Εκδόσεις: Ψυχογιός
H εικοσιεφτάχρονη Φίξι Φαρ έχει ένα πρόβλημα. Δε μπορεί να αφήνει τα πράγματα στην ησυχία τους. Τρώγεται με τα ρούχα της. Βλέπει προβλήματα και θέλει να τα διορθώσει, εδώ και τώρα. Δεν είναι τυχαία που έχει το παρατσούκλι Φίξι (fix= διορθώνω). Επίσης άκουγε τον πατέρα της, όσο ζούσε, να της λέει συνέχεια: «Η οικογένεια, Φίξι .Η οικογένεια είναι αυτό που μας δίνει δύναμη. Η οικογένεια είναι το παν. Πάνω απ΄όλα η οικογένεια. Προστάτευσε την οικογένεια δημοσίως».Και αυτό εφαρμόζει συνέχεια η Φίξι.
Μαζί με την μητέρα της και τα αδέλφια της, Τζέικ και Νικόλ,
εργάζονται στο μαγαζί που άφησε ο πατέρας της στο Λονδίνο και το οποίο τώρα
διοικεί η μητέρα της. Βασικά στο μαγαζί, που λέγεται Φαρς, δουλεύει αυτή και η
μητέρα της, ο αδελφός της ο Τζέικ έχει και μια άλλη επιχείρηση και κάνει ένα
ΜΒΑ εξ αποστάσεως, ενώ η Νικόλ κάνει μαθήματα διδασκαλίας γιόγκα, οπότε περνάει
περιστασιακά από το μαγαζί, όπως και ο Τζέικ. Η μαμά διευθύνει την οικογένεια,
το σπίτι, την επιχέιρηση… βασικά τα πάντα. Είναι η διευθύνουσα σύμβουλός τους. Η
άγκυρά τους.
Η καρδιά της Φίξι είχε ραγίσει, είχε γίνει κομμάτια από τον
Ράιαν Τσόκερ, φίλο και συμμαθητή του αδελφού της Τζέικ. Ήταν ερωτευμένη μαζί
του από δέκα χρονών και αυτός ήταν δεκαπέντε. Ο Ράιαν πλέον ζει στο Λος
Άντζελες, εργάζεται ως κινηματογραφικός παραγωγός και έχει χρόνια η Φίξι να τον
δει.
Μια μέρα η Φίξι βρίσκεται σε ένα λονδρέζικο καφέ, το Καφέ
Αλέγκρο, όταν ένας κύριος που κάθεται δίπλα της και μιλάει συνέχεια στο
τηλέφωνο, της ζητάει να ρίξει μια ματιά στο λάπτοπ του, γιατί ήθελε να βγεί έξω
και να μιλήσει στο τηλέφωνο. Πράγματι η Φίξι κοιτάζει το κομπιούτερ του
άγνωστου και τους γυαλιστερούς φακέλους, που βρίσκονται πάνω στο τραπέζι και
γράφουν «Επενδυτικές Ευκαιρίες προσανατολισμένες στο Μέλλον». Άρα καταλαβαίνει
ότι ο τύπος ασχολείται με τα επενδυτικά κεφάλαια.
Ξαφνικά χωρίς να σκεφτεί, διαισθητικά, ορμάει πάνω στο
διπλανό τραπέζι και αρπάζει το λάπτοπ του τύπου. Ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αργότερα,
ένα ολόκληρο τμήμα της οροφής του καφέ καταρρέει πάνω της, με ένα καταιγισμό
σοβάδων και νερών. Είχε προσέξει ότι έσταζε η οροφή από την πολύ βροχή και
αντέδρασε ακαριαία σώζοντας το λάπτοπ. Όταν ξαναμπαίνει ο τύπος στο μαγαζί και
βλέπει την Φίξι μούσκεμα και γεμάτη σοβάδες, ακούει τη Φίξι να του λέει: «Ορίστε
το λάπτοπ σας, ελπίζω να μην βράχηκε, διότι συνέβη ένα ατύχημα στο ταβάνι». Σαν χορός σε ελληνική τραγωδία, όλοι οι
πελάτες αρχίζουν να τον ενημερώνουν με ζέση ότι το ταβάνι κατέρρευσε και σαν
αστραπή το κορίτσι όρμησε στο τραπέζι του και διέσωσε το κομπιούτερ του. Τότε
αυτός λέει της Φίξι: «Δεν ξέρω πως να σας ευχαριστήσω. Μου σώσατε τη ζωή». «Όχι
και τη ζωή», λέει η Φίξι. «Εντάξει, με σώσατε από σίγουρη καταστροφή. Δεν είναι
ο υπολογιστής, αλλά αυτά που είχε μέσα ο υπολογιστής. Πράγματα μεγάλης αξίας και
δεν είχα κάνει αντίγραφα ασφαλείας». Σε μια χάρτινη θήκη για τον καφέ γράφει με
ένα στιλό κάτι. «Πάντα εξοφλώ τα χρέη μου» της λέει . «Πάντα». Τείνει τη θήκη
και η Φίξι βλέπει ότι έχει γράψει πάνω: «Σου
χρωστάω χάρη. Εξοφλητέα στο διηνεκές». «Αν θελήσεις ποτέ κάποια χάρη, κάτι
που να μπορώ να κάνω για σένα, θα το κάνω. Οτιδήποτε». Της δίνει επίσης μια
επαγγελματική κάρτα και της συστήνεται. Είναι ο Σεμπάστιαν Μάρλοου. Εγώ είμαι η
Φίξι Φαρ, του λέει. «Σε παρακαλώ ό,τι θελήσεις, να μου ζητήσεις χάρη». Η Φίξι
για να του κάνει την χάρη και να μην τον στενοχωρέσει, βάζει τη θήκη μέσα στην
τσάντα της και τον αποχαιρετάει.
Εκείνες τις ημέρες επιστρέφει στο Λονδίνο ο παλιός φίλος της
Φίξι, ο Ράιαν Τσόκερ, κατεστραμμένος από τις επενδύσεις που έκανε στον
κινηματογραφικό τομέα στην Αμερική. Η Φίξι είναι διατεθειμένη να τον βοηθήσει
όσο μπορεί, γιατί ακόμα τον αγαπάει. Όταν ο Ράιαν ζητάει δουλειά, οποιαδήποτε
δουλειά, η Φίξι θυμάται την υπόσχεση του Σεμπάστιαν Μάρλοου, οπότε πηγαίνει και
τον βρίσκει και του ζητάει χάρη, όχι για τον εαυτό της, αλλά για τον παλιό της,
αγαπημένο φίλο Ράιαν. Μια δουλειά στην επιχείρηση του Σεμπάστιαν. Η Φίξι θα του
βρει δουλειά, ο Ράιαν θα την λατρέψει, ο αδελφός της ο Τζέικ θα ενθουσιαστεί για
τον φίλο του και όλοι θα είναι χαρούμενοι! Τελικά ο Ράιαν προσλαμβάνεται και
ξεκινά από την αρχή .
Άρα η Φίξι ζήτησε την
υπόσχεση πληρωμής και ο Σεμπάστιαν πράγματι δέχεται. Της ανταποδίδει την χάρη. Παίρνει
ο Σεμπάστιαν ένα στυλό και γράφει στην χάρτινη θήκη του καφέ που του έδωσε η
Φίξι: «Εξοφλήθη» και μετά την ημερομηνία. Η χαρά της Φίξι είναι πολύ μεγάλη, που
βοήθησε τον Ράιαν και θα βρίσκονται πλέον μαζί αρκετά συχνά και μπορεί να
ξανασυνδεθούν. Θα γίνει, όμως, όπως
ονειρεύεται η Φίξι ;
Τώρα, λοιπόν, η Φίξι είναι πάτσι με τον Σεμπάστιαν, αλλά σε
λίγο πάλι κάτι συμβαίνει κι ο ένας χρωστάει χάρη στον άλλο, και πάει λέγοντας.
Πώς θα τελειώσει, άραγε, όλο αυτό;
Ένα αστείο μυθιστόρημα με ξεκαρδιστικούς διαλόγους.
Διαβάστε το.
Η ΣΟΦΙ ΚΙΝΣΕΛΑ γεννήθηκε
στο Λονδίνο και σπούδασε πολιτικές επιστήμες, φιλοσοφία και οικονομικά στο Νιου
Κόλετζ του Πανεπιστήμιου της Οξφόρδης. Έχει εργαστεί ως δασκάλα και
δημοσιογράφος με ειδίκευση σε οικονομικά θέματα. Το πρώτο της μυθιστόρημα, το
οποίο έγραψε στην ηλικία των 24 ετών και εκδόθηκε με το πραγματικό της όνομα,
Μάντλεν Ουίκαμ, αγκαλιάστηκε από αναγνώστες και κριτικούς και μπήκε στη λίστα
των μπεστ σέλερ. Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες
και έχουν πουλήσει 45 εκατομμύρια αντίτυπα σε πάνω από 60 χώρες. Ανάμεσά τους
και η πασίγνωστη σειρά «Ψωνίζω, άρα υπάρχω», η οποία έχει γυριστεί
κινηματογραφική ταινία.
0 Σχόλια