Γιάννα Κουκά: "Το γράψιμο είναι η άμυνά μου να αντέξω την ασχήμια που υπάρχει στον κόσμο"


Είναι υπερασπίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συγγραφέας και αρθρογράφος. Είναι η Γιάννα Κουκά, η σημερινή καλεσμένη των Τεχνών, η οποία και μας αυτοσυστήνεται στη συνέντευξη που ακολουθεί. Φυσικά θα μας μιλήσει και για το νέο της βιβλίο, που τιτλοφορείται 
«Θε μου, η Γιούρα» και κυκλοφορεί εδώ και έναν μήνα περίπου από τις εκδόσεις «Μετρονόμος». 

Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου


Κυρία Κουκά, στο παρελθόν σας γνωρίσαμε ως ποιήτρια και αρθρογράφο, όμως πλέον με το νέο σας βιβλίο για το οποίο θα μιλήσουμε στη συνέχεια μας αποκαλύπτετε και μία ακόμα πλευρά του εαυτού σας που φλερτάρει περισσότερο με την πεζογραφία. Σας ενδιαφέρει εξίσου το ίδιο ο πεζός λόγος όσο κι ο ποιητικός; Ένας συγγραφέας δύναται να καταπιαστεί με πολλά και διαφορετικά είδη του λόγου το ίδιο πετυχημένα, αν και εφόσον αφοσιωθεί στη συγγραφική του δραστηριότητα με την ίδια αγάπη και την ίδια υπευθυνότητα και αφοσίωση;

Σας ευχαριστώ για την ερώτηση, καθώς παίρνω την ευκαιρία να διευκρινίσω κάτι. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ποιήτρια, συγγραφέα. Ένιωσα απλά μια ανάγκη για μια, ας πούμε, πιο επίσημη γραφή. Ποιητές και συγγραφείς είναι άλλοι άνθρωποι, άλλοι άνθρωποι σπουδαίοι. Είναι μεγάλοι τίτλοι για άνθρωπο. Νιώθω μόνο ένας άνθρωπος που γράφει. Ίσως ένας ακόμη άνθρωπος που γράφει ή έστω προσπαθεί να γράψει. Βρίσκω τον εαυτό μου μέσα στα γραπτά. Με ξεκουράζει, με αποσυμπιέζει η γραφή, λειτουργεί για μένα θεραπευτικά. Πολλές φορές – τις περισσότερες ίσως- προτιμώ να γράφω παρά να είμαι με ανθρώπους. Νομίζω, λοιπόν, πως θα με χαρακτήριζα γραφιά. Έναν γραφιά που αναλόγως με τις εξωτερικές συνθήκες αλλά και την προσωπική ανάγκη επικοινωνεί κάτι είτε στον πεζό ή στην απόπειρα έστω του ποιητικού λόγου.

Πείτε μας δυο λόγια για τα συγγραφικά σας ενδιαφέροντα. Πού αποσκοπείτε μέσω της συγγραφής και πώς αντιλαμβάνεστε τη συνέχεια σ’ έναν κόσμο που διαβάζει ολοένα και πιο λίγο, ολοένα και πιο σπάνια;

Δεν κάνω μεγάλα όνειρα για τον εαυτό μου. Άρα δεν αποσκοπώ πουθενά. Δεν θέλω κάτι να κερδίσω, να καταφέρω, να λέω «Κοίτα με, έγραψα βιβλίο», δεν είμαι επαγγελματίας. Το κάνω γιατί θέλω να προχωράω, να το πηγαίνω ένα βήμα παρακάτω. Όσο εγωιστικό κι αν ακουστεί, που ίσως και να είναι, το πρώτο μου βιβλίο το έγραψα από πείσμα. Αυτός ήταν ο λόγος. Επειδή κάποιοι άνθρωποι δεν με πίστεψαν. Αργότερα και τώρα και για πάντα ή έστω για όσο γράφω, συμβαίνει γιατί σώζει την ψυχή μου, το γράψιμο είναι ας πούμε η άμυνά μου να αντέξω την ασχήμια που υπάρχει στον κόσμο. Για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, κι όσο κυνικό κι ακούγεται πιστεύω πως οι άνθρωποι διαβάζουν όλο και πιο λίγο, και το λέω επειδή είμαι και ανθρωποκεντρική και βρίσκω πάντα ομορφιά και εξηγήσεις για τους ανθρώπους, θεωρώ πως δεν προμηθεύονται τόσο συχνά βιβλία επειδή υπάρχουν άλλες ανάγκες, ζωτικής σημασίας, πιο έντονες. Ζούμε σε μια συνθήκη που σπίτια δεν έχουν ρεύμα, άνθρωποι δεν έχουν στέγη, τροφή, δουλειά. Τα βιβλία, ίσως σκέφτονται, μπορούν να περιμένουν. Έτσι το νιώθω εγώ, όταν ο άλλος δεν έχει να βάλει στο στόμα του μπουκιά, με τα πέντε, δέκα ευρώ που θα έχει θα πάρει κάτι να φάει. Δυστυχώς, έτσι είναι. Είναι η ζωή σκληρή. Δεν χωρά ρομαντισμός. Πολλές ανάγκες μας πήγαν πίσω με την οικονομική κρίση. Και η αγορά βιβλίων. Έχω παρατηρήσει πως ο κόσμος δεν είναι πως δεν θέλει ή δεν του αρέσει. Ο κόσμος ίσως δεν μπορεί. Καμιά φορά κοιτάω, όταν ανεβάζω κάποιο ποίημα κάποιου αγαπημένου μου ποιητή, στα ΜΚΔ, πόσο αγαπιέται από τους ανθρώπους, μου το λένε, το δείχνουν. Άρα ο κόσμος δεν είναι πως είναι αρνητικός κι αδιάφορος στο βιβλίο, είναι πως ο κόσμος δεν μπορεί να ανταπεξέλθει. Εύχομαι η ζωή μια μέρα να φτιάξει για όλους,

Η επαγγελματική σας δραστηριότητα επιδρά στον τρόπο γραφή σας; Με ποιον τρόπο το αντιλαμβάνεστε εφόσον όντως ισχύει κάτι τέτοιο;

Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Ίσως το πέρασμά μου από το ψυχιατρείο της Λέρου, ως εργαζόμενη, αλλά κι η θέση μου στον χώρο που εργάζομαι τα τελευταία πολλά χρόνια, στον χώρο του αθλητισμού των ατόμων με αναπηρίες, να έπαιξαν κάποιο ρόλο στον τρόπο που γράφω. Από την άλλη πάλι σκέφτομαι πως από μικρή δεν άντεχα την αδικία, το ρατσισμό, τον αποκλεισμό ατόμων, οπότε έπρεπε κάτι να κάνω. Συνδυαστικά, λοιπόν, προσωπικότητα και εικόνες από το εργασιακό περιβάλλον, μπορεί να επηρέασαν και τον τρόπο γραφής ή καλύτερα το θέμα, το περιεχόμενο της γραφής.

Ποιο λογοτεχνικό είδος σας συναρπάζει περισσότερο ως αναγνώστρια και ποιο ως δημιουργός που επιθυμεί να πει και να δώσει κάτι σημαντικό και ουσιαστικό στον αναγνώστη της μέσα από τα πονήματά της; Δεδομένου ότι πρωτοεμφανιστήκατε στον χώρο του βιβλίου ως υπηρέτρια της ποίησης, να υποθέσουμε ότι αυτό είναι το πιο αγαπημένο σας λογοτεχνικό είδος κι αν ναι γιατί;

Ναι, σίγουρα η ποίηση. Τη θεωρώ δύσκολη, με γοητεύει πολύ η ικανότητα των ποιητών. Αν δηλαδή σκεφτεί κανείς πως ο ποιητής σε λίγους στίχους πρέπει να τα πει όλα, να αφήσει το συναίσθημα, την τρυφερότητα, τον ερωτισμό, τον λυρισμό ακόμη και τη σκληρή αλήθεια του, την ύπαρξή του που έγραψε κι ο Καρούζος. Μου έρχεται στο νου, ένα ποίημα του αγαπημένου μου ποιητή, του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Η αγκίδα. Το παραθέτω εδώ για τους αναγνώστες σας, σε περίπτωση που έτυχε να μην το έχουν διαβάσει ως τώρα.

