Δαμιανός Πάντας: "Δε μπορώ να φανταστώ μουσικό που δε διαβάζει λογοτεχνία"

 

Σήμερα στις Τέχνες φιλοξενούμε τον συγγραφέα, μαέστρο και συνθέτη Δαμιανό Πάντα. Αφορμή αυτής της συνέντευξης στέκεται το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Μεταβολή» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μετρονόμος». 

Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου


Κύριε Πάντα, πώς θα συστήνατε τον εαυτό σας στο αναγνωστικό κοινό;

Προέρχομαι από τον χώρο της μουσικής, είμαι ένας μουσικοσυνθέτης που την ανάγκη του να μοιραστεί τις σκέψεις του την μετέτρεψε αυτή την φορά σε γραπτό λόγο αντί για ορχηστρική μουσική ή τραγούδια.

Γιατί γράφετε; Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε, ώστε να κάνετε αυτό το βήμα προς τη λογοτεχνία, δεδομένου ότι οι σπουδές και η ενασχόλησή σας με τη μουσική δε σχετίζονται άμεσα με τον κόσμο των γραμμάτων;

Η ιδέα της Μεταβολής εμφανίστηκε μέσα στην περίοδο της καραντίνας. Εγκλεισμός, μελαγχολία και καμία διέξοδος εκείνη την εποχή. Ακόμα κι οι ηχογραφήσεις του νέου μου δίσκου είχαν σταματήσει επειδή κανείς δεν επιτρεπόταν να βγει μακριά από το σπίτι του. Είμαι άνθρωπος που η αδράνεια με διαλύει. Χωρίς υπερβολή, δεν υπάρχει μέρα της ζωής μου χωρίς να σχεδιάζω για το μέλλον και να δημιουργώ. Λόγω αυτών των αποπνικτικών συνθηκών ένιωθα πως έπρεπε να αντισταθώ, να βρω κάτι που θα κρατούσε το πνεύμα μου ενεργό με οξύνοια και διαύγεια. Ειλικρινά, δεν ένιωθα πως κάνω ένα βήμα στην λογοτεχνία, αλλά ένα βήμα πιο κοντά σε εμένα. Θα ήθελα να συμπληρώσω πως ο «κόσμος των γραμμάτων» δεν αφορά κατά την γνώμη μου μόνο την λογοτεχνία. Για εμένα αποτελεί έναν ενιαίο κόσμο. Δεν μπορώ να φανταστώ μουσικό που δεν διαβάζει λογοτεχνία, δεν του αρέσει το θέατρο ή η ζωγραφική. Ή ένας σκηνοθέτης εάν δεν έχει διαβάσει άπειρα βιβλία, δεν γνωρίζει εικαστικά, χοροκίνηση ή ακόμα και λίγο μουσική πόσο καλός θα μπορεί να είναι στην δουλειά του; Όλες οι τέχνες αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία για να μπορέσουμε να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα τον κόσμο και κυρίως να γίνουμε λίγο καλύτεροι άνθρωποι.

Είναι συναρπαστικό «μικρόβιο» η συγγραφή τελικά; Τι έχετε αποκομίσει από τη μέχρι τώρα συγγραφική σας πορεία;

Ασφαλώς η συγγραφή είναι συναρπαστική, όπως και κάθε μορφή δημιουργίας. Δημιουργούμε κάτι με τόση αγάπη, κόπο αλλά και ψυχική φθορά τα οποία είναι αδύνατο να φανταστεί ο κόσμος όταν πιάνει ένα βιβλίο στα χέρια του ή όταν ακούει ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο, με μόνη μας πρόθεση – και καθόλου ματαιόδοξη – να επικοινωνήσουμε με τους άλλους ανθρώπους, να μοιραστούμε μαζί τους όσα μας προβληματίζουν, όσα στοχαζόμαστε κι όλα όσα πιστεύουμε πως έχουν μια κάποια αξία να ειπωθούν. Δεν θεωρώ πως έχω καμία συγγραφική πορεία με ένα βιβλίο που έχω γράψει. Σε αυτή την ερώτηση, ίσως να μπορέσω να σας απαντήσω εάν και όταν αποφασίσω να κυκλοφορήσω το δεύτερο ή το τρίτο βιβλίο μου.


Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που αποτελούν πρότυπο για εσάς κι αν ναι, ποιοι είναι αυτοί;

Οι συγγραφείς που θαυμάζω είναι αμέτρητοι, μπορώ να σας γράψω τόσους πολλούς που στο τέλος πάλι θα νιώθω πως έχω ξεχάσει αρκετούς. Για την οικονομία της απάντησης, θα αναφερθώ μόνο σε δύο. Στον μέγιστο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ο οποίος θεωρώ είναι ένας συγγραφέας-διανοητής παγκόσμιας εμβέλειας με τόσο ιδιοφυή πυκνότητα και μουσικότητα στον λόγο του που έχει αδικηθεί η αναγνώριση του σε όλο τον πλανήτη. Είναι τέτοια η χρήση της ελληνικής γλώσσας στα έργα του που είναι αδύνατο να αποδοθεί όλος αυτός ο πλούτος σε μεταφράσεις, ακόμα κι αποδόσεις σε ξένες γλώσσες. Τέλος από ξένους συγγραφείς, θα σας απαντήσω πιο συναισθηματικά. Ήμουν στο Γυμνάσιο, πήγαινα στο Ελληνογαλλικό Λεόντειο Λύκειο κι άρχισα εκείνη την περίοδο να ανακαλύπτω τους Γάλλους συγγραφείς. Έπεσε στα χέρια μου « Ο ξένος» του Αλμπέρ Καμύ και από την πρώτη πρόταση του βιβλίου κατόρθωσε να με κάνει να αλλάξω τον τρόπο που διαβάζω λογοτεχνία για πάντα. Οι πρώτες εννέα λέξεις ήταν οι εξής. « Σήμερα πέθανε η μαμά. Μπορεί και χθες, δεν ξέρω.» Πιστεύω πως αυτό είναι το πιο επιδραστικό βιβλίο του 20ου αιώνα που επηρέασε και διαμόρφωσε την λογοτεχνία για τις επόμενες δεκαετίες.

Το 2023 υπήρξε για εσάς ένα έτος καθοριστικό όσον αφορά τη συγγραφική σας ταυτότητα, καθώς θεωρείστε κι επίσημα πλέον συγγραφέας. Για ποιο λόγο αποφασίσατε να εκδώσετε το πρώτο σας βιβλίο τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή;

Μερικά πράγματα δεν τα σχεδιάζεις κι ούτε τα προγραμματίζεις. Παρατηρείς, συλλογίζεσαι και μετά περιμένεις την κατάλληλη στιγμή που θα νιώσεις πως έχεις την έμπνευση αυτό που κυοφορείς μέσα σου για καιρό να το καταθέσεις και να το αποτυπώσεις με μεγάλη αίσθηση ευθύνης απέναντι στον κόσμο. Είτε πρόκειται για μουσική είτε όπως τώρα, για λογοτεχνία.

Θεωρείτε πως στην Ελλάδα του σήμερα υπάρχει μεγάλο αναγνωστικό κοινό για να στηρίξει έμπρακτα τις συγγραφικές προσπάθειες νέων δημιουργών;

Δεν θεωρώ πως στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλο αναγνωστικό κοινό, αλλά αυτό είναι ένα φαινόμενο που δυστυχώς ισχύει παγκοσμίως. Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα έχει μάθει να διαβάζει λόγω του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικών δικτύων σε άλλες ταχύτητες. Η Τέταρτη βιομηχανική επανάσταση δυστυχώς δημιούργησε τον άνθρωπο των social media, τον διασπασμένο και πνευματικά κατακερματισμένο άνθρωπο όπου η πληροφορία φτάνει σε αυτόν αστραπιαία στο χέρι που κρατάει το κινητό του, την διαβάζει περιληπτικά, μηχανικά κι αποστειρωμένος από συναίσθημα περνάει στην επόμενη. Δυστυχώς, οι τέχνες έχουν χάσει πια την λαϊκή τους βάση και λόγω της οικονομικής κρίσης θεωρούνται είδος πολυτελείας.

