Μαρικαίτη Καμβασινού: "Στα μυθιστορήματα εκθέτεις σε μεγάλο βαθμό τον εαυτό σου"




Με αφορμή την έκδοση του καινούργιου της βιβλίου «ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΠΟΤΕ», που κυκλοφορεί από τις ιστορικές εκδόσεις «Οδός Πανός», η συγγραφέας και βιογράφος του Φιλοποίμενα Φίνου, Μαρικαίτη Καμβασινού, μίλησε στις Τέχνες για τον ιστορικό της χώρο «ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ», για τις πολλές της εκθέσεις ιστορικού και συλλεκτικού περιεχομένου, για τη συγγραφή και επιμέλεια αρκετών ιστορικών και αριθμημένων εκδόσεων, για τη δράση της ως μέλος του Δ.Σ. του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων, για τους ήρωές της και για πολλά άλλα. Μένει σ’ εμάς να την διαβάσουμε στη συνέντευξη που ακολουθεί.

Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου

Βιογραφικό:
Γεννήθηκε, σπούδασε, εργάζεται και ζει στην Αθήνα. Το 1985 ίδρυσε το «ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ» στην οδό Βουκουρεστίου, έναν χώρο βιβλίου, ιστορίας και τέχνης, στον οποίο οργάνωσε και παρουσίασε ως το 1993 πολλές εκθέσεις ιστορικού και συλλεκτικού κυρίως περιεχομένου. Από το 1991 και μέχρι το τέλος του 2002 υπήρξε μέλος του Δ.Σ. του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων, διάστημα στο οποίο έγραψε και επιμελήθηκε τις ιστορικές και αριθμημένες εκδόσεις: «Το Χορηγικό Μνημείο του Λυσικράτη» (1997), «Το Ωρολόγιον του Ανδρόνικου Κυρρήστου» (1999), «Το Ολυμπιείο και Μνημεία της Παριλίσιας περιοχής» (2002), καθώς και τον συνοπτικό και δίγλωσσο τόμο «Μνημεία των Αθηνών» (2002), που εκδόθηκαν από τον Πολιτισμικό Οργανισμό. Το 2005 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις» «Ορφέας» το βιβλίο της: «ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ Φιλοποίμην και Τζέλλα» και το 2012 το μυθιστόρημα της: «Αντανακλάσεις
Μνήμης και Ονείρου» (Εμπειρία Εκδοτική).

Πείτε μας λίγα λόγια για το «ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ»

Το ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ προέκυψε από την αγάπη μου στο βιβλίο και την τέχνη, αλλά και από την ανάγκη μου να αποκτήσω έναν δικό μου χώρο πειραματισμών και αναμετρήσεων των δυνατοτήτων μου και των ευθυνών μου. Ήταν ας πούμε ένα στοίχημα με τον εαυτό μου, με τον κίνδυνο φυσικά της αποτυχίας να παραμονεύει. Στήθηκε σε έναν χώρο –μισός ισόγειος και μισός ημιυπόγειος-  με δική του είσοδο που τα παράθυρα του μεταμορφώθηκαν σε βιτρίνες. Με απίστευτα σκληρή  χειρονακτική εργασία δική μου και πολλών φίλων, που με αγάπη συμπαραστάθηκαν στην προσπάθεια, καταφέραμε να φτιάξουμε ένα βιβλιοπωλείο –και όχι μόνο-  που είχε ανάσα και ψυχή. Από την αρχή ξεκίνησα να οργανώνω εκθέσεις συνήθως σχετικές με το βιβλίο, και με τις αφίσες που τυπώναμε για την κάθε έκθεση, το ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ άρχισε να γίνεται γνωστό και να κατακτά παρουσιάσεις σε εφημερίδες και περιοδικά.
Δυστυχώς το 1992 ο χώρος πουλήθηκε από τον ιδιοκτήτη και θα έπρεπε να μετακομίσω. Ωστόσο προβλήματα υγείας στην οικογένειά μου δεν μου επέτρεψαν να μπω στη διαδικασία εξεύρεσης άλλου χώρου… Ίσως να πίστεψα ότι είχε ήδη ολοκληρωθεί ο κύκλος του.

Υπήρξατε και μέλος του Δ.Σ. του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων. Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας αυτή και ποιο το έργο σας ως μέλος;

Η αείμνηστη και πολύ καλή μου φίλη, Ελένη Παμπούκη, στης οποίας το φεμινιστικό βιβλιοπωλείο είχα μαθητεύσει  για ένα χρόνο,  με γνώρισε με τον Αντώνη Τρίτση, ο οποίος ήταν συλλέκτης και λάτρης του βιβλίου. Την εποχή των δημοτικών εκλογών, είχα οργανώσει στο ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ μια έκθεση αφιερωμένη στην Αθήνα, με χαρακτικά περασμένων αιώνων, με παλαιές και εξαντλημένες εκδόσεις,  με φωτογραφίες, περιοδικά, και με σημαντικά χειρόγραφα δανεισμένα από κάποια αρχεία. Μετά τις δημοτικές εκλογές, πριν ακόμα ορκιστεί δήμαρχος  ο Αντώνης Τρίτσης, ανέθεσε σε μια ομάδα, στην οποία μου ανέθεσε τον συντονισμό,  να εξετάσουμε όλες τις πολιτισμικές δραστηριότητες του Δήμου Αθηναίων μέχρι τότε, και να του αποδώσουμε τα συμπεράσματα μας  και τις προτάσεις  μας. Πράγματι, δουλέψαμε υπεύθυνα και του στείλαμε όλες τις παρατηρήσεις μας. Όταν ορκίστηκε δήμαρχος, με πρότεινε στο δημοτικό συμβούλιο για μελος του Δ.Σ. του Πνευματικού Κέντρου  –όπως λεγόταν τότε. «Ετοιμάσου για πολλή δουλειά» μου είπε χαρακτηριστικά στο τηλέφωνο. Και είναι αλήθεια, το έλαβα σοβαρά υπόψη μου. Το Δ.Σ. ήταν ένα 15αμελές συμβούλιο πολύ αξιόλογων ανθρώπων, με Πρόεδρο την κ. Αιμιλία Γερουλάνου, που με πολύ συλλογικό μεράκι και παντελή έλλειψη των διαφορετικών παρατάξεων από τις οποίες προερχόμασταν, κάναμε σπουδαία πράγματα και μάλιστα τότε συμμετείχε για πρώτη φορά ο δήμος Αθηναίων  και στις πολιτιστικές πρωτεύουσες της Ευρώπης με αξιόλογες εκθέσεις. Πολύ καλή συνεργασία είχα και με τον Λεωνίδα Κουρή, ο οποίος ανέλαβε Δήμαρχος μετά τον απροσδόκητο θάνατο του Τρίτση. Επί Δημήτρη Αβραπόπουλου και με την έγκρισή του, αλλά και με την αμέριστη συμπαράσταση της τότε Προέδρου του Π.Κ.  κ. Έλλης Ευαγγελίδου,  ξεκίνησε και η συγγραφή, επιμέλεια και έκδοση των  μεγάλων λευκωμάτων, αφιερωμένων σε μνημεία των Αθηνών της ελληνιστικής περιόδου, μνημεία αξιόλογα, τα οποία  δεν είχαν ανάλογα προβληθεί.

Έχετε γράψει και επιμεληθεί αρκετές ιστορικές και αριθμημένες εκδόσεις. Πώς προέκυψε η μετάβασή σας στο μυθιστόρημα;

Το πρώτο ερέθισμα ήταν οι αφηγήσεις της θείας μου Τζέλλας Φίνου για τη ζωή της με τον Φίνο. Και επειδή τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής της, απέχοντας από εξόδους και κοινωνικές συντροφιές, ζούσε με τις αναμνήσεις της και το άφθονο φωτογραφικό υλικό της ζωής τους, της πρότεινα να τα γράψουμε όλα αυτά σε ένα βιβλίο.  Μπορεί βέβαια αυτό το βιβλίο να μην ήταν μυθιστόρημα, αλλά οπωσδήποτε προσέγγιζε τη λογοτεχνία, περισσότερο από τα προηγούμενα. Η αφορμή όμως για να ξεκινήσει το πρώτο μου μυθιστόρημα ήταν η μεγάλη έκθεση που οργάνωσε το Πνευματικό Κέντρο για την εισβολή στην Κύπρο, στην οργανωτική επιτροπή της οποίας συμμετείχα. Τότε διαπίστωσα, ότι δεν είχα μέχρι τότε συνειδητοποιήσει πολλά πράγματα για τον ελληνισμό της Κύπρου και την ιστορία του  και άρχισα να διαβάζω με πάθος  ό,τι αφορούσε την Κύπρο, από τα προϊστορικά ακόμα χρόνια μέχρι σήμερα. Έτσι, μετά από πολλή  μελέτη βγήκε το πρώτο μου μυθιστόρημα, με τίτλο «Αντανακλάσεις Μνήμης & Ονείρου», που επιφανειακά είναι μια ερωτική ιστορία, της οποίας ωστόσο η πορεία συμβολίζει και τη σχέση της Ελλάδας και της Κύπρου, μέσα από όλα όσα είχαν μεσολαβήσει, αλλά και την κατάληξη αυτής της σχέσης.

Θυμάστε το πρώτο σας βιβλίο; Ποια ήταν η αντίδρασή σας όταν το κρατήσατε στα χέρια σας για πρώτη φορά;

Ήταν το λεύκωμα που αφορούσε το Χορηγικό Μνημείο του Λυσικράτη και σας ομολογώ ότι αισθάνθηκα συγκίνηση και ικανοποίηση που είχαμε συλλογικά καταφέρει να ολοκληρώσουμε ένα δύσκολο εκδοτικό έργο, με άψογη καλλιτεχνική εμφάνιση. Γιατί μέσα από το μεγάλο μέγεθός του, προβάλλονταν με άψογο τρόπο και με απόλυτο σεβασμό τα χαρακτικά έργα των Άγγλων Περιηγητών Stuart & Revett.   


Ποιο υπήρξε το κίνητρο για να γράψετε το «Στην Αθήνα Κάποτε»;

Πρωταρχικό μου κίνητρο ήταν η αγάπη μου για την Αθήνα  μια που κατάγομαι και από Αθηναίους γονείς,  αλλά ήταν επίσης και η οικογένεια της μητέρας μου,  η οποία είχε χάσει την δική της μητέρα  όταν ήταν 4 χρονών, κι έτσι  είχε περισσότερες μνήμες από την γιαγιά της. Η ζωή αυτής της γιαγιάς λοιπόν με έκανε ν’ αποφασίσω  τη συγγραφή του βιβλίου. Έτσι ξεκίνησα να διαβάζω ό,τι αφορούσε την Αθήνα την εποχή της γιαγιάς της και σιγά σιγά γεννήθηκε η ιδέα αυτού του μυθιστορήματος. .

Ποια είναι  περιληπτικά η υπόθεση του βιβλίου;

Η υπόθεση ξεκινάει από την ερωτική ένωση δύο πολύ νέων ανθρώπων το 1875 στην Αθήνα, που τα γεγονότα που ακολουθούν καταστρέφουν το γάμο τους.  Ωστόσο, όλη η υπόθεση του βιβλίου, όπως άλλωστε και του προηγούμενου,  πρωταγωνίστρια είναι η γυναίκα και η δική της πορεία στο χρόνο, όπως και της εξαμελούς οικογένειάς της ως το 1946.  Μέσα από τις τότε συνθήκες, αλλά και την πορεία της γυναίκας, που δεν ήταν πάντα εξελικτική, αφού σημαδευόταν από παγίδες, λάθη, δισταγμούς, ουτοπίες, ματαιοδοξίες, σε μια Αθήνα ανδροκρατική, που άρχισε από τότε να δημιουργεί κάποια ερεθίσματα και λίγο λίγο να αλλάζει. Ωστόσο στην υπόθεση, δεν θίγονται άμεσα γυναικεία ζητήματα, αλλά προσπαθώ μέσα από την πορεία αυτής της οικογένειας να δημιουργήσω  σκέψεις και προβληματισμούς.  

Αντλήσατε από κάπου έμπνευση για να πλάσετε την ιστορία σας; Είναι εξ ολοκλήρου προϊόν μυθοπλασίας;

Όπως σας προανέφερα, ξεκίνησα από πραγματικό ερέθισμα, αλλά τελικά το μεγαλύτερο μέρος του είναι προϊόν μυθοπλασίας.  

Έχετε ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποιο από τα βιβλία σας;

Τα αγαπώ όλα, αλλά είμαι πιο σίγουρη με  τα ιστορικά λευκώματα που κυκλοφόρησε ο Δήμος Αθηναίων. Ίσως γιατί εκείνα ήταν προϊόντα μελέτης και απαντήσεων σε ερωτήματα που είχαν προκύψει και σ’ εμένα. Γι’ αυτό, πέρα από τις αναλύσεις των μνημείων, υπάρχουν κεφάλαια με τις ιστορικές, θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής που στήθηκε το καθένα από αυτά, ώστε να μπορέσει ο αναγνώστης να τα αισθανθεί. Αντίθετα, στα μυθιστορήματα, όσο κι αν μιλάς για άλλους ανθρώπους, εκθέτεις σε μεγάλο βαθμό τον εαυτό σου, τις εκτιμήσεις σου  και τις βαθύτερες σκέψεις σου. Έτσι πάντα έχω αμφιβολίες για το αν έχω εκπληρώσει τον αρχικό μου σκοπό ή αν δεν τα έχω καταφέρει.

Έχει μεταφραστεί κάποιο από τα βιβλία σας;

Όχι, εκτός από τα λευκώματα του Δήμου Αθηναίων, τα οποία βγήκαν και στα αγγλικά.  


      Ποιος είναι ο αγαπημένος σας συγγραφέας και ποιο το αγαπημένο σας βιβλίο;

Μου αρέσουν πολλοί συγγραφείς, Έλληνες και ξένοι. Από τα εφηβικά μου  χρόνια με είχε μαγέψει «Το Σπίτι και ο Κόσμος» του  Ραμπιντράναθ Ταγκόρ,  ο Σεφέρης, ο Καβάφης, ο Καζαντζάκης, αλλά  και πολλά άλλα βιβλία που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μου, όπως η Μαγεμένη Ψυψή του Ρομαίν Ρολάν, Ο Πόλεμος και η Ειρήνη, Ο μικρός Πρίγκηψ, Οι Μεγάλοι Μύστες, το Έγκλημα και Τιμωρία κ.α..  Αργότερα, έψαχνα για νέους  συγγραφείς, που άλλοτε με γοήτευαν και άλλοτε με απογοήτευαν. Το έργο, ωστόσο, το οποίο στην αρχή μου φαινόταν βαρετό, αλλά σύντομα με κατέκτησε,  ήταν το «Αναζητώντας το Χαμένο Καιρό» του Μαρσέλ Προυστ, στην υπέροχη μετάφραση του Παύλου Ζάννα. Ο κάθε τόμος που διάβαζα ήταν για μένα  τόσο μεγάλη απόλαυση, που για πολύ καιρό μετά δεν  μπορούσα να ξεκινήσω καμιά άλλη λογοτεχνική ανάγνωση.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε τελευταία;

Τον τελευταίο καιρό, λόγω και της επετείου των 200 χρόνων της επανάστασης του ’21 που πλησιάζει, διαβάζω το τρίτομο έργο των 2.000 και πλέον σελίδων «Ελληνική Επανάστση» του Σαράντου Καργάκου, το οποίο με έχει συναρπάσει.

Υπάρχουν κάποια βιβλία σας, τα οποία θα προτείνατε οπωσδήποτε να διαβάσουν οι αναγνώστες;

Δύσκολη η απάντηση, γιατί τα ενδιαφέροντα του κάθε αναγνώστη είναι διαφορετικά. Σε άλλους για παράδειγμα αρέσει να συνδέονται τα ιστορικά γεγονότα με την πλοκή της υπόθεσης, σε άλλους είναι κουραστικά. Εξάλλου, τα μυθιστορήματα μου είναι μόλις δύο. Το βιβλίο, ωστόσο, που είχε την μεγαλύτερη απήχηση, αλλά έχει εξαντληθεί, είναι η βιογραφία του Φιλοποίμενα Φίνου και της γυναίκας του, Τζέλλας.

Τα προβλήματα της καθημερινότητας σας επηρεάζουν ως συγγραφέα;
                                 
Φυσικά, όπως πιστεύω ότι επηρεάζουν τον κάθε άνθρωπο.


Χρησιμοποιείτε τον υπολογιστή για να συγγράψετε ή επιμένετε παραδοσιακά να γράφετε σε τετράδιο;

Μέχρι το 2000 έγραφα παραδοσιακά. Από τότε όμως άρχισα να γράφω στον υπολογιστή. Και το παράξενο είναι ότι με τα χρόνια έχει αδυνατίσει και η ικανότητά μου να γράφω παραδοσιακά.

Πείτε μας λίγα λόγια για το νέο σας εκδοτικό σπίτι.

Η «Οδός Πανός» μου ήταν  γνωστή πριν ακόμα ανοίξω το «ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ», λόγω του περιοδικού με τον ομώνυμο τίτλο που έβγαζε ο Γιώργος Χρονάς από το 1981 και συνεχίζει απτόητος. Δεν νομίζω να υπάρχει άλλο λογοτεχνικό περιοδικό που να κυκλοφορεί  ασταμάτητα για 39 ολόκληρα χρόνια και μάλιστα από τον ίδιο εκδότη. Παράλληλα, με τις πρώτες εκδόσεις βιβλίων, ο Γιώργος Χρονάς μου σύστησε νέους συγγραφείς  που πολύ αργότερα εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα και έγιναν γνωστοί. Πέρα όμως από αυτά, εκτιμώ πολύ το ποιητικό και συγγραφικό του έργο,  καθώς και τις εκδοτικές του επιλογές. Έτσι είναι τιμή μου που ένας άνθρωπος με ποιότητα, γνώσεις, δημιουργία  και ευαισθησίες δέχτηκε να κυκλοφορήσει το τελευταίο μου βιβλίο.   

Ας κλείσουμε τη συνέντευξη με ένα μικρό απόσπασμα από το νέο σας βιβλίο.

Απόσπασμα από το Κεφάλαιο 16:  Η Επιστολή 1939
«Τα τελευταία χρόνια που ζω μόνη, κάνω προσπάθειες  να τακτοποιήσω τη σχέση μου με τον εαυτό μου, με τα παιδιά μου - ιδιαίτερα μ’ εσένα- και με όλους τους άλλους. Μέχρι στιγμής έχω συμφιλιωθεί με τα λάθη μου -άλλωστε όλα σχεδόν τα πλήρωσα- και έχω εμπεδώσει την άποψη, ότι η ζωή των παιδιών μου τους ανήκει και δεν δικαιούμαι να την κρίνω, ακόμα περισσότερο να την κατακρίνω. Ίσως αυτή η κατάληξη να σημαίνει ωριμότητα, συμπληρωμένη από κόπωση και γεροντικό εγωισμό, σίγουρα όμως οφείλεται και στην απεξάρτησή μου από παλαιότερες δράσεις μου –αφού κανείς δεν έχει την ανάγκη μου πια.  Έτσι, έχω όλο τον χρόνο ν’ ασχολούμαι με τον εαυτό μου, προσπαθώντας να διαχειρίζομαι, όσο γίνεται καλύτερα  αυτή την ελευθερία μου,και να γεμίζω τον  χρόνο μου με πολλή μουσική και διάβασμα, αφού και τα δύο με οδηγούν σε ουσιαστικότερο άγγιγμα του «χθες», φωτίζοντας και στιγμές της ζωής μου, που τότε έτρεχαν και προσπερνούσαν, χωρίς συχνά να τις προλαβαίνω.»