παλαιοί Rolling Stones (κυλιόμενες
πέτρες), με καριοφίλια, ντραμς,
σαξόφωνα και
άλλα οξύαιχμα της έρημης
πατρίδας. Εκεί στα Στενά που
κινήθηκαν «στη θέση
θάνατος», να γίνει αθάνατος
με μια χούφτα πικρά
Ελληνόπουλα.
Ο με το μικρό του δέμας Γέρος του Μωριά, λέει: Ακούτε ορέ
μη σκιάζεστε καθότι
εκείθε που τελειώνει το ύψος αρχινά
το ανάστημα…»
Η ποίηση του Μανόλη Πρατικάκη είναι εξομολογητική,
λυρική, υπαρξιακή. Ο λόγος είναι πλούσιος, γλαφυρός, διεισδυτικός, συγκινητικός.
Τον απασχολούν οι εσωτερικές αναζητήσεις, το γεγονός του ηρωικού θανάτου, ο
αποχαιρετισμός στους νεκρούς, η αντίσταση στο εχθρό, η αιωνιότητα και η επαφή με το
παρελθόν και τις μνήμες.
Ο λόγος του είναι έντονα μεταφορικός, η σύνταξή του συχνά
ελλειπτική και το ύφος του αφαιρετικό, ο τόνος μελαγχολικός, του αναστοχασμού, το
λεξιλόγιό του οικείο και τραχύ αλλά όχι φτωχό.
Κάνει βουτιά στο παρελθόν και το ποίημά του σηματοδοτεί την ταυτότητά του. Ακροβατεί
μεταξύ παρελθόντος και παρόντος για να πει πώς το μέλλον το σκεφτόμαστε σαν
μαξιλάρι για να αναπαύονται τα όνειρα.
Όλη η του η ποίηση, θα ’λεγε κανείς, ξεκινάει και καταλήγει
στον ήχο και στον ρυθμό, στην ελεύθερη από τα δεσμά του νοήματος ροή του λόγου
και στη σιωπή.
Το βλέμμα του ποιητή προσηλώνεται στη μάχη στα
Δερβενάκια του ’21 με την ευαρέσκεια που
χαρακτηρίζει ένα μεγάλο πάλκο τιμών και αναμνήσεων.
Το πολύστιχο και πολυεπίπεδο αυτό ποίημα αυτό δικαιώνει με
την δύναμη, την πηγαιότητα και την υψηλή αλληγορία μίαν ολόκληρη Επέτειο.
Όταν όλα ησυχάζουν μετά την μάχη, ο ποιητής ουρλιάζει
ξυπνώντας τη μουσική που περιμένει μέσα στον παγωμένο και σκλαβωμένο κόσμο. Η
ζωή των στίχων του αφορά τη συνέπεια εκείνης της χρόνιας νόσου που λέγεται
ελπίδα και ελευθερία και υποθάλπει κάθε ηρωισμό και κάθε τραγούδι των λιθαριών
με σκοπούς της Μάνης, της Κλεισούρας, του Βερντέν και της γηραιάς Αλβιόνας, ακούς
τη μια κοτρόνα χτυπώντας την άλλη να σπιθίζουν ωσάν κρύφιες τσακμακόπετρες, ακούς
τον σάλαγο στον γκρεμό, μες την οχλαλοή των τραγουδιών εθάρριε πως δεν ήταν
ένας ιερός πόλεμος αλλά ένας ιερός γάμος των ραγιάδων, έως να ακουστούν τα
τραγούδια από τα κλειστά στόματα που σώπαιναν σφαλισμένα μέσα στις πέτρες αυτές
οι κατεβασιές με τις
κυλιόμενες πέτρες που ετραγουδούσαν στα Δερβενάκια
έμοιαζαν ωσάν μικρές θύελλες λευτεριάς που απλώνονταν κατά κύκλους, όπως
απλώνεται η πυρκαγιά, το αναρίθμητο γέλιο των κυμάτων του πόντου, σμιγμένο με
των λιθαριών το αναρίθμητο τραγούδι, τόπος μαρτυρίου που κουβαλάει μνήμες,
λιθοσώρια, πέτρες που μολογάνε την ιστορία των ηρωικών προγόνων μας, τα λόγια
τους είναι φαγωμένες πέτρες, τα δέματά τους
χώμα και τα κόκκαλά τους κάρβουνο, η μυλόπετρα στο μικρό αλωνάκι
γυρνώντας αλέθει τον χρόνο στα βαθιά της μνήμης κι εκεί πέρα μακριάθε, ανάμεσα
στους κάκτους και την αμίλητη πέτρα, ίδια με την εδική μας, έκαμε φανέρωση το
κορμί ενός Εμιλιάνου Ζαπάτα και το όλβιο κορμί ενός Σιμόν Μπολιβάρου, με το
σώμα τους αφηγούνται τη μορφή των ανέμων που θα πάρουν τα φυλλώματα της
λευτεριάς και όταν ο καθείς νοήσει πώς το σώμα του είναι η παλλόμενη όχτη στον
ανεξερεύνητο ωκεανό της ζωής και η ψυχή τους το μάνταλο και το κόντι μιρί
(σιδερένιος βραχίονας) και ο μυστικός κυματοθραύστης στις θύελλες που ξεσπάνε, και
τα τραγούδια της λευτεριάς άρχισαν να ακούγονται και εκεί όπως σε ετούτα τα
Δερβενάκια κάτω εκεί μακριάθε στη Μπολίβια, το Μέξικο, την Κολόμπια, την Αιτή, στην
ίδια γλώσσα για κάθε ξέφραχτο αυτί, γιατί γλώσσα των τραγουδιών είναι η
αρχέγονη κοινή γλώσσα, είναι η γλώσσα του νερού και της φωτιάς του Γκαλεάνο, η
γλώσσα των λουλουδιών και των νεκρών, μια που η λαλιά μας είναι η αληθινή
εσώτατη πατρίδα, που δεν μπόρεσαν να μας την πάρουν ποτέ οι Αγαρηνοί, οι
Φοίνικες ή οι Πέρσες και ίσως αυτές να είναι οι εσώτατες Θερμοπύλες μπρος στην
άναρθρη και άρρητη κραυγή των βαρβάρων μένοντας αμετακίνητοι στα στενά αν και
γνώριζαν πως στο τέλος ο Εφιάλτης θα φανεί, μοναχός του ο ήρωας μια πατρίδα συντριμμένος
στα χαλίκια προχωράει για την αιωνιότητα που μόλις τον χωράει και κοιτά
κατάματα τον θάνατο, και από κοντά ορέ με ανίερα λιθάρια να τους πετροβολούν οι
τουρκόσποροι Νενέκοι, οι μέτριοι, οι συμβιβασμένοι και προσκυνημένοι ,που ήτανε
και από τον οχτρό πιο πολύ ανθέλληνες, και ετούτους τις παράξενες χθόνιες φωνές που τις
είπανε στη γλώσσα τους Rolling Stones, μνημονεύετέ
τους στην εδική μας ως ο
κυλιόμενος «ιερός λόχος » τραγουδώντας τη μούρλια της ζωής, μακριάθε από κάθε
πετραχήλι…
Θαρρώ δεν υπάρχει ορέ ανθρωπινότερο συλλείτουργο από το να
ακούς τις πέτρες να τραγουδάνε κλείνοντας ελαφρά το γόνυ στο ανώνυμο τούτο
μνημείο.
Ποίηση χωρίς τελείες, με σιωπές που οδηγούν μαστορικά στο
εσώτερο τοπίο όπου λόγια ειπωμένα και ανείπωτα αιωρούνται αινιγματικά στο
νοσταλγικό ημίφως των προσωπικών απολογισμών.
Το ποίημα αυτό του Μανόλη Πρατικάκη, χωρίς διόλου να
πολιτικολογεί είναι βαθύτατα πολιτικό. Εκφράζει τον αληθινό ψυχισμό των ηρωικών
προγόνων του.
Το υπαρξιακό στοιχείο στην ποίηση του Πρατικάκη είναι
βεβαίως χαρακτηριστικό, όπως περιέχει και την προσωπική του θέα του ηρωικού
αγώνα: των μικρών πραγμάτων, των κυλιόμενων λιθαριών, που μεγεθύνονται στο έργο
του αλλά και των μεγάλων ηρωισμών που τους αντιμετωπίζει στο μέγεθος των μικρών,
κατά το αρχαιοελληνικό ρητό ότι το
μέτρο των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος και το μέτρο της ζωής η ίδια η ζωή.
Αυτό είναι η ποίηση, όπως ο
Δημήτρης Χριστοδούλου θα πει: «Φίλτρο
μετατροπής του τρόμου σε ρυθμό». Ο ορισμός που έδωσε στην ποίηση είναι
κανόνας απαράβατος μέσα στους αιώνες. Ποιητική νομοτέλεια, ήδη από «μήνιν
άειδε, Θεά» του Ομήρου, δηλαδή Θεά, βάλε την οργή στους νόμους της ωδής του τραγουδιού. Όντως
ο ποιητής Μανόλης Πρατικάκης έβαλε τις πέτρες να κατρακυλήσουν και ο Δράμαλης
ηύρε κλεισμένα τα στενά. Και οι
κυλιόμενες πέτρες πάγαιναν κατακάτου τραγουδώντας, ωσάν να σήκωναν σάλαγο
εξεπιτούτο της φύσης τα στοιχειά!!
«Η ζωγραφική είναι σιωπηλή ποίηση και η
ποίηση ομιλούσα ζωγραφική», έλεγε ο Σόλων. Αυτό επιβεβαιώνεται μέσα από τις λιτές και
απέριττες ζωγραφιές του καταξιωμένου ζωγράφου Θανάση Μακρή, που συνοδεύουν τα
ποιήματα.
Συγχαρητήρια κύριε Μανόλη Πρατικάκη.
0 Σχόλια