Συγγραφέας: Σόφη Θεοδωρίδου
Έτος έκδοσης: 2020
Σελ.: 816
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Στη νήσος Σύμη υπήρχε ένα
αρχαίο έθιμο οι μάνες να μεριμνούν για την αποκατάσταση των τέκνων τους. Έτσι
το 1874 και η μάνα του Μιχάλη Κυριακού, του
είχε διαλέξει νύφη δίχως να ζητήσει τη γνώμη του. Ήταν μια Συμαία, ένα κορίτσι
δεκαεφτά χρόνων, από τη γενιά των
Διακογιάννηδων, που ζούσε στο Κάϊρο με την οικογένεια του αδελφού της, γιατί
είχε ορφανέψει νωρίς. Η θειά Ρηνιώ είχε διαλέξει τη νύφη κατόπιν υπόδειξη της
μάνας του Μιχάλη, της Αστραδενής. Έτσι η νεαρή Σμαράγδα φτάνει από την
Κωνσταντινούπολη στη Σύμη με το καράβι του ηλικιωμένου Μόσκοβου (Λεωνίδα
Κυριακού). Όταν την πρωτοείδε ο Μόσκοβος στην Κωνσταντινούπολη, έμεινε
έκπληκτος, γιατί έμοιαζε στη Σμαράγδα, που είχε αγαπήσει νέος, αλλά είχε υποστεί
διπλή προδοσία από την αγαπητικιά και τον φίλο του τον Αντώνη. Η νεαρή Σμαράγδα
Αγγελίδη ήταν εγγονή εκείνης της Σμαράγδας που είχε αγαπήσει ο Μόσκοβος και
τώρα την μετέφερε με το σκαρί του «Αστραδενή», για να την παντρέψει με τον γιό
του… Επίσης ο Μόσκοβος επειδή ήταν ευυπόληπτος πολίτης της Σύμης και
μεγαλόψυχος, της κόρης του Αντώνη, της ζήτησε να εργαστεί στο νησί τους ως
δασκάλα.
Η Σμαράγδα γοητεύθηκε
εξαρχής από το θέαμα της αμφιθεατρικά χτισμένης πολιτείας. Ψηλά στην κορυφή του
βουνού το Κάστρο διαφέντευε το πέλαγος. Από κάτω του ακριβώς απλωνόταν ο
παλαιότερος οικισμός του νησιού, το Χωριό, ενώ τα τελευταία χρόνια που το χρήμα
εισέρρεε άφθονο από το εμπόριο σφουγγαριών, είχε αρχίσει να οικοδομείται κι ο
αιγιαλός, εξού και η ονομασία Γιαλός του νέου οικισμού. Η Σμαράγδα δεν
περιμένει ότι στο νησί με τα πολλά προνόμια ,δίχως την παρουσία Τούρκων, καθώς
κουμάντο έκανε η Δημογεροντία και τους επιδέξιους σφουγγαράδες θα βρει την
ευτυχία.
Οι Συμαίοι έξω από
άνθρωποι των παραδόσεων ήταν επίσης πρόσχαροι και εξωστρεφείς, πρόθυμοι να
στρωθούν στο γλέντι δοθείσης της ευκαιρίας και κυρίως τούτη την εποχή που
έφτασε η Σμαράγδα, που τα σφουγγαράδικα και τα τσούρμα που τα απάρτιζαν
βρίσκονταν στη Σύμη, μια μέθη που προέρχονταν από την επίγνωση του εφήμερου
συνέπαιρνε μικρούς και μεγάλους. Κάθε γιορτή ήταν αφορμή για να χορέψουν, να
τραγουδήσουν, να χαρούν. Ουδείς γνώριζε αν θα επισκεπτόταν το σπίτι του ο Χάρος
μες την επόμενη χρονιά, ενώ οι πάντες γνώριζαν τους κινδύνους που έκρυβε η
δουλειά των σφουγγαράδων, μια δουλειά που έφερνε και την ευημερία στον τόπο
τους.
Η ευτυχία αυτή, που βρήκε
η πάμφτωχη Σμαράγδα στη μαγευτική Σύμη, και κοντά στον αγαπημένο και πλούσιο άντρα της, τον Μιχάλη, που δούλευε στα
σπογγαλιευτικά του πατέρα του, ωστόσο, θα σημαδευτεί από πολύχρονη (οχτώ
χρόνια) ατεκνία, μέχρι τη μέρα που θα κλείσει στην αγκαλιά της τον πεντάχρονο
ορφανό Γιοσίφ, που οι συμπατριώτες της θα αποκαλέσουν «το Αραπί», δυσκολεύοντας
την ένταξή του στην προηγμένη για τα δεδομένα της εποχής κοινωνία τους. Τον
ορφανό Γιοσίφ, θα τον φέρει από την Μπαρμπαριά, ο Μιχάλης. Παράλληλα επειδή
ήταν εγγονή της Σμαράγδας και του Αντώνη, επειδή ήταν φτωχειά και επειδή δεν έκανε
παιδιά, δεν περνούσε καλά με την πεθερά της και κυρίως μετά τον θάνατο του Μόσκοβου,
που αποτελούσε φράγμα για την Αστραδενή η παρουσία του. Νύφη με πεθερά είναι
σαν το λάδι με γάλα. Δεν σμίγουνε ποτέ. Τώρα που είχε σπάσει το φράγμα με το
φευγιό του Μόσκοβου, ερεθισμένη κι από τον πόνο και τον καημό της η Αστραδενή,
είχε αποχαλινωθεί. Όλα όσα υπονοούσε με το βλέμμα, δε δίσταζε να ξεστομίζει, πληγώνοντας
τη νύφη της. Εκείνη δεν μιλούσε, κατάπινε όσα πικρά άκουγε, νιώθοντας ότι
καταπίνει αναμμένα κάρβουνα και λαχταρώντας να περάσει ο καιρός, το εξάμηνο, να
επιστρέψει ο Μιχάλης της και να λήξει τούτη η μαρτυρική συμβίωση.
Ο γιός τους ο Γιοσίφ, αν
και έγινε δεκαπεντάχρονος, δεν είχε εγκλιματιστεί στο νέο του περιβάλλον, δεν αγαπούσε τους
γονείς του, αντίθετα τους μισούσε, δεν αγαπούσε το νησί και την μητέρα πατρίδα.
Όταν η Σμαράγδα μετά από τόσα χρόνια μένει έγκυος και γεννά τον μικρό
Λεωνίδα-Μόσκοβο, ο Γιοσίφ από ζήλια και φθόνο, κάποια μέρα έκλεψε το σεντούκι της μάνας του (που είχε
αγγλικές και τούρκικες λίρες, κοσμήματα,
σκουλαρίκια, μενταγιόν) και έφυγε για τη Ρόδο.
Στη Ρόδο, όπου το χνότο
του Οθωμανού είναι πιο αποπνικτικό, θα παρεισφρήσει στην ανδροκρατούμενη
επιχειρηματική κοινότητα του νησιού με το άρωμά της, τον Ροδανθό.
Πρόκειται για ένα βιβλίο
γραμμένο με τόσο ελεύθερο πάθος, που διαβάζεται ως ένα μυθιστόρημα -τοιχογραφία
όχι μόνο μιας εποχής, αλλά και μιας οικογένειας. Μια συναρπαστική αφήγηση
καταστροφής και αναγέννησης γραμμένη σε απαράμιλλο ύφος. Οδυνηρό και ανθρώπινο
που σφύζει σαν ανοιχτή πληγή.
Διαβάστε το.
Η ΣΟΦΗ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ κατάγεται από την Αλμωπία, μια μικρή επαρχία του Νομού Πέλλας. Σπούδασε
νηπιαγωγός στη Θεσσαλονίκη κι εγκαταστάθηκε κατόπιν στην περιοχή καταγωγής της,
όπου διαμένει μέχρι σήμερα με την οικογένειά της. Λατρεύει τη ζωγραφική και τη
λογοτεχνία, και πιστεύει πως η αγάπη της για την τελευταία την οδήγησε τελικά
στη συγγραφή. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν συνολικά δέκα μυθιστορήματά
της.
0 Σχόλια