Η ΑΓΚΙΔΑ

Το βράδυ που σκοτώσαν τον Λαμπράκη
γυρνούσα από ένα ραντεβού.
«Τι έγινε;» ρώτησε κάποιος στο λεωφορείο.
Κανείς δεν ήξερε. Είδαμε χωροφύλακες
μα δε διακρίναμε τίποτε άλλο.

Πέρασαν τρία χρόνια. Ξανακύλησα
στην ίδια αδιαφορία για τα πολιτικά.
'Ομως το βράδυ εκείνο με ενοχλεί
σα μια ανεπαίσθητη αγκίδα που δε βγαίνει:
άλλοι να πέφτουν χτυπημένοι για ιδανικά,
άλλοι να οργιάζουν με τα τρίκυκλα,
κι εγώ ανέμελος να τρέχω σε τσαΐρια.

Κατά τη γνώμη μου είναι ένα αριστούργημα. Σε λίγους στίχους, γίνεται ιστορική αναδρομή ενός γεγονότος, μιας δολοφονίας, της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη. Ταυτόχρονα ο ποιητής μπαίνει μες στο ποίημα, όχι ως ποιητής, αλλά ως πολίτης, ένας επιβάτης ενός λεωφορείου, ο ποιητής χρησιμοποιούσε το λεωφορείο, ενημερώνει τον αναγνώστη τι έκανε εκείνη τη μέρα, πού βρισκόταν, και στο τέλος η παραδοχή του για την αδιαφορία του στα κοινά με αποκορύφωμα τις τύψεις του γι΄ αυτό: «άλλοι να πέφτουν χτυπημένοι για ιδανικά,/άλλοι να οργιάζουν με τα τρίκυκλα,/κι εγώ ανέμελος να τρέχω σε τσαΐρια». Αλλά ας σταματήσω εδώ, γιατί μπορώ να μιλάω για τον Χριστιανόπουλο για μέρες. Ναι, η ποίηση με συναρπάζει.

Η προσωπική ζωή και τα βιώματα ενός δημιουργού πώς επιδρούν στον τρόπο γραφής και πώς στο περιεχόμενό της;

Θα μιλήσω για τον εαυτό μου, φαντάζομαι όμως και σε άλλους δημιουργούς τα βιώματα ίσως να έπαιξαν ρόλο στον τρόπο γραφής αλλά και στο είδος, το περιεχόμενο. Στη δική μου περίπτωση θεωρώ πως έπαιξαν. Και τα δυο μου βιβλία δημιουργήθηκαν από την εσωτερική ανάγκη μου, τον πνιγμό μου αν δεν το έκανα, να πω την ιστορία, είτε τη δική μου, είτε άλλων ανθρώπων που δεν είχαν τη δυνατότητα να την πουν, που δεν άντεξαν, που δεν πρόλαβαν. Έπρεπε, ας πούμε, να μεταφέρω το βίωμά τους κι αυτό προσπάθησα να κάνω και με το «Θε μου, η Γιούρα». Να επικοινωνήσω το βίωμά τους. Θέλησα να το κρατήσω με τιμή, αθάνατο για πάντα.

Πόσο πολύ ή πόσο λίγο επιδρά κι η έμπνευση σε μια απόπειρα δημιουργίας;

Κατά τη γνώμη μου επιδρά πολύ. Ακόμη και αν δεν είναι αντιληπτή την ώρα της δημιουργίας. Ακόμη κι αν εκείνη τι στιγμή δεν τη βλέπεις, ακόμη κι αν πιστεύεις πως απλά έγραψες κάτι, έτσι, ίσως και μπούρδες. Τα περισσότερα που έχω γράψει κι ίσως να άξιζαν τα έχω σκίσει, διαγράψει κλπ. Από φόβο μάλλον. ‘Ή έλλειψη αυτοπεποίθησης. Ας είναι.

Πέραν όλων των άλλων, είστε και υπερασπίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μιλήστε μας και γι’ αυτό το κομμάτι του εαυτού σας. Τι ελπίζετε και τι επιδιώκετε να κατακτήσετε σ’ έναν κόσμο που έχει πάψει προ πολλού να δείχνει ανθρώπινος κι επομένως ευτυχισμένος;

Δεν μπόρεσα ποτέ στη ζωή μου– κι ούτε και θέλω να μπορέσω- να αδιαφορήσω για τα δικαιώματα των ανθρώπων. Αδιαπραγμάτευτο αίτημα, αιώνιος αγώνας. Ακόμη κι αν εγώ είμαι ή ήμουν στο safe place μου. Ακόμη κι αν δεν αφορούσε μια δική μου κατάκτηση. Δεν γίνεται, μιας κι είναι κάτι που συμβαίνει τώρα κι έχει συγκλονίσει όσους ακόμα είμαστε άνθρωποι ή παλεύουμε να παραμείνουμε άνθρωποι, να σκοτώνουν τους Παλαιστίνιους κι ο κόσμος να αδιαφορεί ή συναινεί. Δεν γίνεται να μην έχουν όλοι οι άνθρωποι δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία, την ειρήνη και την ασφάλεια. Δεν γίνεται παιδιά στον κόσμο να πεινάνε, να λιποθυμάνε από πείνα. Δεν αντέχω καθόλου την αδικία, τη φτώχεια, τη δυστυχία. Όταν βλέπω μια αδικία, μια άσχημη συμπεριφορά προς κάποιον, τέτοια που θα τον πληγώσει πολύ, νιώθω λες και με διαπερνάει μια φωτιά από τα πόδια ως το κεφάλι. Δεν γίνεται να φέρονται με φασισμό, μισαναπηρισμό, σεξισμό σε ανθρώπους. Δεν γίνεται να υποφέρουν άνθρωποι επειδή κάποιοι είναι ομοφοβικοί ή τρανσφοβικοί. Δεν την ανέχομαι την κακία. Δεν γίνεται να υπάρχουν ανισότητες. Παλεύω, αγωνίζομαι για τους ανθρώπους. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, πάντως θα παλέψω οι κακοί του κόσμου τούτου, να μην πονάνε τους ανθρώπους. Και ας μη νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα, όπως είχε πει ο Βασίλειος Μάγγος.

Σας ενδιαφέρει η κριτική του κόσμου; Φοβάστε εξαιτίας της, είστε επιφυλακτική ή είναι κάτι που δεν σας απασχόλησε ποτέ έως τώρα; Πόσο πολύ ή λίγο καθορίζει την εξέλιξή σας ως συγγραφέας;

Παλιότερα ντρεπόμουν ακόμη και να επικοινωνήσω ό,τι έγραφα. Φοβόμουν ίσως. Ακόμη και στο «ακίνδυνο» ας πούμε μέσο των ΜΚΔ, έγραφα κάτι και μετά το διέγραφα. Είχα στο μυαλό μου, αυτά τα τι θα πει ο ένας, τι θα πει ο άλλος, θα με κοροϊδέψει ο ένας, θα με ειρωνευτεί ο άλλος. Αυτός ο φόβος με πήγε πίσω σε πολλά κομμάτια της ζωής μου. Μέχρι που γύρισα κι είπα: «Πάμε, μωρέ. Μπορεί να είναι βλακείες αυτά που γράφεις αλλά είναι οι δικές σου βλακείες». Άρα, με σιγουριά λέω, δεν τη φοβάμαι την κριτική. Δεν κρίνεται η ζωή μου από μια κριτική. Είτε καλή, είτε κακή. Φυσικά και χαίρομαι με την αποδοχή των κειμένων μου, φυσικά και ίσως νιώσω άβολα με αρνητικά λόγια, αλλά ως εκεί. Άλλωστε, σέβομαι πάντα το γεγονός πως κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να του αρέσουν τα πάντα. Ούτε και σε μένα αρέσουν τα πάντα.


Το νέο σας βιβλίο κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2025 από τις εκδόσεις «Μετρονόμος». Φέρει τον τίτλο «Θε μου, η Γιούρα» και περιλαμβάνει, όπως διαβάζουμε και στο εξώφυλλο του βιβλίου σας, μαρτυρίες εξορίας του πατέρα σας Γιώργου Κουκά. Πριν μιλήσουμε όμως για το περιεχόμενό του, θα ήθελα να μας εξηγήσετε τον τίτλο αυτό, αλλά και τον λόγο που σας οδήγησε στην επιλογή του.

Είναι η πραγματική φωνή ενός ανθρώπου που εξορίστηκε στη Γυάρο και βρέθηκε την ίδια ώρα και στιγμή μέσα στο ίδιο αρματαγωγό με τον πατέρα μου. Είναι η απελπισία ενός ανθρώπου μέσα στο καράβι που τους μετέφερε στη Γυάρο. Υπάρχει μια σχετική αναφορά στα κείμενα του πατέρα μου για τον συναγωνιστή του. Προσπαθούσαν να καταλάβουν πού έφτασαν, πού τους πήγαν. Σηκωμένοι όλοι τους, στις μύτες των ποδιών, πάλευαν να αναγνωρίσουν το μέρος, μέχρι που εκείνος το κατάλαβε και αναφώνησε «Θε μου, η Γυάρος». Θεωρώ αυτήν την περιγραφή συγκλονιστική. Ένας άνθρωπος γνώρισε, κατάλαβε, του έπεσε ο κλήρος να μεταφέρει στους υπόλοιπους τα μαντάτα: Η Γυάρος. Καμιά φορά σκέφτομαι, πως και τίποτα άλλο να μην είχα μεταφέρει, αυτή η πρόταση θα μου αρκούσε για να την επικοινωνήσω σε όσους ήδη γνωρίζουμε.

Μιλήστε μας για τις μαρτυρίες εξορίας του πατέρα σας. Τι άλλο θα διαβάσει ο αναγνώστης στο βιβλίο σας πέρα από αυτές;

Προσπάθησα να μεταφέρω με όσο γίνεται πιο ανώδυνο τρόπο τα γεγονότα. Χωρίς υπερβολή. Μονάχα με την αλήθεια. Τη δική του. Αν μπορούσα να μιλήσω για την εξορία του, θα ήταν μόνο με την αιώνια απορία μου: Ήταν άκακος, πώς του το έκαναν αυτό; Ένας άνθρωπος των γραμμάτων, με το στυλό και το χαρτί στα χέρια ήταν, αυτό ήταν. Ένας διανοούμενος, ένας καλλιεργημένος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που λάτρευε την ιστορία και τα βιβλία. Πώς και γιατί του φέρθηκαν έτσι. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, έχω συμπεριλάβει, κάτι μικρά κειμενάκια μου, άλλοι τα είπαν ποιήματα. Εγώ, λέω, πως ήταν μόνο η ανάγκη μου να είμαι στο ίδιο βιβλίο μαζί του. Να βρεθούμε ξανά, έστω κι έτσι. Μπαμπάς και κόρη.

Γιατί μεσολάβησαν τρεις δεκαετίες από τον θάνατο του πατέρα σας για να παρθεί η απόφαση της έκδοσης αυτού του βιβλίου; Τι σας εμπόδισε να προβείτε σ’ αυτό το βήμα νωρίτερα;

Δεν ήμουν σίγουρη για τον εαυτό μου. Φοβόμουν, δεν με πίστευα, ποιος ξέρει. Έλεγα «Κι αν γελάσουν μαζί μου;». Αμφέβαλλα κι αν θα μπορούσα να το μεταφέρω όπως έπρεπε, με ταπεινότητα και λιτότητα, σκεφτόμουν ποια κομμάτια να διαλέξω να μην τραυματίσω κανέναν- γιατί υπάρχουν αμέτρητα χειρόγραφα ακόμη- ποια ν’ αφήσω πίσω. Το έκανα όταν ένιωσα έντονα πως αυτό είναι το χρέος μου, το δικό μου χρέος να τιμήσω τους ανθρώπους και πρέπει να το κάνω. Άφησα πίσω το φόβο λοιπόν κι άρχισα να πληκτρολογώ με απαλοσύνη. Κρατούσα τη μνήμη τους στα χέρια μου.

Πώς νιώσατε όταν οι μαρτυρίες του πατέρα σας εκδόθηκαν τελικά και πλέον αποτελούν το βιβλίο τούτο που όλοι μας έχουμε την ευκαιρία να κρατήσουμε στα χέρια μας και να διαβάσουμε;

Συγκίνηση κι ένα αίσθημα ελευθερίας. Που δεν το σώπασα. Δεν σώπασα όσα τους έκαναν. Ακόμη κι αν οι άνθρωποι, οι αναγνώστες, γνώριζαν ήδη τι έκαναν οι χουντικοί σε τόσους ανθρώπους, είχα στα χέρια μου τα χαρτιά ενός ακόμη από αυτούς, ενός ακόμη που εξορίστηκε και βασανίστηκε. Έπρεπε να τα πω. Έπρεπε να μην τον σωπάσω, να μη σωπάσω τις μαρτυρίες του. Έπρεπε να μη σωπάσω κανέναν τους. Έπρεπε να σας τα πω.


Μονάχα αλήθεια πηγάζει από τις σελίδες του βιβλίου αυτού, όσο σκληρές, ωμές και τρομακτικές κι αν είναι. Πού αποσκοπούν όμως; Θα καταφέρουν να ταρακουνήσουν τη συνείδηση του αναγνώστη, να τον θέσουν προ των ευθυνών του, να τον αφυπνίσουν και να τον κάνουν πιο δυνατό απέναντι στην αδικία, τη φθορά και την καταπίεση; Τι πιστεύετε;

Μακάρι έστω κι ένας διαβάζοντάς το να γίνει πιο δυνατός, να ταρακουνηθεί η συνείδησή του, να φύγει από την όποια απογοήτευση, να τον πεισμώσει για αγώνα υπερ του αδύναμου, κατά της αδικίας και της καταπίεσης που βιώνουν όλες τις εποχές άνθρωποι. Θα ένιωθα κερδισμένη αν έστω κι ένας άνθρωπος που δεν είχε αντιληφθεί τη βαρβαρότητα του φασισμού καταλάβαινε μέσα απ΄ το βιβλίο, φασισμός τι σημαίνει. Να έπεισα έστω κι έναν ακόμη άνθρωπο. Ακόμη κι αν ο σκοπός μου με αυτό το βιβλίο, δεν ήταν να πείσω κανέναν ή να του πω κάτι που ήδη γνώριζε. Ο σκοπός μου ήταν και θα είναι να τιμήσω τους ανθρώπους που μιλάει το βιβλίο, τους ανθρώπους που εξορίστηκαν, βασανίστηκαν, δολοφονήθηκαν κατά την περίοδο της δικτατορίας. Καμιά φορά με ρωτούν για το βιβλίο και απαντώ πως αυτό το βιβλίο είναι το δικό μου ευχαριστώ, το δικό μου μνημόσυνο για τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες κατά του φασισμού. Το δικό μου ιερό.

Σε ποιο κοινό απευθύνεστε κυρίως;

Ας μην έχω αυταπάτες. Απευθύνομαι σε ανθρώπους που μοιάζουμε στα ιδανικά, στις ιδεολογίες, που έχουμε τις ίδιες αγωνίες, και μοιραζόμαστε κοινούς αγώνες.

Με το βιβλίο αυτό ξεκινάτε μια νέα συνεργασία με τις εκδόσεις «Μετρονόμος». Είστε ευχαριστημένη από αυτή τη συνεργασία μέχρι τώρα;

Πριν λίγες μέρες κάτι μου έστειλε η συνεργάτιδα του εκδότη μου, του Θανάση Συλιβού, η Ιωάννα Καραμαλή, κάτι, τέλος πάντων, μια ιδέα της για το βιβλίο και ξαφνιάστηκα, ξαφνιάστηκα τόσο που της είπα «Ιωάννα, σ’ ευχαριστώ! Κανείς ως τώρα δεν ασχολήθηκε μαζί μου». Αυτό νομίζω δείχνει πόσο ευχαριστημένη είμαι. Έδειξαν και δείχνουν απίστευτο σεβασμό. Δεν μιλώ μόνο σεβασμό σε μένα, ως συντάκτρια ενός βιβλίου. Δείχνουν σεβασμό στον πατέρα μου. Αυτό με ένοιαζε και νοιάζει. Τίποτα άλλο.

Ποια τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια; Υπάρχει κάτι που γαργαλά δημιουργικά τη σκέψη σας ή είναι πολύ νωρίς ακόμα, δεδομένου ότι το νέο σας βιβλίο είναι αρκετά πρόσφατο στην αγορά;

Ναι, υπάρχει κάτι. Μια νέα, ας την πούμε τώρα για λόγους προσανατολισμού, ποιητική συλλογή. Την αφήνω όμως για λίγο να ξεκουράζεται, γιατί θέλω να δώσω όλο τον χρόνο μου στη Γιούρα.

Πείτε μας μια ευχή σας για το μέλλον που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί.

Είχε γράψει κάτι, κάποια στιγμή ο Γιάννης Αγγελάκας, ο ποιητής και μουσικός. Μου άρεσε πολύ. Το εύχομαι λοιπόν κι εγώ για όλους μας: «Όχι πόνος».

Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα απόσπασμα από το βιβλίο σας. 

Ευχαρίστως. Το κομμάτι που εμπνεύστηκα και τον τίτλο του:

«Πέρασε κι η νύχτα. Ήρθε η άλλη μέρα. Την 52 η ώρα ξημέρωσε. Το καράβι μας σε κάποια στιγμή νομίζαμε ότι ήταν ακινητοποιημένο. Εκείνο όμως πήγαινε σιγά- σιγά. Ακούσαμε την καδένα της καταπακτής του αρματαγωγού να μαϊνάρει κόμπο, κόμπο. Έσκασε το φως της ημέρας απ’ έξω. Αλλά σταμάτησε στον τέταρτο κόμπο. Φάνηκε ένας ουρανός πεντακάθαρος. Το καράβι μας σύρθηκε μαλακά στα αβαθή. Τρέξαμε όλοι προς την μπουκαπόρτα. Αμίλητοι. Η ανάσα μας είχε κοπεί. -Μάινα την καδένα, ακούστηκε η φωνή ενός ναύτη. Η μπουκαπόρτα άρχισε να κατεβαίνει σιγά- σιγά. Όλοι ψηλώναμε στις μύτες των ποδιών μας να ξεχωρίσουμε κάτι έξω. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια στριγγιά σπαραχτική φωνή από κάποιον που γνώρισε το νησί: - Θε μου, η Γυάρος....»

Κυρία Κουκά, σας ευχαριστώ πολύ για την παραχώρηση αυτής της συνέντευξης. Σας συγχαίρω για το νέο σας βιβλίο και εύχομαι από καρδιάς να είναι καλοτάξιδο.

Κι εγώ σας ευχαριστώ. Για την ανάγνωση του βιβλίου, την κριτική σας, τούτη τη συζήτηση και τη συμπερίληψη. Ελπίζω να μην σας κούρασα.


Βιογραφικό:

Η Γιάννα Κουκά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Εργάζεται στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού. Κατά το παρελθόν εργάστηκε στο Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου / Ψυχιατρείο (11ο Περίπτερο), την περίοδο της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, στο πρόγραμμα αποασυλοποίησης και επανένταξης των ασθενών στην κοινωνία. Μιλάει δυο ξένες γλώσσες και έχει παρακολουθήσει τριετές πρόγραμμα ψυχολογίας. Από τις εκδόσεις Ενύπνιο τυπώθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή Τραύμα εξοφλήθηκε. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό Οδός Πανός, Culture Book κ.ά. Έχει αρθρογραφήσει σε διάφορα ειδησεογραφικά έντυπα. Είναι υπερασπίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μητέρα δυο παιδιών. Ο εκλιπών πατέρας της, που μοιράζεται τώρα άτυπα μαζί του τη γραφή του βιβλίου Θε μου, η Γιούρα, υπήρξε εξόριστος κατά την περίοδο της δικτατορίας στη Γυάρο και τη Λέρο, κάτι που η ίδια θεωρεί ιερή κληρονομιά.


Διαβάστε τη βιβλιοκριτική μας εδώ

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια