Φανή Κεχαγιά: "Αυτοπροσδιορίζομαι καλύτερα ως «κάποια που αγαπά να γράφει»"


Την πολυγραφότατη συγγραφέα, αρθρογράφο, φιλόλογο και επιμελήτρια κειμένων Φανή Κεχαγιά φιλοξενούν οι Τέχνες σήμερα με αφορμή το εκδοθέν συγγραφικό της έργο και την πολύ αξιόλογη πορεία της στον χώρο του βιβλίου. Εστιάζοντας περισσότερο στο τελευταίο της πόνημα, τη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο «Είμαι…», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Μετρονόμος», θα έχουμε την ευκαιρία να τη γνωρίσουμε καλύτερα, καθώς θα μας μιλήσει η ίδια γι' αυτό στη συνέντευξη που ακολουθεί. 

Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου


Κυρία Κεχαγιά, το ενδιαφέρον σας για τη λογοτεχνία είναι εμφανές, καθώς πέρα από τη συγγραφική σας δραστηριότητα εντοπίζεται και στην επαγγελματική. Δώστε μας περισσότερες πληροφορίες για εσάς. Ποια είναι η σημερινή μας καλεσμένη που έχουμε την τιμή και τη χαρά να φιλοξενούμε στις Τέχνες;

Πρώτα και πριν απ’ όλα υπήρξα ανέκαθεν μανιώδης –κυριολεκτικά, εθισμένη– αναγνώστρια και αυτό, πιστεύω, με τα χρόνια με οδήγησε νομοτελειακά στη συγγραφή. Από μικρή είχα την τάση να ντύνω τα βιώματά μου σε λέξεις, σε γραπτό λόγο. Σπούδασα Ιστορία-Αρχαιολογία, δημιουργική γραφή και επιμέλεια κειμένων, εργάζομαι ως φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση και, τα τελευταία δύο χρόνια, συνεργάζομαι με το λογοτεχνικό περιοδικό Culture Book ως υπεύθυνη για τις στήλες «Literaturae Memoria» και «Ελληνική πεζογραφία και… κάτι».

Για γραφείο μου έχω ένα παλιό μοναστηριακό τραπέζι μπροστά σε παράθυρο που βλέπει δέντρα και ουρανό. Τις ώρες που δεν γράφω, είμαι μαμά, κόρη, φίλη, διαβάζω και παρατηρώ ανθρώπους, συμπεριφορές, χειρονομίες, δρόμους, μέσα μαζικής μεταφοράς, τη φύση. Δεν αισθάνομαι άνετα με τον τίτλο της συγγραφέα, αυτοπροσδιορίζομαι καλύτερα ως «κάποια που αγαπά να γράφει» ή ως «κάποια που κονταροχτυπιέται με τις λέξεις». Εν ολίγοις, η ζωή μου δεν χωρίζεται σε επαγγελματική και λογοτεχνική. Είναι όλα ένα.

Καταπιάνεστε σχεδόν με όλα τα είδη του λόγου και μάλιστα με την ίδια αγάπη και την ίδια υπευθυνότητα. Τα έργα σας μοιράζονται σε μυθιστορήματα, διηγήματα, παραμύθια, θεατρικά έργα καθώς και άρθρα δοκιμιακού τύπου. Με ποιο κριτήριο επιλέγετε το είδος με το οποίο κάθε φορά θα καταπιαστείτε; Τα καταφέρνετε σε όλα τα είδη εξίσου το ίδιο; Ποιο αγαπάτε να υπηρετείτε περισσότερο ως συγγραφέας και γιατί;

Περιβιαβάζω σε ποικίλα είδη λόγου, είναι αλήθεια, αλλά του πεζού αποκλειστικά. Με βασάνισα κάποτε για λίγο και στην ποίηση και στη στιχουργική, αλλά η ίδια η ποίηση με πέταξε έξω, με έβαλε στη θέση μου και πολύ σοφά έπραξε, διότι δεν της ταιριάζω καθόλου – μα καθόλου, όμως.

Δεν υπάρχει κάποιο κριτήριο επιλογής είδους ή, έστω, ακόμη κι αν κάπου μέσα μου καιροφυλακτεί, δεν το έχω εντοπίσει. Συνήθως με καθοδηγεί η ανάγκη ή η παρόρμηση της στιγμής. Αν ένας χαρακτήρας ή μια ιδέα απαιτεί χώρο, τότε απλώνεται φαρδιά πλατιά σε μυθιστόρημα. Αν πρόκειται για έντονο και πιεστικό βίωμα που διεκδικεί κορύφωση, γίνεται διήγημα. Αν ένα πλάσμα φανταστικό ψοφάει να κάνει σκανδαλιές, τρυπώνει σε παραμύθι. Δεν μπορώ να πω αν τα καταφέρνω εξίσου σε όλα. Κάθε είδος έχει κρυμμένες παγίδες που πρέπει να αντιμετωπίσω – παρεμπιπτόντως, τι άχαρη λέξη αυτό το καημένο το «πρέπει». Αγαπώ πάντα τη μεγάλη φόρμα, δηλώνω θεραπαινίδα του μυθιστορήματος, αλλά ταυτόχρονα λατρεύω τη μαγιά της πύκνωσης που διογκώνει τη μαγεία και απογειώνει ένα δυνατό διήγημα. Στο μυθιστόρημα πρέπει να ανάψεις όλους τους προβολείς και να φωταγωγήσεις γενναιόδωρα όσα λέγονται· στο διήγημα πρέπει να κρυφτείς στις σκιές, να αυτοϋπονομευτείς στις σιωπές, να ακροβατήσεις μασκαρεμένος σε όσα αποσιωπούνται, να ισορροπήσεις στα διάκενα ανάμεσα στις λέξεις. Γιγάντια πρόκληση και τα δύο.

Ποια βαθύτερη εσωτερική σας ανάγκη καλύπτει η ενασχόλησή σας με τη συγγραφή;

Η συγγραφή είναι ιλιγγιώδες όχημα –κάποιες φορές γίνεται και τρενάκι του τρόμου– επικοινωνίας με τον εαυτό μου αλλά και με τους άλλους. Είναι τρόπος να ταξινομώ τον εσωτερικό μου θόρυβο, να βάζω –εν μέρει και κατά το δυνατό– μια κάποια, όποια, τάξη στο μέσα και έξω χάος· να δίνω φωνή στο δειλό και φοβισμένο. Ξέρω, κλισέ όλα αυτά, όποιον συγγραφέα και να ρωτήσετε κάτι παρόμοιο θα ξεστομίσει, αλλά κάπως έτσι είναι, μέσες άκρες. Αντίσταση στη λήθη και στην αναπόφευκτη ανυπαρξία που κάποτε θα έρθει, ναι, και αυτή την ανάγκη μου νομίζω καλύπτει η συγγραφή. Γράφοντας, έχω την ψευδαίσθηση πως δίνω υπόσταση σε αυτό που δεν του έμελε να ειπωθεί ή που μοίρα του είναι να ξεχαστεί. Αναπόφευκτα, ο χρόνος και η λήθη θα μας καταπιεί κάποτε όλους, αλλά τι καταπληκτικό και αισιόδοξο παραμύθι είναι να ονειρεύεσαι πως οι λέξεις σου θα καταφέρουν να επιβιώσουν και να αγγίξουν μελλοντικά μάτια, αυτιά, σκέψεις ή ό,τι…

Εκτός από την προσωπική σας εκδοτική παραγωγή, εντοπίζουμε συμμετοχές σας και σε συλλογικά έργα, σε ανθολογίες δηλαδή και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Επίσης συμμετέχετε με ανακοινώσεις σε πανελλήνια και διεθνή συνέδρια, είστε υπεύθυνη στήλης σε λογοτεχνικό περιοδικό, ενώ κάποια θεατρικά σας έργα έχουν ανέβει στη σκηνή. Πώς αισθάνεστε για όλα αυτά και τι προσδοκάτε ως δημιουργός που επιχειρεί με τον οποιονδήποτε τρόπο να στηρίξει και να επισημάνει την αξία του βιβλίου, αλλά και τη σημασία της ανάγνωσης στη σύγχρονη εποχή του αποπροσανατολισμού και της μεγάλης επιρροής της τεχνολογικής ανάπτυξης;

Η λογοτεχνία δεν ανήκει σε κανέναν, υπάρχει για να συνδαυλίζει και να διατηρεί ζωντανό έναν διάλογο γύρω από ό,τι συνιστά αυτό το περίπλοκο «κάτι» που ο καθένας αντιλαμβάνεται, με τον δικό του τρόπο και προσλαμβάνουσες, ως κόσμο. Η συμμετοχή μου σε οτιδήποτε συλλογικό γύρω από το βιβλίο είναι ένας τρόπος να συνεχίσω να μαθαίνω και να μοιράζομαι, συνιστά ανάγκη και πράξη επικοινωνίας. Κάπως έτσι συν-διαμορφώνονται οι ιδέες. Και πιστεύω πως όσο πιο πολλοί άνθρωποι αγγίζονται από ένα κείμενο τόσο περισσότερο αυτό αποκτά νόημα. Στην ψηφιακή εποχή της ταχύτητας και της οθόνης, η ανάγνωση παραμένει η πιο «αναλογική» μορφή αντίστασης, μας αναγκάζει να κοντοσταθούμε, να συλλογιστούμε, να νιώσουμε. Επομένως, αν κάτι προσδοκώ, είναι να κρατηθεί ανοιχτή η συνομιλία ανάμεσα στη λέξη και τον άνθρωπο. Και, αν με κάποιο απειροελάχιστο τρόπο μού δίνεται η δυνατότητα να συμβάλλω στο να παραμείνει ζωντανή η αγάπη για την ανάγνωση μέσα στη φασαρία της εποχής, το θεωρώ ευλογία.

Ποιο λογοτεχνικό είδος επιδρά πάνω σας περισσότερο και πώς γίνεται αισθητό είτε σε εσάς την ίδια είτε στον αναγνώστη σας;

Διαρκώς επανέρχομαι στην πεζογραφία. Όπως είπα και πριν, αγαπώ ένθερμα το διευρυμένο τοπίο και τη χρονική ελευθερία του μυθιστορήματος, αλλά έχω μεγάλη αδυναμία και στο διήγημα. Εκεί ένα στιγμιότυπο, μια εικόνα, μια κουβέντα μπορεί να συμπυκνώσει ένα βίωμα, να αποτυπώσει με λέξεις ένα θραύσμα ζωής. Ελπίζω και εύχομαι όλο αυτό να φτάνει και στον αναγνώστη.

Ποιος ο ρόλος της έμπνευσης στη ζωή σας; Πώς επιδρά δημιουργικά και πώς επιτυγχάνεται είτε ακούσια είτε εκούσια;

Η έμπνευση έρχεται και φεύγει απροειδοποίητα. Είναι απρόσμενος –και συχνά μασκαρεμένος σε κάτι άλλο– επισκέπτης, γι’ αυτό απαιτεί εγρήγορση, χρειάζεται να είσαι πάντα σε επιφυλακή και ετοιμοπόλεμος με μολύβι και χαρτί από κοντά. Θέλει, όμως, και αφοσίωση το γράψιμο, να «ματώσεις», να καταπονηθείς με ξενύχτι και πόνους στην πλάτη και στη μέση – δεν πιάνεις ψάρια χωρίς να βρέξεις τα πόδια σου, έλεγε ο παππούς μου. Με μυστρί την πειθαρχία, με πέτρες την αγάπη και την αφοσίωση και με συγκολλητικό υλικό την έμπνευση χτίζονται οι γέφυρες ανάμεσα στην ιδέα και στο γραπτό κείμενο.

Τι ρόλο παίζουν τα προσωπικά σας βιώματα στη συγγραφική σας δραστηριότητα; Γίνονται αντιληπτά από τον αναγνώστη όταν μεταφέρονται στα έργα σας ή φροντίζετε διακριτικά να τα παρουσιάσετε ως καθαρό προϊόν μυθοπλασίας;

Σαφώς εμπλέκονται τα προσωπικά μου βιώματα στα γραπτά μου, αλλά όχι με τρόπο αυτοβιογραφικό. Είναι πρωτογενές, ακατέργαστο και θραυσματικό υλικό. Κάποιες λεπτομέρειες μπορεί να ξεγλιστρήσουν και να αναγνωριστούν από τους δικούς μου ανθρώπους ως βιώματά μου, αλλά στο ευρύτερο πλαίσιο γράφω αποκλειστικά μυθοπλασία.


Τον Δεκέμβριο του 2024 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Μετρονόμος» η συλλογή διηγημάτων σας με τίτλο «Είμαι…». Πρόκειται, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σας, για δεκαεννέα ιστορίες ανένταχτες με ρόλους κόντρα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Σε ποιους ρόλους αναφέρεστε και ποιοι ήρωές σας φορούν τους ρόλους αυτούς;

Οι ρόλοι είναι οι μάσκες που –από την κοινωνία ή δεδομένου του χωροχρόνου στον οποίο κινούμαστε– αναγκαζόμαστε να φοράμε οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως του «είμαι» μας· κάποιες φορές πολύ κοντά σε αυτό, τις περισσότερες κόντρα του. Για παράδειγμα, ο ρόλος του θύματος ή του θύτη, του ήρωα ή του προδότη, της μητέρας ή της μη-μητέρας, της γυναίκας που πρέπει να υποτάσσεται, του προστάτη, του αφέντη ή του δούλου. Ο ήρωας που φορά έναν ρόλο κόντρα είναι αυτός που αντιστέκεται στον ρόλο, όχι απαραιτήτως με κραυγή ή αισθητή επανάσταση, αλλά με την απλή πράξη της πιστής στον εαυτό του ύπαρξης.

«Είμαι…» τιτλοφορείται το βιβλίο σας και εύλογα συνειδητοποιεί ο αναγνώστης πως οι ιστορίες σας έχουν να κάνουν με την ταυτότητα του καθενός, ανεξάρτητα από το ποιος είναι και τι είναι ή δεν είναι στην πραγματικότητα. Έχει μήπως μια ειρωνική διάθεση η επιλογή του τίτλου αυτού, μια καυστικότητα που στην ουσία παρουσιάζει όλη την ανεξέλεγκτη και χαοτική, ίσως και παρακμιακή κατάσταση που βιώνει ο άνθρωπος του σήμερα από δική του κακή επιλογή και μόνο;

Στο Είμαι… παρελαύνουν διάφοροι ετερόκλητοι πρωταγωνιστές. Το ρήμα «είμαι» ενέχει μια αμφισημία, την ταυτότητα που δεν ολοκληρώνεται ποτέ, αφού, κατά μία έννοια, πάντα έπονται ως αιωρούμενοι ουραγοί οι τρεις τελείες. Οπότε, ναι, θα συμφωνήσω πως μάλλον υποκρύπτεται κάποια ειρωνική διάθεση στον τίτλο, τόσο ως αμφίρροπη δήλωση όσο και ως ερωτηματικό που μασκαρεύεται σε αποσιωπητικά. (Δηλώνω πως είμαι κάτι, κάποιος, κάπως, αλλά τελικά είμαι όντως αυτό, αυτός, έτσι;) Ίσως, τελικά, το «είμαι» μου δείχνει αγωνία, αφού, διαχρονικά, το «είμαι» είναι περισσότερο πεδίο συγκρούσεων και αυτοαναγνωρίσεων παρά στατική δήλωση.

Είναι καθαρά προϊόν μυθοπλασίας οι ιστορίες σας ή δανείζονται αρκετά στοιχεία από την πραγματική ζωή;

Μόνο η πρώτη ιστορία με τον τίτλο «Τεσσάρων» είναι αυτοβιογραφική. Οι υπόλοιπες δεκαοχτώ ενέχουν μεν ψήγματα –της δικής μου– πραγματικότητας, αλλά είναι κεντημένες πάνω στον μυθοπλαστικό καμβά.

Πώς θα χαρακτηρίζατε τον τρόπο της γραφής σας στο συγκεκριμένο βιβλίο; Σκληρός, ωμός, υπαινικτικός, αυθόρμητος, ρεαλιστικός, επιτηδευμένος; Τι απ’ όλα αυτά και γιατί;

Όλα αυτά, συν μερικά άλλα ακόμη, ίσως νοσταλγικός σε κάποιες ιστορίες, καταγγελτικός σε κάποιες άλλες, αλλού σαρκαστικός, κάπου ενοχικός. Δεν πρόκειται για ενιαίο τρόπο γραφής, είναι δεκαεννέα διαφορετικές ιστορίες γραμμένες με δεκαεννέα διαφορετικούς αφηγηματικά τρόπους.

Ποιο υπήρξε το κριτήριο επιλογής για τα συγκεκριμένα διηγήματα που φιλοξενούνται στο βιβλίο σας; Πώς προέκυψαν οι ήρωές σας και τι το διαφορετικό παρουσιάζει ο καθένας απ’ αυτούς;

Οι ήρωες προέκυψαν μέσα από βασανιστικά ερωτήματα, ας πούμε πού πηγαίνει το δίκιο σου όταν σου αφαιρούν τη φωνή; Στη συλλογή Είμαι… ενσωματώθηκαν οι φωνές των ηρώων που είχαν περισσότερη ανάγκη από άλλους να μιλήσουν, είτε ψιθυριστά και συνωμοτικά είτε ουρλιάζοντας.

Μιλήστε μας για τη συνεργασία σας με τις εκδόσεις «Μετρονόμος»; Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας μέχρι τώρα;

Οι καλύτερες! Οι Εκδόσεις Μετρονόμος, ψυχή των οποίων είναι τόσο ο –ας μου επιτραπεί η υπερβολή, αλλά θα συμφωνήσουν όσοι τον γνωρίζουν– ένας και μοναδικός Θανάσης Συλιβός όσο και η πανταχού παρούσα Ιωάννα Καραμαλή, σέβονται και αγαπούν τον δημιουργό και διακονούν πολλαπλώς την τέχνη με μία αφοσίωση συγκινητική και με έναν ρομαντικό ιδεαλισμό που μοιάζει άλλης εποχής. Σε έναν χώρο που πάσχει από ένα σωρό παθογένειες (τις οποίες δεν είναι επί της παρούσης να κατονομάσω), το Είμαι… βρήκε ένα αληθινό σπιτικό.

Τι να περιμένουμε στο μέλλον από τη συγγραφέα Φανή Κεχαγιά; Ετοιμάζετε κάτι αυτό το διάστημα που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;

Ετοιμάζονται διάφορα, επιτρέψτε μου όμως να τα αφήσω ανείπωτα για… σασπένς. Θα πω μόνο πως θα ανακοινωθούν όταν έρθει η ώρα τους.

Πείτε μας μια ευχή σας που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί οπωσδήποτε.

Μία ευχή μόνο; Χμ… Τότε θα ευχηθώ να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε στην Ελλάδα μια λογοτεχνική και αναγνωστική παράδοση αντάξια, φέρ’ ειπείν, της Ιρλανδίας, με πολλές και ενημερωμένες –σχολικές και μη– βιβλιοθήκες, ανθηρά βιβλιοπωλεία, αυξημένη φιλαναγνωσία από τις μικρές ηλικίες, λέσχες ανάγνωσης ενθουσιώδεις και πολυπληθείς, μεταφράσεις Ελλήνων συγγραφέων στο εξωτερικό, κρατική οικονομική και πολιτιστική στήριξη του βιβλίου και των φορέων που το υπηρετούν και εύχομαι όλα αυτά να μην είναι ουτοπικά – βλέπετε πόσα χωράνε σε μία ευχή;

Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα απόσπασμα από το βιβλίο σας, όποιο εσείς επιλέξετε. 


Σας παραθέτω επίσης άλλα τρία μικρά αποσπάσματα:

«Είμαι τεσσάρων. Η μαμά μάς ξύπνησε πρωί πρωί με ένα παράξενο χαμόγελο, που μοιάζει με το καλοκαιρινό μου καπέλο∙ εκείνο το ψάθινο με την υφασμάτινη κίτρινη μαργαρίτα στο πλάι, που το βούτηξα στη θάλασσα κι έγινε σαν τσαλακωμένο χαρτί και είναι και όμορφο και σαν λυπημένο μαζί».

«Είμαι νεκρή από προψές το χάραμα. Ξημερώματα Δευτέρα 20 Ιανουαρίου ξεψύχησα, το πρωί με κατέβασαν στην Πάτρα για νεκροψία, Τρίτη απόγεμα μ’ έφεραν πίσω στο χωριό και με θάψαν. Ούτε ξενύχτι ούτε τίποτα. Μπαμ μπαμ. Δηλαδής, προχτές βράδυ Κυριακή ήμουν ζωντανή, κι απόψε Τρίτη με τρώει το χώμα».

«Είμαι καθισμένη σ’ ένα ξεφτισμένο δερμάτινο σκαμπό - του κώλου δερμάτινο, δηλαδή, φτηνή δερματίνη είναι. Κάπου πριν από τα Χριστούγεννα του ’59, κάτι πριν απ’ τα μεσάνυχτα. Στο αγαπημένο μπαρ του ακατονόμαστου στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, το «Βεντιλατέρ», ανεμιστήρας ελληνιστί. Ελληνίδα στο Παρίσι… Θα ήταν ρομαντικό, αν δεν δούλευα για φραγκοδίφραγκα γαζώτρια σ’ ένα καταγώγι με άλλες είκοσι καψερές σαν εμένα, ένα μάτσο εθνικότητες. Μετανάστριες οι περισσότερες. Κι εγώ. Ερωτική».

Κυρία Κεχαγιά, σας ευχαριστώ πολύ για τις διευκρινιστικές σας απαντήσεις που οπωσδήποτε έριξαν άπλετο φως σε ένα βιβλίο αρκετά ενδιαφέρον, καθηλωτικό και άξιο ανάγνωσης. Εύχομαι από καρδιάς να είναι καλοτάξιδο με πολλές ακόμα αναγνώσεις και καλές κριτικές.

Εγώ σας ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση και για τον εξαιρετικά ουσιαστικό διάλογο. Σας εύχομαι την καλύτερη συνέχεια στο έργο σας για την προβολή του βιβλίου, της λογοτεχνίας και της τέχνης ευρύτερα!


Βιογραφικό:

H Φανή Κεχαγιά είναι συγγραφέας, φιλόλογος και επιμελήτρια κειμένων. Γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, παραμύθια, άρθρα και θεατρικά. Έργα της είναι δημοσιευμένα σε συλλογικές εκδόσεις και λογοτεχνικά περιοδικά• συμμετείχε με ανακοινώσεις σε πανελλήνια και διεθνή συνέδρια• δύο θεατρικά της ανέβηκαν στη σκηνή (2018 και 2020). Είναι υπεύθυνη για τις στήλες «Ελληνική πεζογραφία και… κάτι» και «Literaturae memoria» του ηλεκτρονικού περιοδικού Culture Book. Κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της Ήθελα μόνο να με αγαπήσεις και Ομηρία (Εκδόσεις Έξη, 2018 & 2023) και το παραμύθι της Τα φυγοπούλια (Εκδόσεις Ψυχογιός, 2021).

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια