![]() |
Γράφει η Πολυξένη Ζαρκαδούλα |
Παρακολουθήσαμε την παράσταση «Η ομολογία της 4ης Ιανουαρίου» στο θέατρο Μικρό Γκλόρια σε κείμενο και σκηνοθεσία των Αγνή Χιώτη και Χάρη Χιώτη. Η ειδοποιός διαφορά, και συνάμα πρωτοτυπία του συγκεκριμένου έργου, είναι η διαδραστικότητα και πιο συγκεκριμένα η ετυμηγορία ανήκει στο ίδιο το κοινό, που αποτελεί μέσα σε όλη τη διάδραση τους ενόρκους. Το σενάριο είναι ένα θεατρικό δικαστικό δράμα το οποίο βασίστηκε σε πραγματικά γεγονότα και είναι εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα του Thomas Hardy, Tess of the d’ Urbervilles. Πρόκειται για μία γυναίκα που δικάζεται για τη δολοφονία του άνδρα της ωστόσο η ετυμηγορία δεν είναι τόσο απλή καθώς μάρτυρες εκείνο το βράδυ δεν υπάρχουν. Έτσι παρακολουθούμε βήμα προς βήμα το κουβάρι της υπόθεσης, αλλά και τα γεγονότα εκείνης της αιματοβαμμένης νύχτας, να αποκαλύπτεται σιγά σιγά. Στην υπόθεση αυτή βλέπουμε μια διπολικότητα ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημα, που το κοινό τη βιώνει σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Το πρώτο πράγμα που μας είπαν, πριν ακόμα μπούμε στην αίθουσα του θεάτρου, ήταν πως στα καθίσματα υπήρχε από μία κάρτα που στο τέλος θα ψηφίζαμε: ένοχη (Ε) ή αθώα (Α) για την κατηγορούμενη (Κάλη Δάβρη). Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης η αλληλεπίδραση με το κοινό είναι διαρκής, οι ήρωες της παράστασης γυρνούν μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου κυκλικά δίνοντας την εντύπωση στο κοινό πως ζητάνε ένα νεύμα του, μια χειρονομία ή ένα σήμα για απόρριψη ή αποδοχή. Ο χώρος αρκετά αληθοφανής με τα καθίσματα για τους ενόρκους, τα δυο γραφεία των αντιδίκων και το έδρανο για τη δικαστίνα (Ευγενία Παναγοπούλου). Η αμφίεση των ηρώων, οι εκφράσεις τους, το περπάτημα, ο τόνος της φωνής απόλυτα εναρμονισμένος με τη θέση που έχουν σε σχέση με την κατηγορούμενη. Μια μικρή λεπτομέρεια, που μας βάζει στην τάξη και στο κλίμα της παράστασης, είναι το σφυράκι που χρησιμοποιεί η δικαστίνα.
Η Αριστέα Μαρμάρου είναι η συνήγορος υπεράσπισης της κατηγορούμενης. Πρόκειται για μια δυναμική δικηγόρο, που δεν φοβάται να τα βάλει με τον αντίδικο άντρα υπερασπιζόμενη την πελάτισσά της, που δείχνει να πιστεύει και να αγκαλιάζει με στοργή στο δικαστήριο. Οι εκφράσεις της Αριστέας Μαρμάρου πείθουν τους ενόρκους, και κοινό, που στο τέλος αποφασίζουν πως η κατηγορούμενη είναι αθώα. Δεν φοβάται να τα βάλει με μια πατριαρχική κοινωνία και να κάνει κατά μέτωπον επίθεση στον αντίδικό της προκειμένου να υπερασπιστεί μια γυναίκα, που την έχουν στήσει στον τοίχο. Ο βηματισμός και η στάση σώματος, ο στιβαρός και πύρινος λόγος της Αριστέας Μαρμάρου με επιχειρήματα και ευστροφία είναι που την καθιστούν στα μάτια του κοινού σύμβολο της γυναικείας αλληλεγγύης. Στον αντίποδα βρίσκεται η πατριαρχική κοινωνία, που εκπροσωπεί ο ενάγοντας, Γιάννης Βυρίνης, που συγχρόνως χρησιμοποιώντας τη λογική προσπαθεί να δρομολογήσει και να πείσει τους ακροατές για την ενοχή της κατηγορούμενης. Πολλές φορές στρέφει το σώμα και το πρόσωπό του στην κατηγορούμενη προκειμένου να την προκαλέσει, ίσως και να τη φοβίσει. Η έπαρση που βγάζει σε συνδυασμό με τον κυνικό λόγο του πολλές φορές τον κάνουν αντιπαθή στο κοινό, κάτι το οποίο μας προδιαθέτει και για την ετυμηγορία. Από την άλλη η δικαστίνα, Ευγενία Παναγοπούλου, είναι η αμερόληπτη ανώτατη αρχή που προσπαθεί να βάλει τάξη ανάμεσα στις δύο πλευρές, να κατανοήσει και να διαφωτίσει κίνητρα και σκοτεινά σημεία.
Η πρωταγωνίστρια, Κάλη Δάβρη, που είναι και η κατηγορούμενη, προσεγγίζει τον ρόλο της από τη μια με αξιοπρέπεια και μεταμέλεια για την πράξη της (τον φόνο του συζύγου της) όμως από την άλλη εκπροσωπεί, ειδικά στην εποχή μας, όλες εκείνες τις γυναίκες που έχουν δεχθεί κακοποίηση κάθε είδους και δεν τολμούν να μιλήσουν είτε από φόβο είτε επειδή έχουν υποστεί χειραγώγηση και στο τέλος έχουν πειστεί πως οι ίδιες έχουν προκαλέσει την ανάλογη στάση του δυνάστη τους. Στην αρχή τη βλέπουμε μόνο να ακούει χωρίς να διακόπτει ανά διαστήματα μάλιστα σκύβει το κεφάλι γιατί αναγνωρίζει το τι έχει κάνει ωστόσο ακούγοντας κατηγορίες και αμφιβολίες ως προς τα κίνητρά της (που η ίδια αρνείται κατηγορηματικά) σπάει τη σιωπή της και ξεσπάει σε κλάματα και φωνές. Μια φωνή που για χρόνια σώπαινε και με τη δική της κατάθεση ζει και το κοινό το δικό της δράμα αφού γίνεται κοινωνός και μπαίνει στην κλειδαρότρυπα του σπιτιού της. Υπάρχουν φορές που βλέπουμε και την ευαίσθητη πλευρά της, όπως στη σκηνή που εμφανίζεται ο μικρός γιος (Στρατής Ζαχαρής εναλλάξ με Ισαάκ Τριποδιανός) της κατηγορούμενης, και μιλάει για όσα ζούσε μέσα στο σπίτι και ρίχνει φως στις σχέσεις μεταξύ των δύο γονιών του αλλά και σε πτυχές της προσωπικότητας του καθενός. Μια πολύ ευχάριστη νότα που αγγίζει τα όρια της καρικατούρας με έναν χαριτωμένο τρόπο ήταν η μάρτυρας κατάθεσης, φίλη της κατηγορούμενης. Ένας διτός ρόλος καθώς από τη μια βγάζει την ευαισθησία και αλληλεγγύη απέναντι στη φίλη της και από την άλλη είναι ένα άκρως φοβισμένο πλάσμα που τρέμει καθόλη τη διάρκεια της δίκης. Ο μάρτυρας κατηγορίας, κατά κόσμον Κώστας Σπανός, ο αδερφός του θύματος που είχε σχέση με την κατηγορούμενη είναι ο άνθρωπος που φέρεται να είναι μπλεγμένος με ουσίες, παρορμητικός και αντιδραστικός και, όπως αποδείχθηκε, ακόμα ερωτευμένος με τη γυναίκα του αδερφού του, με τον οποίο είχε μια έντονη σχέση όχι και τόσο εγκάρδια ως αδέρφια. Η σκηνή με την κατάθεση του μικρού παιδιού, του γιου της κατηγορούμενης, είναι η συγκινητική στιγμή της παράστασης και το κλειδί για όλη τη δίκη, μιας και τα παιδιά λένε πάντα την αλήθεια με την αθώα τους ψυχή. Οι ερμηνευτικές ικανότητες των δύο παιδιών στον ίδιο ρόλο αποτελεί την έκπληξη της βραδιάς.
Εν κατακλείδι αυτό που βιώνουμε παρακολουθώντας μια άκρως αληθοφανή δίκη,
που όπως αποδεικνύεται στο τέλος, κριτής δεν είναι η πολιτεία αλλά και οι
ένορκοι. Μια δίκη που αφορά όλους μας στη σύγχρονη κοινωνία που ζούμε, άνδρες
και γυναίκες, γίνεται το μέσον για να δούμε πράγματα που ίσως δεν γνωρίζουμε
μέχρι σήμερα από κοντά. Ωστόσο για όλους αποτελεί μια ευκαιρία να γνωρίσουν, να
αφουγκραστούν, να ενστερνιστούν και να αναλογιστούν συμπεριφορές, κίνητρα και
αδιέξοδα που είτε έχουν περιέλθει οι ίδιοι είτε οικεία τους πρόσωπα.
0 Σχόλια