Βιβλιοκριτική για το ταξιδιωτικό αφήγημα "70 μέρες στη Νότια Αμερική" του Θάνου Αλεξόπουλου | Γράφει η Στέλλα Πετρίδου


Συγγραφέας: Θάνος Αλεξόπουλος
Έτος έκδοσης: 2020
Σελ.: 240
Εκδόσεις: Βακχικόν

                                                                               Γράφει η Στέλλα Πετρίδου

Το πολυτιμότερο αγαθό στη ζωή του ανθρώπου είναι η ίδια η ζωή. Ο άνθρωπος οφείλει να ζει τη ζωή του κι όχι η ζωή εκείνον. Πόσοι, όμως, το κάνουν; Πόσοι απολαμβάνουν πραγματικά της μοναδικές στιγμές της; «Άδραξε τη μέρα», προστάζει ο ποιητής. Ζήσε την, γιατί ο χρόνος κυλάει σαν νερό, κινείται γρήγορα κι ύστερα χάνεται, εξαφανίζεται.
Ο Θάνος Αξεξόπουλος, παρότι νέος ακόμη, είναι βαθιά συνειδητοποιημένος. Γνωρίζει καλά τη δύναμη του χρόνου και τη μεγάλη φθορά που προκαλεί τριγύρω του με το καταναγκαστικό πέρασμά του. Γι’ αυτό και τρέχει να προλάβει. Τι ακριβώς; Μα, να ζήσει. Να ζήσει όπως θέλει εκείνος κι όχι όπως του επιβάλλουν οι συνθήκες της καθημερινότητας, οι απαιτήσεις των καιρών, οι τρέχουσες οικονομικές δυσκολίες. Μεγάλη του αγάπη τα ταξίδια.
«Ταξιδεύετε! Μην το αναβάλλετε! Ακούγεται τετριμμένο, αλλά κυνηγήστε το όνειρό σας, το ταξίδι της ζωής σας! Η ζωή είναι πολύ μικρή και κάποιες φορές πολύ σύντομη για να μην κάνουμε αυτά που επιθυμούμε! Το καλύτερο πράγμα που υπάρχει στον κόσμο είναι να τον γυρίζεις! Σε κάνει πιο έξυπνο, πιο σοφό, πιο δυνατό, πιο ανοιχτό μυαλό, πιο υγιή νοητικά και σωματικά! Καθαρίζει η ψυχή σου!», γράφει στη σελίδα 219 του βιβλίου του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Βακχικόν» και το οποίο φέρει τον τίτλο «70 μέρες στη Νότια Αμερική».
Πρόκειται στην ουσία για ένα ταξιδιωτικό αφήγημα, ένα λεπτομερές χρονικό, το οποίο μας περιγράφει σε απλό, άμεσο και ανεπιτήδευτο λόγο την καθημερινότητα του γράφοντος, όπως ακριβώς τη βίωσε για εβδομήντα συνεχόμενες ημέρες, από τα τέλη Φεβρουαρίου του 2015 έως τις αρχές Μαΐου του ίδιου έτους, το συγκριμένο διάστημα, δηλαδή, που κράτησε το ταξίδι του στη Νότια Αμερική. Ένα ταξίδι που αποτέλεσε για εκείνον όνειρο ζωής, σημαντική επιδίωξη, βραχυπρόθεσμος στόχος, βίωμα και πραγματικότητα, μοναδική και αλησμόνητη εμπειρία.
Διαβάζοντάς το, η πρώτη εντύπωση που προκαλείται στον αναγνώστη είναι ο εκφραστικός τρόπος που ιστορεί ο συγγραφέας την καθημερινότητά του. Το βιβλίο του αποτελεί ένα είδος ημερολογίου, ακόμα κι αν όλα όσα αναφέρει στις σελίδες του ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, δε γράφηκαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, αλλά δύο χρόνια αργότερα και, μάλιστα, όπως συνεχίζει να αναφέρει επίμονα, χωρίς να έχει κρατήσει στο διάστημα αυτό ούτε μια σημείωση.
Κι εδώ τίθεται το ερώτημα: Είναι απαραίτητο ο άνθρωπος να κρατά σημειώσεις την ώρα που απολαμβάνει πραγματικά την κάθε στιγμή της ζωής του; Όχι, φυσικά! Γιατί η ζωή μπορεί να χαραχθεί στη μνήμη του για πάντα, όταν του προσφέρεται απλόχερα ως θείο δώρο και όχι ως καταναγκαστικό βίωμα. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο συγγραφέας, ο οποίος παρατηρεί και καταγράφει εκ των υστέρων τις καθημερινές εμπειρίες του υπερατλαντικού του ταξιδιού χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, παρόλ’ αυτά με μια μεγάλη δόση νοσταλγίας, συγκίνησης, αγάπης κι ευγνωμοσύνης για όλα όσα έζησε και που δεν πίστευε ως τη στιγμή της εκπλήρωσής τους ότι θα μπορούσε να τα είχε πετύχει, να τα είχε κατακτήσει, να τα είχε ζήσει.
Σκοπός του βιβλίου δεν είναι να υπηρετήσει τη λογοτεχνία με την αυστηρή έννοια του όρου. Ούτε και ο ίδιος ο συγγραφέας επιδιώκει να του αποδοθεί η ταμπέλα του «λογοτέχνη». Το προσωπικό και υποκειμενικό στοιχείο στο λόγο του είναι φανερά έντονο. Άλλωστε, φροντίζει να ξεκαθαρίσει από νωρίς τη θέση του. Πρόκειται για ένα προσωπικό "οδοιπορικό από την Αργεντινή στην Ουρουγουάη, την Παραγουάη, τη Βολιβία και μετά το Περού, το Εκουαδόρ και πάλι πίσω στην Αργεντινή". Ένα οδοιπορικό λίγο διαφορετικό απ’ ότι ένας ταξιδιωτικός χάρτης, αλλά παρόμοιο σε πολλά σημεία με εκείνα που μπορεί κανείς να παρακολουθήσει σε τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ, προκειμένου να γνωρίσει κόσμους που δε γνωρίζει, πολιτισμούς διαφορετικούς από τον δικό του, και να νιώσει, έστω και νοητά, πως κι εκείνος βρίσκεται σ’ εκείνα τα μέρη που ταξιδεύει το σώμα και η ψυχή του συγγραφέα, πως ζει μέσα από εκείνον, πως γίνεται ένα μ’ αυτόν. Να διευκρινίσουμε πως στο ταξίδι αυτό ο συγγραφέας δε μας γνωρίζει απλά τα μέρη και τις τοποθεσίες μιας άλλης ηπείρου. Μας συστήνει πρόσωπα της καθημερινότητας, καθώς εισχωρεί στον τρόπο ζωής τους, γίνεται ένα με το δικό τους κόσμο, με τη δική τους κουλτούρα. Κόσμος διαφορετικός. Φτώχεια, εκμετάλλευση, επικινδυνότητα, παρακμή, αλλά και ανθρωπιά. Οι φωτογραφίες έρχονται να αποθανατίσουν τη μαγεία των στιγμών που πλέον μένουν ανεξίτηλες στο χρόνο. Οι ημερομηνίες αποτελούν μικρές κουκίδες στο σεντούκι του, που θέτουν τα όρια του ταξιδιού, το οποίο μένει με τον τρόπο αυτό αξέχαστο.
Ενημερωτικός, λοιπόν, ο ρόλος του βιβλίου, ψυχαγωγικός, αλλά και συμβουλευτικός ταυτόχρονα, αφού ο συγγραφέας ωθεί στην ουσία τον αναγνώστη να εγκαταλείψει για λίγο την κανονικότητα στην οποία βρίσκεται η ζωή του εγκλωβισμένη και να τολμήσει να ταξιδέψει, να γνωρίσει νέους κόσμους, να ανοίξει τους ορίζοντές του, να ζήσει το διαφορετικό, εκείνο που δεν του έχει αποκαλυφθεί ακόμα.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να επισημάνουμε κάτι πολύ σημαντικό. Το βιβλίο του, όπως αναφέρθηκε, δεν αποτελεί τουριστικός ή ταξιδιωτικός οδηγός. Δεν είναι, άλλωστε, αυτή η χρησιμότητά του. Το συγκεκριμένο, όμως, είδος αφήγησης που υπηρετείται στο βιβλίο, το έχουμε ξαναδεί αρκετά στο παρελθόν. Παρότι αποτελεί αφήγημα, ο συγγραφέας καταφέρνει να υπηρετήσει επάξια την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Επομένως, άθελά του ή όχι, θεωρείται πέρα από αφηγητής και λογοτέχνης ενός ξεχωριστού λογοτεχνικού είδους με σημαντική αξία. Και για όσους δε γνωρίζουν τι σημαίνει «ταξιδιωτική λογοτεχνία», να πούμε πως αποτελεί το πεζογραφικό είδος, στο οποίο ο συγγραφέας περιγράφει, είτε χρησιμοποιώντας τη φαντασία του είτε όχι, τόπους που έχει επισκεφθεί και ο ίδιος κάποια στιγμή στο παρελθόν και που επιχειρεί εκ των υστέρων, με ένα δικό του ιδιαίτερο ύφος, υποκειμενικό θα λέγαμε, να καταγράψει τα βιώματα και τις εμπειρίες του στο χαρτί, εμπειρίες που περιλαμβάνουν την ιστορία των τόπων αυτών, την ποιότητα ζωής των ανθρώπων που ζουν στους τόπους αυτούς, τη νοοτροπία τους, τον πολιτισμό τους κτλ .
Εν κατακλείδι, θα χαρακτηρίζαμε το βιβλίο του Θάνου Αλεξόπουλου άκρως συναρπαστικό και ενδιαφέρον, ένα βιβλίο διαφορετικό από όλα όσα έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε τον τελευταίο καιρό.
Ας είναι καλοτάξιδο!

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Ήταν ένα ταξίδι που το είχα βάλει στο μυαλό μου από τότε που επισκέφτηκα πρώτη φορά αυτή την ήπειρο. Ένα ταξίδι που απαιτούσε μεγάλη προσπάθεια για να ολοκληρωθεί, λόγω του περιορισμένου χρόνου και των λίγων χρημάτων. Η δύναμη, όμως, που κρύβει ο κάθε άνθρωπος μέσα του είναι μεγάλη, όπως και η πίστη του ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο. Έτσι συνέβη και στη δική μου περίπτωση.
Ένα οδοιπορικό από την Αργεντινή στην Ουρουγουάη, την Παραγουάη, τη Βολιβία... Και μετά στο Περού, το Εκουαδόρ και πάλι πίσω στην Αργεντινή, για το αεροπλάνο της επιστροφής στην Αθήνα. Ένα ταξίδι-περιπέτεια με ατελείωτες ώρες μέσα σε λεωφορεία, πολλή κούραση, αγωνία και μερικές φορές μοναξιά, αλλά πάντα με την αποζημίωση όλων αυτών που βίωνα να παίρνει την πρώτη θέση.
Το βιβλίο "70 μέρες στη Νότια Αμερική" «γεννήθηκε» τελείως τυχαία. Το ξεκίνησα για να περνάω την ώρα μου στις παραλίες της Ίου που είχα κατέβει να παίξω μουσική ως dj το ίδιο καλοκαίρι και κατέληξε σε αυτό που έχουμε τώρα στα χέρια μας, χωρίς να έχω κρατήσει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ούτε μία σημείωση. Τόσο έντονα ήταν όλα. Hasta el proximo hermanos.


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα, Θάνο Αλεξόπουλο

Ο Θάνος Αλεξόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976, αμέσως μετά, όμως, έφυγε στο εξωτερικό με την οικογένειά του, όπου διέμειναν για τέσσερα χρόνια στη Μασσαλία και για έναν χρόνο στο Λονδίνο. Πολλές φορές αναλογίζεται ότι η ανάγκη του και η επιθυμία του να ταξιδεύει ίσως οφείλεται σε αυτό. Αφού τελείωσε το λύκειο στην Αγία Παρασκευή, σπούδασε Δημοσιογραφία και Ναυτιλιακά, αλλά με το πρώτο ασχολήθηκε ελάχιστα και με το δεύτερο καθόλου. Τα υπερατλαντικά ταξίδια του ξεκίνησαν το 2007 με έναν σύντομο γύρο σε Αργεντινή, Ουρουγoυάη και Χιλή. Έκτοτε, σταδιακά, κατάφερε να ολοκληρώσει τον γύρο της ηπείρου (Κεντρικής και Νότιας Αμερικής) το 2018. Το μεγαλύτερο όνειρό του ήταν να γυρίσει, κάποια στιγμή, όσες περισσότερες χώρες μπορούσε σε αυτή τη γωνιά του κόσμου με λεωφορείο. Αυτό το όνειρο έγινε πραγματικότητα το 2015. Και ήταν η καλύτερη εμπειρία της ζωής του.