Κάποιες φορές το φορτίο ήταν βαρύ και ο Σίμων απών...: Ένα διήγημα της Χάιδως-Ειρήνης Χατζημιχάλη





    «Είσαι δυνατή... δεν έχεις ανάγκη εσύ!» μου λες με θαυ­μασμό. Κάτω από το χαμόγελό μου με βλέπεις που κλαίω; Στο «είμαι μια χαρά» που σου απαντάω, αν προσέξεις, η φωνή μου σπάει λίγο. Παρατήρησες με τι ελιγμό άλλαξα θέμα συζήτησης και συνεχίσαμε να γελάμε; Έπρεπε να το κάνω. Δεν πρόσεξες το βλέμμα μου που σκοτείνιασε λίγο, το πλατύ χαμόγελό μου, τη γάργαρη δυνατή φωνή μου δεν την πρόσεξες που βράχνιασε κάπως. Ένα δευτερόλεπτο ακόμα και θα ξεσπούσα σε λυγμούς. Με την ταχύτητα που ζεις τη ζωή σου, με τα δικά σου προβλή­ματα, ο δικός μου πόνος είναι αχρείαστο φορτίο για σένα. Ίσα ίσα, με θαυμάζεις! Παίρνεις θάρρος από μένα και απορείς με τη δύναμη της ψυχής μου. Μου απαριθμείς τα δικά σου προ­βλήματα. Πάντα με θεωρούσες καλό ακροατή. Σε κοιτάω, δεν με βλέπεις όμως. Δεν ταυτίζομαι. Συγνώμη, έχω γίνει σκληρή. Μη με ρωτήσεις πώς συμβαδίζει με την ευγένειά μου. Δεν ξέρω. Ίσως γι’ αυτό να σε έχω μπερδέψει. Συνεχίζεις να μου απαριθ­μείς τις στεναχώριες σου. Είμαι απ’ έξω, λείπω από την καθη­μερινότητά σου. Μου δίνεις άφεση αμαρτιών. Μάλλον, διαι­σθάνεσαι ότι δε σε νιώθω... Να συνεχίσω λοιπόν. Την όμορφη εικόνα που έχεις για μένα να μη στη χαλάσω. Να συνεχίσω να χαμογελάω και ας κλαίω μέσα μου. Την αισιοδοξία μου να μην χάσω, γιατί εσύ στήριγμα δεν έχεις να μου δώσεις. Αφού εγώ είμαι το δεκανίκι σου.

    Σε προτιμώ όμως έτσι! Σε μπέρδεψα πάλι, ε; Σε προτιμώ έτσι, γιατί τις λίγες φορές που είδες το πρόβλημα του Άγγελου, τρόμαξες τόσο, που πάλι σε μένα ήρθες για παρηγοριά. Δε θα ξεχάσω τον φόβο στο βλέμμα σου. Τον θυμό στη φωνή σου. Επι­βεβαίωση ζητούσες από μένα, αν αυτό που έβλεπες το έβλεπα και εγώ. Στα «πώς» και στα «γιατί» δεν ήξερα να σου απαντήσω. Βροχή οι υποδείξεις, οι συμβουλές, όχι δεν προσβλήθηκα. Ήταν η πρώτη φορά που είδες το πρόβλημα. Ο Άγγελος είναι πολύ σημαντικός άνθρωπος για σένα. Είσαι η αδερφή, η φίλη, η μάνα. Θέλησες να με βοηθήσεις, μήπως και κάτι δεν το είχα σκεφτεί. Με εξουθένωσες όμως. Επιστράτευσα όλη τη θετική μου ενέρ­γεια. Ό,τι δύναμη ψυχής είχα εκείνη τη στιγμή. Διαβεβαιώσεις να σου δώσω ότι όλα θα πάνε καλά...

