Αργύρης Χιόνης: Η πολιτεία Λαβύρινθος και άλλες αθησαύριστες ιστορίες | Εκδόσεις Κίχλη


ΣΥΝΤΟΜΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΙΧΛΗ / ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Ένα νέο βιβλίο του αγαπημένου συγγραφέα Αργύρη Χιόνη με αθησαύριστα και ανέκδοτα κείμενα πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Κίχλη με τον τίτλο "Η πολιτεία Λαβύρινθος και άλλες αθησαύριστες ιστορίες". Την πρωτοβουλία της σύνθεσης του τόμου είχε ο Κυριάκος Ραμολής, τα σχόλια και το προλογικό σημείωμα του οποίου συνοδεύουν τα κείμενα. Το επίμετρο και η φιλολογική επιμέλεια του βιβλίου είναι της Γιώτας Κριτσέλη, ενώ το σχέδιο του εξωφύλλου έχει φιλοτεχνήσει η Εύη Τσακνιά.
***
Ακολουθεί μία από τις ιστορίες του βιβλίου.
῾Η πολιτεία Λαβύρινθος
Ἤτανε κάποτε μιὰ πολιτεία Λαβύρινθος. Ὅσοι γεννήθηκαν σ᾽ αὐτὴν ποτὲ δὲν κατάφεραν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὰ ὅρια της, ποτὲ δὲν εἶδαν ἄλλες πολιτεῖες ἢ χωριά, ποτὲ δὲ γνώρισαν ἄλλους κόσμους. Ὅμως ἀκόμα καὶ μέσα στην πολιτεία τὴν ἴδια ἦταν ἀδύνατο νὰ κυκλοφορήσουν χωρὶς νὰ χάσουνε τὸν δρόμο τους, χωρὶς νὰ χάσουνε τὰ σπίτια τους καὶ τοὺς δικούς τους. Ὅσοι δν θέλανε νὰ πάθουν κάτι τέτοιο μένανε ὅλη τὴ ζωή τους μὲς στὸ σπίτι ἤ, τὸ πολὺ πολύ, νὰ βγαῖναν ὣς τὸν δρόμο ὅπου βρισκότανε τὸ σπίτι τους. Οἱ τολμηροί, αὐτοὶ ποὺ ξεμάκραιναν καὶ χάνονταν μὲς στοὺς ἀτέλειωτους δαιδάλους, ποτὲ δὲν κοιμήθηκαν δυὸ βράδια στὸ ἴδιο κρεβάτι, μὲ τὴν ἴδια γυναίκα, ποτὲ δὲ δείπνησαν δυὸ φορὲς στὸ ίδιο τραπέζι, τριγυρισμένοι ἀπ᾽ τὰ ἴδια παιδιά.
Τὸ τέχνασμα μὲ τὸν μίτο, ἂν καὶ δοκιμάστηκε κάποια στιγμή, δὲν εἶχε διόλου ἐπιτυχία, γιατὶ ὑπήρχανε τόσοι χαμένοι ποὺ μπερδευτήκανε οἱ μίτοι τους καὶ γίνανε ἕνα τεράστιο κουβάρι ποὺ ποτὲ δὲν ξεμπλέχτηκε. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἡ ἰδέα ἐγκαταλείφθηκε καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο: κανεὶς δὲν ἤθελε πραγματικὰ νὰ ἐπιστρέψει ἐκεῖ ἀπ᾽ ὅπου ξεκίνησε, γιατὶ τοὺς πάντες γοήτευε ἡ περιπέτειά τοῦ νὰ ξαναρχίζουν, κάθε μέρα, καινούργια ζωή. Ἔτσι, ἀντὶ νὰ μειώνεται ὁ ἀριθμὸς τῶν τολμηρῶν χαμένων, αὐξανόταν ἀδιάκοπα, μέχρι ποὺ ὅλοι οἱ πολίτες υἱοθέτησαν τὸν ἴδιο τρόπο ζωῆς.
Ἡ πολιτεία αὐτή, μόνο μιὰ φορὰ στὴν ἱστορία της, δέχτηκε ἐπίθεση ἀπὸ κάποιο ἐχθρικὸ στρατὸ ποὺ τὴν ἐκπόρθησε μὲ μεγάλη εὐκολία, ἀλλὰ ὅταν μπῆκε μέσα της, ἦταν ἀδύνατο νὰ ξαναβγεῖ. Ἔμειναν λοιπὸν ἐκεῖ οἱ ξένοι στρατιῶτες κι ἀφομοιώθηκαν, χωνεύτηκαν κι αὐτοὶ ἀπ᾽ τὰ στριφτὰ τοῦ λαβυρίνθου ἄντερα κι ἄρχισαν νὰ ζοῦν ἀδερφωμένοι μὲ τοὺς παλιοὺς κατοίκους. Ὅταν μαθεύτηκε αὐτὸ στὸν ἔξω κόσμο, κανεὶς ἄλλος στρατὸς δὲν ξανατόλμησε νὰ ἐπιτεθεῖ στὴν πόλη, γιατὶ οἱ πόλεμοι γίνονται γιὰ νὰ κατακτήσεις μέρη κι ὄχι γιὰ νὰ κατακτηθεῖς ἀπὸ αὐτά.
Ζοῦσε λοιπὸν ἡ πόλη ἐν εἰρήνῃ, ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερική. Καὶ λέω «καὶ ἐσωτερική», γιατὶ, ἔτσι ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἀναγκασμένοι νὰ κοιμοῦνται κάθε βράδυ σὲ ἄλλο σπίτι, μὲ ἄλλη γυναίκα κι ἄλλα παιδιά, ν᾽ ἀνοίγουν κάθε πρωὶ ἄλλο μαγαζὶ καὶ νὰ δουλεύουν, ἀνάλογα μὲ τὴν περίσταση, ἄλλοτε σὰν ἀφεντικὰ κι ἄλλοτε σὰν ὑπάλληλοι, νὰ βρίσκονται τὴ μιὰ μέρα πλούσιοι καὶ τὴν ἄλλη ξεβράκωτοι, δὲν εἶχαν πιὰ τίποτα νὰ μοιράσουν, ἀφοῦ μποροῦσαν ἐναλλὰξ ν᾽ ἀπολαμβάνουνε τὴν ἐπιτυχία καὶ νὰ ὑπομένουν τὴ δυστυχία. Ἀκόμα καὶ ἡ διακυβέρνηση γινόταν μὲ τὸ ἴδιο, τυχαῖο σύστημα. Θέλω νὰ πῶ ὅτι ὅταν ὁ ἑκάστοτε Ἀνώτατος Ἄρχων πεταγόταν γιὰ λίγο νὰ ρυθμίσει κάποια ὑπόθεση, κρατικὴ ἢ προσωπική, χανόταν καὶ τὸν κενό του θῶκο καταλάμβανε ὁ πρῶτος τυχών, ὁ πιὸ κοντινὸς πρῶτος τυχών, εἴτε κάποιος γραφιὰς ἦταν αὐτὸς εἴτε κάποια καθαρίστρια εἴτε, ἀκόμα, κάποιος ποὺ τυχαῖα βρισκόταν στὸ παλάτι ἐνῶ ἔψαχνε ἁπλῶς γιὰ δημόσιο οὐρητήριο.
Ὁρισμένοι ἱστορικοὶ ὑποστηρίζουν σήμερα ὅτι ἡ πόλη χάθηκε τελικά γιατὶ, ἂν κι ἦταν ὅλοι ἴσοι κι ἐλεύθεροι μέσα στὰ ὅριά της, ποτὲ δὲν ἄνθισαν ἐκεῖ, λόγω τοῦ ἀποκλεισμοῦ της, οἱ τέχνες, οἱ ἐπιστῆμες καὶ τὰ γράμματα. Ἡ ἐξήγηση αὐτὴ εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἀντιεπιστημονική, γιατὶ εἶναι γνωστό, ἀκόμα καὶ στὸν τελευταῖο ἐρασιτέχνη ἱστορικό, ὅτι οἱ τέχνες, οἱ ἐπιστῆμες καὶ τὰ γράμματα δὲν ἀνθοῦν ὄχι ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἀποκλεισμός, ἀλλὰ ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει πραγματική εὐτυχία. Εἶναι λοιπόν ἀδύνατο νὰ ἀφανίστηκε λόγω πραγματικῆς εὐτυχίας. Ὄχι, ἄλλη ἦταν ἡ αἰτία τοῦ ἀφανισμοῦ της ἀπὸ προσώπου γῆς. Κάποια στιγμή, τὸν θῶκο τοῦ Ἀνώτατου Ἄρχοντα κατέλαβε ἕνας τρελὸς ποὺ ἀποφάσισε ὅτι θὰ ἔμενε στὴ θέση αὐτὴ γιὰ ὅλη τὴ ζωή του. Τελικά, ἡ ζωή του ἀποδείχτηκε πολὺ σύντομη, γιατὶ ἀπὸ φόβο μήπως χάσει τὴν ἐξουσία, δὲν τὸ κούνησε ἀπ᾽ τὸ θρόνο μέχρι ποὺ πέθανε ἀπὸ ἀσιτία. Τὸ πτῶμα του ἔμεινε ἐκεῖ, στὴν αἴθουσα τοῦ θρόνου, καὶ σάπιζε ἄθαφτο, γιατὶ ὅποιος ἔφευγε γιὰ νὰ βρεῖ νεκροθάφτες ἔχανε τὸ δρόμο του καὶ δὲν ξαναγύριζε. Τελικά, κάποιος κλητήρας, ποὺ δὲν ἄντεχε τὴν μπόχα, τοῦ ᾽βαλε φωτιά. Οἱ φλόγες ὅμως ἅρπαξαν τὶς κουρτίνες, κι ἀπὸ κεῖ ἀνέβηκαν στὰ πάτερα τοῦ ταβανιοῦ καὶ πέρασαν στὶς ἄλλες αἴθουσες. Γιὰ νὰ μὴν τὰ πολυλογοῦμε, σὲ λίγο, τὸ παλάτι καιγόταν σὰ λαμπάδα κι ἡ πυρκαγιὰ ἁπλωνόταν στὰ ὑπόλοιπα κτίσματα τῆς πόλης καί, ἐπωφελούμενη ἀπὸ τοὺς δαιδάλους τοῦ λαβυρίνθου, κατάφερε νὰ μὴ συναντηθεῖ μὲ τοὺς πυροσβέστες ποὺ τὴν ἀναζητούσανε στὰ πιὸ ἀπίθανα σημεῖα.
Ἡ πυρκαγιὰ κράτησε μιὰ μέρα καὶ μιὰ νύχτα καὶ τὴν ἑπόμενη αὐγὴ ἡ πολιτεία Λαβύρινθος εἶχε σβήσει ἀπὸ τὴ γεωγραφία καὶ τὴν ἱστορία.

περ. «Πολιορκία», τχ. 1 (κεφ. Γ´), Δεκ. ᾽86-Φεβ. ᾽87