Εκδόσεις: Αρμός
Έχετε σκεφτεί πόσες φορές
συνειδητά ή ασυνείδητα τα βάζει κανείς με τον εαυτό του, γιατί δε δύναται να
ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και στις προσδοκίες των γύρω του; Έχετε σκεφτεί
πόσες φορές εγκλωβίζεται στις προσωπικές του ανασφάλειες καταδικάζοντας ο ίδιος
την ελευθερία της φύσης του μόνο και μόνο για να είναι αρεστός στους άλλους; Άπειρες
φορές. Και ποιο το αποτέλεσμα; Αυτοαπομόνωση, αυτομαστίγωση, αυτοαπόρριψη,
δυστυχία.
Ποια θα μπορούσε να είναι άραγε η
λύτρωση σε ένα φαινομενικά άλυτο αδιέξοδο; Μα αυτή που δίνεται στο βιβλίο της Έφης
Βατανίδου με τίτλο «Το μινόρε της σιωπής», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρμός».
Η ιστορία του βιβλίου μας μεταφέρει
στις κακόφημες γειτονιές του Πειραιά και πιο συγκεκριμένα στις γειτονιές της Τρούμπας,
τη δεκαετία 1955-1965. Σ’ αυτές τις γειτονιές η ζωή παλεύει με νύχια και με
δόντια να ισορροπήσει τις αντιφάσεις της. Ακροβατεί πάνω σε ένα τεντωμένο
σκοινί που είναι έτοιμο να σπάσει. Από τη μια το φθείρει η νύχτα, αυτή η σκληρή,
που σεργιανά σε βρώμικους δρόμους, σε επικίνδυνα στέκια, σε κοκκινόχρωμα μπαρ,
σε φτηνά ρεμπετομάγαζα, σε υπόγειους οίκους ανοχής και σε παρακμιακά ξενοδοχεία
κι από την άλλη το τεντώνει η μέρα, αυτή που επιχειρεί να εντάξει στο φως της λογιών
λογιών ανθρώπους, εντελώς ξένους κι αταίριαστους μεταξύ τους (άνθρωποι του
υποκόσμου και άνθρωποι του μεροκάματου) που το μόνο που τους ενώνει είναι ο ίδιος
αέρας του Πειραιά και τίποτα άλλο.
Σε μια από αυτές τις γειτονιές
μεγαλώνει και η οικογένεια της Ευθαλίας, της παλιάς ρεμπέτισσας κι
αρχοντομάνας, που δεν αφήνει τίποτα να ξεφύγει από τον έλεγχό της (έτσι θέλει
να νομίζει τουλάχιστον), πόσο μάλλον όταν αυτό έχει να κάνει με τη ζωή και το
μέλλον των παιδιών της. Η Ευθαλία, σύζυγος του Αλέκου, του μεροκαματιάρη, που
βγάζει το ψωμί του δουλεύοντας στα ναυπηγεία, εγκαταλείπει το όνειρό της να
γίνει μεγάλη και τρανή ρεμπέτισσα για χάρη του έρωτα. Όμως ο έρωτας την
προδίδει. Ο Αλέκος ξενιτεύεται από δειλία, αναζητώντας ένα καλύτερο μεροκάματο,
κάτι για το οποίο η Ευθαλία δεν μπορεί να τον συγχωρέσει για χρόνια. Προτεραιότητα
για εκείνη, πια, τα τρία της βλαστάρια, τα οποία, φυσικά, ακολουθώντας τη φωνή της
καρδιάς τους (παραδειγματισμένοι από τη μητέρα τους, όσο κι αν εκείνη δε θέλει
να το παραδεχθεί) διαλέγουν για τη ζωή τους δύσκολους δρόμους, ίσως και
σκοτεινούς. Πολιτικός εξόριστος ο μεγάλος της γιος, τραγουδίστρια σε παρακμιακό
μαγαζί της Τρούμπας η κόρη της, τακτικός επισκέπτης των φτηνών ξενοδοχείων ο
μικρός της γιος, με συμπεριφορά αλλοπρόσαλλη, που προδίδει κατά πολύ τη θηλυκή
πλευρά του εαυτού του.
Ποια θα είναι η πορεία της ζωής
όλων αυτών; Πώς θα προλάβει το κακό που της χτυπάει την πόρτα η Ευθαλία; Πώς θα
αντιδράσει ο Αλέκος όταν μάθει πως η Ευθαλία δε σκέφτεται να τον ακολουθήσει
στην ξενιτιά, αντιθέτως επιστρέφει δυναμικά στο ρεμπέτικο, ανοίγοντας και δικό της
μαγαζί στον Πειραιά;
Την ιστορία του βιβλίου μας τη
διηγείται ο Νεκτάριος, ο μικρός γιος της Ευθαλίας, ένας ήρωας, που, εξαιτίας της
ιδιαιτερότητάς του, επιλέγει μια απόμακρη στάση ζωής, προκειμένου να
προστατέψει τον εαυτό του από τα δυσμενή σχόλια του κόσμου, αλλά και της ίδιας του
της οικογένειας. Η σιωπή, στην οποία εγκλωβίζει τη φύση του, κραυγάζει αδιάκοπα
τα βράδια και τον αναστατώνει. Τάσεις αυτοκτονίας μπαίνουν στο εφηβικό μυαλό
του, που μετατρέπονται σε φοβίες και αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές την περίοδο της
νεότητάς του, ώσπου να έρθει το πλήρωμα του χρόνου, εκείνο που θα τον ωθήσει σε
μια πιο εσωτερική περισυλλογή, στην αληθινή αναζήτηση του πραγματικού του
εαυτού.
Η λύση δίνεται, όταν όλα πιστεύει
πως τα έχει υπό τον πλήρη έλεγχό της η Ευθαλία. Φυσικά, τίποτα δε γίνεται
κατόπιν προγραμματισμού. Η ψυχή αντιδρά όταν εγκλωβίζεται στα πρέπει, παραλύει
όταν απομακρύνεται από τα θέλω της, σαπίζει όταν χάνει τον προορισμό της. Και αυτό
το γνωρίζει πολύ καλά η πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας, η μάνα Ευθαλία, μια
γυναίκα στερημένη, αλλά ταυτόχρονα πολύ δυναμική, που καταφέρνει να νικήσει το
κακό που εμπόδιζε για χρόνια το δρόμο της και να κατακτήσει το πολυπόθητο
όνειρο. Αποδεικνύει σε όλους με τη στάση της ότι η δύναμη της θέλησης μπορεί να
φέρει στον ορίζοντα την ευτυχία. Γίνεται, χωρίς να το καταλάβει, το πιο τρανό
παράδειγμα για τα παιδιά της, τα οποία παλεύουν κι εκείνα να αρπάξουν από τη
ζωή την ευκαιρία και να ακολουθήσουν χωρίς ντροπή και χωρίς φόβο τα θέλω τους. Το
ίδιο κάνει και ο Νεκτάριος, ο οποίος μετά από βαθιά περισυλλογή και αρκετό
διάστημα παραμονής στο Άγιο Όρος, καταφέρνει να πάρει για τον εαυτό του τη
μεγάλη απόφαση και να αλλάξει ριζικά τη ζωή που ο ίδιος ορίζει.
Το βιβλίο κλίνει με ένα μεγάλο
ερωτηματικό. Έξυπνη η κίνηση της συγγραφέως, να δώσει το τέλος της ιστορίας
στην αρχή του βιβλίου. Έτσι, λοιπόν, αυτό που έχει να κάνει ο αναγνώστης για να
λύσει το γρίφο που ορθώνεται μπροστά του, είναι να ξαναδιαβάσει τις πρώτες δυόμιση
σελίδες της ιστορίας.
Το βιβλίο αποτελεί στην ουσία και
ένα όμορφο αφιέρωμα στο ρεμπέτικο τραγούδι. Ο τίτλος του, όπως μας γράφει και η
ίδια η συγγραφέας, προέκυψε από τον σμυρναίικο αυτοσχεδιασμό «Το μινόρε του τεκέ»
που δημιουργήθηκε από τον Ιωάννη Χαλκιά ή Jack Gregory στην Αμερική το 1932.
