όχι. Ήταν σαν να στροβιλίζονταν ο ένας με τον άλλον σ΄ έναν
αμήχανο χορό. Με τον καιρό ο χορός είχε γίνει πιο απαλός, πιο ρυθμικός, πιο
καθαρός. Η ιστορία του Θέμη ήταν πολύ διαφορετική από τη δική της, ήταν η δική
του τροχιά. «Μπλέκουν οι ιστορίες των ανθρώπων οι τροχιές», ήρθαν στο
μυαλό της οι στίχοι του τραγουδιού .Πότε ,γιατί και με ποιον τρόπο δεν ήξερε,
μάλλον κανείς δεν ήξερε.
Αυτήν την χρονιά είχε
περάσει τις γιορτές ακριβώς όπως τις ήθελε. Στην αγκαλιά του Θέμη, μέσα σε ένα
σπίτι ζεστό, με θορύβους και φωνές. Γέλια αντηχούσαν ανάμεσα στους τοίχους,
ξορκίζοντας την ησυχία χρόνων που τους είχε ποτίσει. Ήθελε και εκείνη να ήταν
κοντά με τους ανθρώπους της ζωής της. Το ήθελε στ΄ αλήθεια πολύ. Αναρωτήθηκε
αν η ζωή είχε απομακρύνει τους ανθρώπους από δίπλα της ή αν η ίδια το είχε
καταφέρει μόνη της. Κοίταζε τον Θέμη με μια άλλη ματιά. Άραγε εκείνος ήταν
πραγματικά κοντά της ή θα κατάφερνε να τον διώξει κι αυτόν; Τρομοκρατήθηκε. Τον
αγκάλιασε και τον φίλησε βαθιά ζητώντας απάντηση και παρηγοριά. Πόσο
ανακουφιστικό είναι να μοιράζεσαι τη ζωή σου…
Η Σοφία ήξερε ότι για
να κερδίσει στη ζωή, πρέπει να δίνεις αυτό που σου λείπει. Κι έτσι, αυτό που
επιθυμείς θα γυρίσει πίσω να σε βρει, ίσως από κάποιον άλλον δρόμο.
Τα πράγματα είχαν γίνει
όπως είχαν γίνει. Η πραγματικότητα ήταν αυτή που ίσχυε σήμερα. Αύριο κανείς δεν ήξερε τι θα γινόταν. Και
αυτό ήταν η μόνη της σιγουριά.
Τώρα είχε μεγαλώσει πια. Ό,τι
η ζωή της είχε πάρει, δε θα επέστρεφε ποτέ. Δεν ήταν αχάριστη, της είχε πάρει
πολλά, κι όχι μία φορά, πολλές. Της είχε δώσει όμως και πράγματα που τη
βοηθούσαν να κρατηθεί-φίλους, δουλειά, μια κάποια σταθερότητα κατά διαστήματα. Είχε
τρόπους να γεμίζει με αγάπη, όχι ότι αυτό εξουδετέρωνε τις δύσκολες στιγμές,
σίγουρα όμως τις έκανε ελαφρύτερες. Δεν ήξερε αν έπρεπε να κάνει κάτι ή τι θα
ήταν αυτό, ήξερε μόνο πως είχε κουραστεί
να φοβάται και να θυμώνει. Κατάλαβε ότι έπρεπε να δίνει χώρο, να μην
κλείνεται.
Έτσι συμβαίνει, αυτό είναι η ζωή, οι άνθρωποι είναι η
ζωή…
Η Σοφία, μετά τον χαμό της μητέρας της είχε μάθει πως οι άνθρωποι φεύγουν,
κανείς δεν σου κρατά το χέρι, κι αν το κάνει, σίγουρα είναι προσωρινό. Και δεν είναι
μόνο οι άνθρωποι που φεύγουν, είναι οι δουλειές, οι πόλεις, οι συνήθειες,
τίποτα δεν είναι για πάντα…
Στην προσπάθειά της να γεφυρώσει το
παλιό με το καινούριο, η Σοφία θα αναγκαστεί να διαχειριστεί κομμάτια του
εαυτού της και μπερδεμένα συναισθήματα. Η ηρωίδα, περνώντας από τις συμπληγάδες της καθημερινότητας, αγκαλιάζει το
τραύμα της, βρίσκει την ισορροπία μέσα της, απελευθερώνεται…
Πρόκειται για μια
ιστορία για τις αποφάσεις τόσο τις μεγάλες όσο και τις ελάχιστες, για το πώς η
καθεμιά απ΄ αυτές συνυφαίνεται στο υφαντό αυτών που κάνουν τον καθένα μας
ξεχωριστό. Και για το πως μία και μόνο αλλαγή μπορεί να καταστεί η σωτηρία ή η
καταστροφή μας.
Διαβάστε το. Είναι πολύ ιδιαίτερο. Εξαιρετικό.
Η Κατερίνα Γαλιάτσου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, έχοντας καταγωγή από την Κρήτη.
Σπούδασε στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών της Σχολής Νομικών και Οικονομικών
Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συνέχισε τις σπουδές
της στο Πανεπιστήμιο του Warwick στην Αγγλία, όπου ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της
στην Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού. Από το 2004 έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα,
στον τομέα της διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού. Παρακολούθησε εργαστήρια
δημιουργικής γραφής με τη Χριστίνα Οικονομίδου, η οποία συνέβαλε ουσιαστικά
στην ολοκλήρωση των έργων της. Το 2018 επέστρεψε στη γενέτειρά της,
παραμένοντας στον ίδιο κλάδο και εξακολουθώντας να παρακολουθεί μαθήματα
δημιουργικής γραφής. Παράλληλα, ολοκλήρωσε τετραετείς σπουδές στο Κέντρο
Ψυχοθεραπείας και Εκπαίδευσης Gestalt Foundation. Το πρώτο της μυθιστόρημα Αληθινοί άνθρωποι εκδόθηκε το 2017
από τις εκδόσεις Ιωλκός. Το αύριο είναι
χθες είναι το δεύτερο μυθιστόρημά της.

0 Σχόλια