Η έκθεση «Works on
Paper 1972-2020» της γκαλερί Bernier-Eliades έχει ανοίξει ξανά για το κοινό
από την Τρίτη 12 Μαΐου.
Στην έκθεση
παρουσιάζονται έργα, πάνω σε χαρτί, παλαιών και νέων καλλιτεχνών που έχουν
συνεργαστεί με την γκαλερί από το 1972 έως και σήμερα.
Ο Aλέξης
Aκριθάκης (1939 -1994, Ελλάδα) ανέπτυξε ένα ζωγραφικό ιδίωμα που
παρωδούσε την παραδοσιακή γλώσσα υιοθετώντας στοιχεία των κόμικς. Η επιλογή
αυτής της μορφής εικαστικής έκφρασης υπήρξε ο πιο ευφάνταστος αγωγός της λεπτής
και ανατρεπτικής ειρωνείας του.
Stephen
Antonakos (1926, Ελλάδα – 2013, ΗΠΑ) μεταναστεύει το 1930 με την
οικογένειά του στην Αμερική, όπου μεγάλωσε και σπούδασε. Είναι ζωγράφος/γλύπτης
και από τους πρώτους καλλιτέχνες της δεκαετίας του 1950 που χρησιμοποίησε το
νέον στην δουλειά του.
Η Delia
Brown (γ.1969,
ΗΠΑ) είναι γνωστή για τον εκλεπτυσμένο και επιμελή ρεαλισμό των έργων της,
βασισμένο σε φωτογραφίες που σκηνοθετεί και φωτογραφίζει η ίδια. Συχνά
εμφανίζεται ως χαρακτήρας στα έργα της, διατηρώντας την προσωπική και
παθιασμένη αμφιθυμία της.
O Michael
Buthe (1944
– 1994, Γερμανία) υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της
γερμανικής τέχνης, και ζούσε μεταξύ Κολωνίας και Μαρακές κατά τη διάρκεια της
δεκαετίας του 1970. Το έργο του δημιουργεί μια ζωτική αφηγηματική ατμόσφαιρα
στην οποία χρώματα, πινακίδες και καθημερινά αντικείμενα από διαφορετικές
κουλτούρες παρουσιάζονται ως μυθικά σύμβολα σε φανταστικούς κόσμους.
Τα ζωγραφικά έργα
του Paolo Colombo (1949, Ιταλία). Τα ζωγραφικά του
έργα απεικονίζουν μια λυρική σειρά από στιγμές μεγάλης έντασης. Ποικίλλουν σε
μέγεθος: είτε πρέπει να τα παρατηρήσεις πολύ προσεκτικά, είτε ξεχειλίζουν στο
χαρτί, ενώ ανοίγονται σε κύματα εμποτισμένα από χρώμα, καρό τετράγωνα, λεπτές
γραμμές ή γράμματα με την υφή κεντημένου υφάσματος. Επιλέγοντας την ακουαρέλα ως
μέσο που αντιστέκεται σε διορθώσεις, δημιουργεί έργα που κινούνται στους πιο
απαλούς ή πυκνούς τόνους και χρησιμοποιώντας τις ακουαρέλες ως χαρτί γράφει
πάνω σε αυτές την ποίησή του ή απεικονίζει επιλεκτικές εικόνες από τις μνήμες
του.
Η δουλειά του Διονύση
Καβαλλιεράτου (γ.1979, Ελλάδα) αποκαλύπτει το προσωπικό του μυθολογικό
σύμπαν με αιχμηρά ειρωνικό χιούμορ. Τα γλυπτά εκπληκτικής δεξιοτεχνίας
ανατρέπουν ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα με έναν ιστό αναφορών από comics και
την κόλαση του Δάντη, μέχρι παιδικά παραμύθια και την Αλ-Κάιντα. Οι μετά-ποπ
αφηγήσεις του απεικονίζουν το ανθρώπινο είδος στα ύψη και στα βάθη του
μεγαλείου του.
Το έργο του πιο
γνωστού Νοτιο-Αφρικανού καλλιτέχνη William Kentridge (γ. 1955,
Γιοχάνεσμπουργκ) ακολουθεί μια προσωπική πορεία δια μέσου της κληρονομιάς του
απαρτχάιντ και της αποικιοκρατίας, χρησιμοποιώντας με καινοτομία το σχέδιο, το
κολάζ, την εικονογράφηση, το θέατρο και το φιλμ. Ο Kentridge θεωρεί τη δουλειά
του άμεσα συνδεδεμένη με το Γιοχάνεσμπουργκ, την πόλη όπου γεννήθηκε και στην
οποία ζει κι εργάζεται μέχρι σήμερα.
Ο Γιάννης
Κουνέλλης (1936 Ελλάδα – 2017 Ιταλία) είναι διεθνώς αναγνωρισμένος
ως ηγετική φιγούρα του κινήματος Arte Povera και ως οπτικός φιλόσοφος που με
ποικίλα μέσα συντάσσει μία νέα εννοιολογική και αισθητική αλφάβητο. Έχει
αφιερωμένη αίθουσα στην Tate Modern, ενώ έργα του συγκαταλλέγονται στις
συλλογές των μουσείων Guggenheim και MoMA ΝΥ.
Ο Richard
Long (γ.1945,
Αγγλία), ανήκει στους πρωτοπόρους της Εννοιολογικής τέχνης. Από το 1967 ο Long
μετασχηματίζει τον περιπάτο σε έργο τέχνης, γλυπτά, φωτογραφίες και κείμενα. Η
δουλειά του Ρίτσαρντ Λονγκ είναι ταυτόχρονα μοντέρνα και «πριμιτίφ»,
εννοιολογική και υλική, εστιάζοντας στον προβληματισμό τόσο για το τελειωμένο
έργο τέχνης όσο και για την πορεία της ολοκλήρωσής του.
Ο Valérie
Mannaerts (γ.1974, Βέλγιο) επεκτείνει την μέθοδο του κολάζ σε
τρισδιάστατα αντικείμενα Η δουλειά της εξετάζει τα όρια ανάμεσα στην εικόνα και
το αντικείμενο με έναν τρόπο που θυμίζει τους υπερρεαλιστές, εστιάζοντας στον
υλικό κόσμο, την οπτική κουλτούρα, τη σωματικότητα και τις μορφές συνείδησης.
Στα έργα του ο Brice
Marden (γ. 1938, ΗΠΑ) συνδυάζει τις διαγραμματικές συνθέσεις του
Μινιμαλισμού, την αμεσότητα του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού και την διαισθητική
χειρονομία της καλλιγραφίας στην εξερεύνηση της χειρονομίας, της γραμμής και
της οργάνωσης.
Ο Mario
Merz (γ.1925-2009,
Ιταλία), σημαντικό μέλος της Arte Povera, δημιουργεί φόρμες για να συμπληρώσουν
χώρους-κόσμους δικής του επινόησης. Ιγκλού, δεμάτια, πίνακες, κώνοι και
σπείρες, αριθμητικές ακολουθίες και σωλήνες νέον, είναι επαναλαμβανόμενα μοτίβα
σε αυτούς τους ουτοπικούς κόσμους. Στα έργα του αντιπαραθέτει απλά υλικά που
φέρνουν στο μυαλό τη φύση αλλά και πιο τεχνολογικά αντικείμενα.
Η Marisa
Merz (γ.1925
– 2019, Ιταλία) ήταν μία από τις κεντρικές προσωπικότητες και η μόνη γυναίκα
που συνδέεται με το κίνημα της Arte Povera στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και
του ’70. Γνωστή για την ασυνήθιστη χρήση υλικών όπως χαλκός, σύρμα, πηλός και
κερί, τα γλυπτά και τα σχέδια της Merz αντανακλούν την ποιητική ευαισθησία και
το όραμά της για την τέχνη και τη ζωή.
Η Annette
Messager (γ.1943, Γαλλία) είναι μία από τις σημαντικότερες
καλλιτέχνιδες της Ευρώπης. Ξεκίνησε την καριέρα της τη δεκαετία του ’70,
εξερευνώντας αρχικά την δική της ταυτότητα και κατά προέκταση το ρόλο της
γυναίκας στη γαλλική κοινωνία της εποχής. Σταδιακά αυτή η εξερεύνηση απέκτησε
ένα πιο οικουμενικό και διαχρονικό χαρακτήρα.
O Juan
Muñoz (1953
– 2001, Ισπανία) δημιουργεί παραστατικά έργα, που ενσωματώνουν αναγνωρίσιμα
αντικείμενα και ανθρώπινες φιγούρες, και διαθέτουν ένα γκροτέσκο στοιχείο. Τα
έργα του δέχονται ερμηνεία αλλά το νόημά τους δεν ξεκαθαρίζεται ποτέ πλήρως,
καθώς ο καλλιτέχνης πάσχιζε να δημιουργήσει μία διαρκή αίσθηση μυστηρίου.
Ο Νίκος
Ναυρίδης (γ.1958, Ελλάδα) αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές
προσωπικότητες της νέας γενιάς Ελλήνων καλλιτεχνών. Aν και είναι γνωστός για
τις video εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας, σε αυτή την έκθεση παρουσιάζει έργα
που εξερευνούν τις δυνατότητες του σχεδίου θέτοντας ερωτήματα σχετικά με τον
αφηγηματικό χαρακτήρα του μέσου. Ένα σύνολο από γραμμές, σχήματα, αρχιτεκτονικά
στοιχεία, οργανικές μορφές,φυσικά μοτίβα, μηχανικά μέλη, ξεδιπλώνουν ιστορίες
που αν και μπορεί κανείς να παρακολουθήσει είναι τελικά δύσκολο να περιγραφούν.
Ο κεντρικός άξονας
της δουλειάς του Tony Oursler (γ.1957, ΗΠΑ) είναι το ανθρώπινο σώμα και πως
αυτό επηρεάζεται από τη βία, τα media, τη σεξουαλικότητα, τις ψυχικές
διαταραχές, την τεχνολογία.
Ο Raymond
Pettibon (γ.1957, ΗΠΑ) είναι ίσως από τους σημαντικότερους σύγχρονους
Αμερικανούς καλλιτέχνες που επικεντρώθηκαν στο σχέδιο ως πρωταρχικό μέσο. Ενώ
το ύφος του αρχικά στηρίχθηκε στην εικονογράφηση κινουμένων σχεδίων, στην
πορεία ανέπτυξε μια εντελώς προσωπική προσέγγιση που χαρακτηρίζεται από μια
μοναδική και εξεζητημένη σχέση μεταξύ εικόνας και κειμένου.
Ο Jon
Pylypchuk (b.1972, Καναδάς) ασχολείται με τη ζωγραφική, τη γλυπτική,
την εγκατάσταση και το βίντεο. Δουλεύοντας με απλά υλικά (ψεύτικη γούνα, ξύλο,
ύφασμα, λαμαρίνα, κουτιά μπύρας, ηλεκτρικούς λαμπτήρες, αφρό πολυουρεθάνης
κλπ.), ο Pylypchuk επαναλαμβάνει τις πρακτικές κολάζ και bricolage που
προέρχονται από την Art Brut.
Ο Daniel
Richter (γ.1962, Γερμανία) θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς
αντιπροσώπους της Νέας Αφαίρεσης. Στο επίκεντρο της δουλείας του είναι
οτιδήποτε αφορά την σύγχρονη κοινωνία. Δημιουργεί μεγάλων διαστάσεων
παραστατικούς πίνακες εμπνευσμένους από εικόνες κοινωνικής πάλης που συναντά
κανείς στην καθημερινότητα.
O Jim Shaw (γ.1952,
ΗΠΑ) είναι διεθνώς γνωστός για τις πολυσύνθετες, αφηγηματικές σειρές έργων που
δημιουργεί, συνδυάζοντας ανατρεπτικές τεχνοτροπίες και στυλ. Η δουλειά του
είναι συνυφασμένη με στοιχεία της αμερικάνικης ποπ κουλτούρας που εναλλάσσονται
μέσα σε ένα δομικό πλαίσιο αφηγηματικών ενοτήτων. Ο καλλιτέχνης αποσκοπεί να υπονομεύσει
την υπεροπτική avant – garde, τον πουριτανισμό της αμερικάνικης κουλτούρας και
τη γνησιότητα στην τέχνη.
Η Χριστιάνα
Σούλου (γ.1961, Ελλάδα) δημιουργεί σχέδια που χαρακτηρίζονται από
ευαισθησία αλλά και μια ακαδημαϊκή σχεδόν αυστηρότητα, αποτελώντας, δε, σχόλια
επάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Εξετάζουν έναν εσωτερικό κόσμο που βρίσκεται
διαρκώς σε κίνηση, που υπόκειται συνεχώς σε αλλαγές, και μεταμορφώνεται
υπακούοντας στα καπρίτσια του ανθρώπινου θυμικού. Στα σχέδιά της εύκολα
διακρίνει κανείς μια ιδιαίτερη προσοχή σε πνευματικές και ψυχολογικές
καταστάσεις, καθώς και μια άμεση σχέση με τον χορό και το θέατρο. Τα έργα της
μοιάζουν να συνεχίζουν, αλλά και να πραγματεύονται εκ νέου, μια παράδοση που
ξεκινά από τη φιλοσοφία του Heinrich Von Kleist και συνδιαλέγεται με το έργο
του Hans Bellmer.
Η σειρά έργων του Αλέξανδρου
Τζαννή (γ.1979, Ελλάδα) με τίτλο «Blue Black Layers Over the
White Cities» ξεκίνησε το 2015 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αφορά
χαρτογραφήσεις περιοχών από πόλεις, λεπτομερειών ή σημείων από αυτές. Είναι
σχέδια με μελάνια και στυλό, μαύρου και μπλε χρώματος που καλύπτουν με πολλά
στρώματα τη λευκή επιφάνεια του χαρτιού, κάνοντας με τον τρόπο αυτό μία
μεταφορά με τα στρώματα μελαγχολίας και σκοταδιού που καλύπτουν τις πόλεις.
Η Kara Walker (γ.
1969,ΗΠΑ) ανακαλεί στο έργο της την εικόνα της ζωής στις Ηνωμένες Πολιτείες
στην προ του Αμερικανικού εμφυλίου εποχή, με στόχο να καταδείξει τον
παραλογισμό και την αγριότητα της δουλείας. Το έργο αυτό είναι ένα εκρηκτικό
μείγμα βίας και διαφυλετικών σεξουαλικών σχέσεων. Ο χαρακτήρας των ιστοριών που
αφηγείται είναι εφιαλτικός, αν και φανερώνει μια προκλητική αίσθηση του
χιούμορ, στρέφοντας τελικά την προσοχή μας στη φρίκη και τις αντιφάσεις ενός
συστήματος βασισμένου στην κακοποίηση.
Ο Lawrence Weiner (γ. 1942,
ΗΠΑ) είναι πρωτοπόρος καλλιτέχνης της δεκαετίας του ’60. Τα κείμενά του
εμφανίστηκαν σε διάφορες τοποθεσίες τις τελευταίες πέντε δεκαετίες και αν και
βλέπει τον εαυτό του ως γλύπτη και όχι ως εννοιολογικό καλλιτέχνη,
συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ερμηνευτές της δεκαετίας του 1960 που παρουσιάζουν
την τέχνη ως γλώσσα.
Η Sue
Williams (γ. 1954, ΗΠΑ) θεωρείται από πολλούς ως η πρώτη
καλλιτέχνης της σύγχρονης εποχής που βουτά βαθιά μέσα στα ανθρώπινα taboos και
τις απρόσιτες πλευρές της ψυχής, όχι για να διηγηθεί μια ιστορία αλλά για να
προκαλέσει, και να κεντρίσει το ενδιαφέρον του θεατή. Με το πέρασμα των χρόνων
η δουλειά της έχει εξελιχθεί καθώς η καλλιτέχνης έχει χρησιμοποιήσει
διαφορετικά στύλ, ιδέες, τεχνικές. Σε όλη την πορεία της όμως παραμένει πιστή
σε μια τακτική: Ενώ διαλύει αφαιρετικά τις φόρμες, επιτρέπει ταυτόχρονα ένα ρεαλισμό
δοσμένο μέσα από μια πολύ προσωπική χρήση της γραμμής και του χρώματος.
O Robert
Wilson (γ.1941, ΗΠΑ) θεωρείται ένας από τους κυριότερους
μεταρρυθμιστές του θεάτρου. Σπούδασε αρχιτεκτονική και Διοίκηση Eπιχειρήσεων
στο Πανεπιστημιο του Tέξας και στο Iνστιτούτο Pratt του Mπρούκλυν και ζωγραφική
στο Παρίσι. To 1968 συγκέντρωσε μια ομάδα καλλιτεχνών η οποία έχει γίνει γνωστή
με το όνομα Byrd Hoffman School of Byrds, και άρχισε να δίνει παραστάσεις σε
ένα κτίριο στο νότιο Mανχάταν. Aπό το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70
συνεργάζεται με Eυρωπαϊκά θέατρα και Όπερες. Υπήρξε στενός φίλος και συνεργάτης
του θεατρικού συγγραφέα Heiner Müller. Tα σχέδια, η ζωγραφική, τα έπιπλα, η
γλυπτική και οι εγκαταστάσεις πολυμέσων του Wilson έχουν παρουσιαστεί σε
εκθέσεις σε όλο τον κόσμο. Έχει λάβει πολλά βραβεία ανάμεσά τους και το Χρυσό
Λιοντάρι γλυπτικής στη Μπιενάλε της Βενετίας.
Ο Gilberto
Zorio (γ.
1944, Ιταλία), εκπρόσωπος της Arte Povera, μέσα από τη χρήση διαφόρων υλικών,
όπως μέταλλο, φως και λέιζερ, δουλεύει σύμφωνα με την ιδέα ότι η τέχνη είναι
μια διαδικασία. Στόχος του είναι να δημιουργήσει φαινόμενα που συνδέονται με
την ενέργεια που παράγεται από τη συνεύρεση συγκεκριμένων υλικών.
Κεντρική εικόνα:
Αλέξης Ακριθάκης