Πώς συνδυάζεται η συγγραφή με τη μουσική στη δική σας περίπτωση;

Η μουσική μου κατάρτιση σίγουρα επηρέασε τον γραπτό μου λόγο. Θέλησα να αποδώσω σε κάθε διήγημα μουσικούς ρυθμούς. Στο πρώτο διήγημα, στην «Χειμωνιάτικη ιστορία» ο ρυθμός γραφής παραπέμπει σε ένα μουσικό Grave, δηλαδή, όπως λέμε στην μουσική, ένας ρυθμός αργός και πένθιμος. Αντίστοιχα, θα παρατηρήσετε το ίδιο και στα υπόλοιπα διηγήματα όπου ο ρυθμός γραφής εναλλάσσεται σε αντίστοιχους μουσικούς ρυθμούς όπως Presto (γρήγορος), Allegro (εύθυμος), Con anima (με πνευματική ζωηράδα) κλπ. Ένα άλλο μουσικό τέχνασμα που χρησιμοποίησα είναι το light motive. Δηλαδή μια ξεχωριστή μελωδική φράση που συνοδεύει την επανεμφάνιση μιας ιδέας, ενός προσώπου ή μιας κατάστασης, μιας τεχνικής που πρώτος ο Βάγκνερ έφερε μέσα από τις όπερες του. Για εμένα, αυτό το light motive που επανέρχεται διακριτικά μέσα σε κάθε διήγημα, είναι οι έννοιες της ζωής και του θανάτου και κυρίως πώς τις κατανοούν οι πρωταγωνιστές των ιστοριών.

Γιατί πεζογραφία κι όχι ποίηση;

Η ποίηση είναι ιερή. Αποκαλώ την χώρα μας «Χώρα του Φωτός» γιατί οι ποιητές μας είναι παγκόσμιας εμβέλειας, η ποίηση μάς έχει χαρίσει δύο βραβεία Νόμπελ κι ένα βραβείο Λένιν. Η χώρα μας συζητιέται, αναλύεται, διδάσκεται η ελληνική γλώσσα παγκοσμίως μέσα από τον Όμηρο, τους αρχαίους τραγικούς, την σπουδαία λυρική μας ποίηση του Πίνδαρου και της Σαπφώς, τον Καβάφη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Σεφέρη και τόσους άλλους που θα θέλουμε πολλές σελίδες για να αναφερθούμε σε όλους. Σε αυτούς τους ανθρώπους υποκλίνομαι, παραμένω μαθητής τους και μελετώ τα ποιήματα τους ξανά και ξανά με θαυμασμό και συγκίνηση. Είμαι πολύ μικρός μπροστά τους για να τολμήσω να θεωρήσω τον εαυτό μου ποιητή. Μαθητής τους είμαι και θέλω να παραμείνω για όλη μου την ζωή.

Γιατί διήγημα κι όχι μυθιστόρημα;

Το διήγημα είναι πιο κοντά στο τραγούδι, υπό την έννοια πως έχεις στενά περιθώρια να σκιαγραφήσεις και να συμπεριλάβεις έναν ολόκληρο κόσμο. Ένιωθα πιο εξοικειωμένος με την μικρή φόρμα του διηγήματος. Το μυθιστόρημα εκτός από μεγαλύτερη φόρμα, έχει άλλη τεχνική. Σχεδιάζεις το σύνολο και μετά διαιρείς και ταξινομείς. Μια διαδικασία που έχει τεράστιο ενδιαφέρον, δεν απέχει πολύ από την αρχιτεκτονική και θα ήθελα στο μέλλον να γράψω κάτι σε μεγαλύτερη έκταση και φόρμα.

Πρόσφατα λοιπόν πήρατε την απόφαση να προχωρήσετε στην έκδοση του πρώτου σας βιβλίου. Θεωρείτε πως είναι χρέος του κάθε συγγραφέα να μοιράζεται το έργο του όταν το ολοκληρώσει;

Η απάντηση είναι σύνθετη και θα μου επιτρέψετε να απαντήσω πιο αναλυτικά. Ως συνθέτης είμαι πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου. Συνθέτω, κάθομαι αμέτρητες ώρες στο πιάνο για να ολοκληρώσω κάτι. Το επόμενο βήμα είναι η αποστασιοποίηση. Παίρνω δηλαδή απόσταση από αυτό που συνέθεσα για ένα διάστημα. Όταν περάσει αρκετός χρόνος, δοκιμάζω να ακούσω την σύνθεση μου ξανά ως ακροατής, αυτή τη φορά απαλλαγμένος από την συνθετική φόρτιση. Εάν με συγκινήσει, αυτό επιβεβαιώνει μέσα μου πως η μουσική έχει λόγο ύπαρξης κι αναλαμβάνω το χρέος να την μοιραστώ με όλο τον κόσμο. Ειδάλλως, την απορρίπτω. Μπορώ να σας πω με βεβαιότητα πως ανήκω στους δημιουργούς που πιο πολλά έργα τους τα πετάνε παρά τα κρατάνε. Το ίδιο συνέβη και με τα διηγήματα της Μεταβολής, ακριβώς η ίδια διαδικασία για κάθε διήγημα χωριστά και μετά για όλο το βιβλίο. Όταν σαν αναγνώστης ένιωσα πως αυτό το βιβλίο εάν δεν το είχα γράψει ο ίδιος, θα μου άρεσε, πνευματικά η σύλληψη του βιβλίου θα με υποκινούσε να δω διαφορετικά την ζωή και τα πράγματα, τότε ένιωσα και το χρέος να το μοιραστώ μαζί σας.


Πρόκειται συγκεκριμένα για μια συλλογή διηγημάτων, εννέα στον αριθμό για την ακρίβεια, που φέρει τον τίτλο «Μεταβολή» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μετρονόμος». Πώς προέκυψε ο τίτλος του βιβλίου σας;

Μεταβολή σημαίνει μετάβαση από μια κατάσταση σε μια άλλη. Όχι απαραίτητα πάντα προς το καλύτερο. Θα μπορούσε να είναι η «αθρόα μεταβολή από νίκης είς ήτταν». Και το ανάποδο. Η νίκη από την ήττα απέχουν ένα βλέμμα. Από ποια μεριά κοιτάζεις τα πράγματα και πότε ακριβώς επιλέγεις να στρέψεις το κεφάλι σου. Είτε προς την πλευρά του νικημένου, είτε του νικητή. Τότε τα βλέπεις όλα διαφορετικά.

Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενό του. Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης πιάνοντας το βιβλίο αυτό στα χέρια του;

Πρόκειται για μια συλλογή εννέα διηγημάτων όπου το καθένα από αυτά αναφέρεται σε ζητήματα που με απασχολούν πολύ τα τελευταία χρόνια. Θέματα όπως η τέχνη, η πολιτικές ιδεολογίες, ο φανατισμός, ο έρωτας, η σχέση της ζωής και του θανάτου και τέλος, η αδιαφορία. Και στέκομαι λίγο παραπάνω στην αδιαφορία, γιατί πιστεύω πως είναι η τωρινή παγκόσμια πανδημία του αιώνα μας. Όλες αυτές οι ιστορίες που ξεκινάνε 100 χρόνια πριν μέχρι την σημερινή μας εποχή, ενώνονται με μια αδιόρατη κλωστή που εάν την ακολουθήσει ο αναγνώστης μέχρι τέλους θα φτάσει στην έννοια της Μεταβολής, που αποτελεί τον πυρήνα του βιβλίου.

Στις ιστορίες του βιβλίου σας εστιάζετε κυρίως στο θέμα της μεταβολής από μια κατάσταση σε μια άλλη, με δυο λόγια στο θέμα της αλλαγής. Τι σας ενέπνευσε ώστε να γράψετε αυτές τις ιστορίες;

Πρώτα σκέφτομαι την ιδέα και μετά η ιστορία σχεδόν δημιουργείται μόνη της. Για εμένα προσωπικά, δεν έχει νόημα να γράφεις ιστορίες μόνο και μόνο επειδή τις θεωρείς γοητευτικές κι ενδιαφέρουσες. Το νόημα βρίσκεται στο να έχεις αποκρυσταλλώσει μια βαθιά θέση ή θεώρηση για την ζωή, η οποία να είναι τόσο ξεκάθαρη μέσα σου ώστε οι ιστορίες να γεννιούνται μέσα από αυτή.

Υπάρχει κάποια ιστορία στο βιβλίο σας, της οποίας πρωταγωνιστής υπήρξατε κατά κάποιον τρόπο εσείς ο ίδιος;

Όχι, δεν θεωρώ πως έχει ενδιαφέρον να γράψω βιωματικά. Αυτή η καλλιτεχνική πρόκληση δεν με ερεθίζει πνευματικά καθόλου. Παρατηρώ, σκέφτομαι, φαντάζομαι. Η Μεταβολή αποτελείται από φαντασία και κυρίως κρίση. Τα μόνα βιωματικά στοιχεία που υπάρχουν είναι κωδικοποιημένα. Κάποιος αριθμός, μια ημερομηνία, ένα όνομα. Αλλά αυτά τα γνωρίζω μόνο εγώ και δεν αφορούν κανένα. Δεν απέχει πολύ από τους ζωγράφους που μέσα στον πίνακα τους κρύβουν μια μικρή εικόνα σε σμίκρυνση που δεν είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού.


Υπάρχουν μηνύματα που εν τέλει επιθυμείτε να περάσετε στον αναγνώστη μέσω του βιβλίου σας αυτού;

Υπάρχουν, αλλά θα ήθελα να τα ανακαλύψει μόνος του ο αναγνώστης. Δεν θέλω να κατευθύνω τον αναγνώστη, θέλω να διαβάσει και να κρίνει ο ίδιος.

Το βιβλίο σας απευθύνεται μόνο σε ενήλικες ή και σε έφηβους;

Η τέχνη δεν αφορά ούτε τους έφηβους, ούτε τους ενήλικες. Αγκαλιάζει όλο τον κόσμο, όλες τις ηλικίες, τα φύλα και τις εθνικότητες. Επειδή όμως υπάρχει δυστυχώς ο ηλικιακός διαχωρισμός από τις εταιρίες παγκοσμίως που βλέπουν την τέχνη ως προϊόν και τους ανθρώπους ως target group, εύχομαι περισσότεροι έφηβοι να διαβάζουν βιβλία για ενήλικες και περισσότεροι ενήλικες να διαβάζουν βιβλία για παιδιά. Ίσως έτσι, κάτι αλλάξει προς το καλύτερο…

Μιλήστε μας για το εκδοτικό σπίτι. Είστε ευχαριστημένος από τη συνεργασία σας με τις εκδόσεις «Μετρονόμος»;

Με τον « Μετρονόμο» συνεργάζομαι περίπου δέκα χρόνια, από το 2014 και την κυκλοφορία του πρώτου μου δίσκου. Οι σχέσεις μου με τον Μετρονόμο είναι άριστες και θέλω να τονίσω πως η ψυχή του Μετρονόμου, ο εκδότης Θανάσης Συλιβός είναι ο μόνος ίσως άνθρωπος που στηρίζει τόσο έμπρακτα νέους δημιουργούς με τις δισκογραφικές και λογοτεχνικές δουλειές που εκδίδει. Τέλος, σε όλα αυτά τα χρόνια της συνεργασίας μας, ο Θανάσης Συλιβός δεν παρενέβη ποτέ σε κάποιο ολοκληρωμένο έργο που του εμπιστεύτηκα, δεν μου ζήτησε ποτέ να αλλάξω μια λέξη, έναν στίχο ή το παραμικρό που μπορείτε να φανταστείτε. Και το τονίζω αυτό γιατί αφενός δεν θα μπορούσα λόγω πεποιθήσεων να αποδεχτώ την οποιασδήποτε μορφής λογοκρισία, αφετέρου γιατί αυτό φανερώνει το ήθος του εκδότη.

Επόμενα συγγραφικά σχέδια κάνετε ή είναι πολύ νωρίς ακόμα;

Κάνω, ασφαλώς. Δεν μπορώ να μην σχεδιάζω πράγματα για το μέλλον. Αλλά είναι πράγματι πολύ νωρίς ακόμα. Αυτή την περίοδο η προσοχή μου είναι στραμμένη πάνω στο νέο μου δίσκο που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο.

Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας. 


Κύριε Πάντα, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση και σας εύχομαι κάθε επιτυχία στο συγγραφικό και μουσικό σας έργο.

Σας ευχαριστώ κι εγώ!!

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια