Ματαιότητα… so what?: Ένα κείμενο της Αγγελικής Καστρινέλλη

 


Αντίδοτο: Αναγνώριση, Αποδοχή, Αλλαγή

Μότο: Πρωτοχρονιά είναι κάθε μέρα!

 

Ματαιότητα.. μια αίσθηση που φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στη νοηματοδότηση της ζωής μας. Και, ως ένα βαθμό, μοιάζει φυσικό αυτό, αφού η αδιαμφισβήτητη κατάληξη της ζωής μας, ο θάνατος, είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, συνυφασμένος με τη  ματαιότητα.

Η προσωπική μου συνάντηση με τη ματαιότητα με κάνει να πω πως ίσως και να είναι το πιο ταλαιπωρητικό αίσθημα από όλα όσα συνοδεύουν τη ζωή μου τα τελευταία χρόνια. Ένα αίσθημα που μου ήταν εντελώς άγνωστο μέχρι την ηλικία των 55. Δεν ξέρω αν τότε πρωτοεμφανίστηκε ή αν προϋπήρχε και εγώ απλώς δεν είχα χρόνο μέχρι τότε για να ασχοληθώ μαζί της. Από τα 55 όμως και μετά, με την αμέριστη συνδρομή και της εμμηνόπαυσης, το εν λόγω αίσθημα μου δήλωσε πολύ ξεκάθαρα ότι όχι μόνον είχε έρθει για να μείνει αλλά και για να εξελιχθεί, μέσα στα χρόνια που θα ακολουθούσαν την αιφνίδια εισβολή του, από ένα απλό κύμα σε τσουνάμι.

Η ματαιότητα, λοιπόν, χωρίς να μου ζητήσει καν την άδεια, ξεκίνησε  να κάνει την εμφάνιση της στην καθημερινότητά μου, με αξιοσημείωτη συχνότητα, κλυδωνίζοντας την απόφασή μου να βιώνω σαν πρωτοχρονιά την κάθε μέρα της ζωής μου.

Μέσα από τα workshops και τις κουβέντες που ανοίχτηκαν στις ομάδες, τα δύο τελευταία χρόνια, διαπίστωσα ότι δεν ήμουν η μόνη που ένιωθε να πλήττεται από το αίσθημα της ματαιότητας (ίσως σε αυτό να συντέλεσε και η παγκόσμια εμπειρία του κορονοιού).

Απεναντίας.. έμαθα πως πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ματαιότητα, αλλά είτε καταφεύγουν στην αποσιώπησή της, κρύβοντας την κάτω από το χαλί της συνείδησης, είτε την καταστέλλουν με όποιο τρόπο βρίσκουν βολικό και εύκαιρο, είτε την μεταλλάσσουν με τη βοήθεια κάποιου τεχνητού παραδείσου.

Εγώ πάλι, μάλλον επειδή είχα στην διάθεσή μου περισσότερο ελεύθερο χρόνο που μου επέτρεψε να μελετήσω πιο ενδελεχώς και επισταμένως το ύπουλο αυτό αίσθημα, έχω να καταθέσω μερικά πράγματα που ίσως να φανούν χρήσιμα και σε σας.

Μια πρώτη παρατήρηση που έκανα, ξεκινώντας τη μελέτη μου, ήταν πως αυτό που έδινε την αφορμή για να αναδυθεί μέσα μου το αίσθημα της ματαιότητας άκουγε στο όνομα «αμετακίνητο στο χρόνο».

Έτσι είχα ονομάσει την αίσθηση που αποκόμιζα συχνά από τις συνομιλίες με τους παλιούς μου φίλους. Μια αίσθηση συντήρησης.. του παλιού, του χιλιοειπωμένου, του προ πολλού ξεπερασμένου, μέσα στο χρόνο, εαυτού μας. Μια αίσθηση που αφορούσε κυρίως στον τρόπο αντιμετώπισης των πραγμάτων της ζωής, στις συνήθειες που επιμέναμε να κουβαλάμε, στην παραίτηση μας από το όνειρο και την προσμονή ενός διαφορετικού αύριο.

Πολύ σύντομα διαπίστωσα πως αυτό που αφουγκραζόμουν στις συνομιλίες με τους φίλους μου, ως «το δικό τους αμετακίνητο», καθρέφτιζε το αμετακίνητο και στη δική μου ζωή.  Αυτή την άνοστη γεύση που μύριζε από μακριά «μία από τα ίδια και τα ίδια πάλι σήμερα Αγγελική μου».

Στη συνέχεια παρατήρησα πως το αμετακίνητο αυτό βρισκόταν σχεδόν πάντα εκεί, παρόν, ακόμη και εκείνες τις φορές που ευρισκόμενοι σε μια πιο ευχάριστη διάθεση, παραμυθιάζαμε τους εαυτούς μας ότι δήθεν εμείς (το σε αντίθεση με άλλους συνομηλίκους.. εννοούνταν αλλά το παραλείπαμε για λόγους political correct) συνεχίζουμε, παρά την ηλικία μας (55 plus), να ζούμε καλά, να κάνουμε πράγματα και να είμαστε ενεργοί και παρόντες.

Επειδή όμως, όπως όλοι ξέρουμε,  η αλήθεια καταγράφεται στα μάτια, στον τόνο της φωνής και τις συσπάσεις του προσώπου.. δεν αργούσε να διαλυθεί η όποια ψευδαίσθηση είχαν αποπειραθεί να μας καλλιεργήσουν τα ίδια μας τα λόγια, αφού το σώμα μας, αρνιόταν, ευτυχώς για μας, να επαληθεύσει τις τυμπανοκρουσίες μας. Και λέω ευτυχώς γιατί έτσι μας έδωσε την ευκαιρία να αναγνωρίσουμε την αληθινή αίσθηση που είχαμε από τη ζωή μας και που σίγουρα βρισκόταν μακριά από το πάθος και τον ενθουσιασμό.

Τι δηλώνει όμως το αμετακίνητο στο χρόνο; Και πώς αυτό συνδέεται με την αίσθηση ματαιότητας;

Η ζωή από τη φύση της αγαπά την κίνηση, την μετακίνηση, την εξερεύνηση, τις αλλαγές, την ποικιλία, τον εκσυγχρονισμό. Και τα νέα ερεθίσματα. Όταν εμείς την παγιοποιούμε, περιορίζοντας την σε μια γνώριμη, οικεία και αμετάβλητη σχεδόν ρουτίνα.. εκείνη δυσανασχετεί και εξεγείρεται, ρίχνοντας τη δική της μολότοφ στον αέρα της ζωής μας.. τη ματαιότητα.

Παγιοποιώντας, όμως έτσι, τη ζωή μας, χάνουμε κι εμείς οι ίδιοι την ευκαιρία της εξέλιξης, της προσωπικής ανάπτυξης, της ανακάλυψης νέων πλευρών και πτυχών του εαυτού μας, της αναγνώρισης και της αποδοχής των πιο σκοτεινών μας περιοχών, της απελευθέρωσης μας από μοτίβα και περιορισμούς. Πράγματα όλα τα παραπάνω που κρατούν ζωντανό το ενδιαφέρον μας για τη ζωή.

 Κι έτσι, με την πάροδο των χρόνων, είτε καταλήγουμε στα κόκκινα, καθρεφτίζοντας στους άλλους και στο έξω όλο το ανικανοποίητο που έχει συσσωρευθεί μέσα μας, είτε αποσυρόμαστε σιωπηλά από το προσκήνιο καταφεύγοντας, σε ανθυγιεινές τις περισσότερες φορές, λύσεις παρηγορίας, είτε επιλέγουμε να κρατάμε τα προσχήματα μιας υγιούς ζωής την ίδια στιγμή που μέσα μας νιώθουμε, όπως οι ίδιοι εξομολογούμαστε στις ψυχοθεραπείες, σαν να έχουμε ήδη αποδημήσει.

Αποδεχόμενη, λοιπόν, ότι τη ματαιότητα δεν μπορείς εύκολα να την αγνοήσεις, έχω επανειλημμένα στρατευθεί στον εντοπισμό των αντίδοτων της. Είναι και η δουλειά μου τέτοια που το επιβάλλει. Τι θα πω σε αυτούς που έρχονται στα workshops μου, αναζητώντας διεξόδους για τη ζωή τους που συχνά ταλανίζεται από το αίσθημα της ματαιότητας και της απουσίας νοήματος;

Μέσα στην πορεία των χρόνων έχω απαντήσει, κατά καιρούς, με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους στην προσέλευση αυτού του αισθήματος. Και με διαφορετικούς, κάθε φορά, βαθμούς επιτυχίας στην αποτελεσματική αντιμετώπισή του. Οι περισσότεροι όμως εξ αυτών είχαν ημερομηνία λήξης.

Τελευταία, δοκιμάζω ένα νέο τρόπο, που ίσως να αποδειχθεί και ο πιο προσοδοφόρος, μιας και τουλάχιστον με διασκεδάζει να υποδύομαι την έμπειρη σέρφερ που δαμάζει τα κύματα, έστω και νοερά, αφού στην ρεαλιστική πραγματικότητα, ένα τέτοιο διάβημα θα φάνταζε για μένα σαν όλους τους άθλους του Ηρακλή μαζί.

Ο νεοφερμένος, για μένα τουλάχιστον, αυτός τρόπος ακούει στο όνομα: Αποδοχή, και ήρθε και με βρήκε μια ανύποπτη στιγμή μιας καθ΄ όλα καθημερινής μέρας.

«Ε! ναι, λοιπόν! Αυτό νιώθω! Ματαιότητα! So what?», αναφώνησα ξαφνικά, ενώ εξιστορούσα στην κολλητή μου το βάσανό μου με την ματαιότητα, πίνοντας καφέ στο εμπορικό κέντρο Avenue και παρατηρώντας τους ανθρώπους να διασχίζουν τον χώρο φορτωμένοι τσάντες με καταναλωτικά αγαθά.

Κι εκεί κάπου ήταν που το κλίμα άρχισε να αντιστρέφεται. Κι εκείνο το πελώριο τσουνάμι που είχε μέσα του μονάχα φόβο άρχισε αίφνης να μεταμορφώνεται σε ένα χαριτωμένο κύμα που έμοιαζε να με προ(σ)καλεί σε ένα παιχνίδι του οποίου ήθελα, με κάθε τρόπο, να είμαι η νικήτρια.. όχι για τις δάφνες ή το ανέβασμα στο βάθρο αλλά γιατί επανεγκαθιστούσε μέσα μου την αίσθηση του παιδιού που αψηφά τον κίνδυνο και μένει αμέτοχο της λογικής και της πρακτικής των ενηλίκων.

Το So what? φέρει μέσα μας μια ήρεμη δύναμη κάθε φορά που το προτάσσουμε απέναντι σε κάτι που μας φοβίζει. Αυτές οι δυο λέξεις που λέμε, κοιτώντας κατάματα τη ματαιότητα (ή ό,τι άλλο είναι αυτό που θέλουμε να αντιμετωπίσουμε), είναι μια δήλωση στον εαυτό μας ότι τίποτα και κανένας δεν μπορεί να μας καθηλώσει εάν εμείς οι ίδιοι δεν το επιλέξουμε. Ούτε καν ο θάνατος.

Το So what? είναι μια δήλωση αποδοχής απέναντι σε κάτι που έτσι κι αλλιώς υπάρχει αλλά αντί να το αφήσουμε να μας σταθεί εμπόδιο εμείς επιλέγουμε να το προσπεράσουμε ή στην καλύτερη περίπτωση να το αξιοποιήσουμε στο δρόμο προς την εξέλιξή μας, μεταμορφώνοντας το σε ευκαιρία.

Το So what? εμπεριέχει μέσα του το τρίπτυχο «Αναγνώριση, Αποδοχή, Αλλαγή», που είναι το κλειδί για κάθε μεγάλο διάβημα στο οποίο θέλουμε να προβούμε στη ζωή μας.

Κι έτσι, αντί να κρατάμε τα προσχήματα απέναντι στην αίσθηση ματαιότητας, συντηρώντας την αδράνεια και την παθητικότητά μας, επιλέγουμε να πούμε αυτές τις δυο λεξούλες που μας ανοίγουν το δρόμο προς τη δημιουργική δράση.

Εν κατακλείδι: ένα So what? απέναντι στη ματαιότητα αρκεί για να την μετατρέψει από άλλοθι σε εφαλτήριο δημιουργίας, ανάπτυξης και προόδου.

So what?, λοιπόν, ε! και!…

και προχωράμε!

 Σημείωση:

Το παραπάνω κείμενο είναι προϊόν της προσέγγισης στην αίσθηση της ματαιότητας που έγινε μέσα σε ένα από τα ομαδικά εργαστήρια της INNER VISION PHOTOGRAPHY. Μια αίσθηση που φαίνεται πως εξάρθηκε μέσα από την παγκόσμια εμπειρία του covid  και που πολλοί άνθρωποι αναζήτησαν βοήθεια για να μπορέσουν να εντάξουν ξανά στη ζωή τους το νόημα και το σκοπό.

Προτείνω η ανάγνωση του παραπάνω κειμένου να γίνει μια αφορμή για ανα-στοχασμό πάνω στην αίσθηση ματαιότητας που μπορεί να ταλαιπωρεί το σήμερα και της δικής σας ζωής.

 

Η Αγγελική Καστρινέλλη είναι φωτογράφος, συγγραφέας και Art Therapist. Είναι δημιουργός της μεθόδου INNER VISION PHOTOGRAPHY, την οποία και εφαρμόζει σε ατομικές συνεδρίες και ομαδικά work.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια