Συγγραφέας: Λιλή Μιχαηλίδου
Έτος έκδοσης: 2021
Σελ.: 71
Εκδόσεις: Εν
Τύποις
«…Ο πολιτισμός αυτοκαταστρέφεται.
Η νέμεσις κτυπάει την πόρτα.
Τι να τους κάνουμε τους ποιητές αυτούς τους καιρούς;
Ποια είναι η χρησιμότητα της ποίησης;
Η κατάσταση του κόσμου καλεί τους ποιητές να τον σώσουν.
Αφού θες να είσαι ποιητής, φτιάξε έργα ικανά να
απαντήσουν στην πρόκληση αποκαλυπτικών ημερών, ακόμα κι αν τούτο το νόημα
ακούγεται αποκαλυπτικό…»
Λώρενς
Φερλινγκέτι
«Να γράφεις ποιήματα, είναι μια μονομαχία»
Άνταμ
Ζαγκαγιέφσκι
Ακολουθώντας την περίφημη
ηρακλείτεια σκέψη, θα μπορούσαμε να πούμε πως ένας άνθρωπος ποτέ δεν μένει
πραγματικά ίδιος στο πέρασμα του χρόνου. Επομένως, όσες φορές και αν εκείνος
επισκεφθεί το οποιοδήποτε κείμενο, πάντοτε θα προκύπτει μία καινούργια
ανάγνωση, η οποία μπορεί να συμπληρώνει ή κάποτε να ανατρέπει τις προηγούμενές
της.
Βεβαίως,
από τον κανόνα αυτόν δεν εξαιρείται η σπουδαία ποίηση, εφόσον ένα από τα κύρια
χαρακτηριστικά της είναι το ανεξάντλητο της βαθιάς της ουσίας, με τις διαρκείς
αιτίες και αφορμές που δίνει για συγκίνηση και στοχασμό. Με αυτές τις σκέψεις
βρισκόμαστε μπροστά στο βιβλίο της ακάματης λειτουργού των γραμμάτων Λίλη
Μιχαηλίδου.
Η Κύπρια Λίλη Μιχαηλίδου στην πλούσια, ουσιαστική και
εμβριθή ποιητική συλλογή της μας μιλά και μας απευθύνει τον λόγο και την
βιωμένη αλήθειά της, που αποκτά συλλογικές διαστάσεις, καθώς αγγίζει το κοινό
αίσθημα με ουμανιστική ευαισθησία και οικουμενικό πνεύμα. Ρίχνει το βλέμμα στο
παρελθόν, σκιαγραφεί το μουντό του παρόντος και την ανησυχία της για τα
μελλούμενα, ψάχνοντας οδούς διαφυγής στη μνήμη, στη θύμηση, στην παιδική
ηλικία, στη γλώσσα, στο αν θέλεις να σκοτώσεις κάποιον/ σκότωσέ του τη γλώσσα, στο
ότι η γλώσσα είναι η πατρίδα, είναι η
μάνα / είναι η αγάπη, χωρίς τη γλώσσα ο κόσμος θα είχε πεινάσει ,στην γραφή
ποιημάτων, στον ήχο των λέξεων, στις λέξεις που έστυψε το νόημά τους, στο χρόνο που δεν έλεγε να κάνει διάλειμμα, στη
μετέωρη ώρα της ποιητικής σύλληψης, στη νύχτα που πάει να σβήσει, στο σεληνόφως
που παρατείνει την παραμονή του, στο φεγγάρι που κατέβηκε στο πιάτο , στις
πρώτες πρωινές ώρες που οι λέξεις αρχίζουν να σιγοβράζουν, να κοχλάζουν
και να ξεχειλίζουν και τότε ξυπνά η ποίηση, στο κουκούλι που έσπασε κι ελευθέρωσε
το λόγο, σα μετάξι, στη διαμαρτυρία
της σκέψης, στο νεαρό ερωτευμένο ζευγάρι στην παραλία, που τα μάτια και τα
χείλη τους / είναι ανοιχτό βιβλίο γεμάτο στίχους, στο πρόσωπο απέναντί της /
πολλαπλασιασμένο σε σώματα άλλων γυναικών/ σε αγκαλιές πολλών ανδρών /παγιδευμένο
στο ραγισμένο γυαλί, σε κάποιες μέρες που ενώνανε τις
γεύσεις / παγωτό με βύσσινο στο στόμα της /φράουλα στο δικό του, σε αγγίγματα
και χάδια, σε βλέμματα που είναι
στραμμένα προς τα μέσα, σε ανθρώπινες απώλειες που μας σημάδεψαν, σε ανθρώπους κρυμμένοι στα όνειρά τους, σε
κανένα που δεν σε είπε φωνή /αφού δεν είχε κολυμπήσει στη σιωπή της, στη σιωπή που έπεφτε σαν ψιλή βροχή, στη
μοναξιά που επιμήκυνε τους εσωτερικούς μονόλογους, στο κενό που μπορεί να
διαρκέσει για πάντα, στη γωνία που είναι πάντα ένα μέρος απομόνωσης, στη μνήμη
και στην ιστορία που κι αυτές βαριές και μαύρες, θα διαλυθούν σαν την ομίχλη στις
ψηλές κορφές του Πενταδάκτυλου, στην
συνάντηση με τον Άγιο Φραγκίσκο στην Ασσίζη στις αναγεννησιακές τοιχογραφίες, στη
στάση στο Βρετανικό Μουσείου για να θαυμάσει τους Δώδεκα θεούς του Ολύμπου, σε
εικόνες οικείες και αγαπημένες ,στις σπαρμένες μαρμάρινες κολόνες και τις
αρχαίες πόλεις, στα συναισθήματα, στα όνειρα, στα οράματα, στην αγωνία και την
ελπίδα για ένα αύριο αλλιώτικο, φύτρωσαν και μεγάλωσαν σε ένα νέο τόπο , στο
για ένα πουκάμισο αδειανό / για μια Ελένη, στις ξέπνοες Τρωάδες στους δρόμους
/που έκλαιγαν τα παλληκάρια τους και ξέσκιζαν τα ρούχα τους /και οι φωνές τους
ενώνονταν με των γυναικών στη Συρία / ο πόνος τους ο ίδιος/ μια θάλασσα στεγνή,
στον ορθολογισμό της σκέψης και το παράλογο έργο του πολέμου και την ανθρώπινη
βαρβαρότητα στην Παλμύρα και στο Αφρίν, με τα διαμελισμένα σώματα και τις
σπασμένες αρχαίες κολώνες και τα
αγάλματα, στο ψωμί ζυμωμένο με σκοτάδι, στο και μένει η ώρα μετέωρη, στη μνήμη
που είναι το ψωμί, είναι και το μαχαίρι, στο συνταίριασμα γης και ουρανού κ.α..
Παραφράζοντας τον εθνικό μας ποιητή θα λέγαμε πως η
ποιήτρια Λίλη Μιχαηλίδου «Άλλο δεν έχει στο νου πάρεξ ανθρωπισμό, ποίηση και
γλώσσα».
Η συλλογή «Παγιδευμένο μετάξι» αποτελείται από ενδιάμεσα, 28
ποιητικές παρεμβάσεις που διακόπτουν τον περίπατο των 17 κειμένων του πεζού
λόγου, τα οποία χαρακτηρίζονται από αυτοαναφορικότητα και από ανθρωπιστική,
αντιπολεμική, οικουμενική και στοχαστική θέαση με μια διάθεση αποτύπωσης της
διαδρομής της ποιήτριας μέσα από τόπους και προσωπικά βιώματα, όπου το ποιητικό
κείμενο αντιπροσωπεύει, υποδηλώνει, ενσωματώνει, αλλά δεν αποκαλύπτει συχνά
κάτι ευθέως. Παράλληλα διαγράφεται η ψυχοκοινωνική συνθήκη, η οποία φιλτράρεται
πολιτικά, με ζέση και στοχαστική ματιά, στο παρελθόν, στο παρόν και το μέλλον.
Το ύφος αυτοαναφορικό, με βιωματικά στοιχεία της
διαδρομής της ποιήτριας, της βιωμένης αλήθειάς της για ανθρώπους και τόπους που
άγγιξαν και άφησαν το αποτύπωμά τους στην ψυχή της, ύφος που χαρακτηρίζεται από
συμπόνια και κοινωνική ευαισθησία, πολιτική θέαση και στοχαστική διάθεση. Ο
λόγος είναι λιτός και απέριττος με δοκιμιακά στοιχεία και προφορικότητα, με έγνοια και σεβασμό στην γλώσσα,
που γεννήθηκε στις αμμουδιές του Ομήρου και την οποία μελέτησε και τίμησε μέσα
από το λογοτεχνικό και πολιτιστικό έργο της.
Η ψυχοπνευματική λειτουργία της μνήμης, βασικό στοιχείο της ανθρώπινης
υπόστασης –τι θα ήμασταν δίχως αυτήν αλήθεια-, αποτελεί κομβικό στοιχείο της ποιητικής
συλλογής, καθώς η Μιχαηλίδου απλώνει το ποιητικό της σύμπαν μέσα από μια
μνημονική αναδρομή σε πρόσωπα, τόπους και έργα της βιοτής της.
Κομβικό στοιχείο της συλλογής αποτελούν επίσης η γλώσσα, η ποίηση και οι
λέξεις. Σημαντική είναι η έμφαση που δίνεται στην σημαντικότητα της γλώσσας για
την εδραίωση και διατήρηση της αίσθησης του είναι και της ταυτότητας.
Δύσκολο να προσεγγίσουμε την πλούσια θεματική της ποιητικής συλλογής σε όλο
της το εύρος, όπου εντάσσονται και ο
τόπος, ο χρόνος, ο πόλεμος και η απώλεια.
Το
φιλοσοφικό υπόβαθρο και η συνάντηση με
το αρχαιοελληνικό πνεύμα, το ένθεο βίωμα, η γλωσσική λεπτότητα και δυναμική, η
εικονοπλαστική δεινότητα, η πλατιά συνείδηση, το γήινο και το συμπαντιαίο – η Λίλη
Μιχαηλίδου ανιχνεύει και αποδίδει με θαυμαστή εμβρίθεια και διαύγεια (δηλαδή
καταπώς τους πρέπει) όλα τα ρίγη, όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ποίησής της.
Για την Μιχαηλίδου
η ποίηση είναι μια πηγαία και αυθόρμητη κατάθεση των συναισθημάτων της,
μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου. Δεν γράφει ποίηση για
να κερδίσει φιλολογικές δάφνες και μια θέση στων ιδεών την πόλη. Η ποιητική έκφραση συντελεί στην
εντονότερη βίωση του συναισθήματος και συχνά λειτουργεί σαν εξομολόγηση και
λύτρωση. Το τραγούδι της αναβλύζει από την εμπειρία της ζωής της, από το καθημερινό
της βίωμα και θίγει το ζήτημα της ποιητικής έμπνευσης, με επίκεντρο τον τόπο,
τον χρόνο, την μνήμη, την ιστορία, την στιγμή, τον πόνο, την αιώνια νιότη.
Ωστόσο, η ποίηση δεν υπερβαίνει τη ζωή. Αντίθετα, η ζωή τροφοδοτεί την ποίηση.
Χωρίς τη γλώσσα η ποίηση δεν θα είχε λόγο ύπαρξης. Η αντίληψη αυτή δεν
υποβιβάζει την αξία της ποίησης, αλλά την ανυψώνει, γιατί αποδεικνύει ότι η
ποίηση δίνει μια άλλη ποιότητα και διάσταση στην ανθρώπινη εμπειρία και φωτίζει
την ανθρώπινη ζωή.
Ξεφεύγοντας από τα τωρινά, η συγγραφέας γυρνάει στο παρελθόν για να
συναντήσει το μικρό παιδί που κάποτε ήταν. Οι θύμησες, το απλό, το υποτυπώδες
και το πρόσκαιρο, γίνονται σπινθήρες που φωτίζουν το περιβάλλον και τις
συνθήκες, μέσα στις οποίες ζει η ποιήτρια, και τις μετουσιώνει σε Τέχνη, αφού
στη λογοτεχνία η ευρυμάθεια και οι φιλοσοφίες υποχωρούν μπροστά στο βίωμα. Με
λιτό, αυθόρμητο ύφος η συγγραφέας δημιουργεί και αναγνωρίζει ένα σώμα μνήμης,
με θέματα και επαναλαμβανόμενες σιωπές που δίνουν νόημα στη ζωή και συγκροτούν
την ταυτότητά της.
Γλώσσα: απλή, δημοτική, ανεπιτήδευτη, κοινή με μερικές λόγιες
λέξεις, αδύναμη στη γλωσσική επεξεργασία, αλλά εκφράζει μια περιπάθεια απόλυτα
προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή.
Πρόκειται για ένα βαθιά στοχαστικό, ποιητικό κείμενο,
αλληγορικό με συμβολισμούς και πολλές παράλληλες αναγνώσεις. Ο αναγνώστης πρέπει να σκεφτεί πέραν
από τις λέξεις. Το βιβλίο
είναι ένας κωδικοποιημένος χάρτης της γλώσσας με τις λέξεις που αγαπάμε.
Διαβάζοντας σε μία πρώτη ανάγνωση, μπορεί να φωτίσει μία όψη των νοημάτων του.
Αποκρυπτογραφώντας το, διαφαίνεται ένα δευτερεύον κείμενο εξίσου σπουδαίο στη
σύλληψή του, κρύβει έναν θησαυρό που αξίζει να ανακαλυφθεί. Η ποιητική αυτή
συλλογή αποτελεί μία διέξοδο στον περιχαρακωμένο κόσμο που ζούμε, είναι ένα
μικρό ταξίδι της σκέψης, μία ανάσα χωρίς μάσκες, σκοτεινές σκέψεις.
Το «παγιδευμένο μετάξι» θέλει να μας κάνει να ξαναγίνουμε άνθρωποι, να αγαπήσουμε
τα σημαντικά, να προσπαθήσουμε από κοινού.
Μέσα από αυτή την περιπλάνηση στα ποιήματα/κραυγές και
στα πεζά/ ποιητικές επεκτάσεις της Λίλη
Μιχαηλίδου, προβληματιζόμαστε για τα μεγάλα
προβλήματα που μαστίζουν την εποχή μας, συμμετέχουμε και συμπάσχουμε στο
δράμα των προσφύγων και των εμπόλεμων, συναινούμε στην καταφυγή στην ποίηση και
σε κάθε μορφή τέχνης, ως το σημαντικότερο καταφύγιο /αντίδοτο στη μοναξιά μας.
Έχει εκδώσει σε
Ποίηση: Η αλχημεία του χρόνου, Ανάγλυφα
Σχήματα και Δρόμοι…, Ανάμνηση μιας Ανατολής, Υπαινιγμοί και Αρένα.
Και σε Πεζό: H πόλη δε θέλει συστάσεις, αφηγήματα,
Σταγόνες από τη χώρα των Μαασάι και ΕΚΕΙΝΟΣ, ανδρών ιστορίες, διηγήματα.
0 Σχόλια