Με αριστοτεχνικό τρόπο η
συγγραφέας καταφέρνει να μας εισάγει στο κλίμα μιας παλαιότερης εποχής που έχει
πια περάσει για τα καλά. Περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια την καθημερινότητα των
ανθρώπων εκείνων που ζούσαν για να επιβιώσουν, που επιβίωναν για να ζήσουν. Οι περιγραφές
της, δοσμένες με απόλυτη λεπτομέρεια, ορθώνουν εικόνες ολοζώντανες στα μάτια
του αναγνώστη, δίνοντάς του την εντύπωση πως κι εκείνος αποτελεί μέρος αυτών,
βιώνει τα γεγονότα της εποχής εκείνης, που αναμφισβήτητα υπήρξαν αληθινά. Με έξυπνο
τρόπο η συγγραφέας καταφέρνει να ξεχωρίσει τα στοιχεία της μυθοπλασίας κι
εκείνα που αποτελούν ιστορική αλήθεια κι αυτό γίνεται αντιληπτό στον αναγνώστη.
Θρύλοι του ρεμπέτικου τραγουδιού,
τραγούδια που άφησαν το στίγμα τους σε μια δύσκολη εποχή, που επηρέασαν
σημαντικά τις επόμενες γενιές στο ταξίδι τους μέσα στο χρόνο, ξετυλίγονται μέσα
στις σελίδες αυτού του βιβλίου, ενθυμίζοντας στον αναγνώστη το μεγαλείο που
κρύβει ο στίχος τους, την αυθεντικότητα που κρύβει η πενιά τους, την συντροφιά
που προσφέρουν για χρόνια στους ανθρώπους του μόχθου. Η συγγραφέας, παρόλο που
περιγράφει, όπως είπαμε, μια ιστορία μυθοπλασίας, επιδιώκει να κάνει λεπτομερή
αναφορά στα ονόματα-θρύλους του ρεμπέτικου τραγουδιού, αλλά και στα ίδια τα
τραγούδια, δανειζόμενη μουσικές και ιστορικές πληροφορίες από έγκριτες πηγές, τις
οποίες και παραθέτει στο τέλος του βιβλίου της.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως
πρόκειται για ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα που χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο στην
αφήγηση και ως αφηγητή του τοποθετεί τον
έναν από τους ήρωες της ιστορίας Νεκτάριο. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η
συγγραφέας, παρόλο που είναι απλή και κατανοητή, προσαρμόζεται κάθε φορά στο
χαρακτήρα του ανθρώπου που περιγράφει. Αυτό αποτελεί ένα επιπλέον προσόν για εκείνη,
καθώς πετυχαίνει να προσεγγίσει επιτυχώς πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες,
οικειοποιώντας εύστοχα τη γλώσσα τους, αλλά και την τεχνική τους. Η ιστορία της
τοποθετείται με ακρίβεια στον χρόνο, ενώ οι εικόνες εναλλάσσονται γρήγορα
δίνοντας μια κινηματογραφική αίσθηση στη ροή της ιστορίας. Αυτό βοηθά στο να
κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να ζει κι εκείνος την ιστορία και να
αγωνιά για την ευτυχή έκβασή της.
Μια συγκινητική ανθρώπινη ιστορία,
που θα μπορούσε να είναι αληθινή και γι’ αυτό και αγγίζει ψυχικά τον αναγνώστη,
ο οποίος είναι και ο αποδέκτης των μηνυμάτων που επιδιώκει να περάσει η
συγγραφέας. Ακολουθείστε τη φωνή της καρδιάς, γιατί η καρδιά δεν κάνει ποτέ της
λάθος. Η ζωή έχει τη δύναμη να αλλάξει από τη μια στιγμή στην άλλη, ενώ στην
προκειμένη περίπτωση, για την καλυτέρευσή της τα πλούτη δε μπορούν να
προσφέρουν καμία απολύτως βοήθεια.
Ένα βιβλίο που αξίζει να
διαβαστεί από όλους.
0 Σχόλια