    Εσύ, πάλι, πάντα ήσουν η φωνή της λογικής στην οικογέ­νειά σας. Ο μεγάλος αδερφός. Ο έχων άποψη για όλα. Να μην εθελοτυφλώ, μου είπες μια φορά. Ο Άγγελος δεν πρέπει να ανε­βαίνει σκαλιά. Τα ύψη... θα ζαλιστεί. Θα χάσει την ισορροπία του. «Μην τον παροτρύνεις να κάνει πράγματα που έκανε όταν ήταν καλά», μου είχες πει. «Τώρα, δεν μπορεί. Δεν βλέπεις τον κίνδυνο;» με ρώτησες επιπληκτικά. Μην του κόβεις τα φτερά, σε παρακάλεσα. Σταμάτα να τον ρωτάς συνέχεια, «Μπορείς; Είσαι σίγουρος;» Τους φόβους του μην τους μεγενθύνεις. Μην τον πε­ριθωριοποιείς. Αν τον αγαπάς, μην του φέρεσαι διαφορετικά. Σε παρακαλώ, μην κάνεις τίποτα από όλα αυτά, όταν είναι μπροστά το παιδί. Συνέχισες να μου εξηγείς, όχι σαν δικός μας άνθρωπος, αλλά σαν γιατρός αυτή τη φορά. Τα είπες ωραία, με επιστημονι­κό κύρος! Για να καταλάβω. Αμφισβητείς. Ρωτάς να μάθεις, αυτά που λέω τα είπαν οι γιατροί ή παίρνω πρωτοβουλιες; Εθελοτυ­φλώ. Πρέπει να ανοίξω τα μάτια να δω την «πραγματικότητα»! Την δική σου πραγματικότητα...

    Ναι, δίκιο έχεις! Έλα να μιλήσουμε για την πραγματικότητα. Αυτό που βλέπουν τα μάτια σου το βλέπουν και τα δικά μου. Τα ιατρικά αποφθέγματα τα διαισθάνομαι. Τα μισόλογα των για­τρών και αυτά ξέρω να τα ερμηνεύσω... δεν έχουν απαντήσεις να μου δώσουν. Έχεις δίκιο, εθελοτυφλώ. Εσκεμμένα το κάνω! Η άμυνα μου είναι. Δεν μπορώ να δω την πραγματικότητα όπως την βλέπεις εσύ. Δεν έχω περιθώριο. Ο φόβος δεν πρέπει να με κυριεύσει. Πρέπει να σταθώ δυνατή. Για μένα, για τον Άγγελο, για το παιδί που οι αναμνήσεις του έχουν ξεφτίσει. Κάτι φω­τογραφίες του θυμίζουν τον πατέρα του, τότε που τον πήγαινε βόλτα, τότε που τον κυνηγούσε, που τον σήκωνε ψηλά.

    Διάπλατο το βλέμμα σου. Επιτέλους, κατάλαβες την στάση μου. Αν με βοηθάει, ας συνεχίσω να εθελοτυφλώ. Μου επιτρέ­πεις. Όχι, δε με βοηθάει πια! Γιατί μου άνοιξες τα μάτια... και ένιψες τας χείρας σου κι εσύ... Ούτε κι εσύ είδες τα κομμάτια μου. «Εσύ είσαι δυνατή», μου είπες. Και ξέπλυνες τη συνείδησή σου!

    Ο δεύτερος αδερφός, ο κολλητός, ο φίλος και πατέρας μαζί, πόσο έπεσες στα μάτια μου. Μια φορά στα τόσα χρόνια, μου μί­λησες για το πρόβλημα υγείας του αδερφού σου. Αυτό βρήκες να μου πεις; Μάλλον, δεν το εννοούσες έτσι. Δεν μπορεί! Τι να σου πω και σένα τώρα, που έπεσες τόσο χαμηλά στα μάτια μου; Ας συνεχίσουμε να είμαστε μια μεγάλη αγαπημένη οικογένεια που απλά δε μιλάει γι’ αυτό το θέμα.

    Συνεχίζω να σας απαριθμώ. Διακρίνεις μια ειρωνεία στον λόγο μου; Έναν θυμό; Μια απογοήτευση; Ένα παράπονο; Ναι, όλα αυτά μαζί με ανάκατη σειρά. Δε σταθήκατε στο ύψος των περιστάσεων.

    Για εσένα δυσκολεύτηκα πολύ. Με ξέρεις από τότε που θυ­μάσαι τον εαυτό σου. Προσπαθώ να σε καταλάβω. Έχτισες πα­λάτια για να τα γεμίσεις με τη μοναξιά της ψυχής σου. Από σένα πάλι τι να περιμένω; Η συναισθηματική σου αναπηρία αδυνατεί να συλλάβει τον ανθρώπινο πόνο. Εσένα πρέπει να σε έχω πείσει πολύ καλά για το πόσο δυνατή είμαι! Εσύ, πάλι, ζητάς σε μένα εξιλαστήριο θύμα. Όλα τα δεινά της ζωής σου απάνω μου να ξορκίσεις. Γύρισες την πλάτη και έφυγες. Χωρίς εξήγηση, χωρίς κάποια φαινομενική αιτία. Ξέρεις τι με πλήγωσε πιο πολύ; Που έφυγες από τη ζωή του παιδιού έτσι απλά, χωρίς να κοιτάξεις πίσω. Ελπίζω η ζωή σου να είναι ευτυχισμένη τώρα χωρίς τη δική μου επικοινωνία. «Δε θέλω να ξέρω τα προβλήματά σου», μου είχες πει. Έμεινα απορημένη να σε κοιτάω. «Δεν μου ανοίχτηκες ποτέ, αλλά ούτε και θέλω να ξέρω. Δεν με ενδιαφέρουν. Έχω τα δικά μου προβλήματα». Διαβεβαιώσεις σου έδωσα ότι θα συνεχί­σω να κρατάω την ίδια στάση. Πόσο μικρός είσαι! Πάντα τόσος θα μείνεις στα μάτια μου. Ας είναι λοιπόν η μόνη μας επικοινω­νία ευγενικά μηνύματα με ευχές στις γιορτές. Αν αυτό σε ευχα­ριστεί. Αν τόσο θες από μένα. Ας το αφήσουμε εκεί. Οτιδήποτε παραπάνω, η σκέψη και μόνο μου φέρνει τάση για εμετό. Εκείνο το γνώριμο συναίσθημα που μου προκαλούσες και παλιά.

    Έθεσα τα όρια μόνη μου. Δεν επιτρέπω σε κανέναν να φέ­ρει κουβέντα για το πρόβλημα υγείας του Άγγελου μπροστά στο παιδί. Τα μισόλογα τα κόβω αμέσως. «Μα, καταλαβαίνει; Είναι μικρός», μου λες. Τι να καταλάβεις κι εσύ!

    Σταδιακά αλλά σταθερά, η υγεία του Άγγελου χειροτέρεψε. Πότε απλά παραπατούσε, πότε βρέθηκε καθηλωμένος σε αμα­ξίδιο... Πώς πέρασαν τα χρόνια, Θεέ μου! Πώς οι φοβίες που είχα τότε έγιναν η πραγματικότητα του τώρα; «Δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί», έλεγαν συνεχώς οι γιατροί. «Δεν ξέρουμε σε ποιο στάδιο θα σταθεροποιηθεί. Χρειαζόμαστε χρόνο για ν’ αξιολο­γήσουμε». Και τα χρόνια πέρασαν και ακόμα δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί. Και τα χρόνια συνεχίζουν να περνάνε. Και εγώ προσπαθώ να εστιάζομαι στο παρόν με τέτοιο μυωπικό βαθμό, για να μη δώσω περιθώριο σε φόβους πιο μεγάλους. Σε φοβίες που, όπως τότε, γίνουν η πραγματικότητα ενός απροσδιόριστου μέλλοντος.

    Χαθήκατε όλοι σας... Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Θα μείνω όμως με την απορία... φύγατε συνειδητά; Δεν αντέξετε στη θέα; Ή μήπως σας πείσαμε τόσο καλά εγώ και ο Άγγελος ότι το πρό­βλημα υγείας του είναι μια παρένθεση στη ζωή μας; Φύγατε όλοι με ελαφρά την καρδία. Ούτε καν συνειδητοποιήσατε τη ζημιά που κάνατε φεύγοντας.   

    «Μη σε ξεγελάει... Στη μικροκαμωμένη γλυκιά κοπέλα κρύ­βεται μια ηρωίδα. Πάντα χαμογελαστή, πάντα να βοηθήσει. Οι σύγχρονες ηρωίδες έχουν το πρόσωπό της. Να αγαπάς και να σέβεσαι τη μαμά σου!»

    Σου χαμογέλασα. Δεν το περίμενα! Με γνωρίζεις ελάχιστα και όμως, τα μάτια σου είδαν όλα αυτά; Σε ευχαρίστησα ευγενι­κά, λίγο αμήχανα ίσως. Ανταπέδωσα τις ευχές για τη Γιορτή της Μητέρας. Και τότε, στη φύση έτρεξα για καταφύγιο.

    «Μαμά, λάθος έκανες, έπρεπε να στρίψεις.» Το αγοράκι στο πίσω κάθισμα με παρακολουθεί. «Θα πάμε από τον άλλο δρόμο, να περάσουμε έξω από το δάσος». Δυναμώνω τη μουσική. «Θα βάλω φωτιά στη βροχή», παίζει το ραδιόφωνο... 


*Το διήγημα φιλοξενείται στο "Ανθολόγιο Ένωσης Λογοτεχνών Αιγαίου 2025" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ένωση Λογοτεχνών Αιγαίου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια