Συγγραφέας: Γιολάντα Τσορώνη – Γεωργιάδη
Έτος έκδοσης: 2020
Σελ.: 528
Εκδόσεις: Σαββάλας
Πολλές φορές αρκεί ένας γραπτός ή ένας άγραφος νόμος για να
στιγματίσει τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων, να τις κουμαντάρει, να τις σακατέψει
και εν τέλει να τις καταστρέψει. Ιδιαίτερα μάλιστα, στις κλειστές κοινωνίες,
όπου η μόρφωση δύσκολα βρίσκει οξυγόνο για να αναπνεύσει κι ο ορίζοντας
εγκλωβίζεται σε συγκεκριμένα γεωγραφικά σύνορα, η υπακοή στο οποιοδήποτε
κατεστημένο γίνεται επιβολή και οποιαδήποτε παρεκτροπή καταδικάζεται με θάνατο.
Η υποταγή δίχως έλεος πλέον μετατρέπεται σε συνήθεια, μια συνήθεια που δε
διαφέρει σε τίποτα από μια φυλακή για όσους τόλμησαν να ονειρευτούν τη φυγή
τους απ’ αυτή και να αναζητήσουν καλύτερες μέρες στο άγνωστο με φόντο την
ελπίδα.
Η συγγραφέας Γιολάντα Τσορώνη – Γεωργιάδη με τόλμη ψυχής
αποφασίζει να γράψει για έναν από τους πιο σκληρούς νόμους που αφέντευε πάνω
από πεντακόσια χρόνια τον αλβανικό βορρά και τους ανθρώπους του και
συγκεκριμένα για τον «Κανούν». Στο μυθιστόρημά της με τίτλο «Ανυπάκουα πρέπει»,
των εκδόσεων Σαββάλας, ο αναγνώστης καλείται να έρθει αντιμέτωπος με τη σκληρή
πραγματικότητα των ανθρώπων αυτών, που ζούσαν χωρίς να έχουν το δικαίωμα να
αντισταθούν στις προσταγές της μοίρας τους και χωρίς, φυσικά, να τολμούν να
ονειρευτούν την οποιαδήποτε απόδρασή τους απ’ αυτήν.
Ο «Κανούν» ήταν ο πιο απάνθρωπος, ο πιο σκληρός νόμος, αυτός
που «με νόρμες και κανόνες που αφορούσαν την ιδιοκτησία της γης, τη φιλοξενία,
τη συγγένεια, την τιμή, το μοίρασμα της περιουσίας και τον γάμο, είχε εδραιώσει
συμπεριφορές, είχε ορίσει τους κοινωνικούς ρόλους των φύλων, είχε μοιράσει
δικαιώματα και υποχρεώσεις σε άντρες και γυναίκες, με τη ζυγαριά να γέρνει
πάντα υπέρ του αρσενικού, και κανείς δε διανοούνταν να αλλάξει την καθεστηκυία
τάξη της μικρής κοινωνίας του κάθε χωριού που ήταν χτισμένο κάτω από τη σκιά
των ¨Καταραμένων Βουνών¨», των βουνών δηλαδή που στέκουν πάντα τόσο άγρια κι
αμίλητα ανάμεσα στην Αλβανία και το Κόσσοβο και που κουβαλούν «έναν πολιτισμό
τραχύ σαν τα κακοτράχαλα εδάφη τους».
Η ιστορία του βιβλίου χωρίζεται σε δύο μέρη.
Στο πρώτο μέρος περιγράφεται η ζωή της κεντρικής ηρωίδας του,
της Ιλιριάνας, τα παιδικά, εφηβικά και
πρώτα νεανικά της χρόνια, στο μέρος όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, το χωριό της.
Δύσκολα χρόνια για ένα κορίτσι που προσδοκά να χορτάσει τη ζωή και να τη ζουμήξει,
που ονειρεύεται να γνωρίσει τον κόσμο πέρα από τα στενά όρια του περιβάλλοντός
της, που οραματίζεται μια κοινωνία δίκαιη και αγνή, στην οποία η γυναίκα μπορεί
να έχει γνώμη και μπορεί να την υπερασπιστεί, που δεν είναι υποταγμένη στον
άντρα, που ορίζει μόνη της τη ζωή της, που έχει τη δύναμη να επιλέξει το μέλλον
της και το σύζυγό της και που επιλέγει η ίδια αν θα δώσει αγάπη και αν θα δεχθεί
την αγάπη των άλλων. Η Ιλιριάνα ονειρεύεται να κατακτήσει το σεβασμό των
συνανθρώπων της, να σπουδάσει, να κυκλοφορήσει ελεύθερα, να εκφραστεί ελεύθερα,
να διεκδικήσει τα καλύτερα για τον εαυτό της και τόσα άλλα ακόμα, που, όμως, με πόνο ψυχής διαπιστώνει ότι μόνο
όνειρα μπορούν να παραμείνουν, καθώς η ζωή τριγύρω της, στην οποία και η ίδια
είναι εγκλωβισμένη, παρουσιάζει μια εικόνα τελείως διαφορετική και
αναμφισβήτητα τραγική, κι αυτό γιατί οι συνθήκες που την ορίζουν είναι το ίδιο
άγριες, απάνθρωπες και αδίσταχτες.
Η μητέρα της, από παιδάκι ακόμα, την τάζει σε γάμο με κάποιον
που δεν γνωρίζει, καθώς δεν τον έχει συναντήσει ποτέ. Μεγαλώνει με την ιδέα του
γάμου, έναν γάμο που δεν επιθυμεί, αλλά που, δυστυχώς, δε μπορεί να αποφύγει.
Οι δύο μικρότερές της αδερφές, ακολουθώντας κι εκείνες τη μοίρα των κοριτσιών
της εποχής τους, παντρεύονται με διαταγή του πατέρα τους, δίχως να ερωτηθούν
και, φυσικά, δίχως να επιλέξουν το ταίρι τους.
Ο αδερφός της Σαλί, επιδιώκοντας να καλυτερέψει την
οικονομική του κατάσταση και την ποιότητα της ζωής του, εγκαταλείπει το χωριό
του κόβοντας κάθε επικοινωνία με την οικογένειά του και παλεύοντας να επιβιώσει
στην ξενιτιά. Όμως, σε καιρούς δύσκολους, που η ξενιτιά προσφέρεται ως λύση στη
φτώχεια και στην εξαθλίωση και όχι ως απόλαυση, η ζωή δεν κρύβει τα δόντια της
ούτε χαρίζεται απλόχερα. Ο Σαλί, μετά από τέσσερα χρόνια απουσίας, επιστρέφει
νεκρός στο πατρικό του και την ίδια στιγμή στέλνει στο θάνατο τον πατέρα του.
Σε μια εποχή όπου η ανδροκρατία δεν είναι απλά συνθήκη, αλλά
κανόνας, το μέλλον των τριών γυναικών που απομένουν μόνες πια στο σπίτι, γιαγιά
– μάνα – κόρη, χωρίς την προστασία ανδρός, είναι προδιαγεγραμμένο. Πρέπει άμεσα
να διαλέξουν ποιους από εδώ και στο εξής θα υπηρετούν, σε ποιους δηλαδή θα
ανήκουν, στο σόι της μάνας ή στο σόι του πατέρα, όπως ακριβώς ορίζει ο «Κανούν».
Η Ιλιριάνα, αντιδραστικό πνεύμα από παιδί, ήδη πια γυναίκα 25
ετών, παρθένα ακόμη και άσπιλη, καθώς ακόμα περιμένει τον νέο στον οποίο τάχθηκε
για να έρθει και να την παντρευτεί, αδυνατεί να δεχτεί αυτή την προοπτική στη
ζωή τους, την εκ νέου δηλαδή υποδούλωσή τους σε ανθρώπους που, παρότι συγγενείς,
δεν τις γνωρίζουν πολύ και σίγουρα δε θα τις καλωσορίσουν στο σπίτι τους. Κι
έτσι παίρνει την απόφαση να γίνει «μπουρνέσα». Όπως ο κάθε νόμος, άλλωστε, έχει
τα παραθυράκια του, έτσι και ο «Κανούν» δεν τυχαίνει εξαίρεσης. Η γυναίκα μπορεί να απαλλαγεί από την
υποχρέωσή της να υπηρετεί τον άντρα, αρκεί να αποφασίσει να
απαρνηθεί εφ’ όρου ζωής τη γυναικεία της φύση και να «μεταλλαχθεί» η ίδια σε
άντρας. Έτσι, αποκτά μεν όλα του τα δικαιώματα, αποκτά όμως και τις υποχρεώσεις
του. Το τίμημα, φυσικά, είναι μεγάλο: η διατήρηση
της παρθενίας της γυναίκας, η απαγόρευσή της να ερωτευτεί και η αλλαγή της
εξωτερικής της εμφάνισής από γυναικεία σε ανδρική.
Η Ιλιριάνα μεταλλάσσεται σε Ιλίρ και τα συναισθήματά της παγώνουν,
καθώς μπαίνουν στο χρονοντούλαπο μιας ζωής που επιλέγει να αφήσει πίσω. Η νέα
ζωή που ανοίγεται μπροστά της την καθιστά τον νέο προστάτη της οικογένειας. Η υπακοή εξελίσσεται
σε επικράτηση. Τώρα πια μπορεί να καπνίζει, να πίνει, να καβαλικεύει, να κάνει
βόλτες, να εκφέρει άποψη, να αποφασίζει, να διατάζει. Ώσπου έρχεται η δύσκολη
στιγμή που γιαγιά και μάνα φεύγουν από τη ζωή. Ο Ιλίρ μένει μόνος του να κάνει
παρέα με τους νεκρούς. Με ανάμεικτα συναισθήματα παίρνει τη μεγάλη απόφαση να
μεταναστεύσει με προορισμό τη Γαλλία, προκειμένου να βρει το μοναδικό συγγενή,
στον οποίο έχει εναποθέσει τις ελπίδες του για ένα καλύτερο αύριο, τον αδερφό
της μητέρας του και θείο του. Κι εκεί ξεκινά το δεύτερο μέρος του βιβλίου.
Συναντώντας και αντιμετωπίζοντας αρκετές δυσκολίες και
εμπόδια στο διάβα το ως παράνομος μετανάστης, ο Ιλίρ καταφέρνει μετά από πέντε
ολόκληρα χρόνια να φτάσει στη Γαλλία. Ο θείος του, όμως, έχει φύγει από τη ζωή
και αυτή που συναντά στον προορισμό του είναι η ξαδέρφη του Αφροντίτα, η οποία
κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να του εξασφαλίσει μια όσο το δυνατόν
ανθρώπινη διαμονή στη χώρα του φωτός.
Ο Ιλίρ συναντά όλες τις ομορφιές της Γαλλίας, θαμπώνεται από
τις δημιουργίες των καλλιτεχνών της, εργάζεται σκληρά για να καταφέρει να
επιβιώσει, αλλά στο τέλος βρίσκεται αντιμέτωπος με την ίδια του τη φύση.
Ερωτεύεται. Βιώνει πλέον την εποχή των δαιμόνων που σκιάζουν καθημερινά τη
σκέψη του. Ο Ζεράρ είναι ο άνθρωπος που του αποκαλύπτει τη ζεστή και τρυφερή
πλευρά του ανδρικού φύλου, αυτή που ποτέ δεν είχε γνωρίσει στο παρελθόν ούτε
καν από τον ίδιο του τον πατέρα. Η καρδιά του Ιλίρ χτυπάει δυνατά,
αναστατώνεται, ριγεί και ο όρκος που κάποτε είχε δώσει, να μείνει για πάντοτε
«μπουρνέσα» κινδυνεύει. Ένα ανελέητο παιχνίδι συναισθημάτων έρχεται να ταράξει
το είναι του. Το ποιο μέλλον θα επιλέξει να ακολουθήσει δεν είναι εύκολη
υπόθεση και σ’ αυτό καλείται να τον βοηθήσει η καρδιά.
Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα που καθηλώνει τον αναγνώστη από
την πρώτη του κιόλας σελίδα. Η πολύ καλή χρήση της γλώσσας του, η μεστός λόγος
και η κινηματογραφική ροή των γεγονότων, που τοποθετούνται επακριβώς στη διαφάνεια
του χρόνου, εξασφαλίζουν την ισορροπία της πραγματικότητας με τη φαντασία και
επιτρέπουν στη συγγραφέα να θίξει με άνεση αρκετά διαχρονικά, πολιτικά και
κοινωνικά ζητήματα, κάτι το οποίο εξαρχής επιδιώκει.
Η συναρπαστική γραφή της, με τη γλαφυρότητα που τη
χαρακτηρίζει, καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη στο κλίμα της εποχής που
περιγράφει προκαλώντας του ποικίλα συναισθήματα, όπως αυτά της αγανάκτησης, της
οργής, της θλίψης, του πόνου, της απογοήτευσης, αλλά και της ελπίδας. Η ελπίδα
είναι το κλειδί για ένα καλύτερο μέλλον και γι’ αυτό η συγγραφέας φροντίζει να
αφήσει στο τέλος της ιστορίας ανοιχτό το παράθυρό της, ώστε να αναπνεύσει η ψυχή και να οραματιστεί
την ευτυχία της.
Το βιβλίο της αποτελεί φόρο τιμής για όλες εκείνες τις
γυναίκες που, αν και στα πρόθυρα του 21ου αιώνα, οι απάνθρωπες
συνθήκες της ζωής τους τις ανάγκασαν να απαρνηθούν για πάντα τη γυναικεία τους
φύση, προκειμένου να διεκδικήσουν ως αντάλλαγμα την αξιοπρέπεια τη δική τους και
των υπόλοιπων μελών της οικογένειάς τους.
Ένα μυθιστόρημα πλούσιο σε εικόνες και χρώματα, που οπωσδήποτε
αξίζει να διαβαστεί.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
0 Σχόλια