Η μικρή αφηγήτρια μας ενημερώνει ότι: από τα παιδικά της χρόνια ήξερε ότι η γυναίκα είναι κατά πολύ κατώτερη του άνδρα ,δεν αναρωτήθηκε ποτέ γι΄αυτό, ήταν το πεπρωμένο, οι Ιαπωνίδες ήταν σιωπηλές, γυναίκες που μιλούν απαλά, ευγενικές και πράες, η Έτσου -μπο σάμα μάθαινε όλες τις οικιακές δουλειές -ράψιμο, πλέξιμο, κέντημα, μαγείρεμα ανθοδετική και την πολύπλοκη τελετή του τσαγιού, το ιαπωνικό φαγητό αποτελούνταν περισσότερο από λαχανικά και το ψάρι, για τις υποκλίσεις που έκανε προς όλους με σεβασμό, αναφέρει ότι η γραφή των ιδεογραμμάτων ήταν αργή και προσεκτική δουλειά, ότι διάβαζε τα τέσσερα βιβλία του Κομφούκιου, γνώριζε καλλιγραφία που θεωρούνταν από τις σημαντικές σπουδές στην Ιαπωνία, άκουγε αναρίθμητες αρχοντικές ιστορίες από τη σεβαστή γιαγιά και τις υπηρέτριες, οι υπηρέτες στο σπίτι τους ήταν κατώτερα μέλη της οικογένειας, χαίρονταν και λυπούνταν μαζί τους και εισέπρατταν από την οικογένειας εγκάρδιο ενδιαφέρον για τα θέματά τους, αλλά αυτό δεν σήμαινε υπερβολική οικειότητα, υπήρχε πάντα μια αόρατη γραμμή, η ζωή της δεν ήταν μόνο μελέτη αλλά και πολλές χαρούμενες ώρες παιχνιδιού, έπαιζε με τις κούκλες του Κομόρο, όλη της τη ζωή είχε συνηθίσει να αφήνει τα παπούτσια της στην πόρτα κάθε φορά που έμπαινε σε κάποιο σπίτι, είχε διδαχτεί ότι δεν πρέπει να πατά τη σκιά του δασκάλου της, αλλά να περπατά ευλαβικά τρία βήματα πίσω του, μας λέει για το οικόσημο των Ιναγκάκι, μας πληροφορεί ότι οι Ιάπωνες τιμούν το αριστερό από το δεξί πάντα από τον αυτοκρατορικό θρόνο έως το δέσιμο ενός κόμπου, οι Ιάπωνες δεν είναι άνθρωποι της επίδειξης, η επίδειξη συναισθημάτων ήταν αγένεια, η ιαπωνική γλώσσα δεν έχει αντωνυμίες τη θέση τους έχουν πάρει τα επίθετα, στο θέατρο τους γυναικείους ρόλους τους ερμήνευαν άνδρες, επέλεξε να διαβάσει η Έτσου-μπο σάμα το κλασσικό ιαπωνικό επικό μυθιστόρημα «Χακκέντεν» που συγκρίνεται με τον «Χαμένο Παράδεισο» του Μίλτον και τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, στα περισσότερα έργα ιαπωνικής τέχνης ,η μουσική τους απαιτεί και ακουστικά …μάτια, εκτός από αυτιά , αλλιώς χάνεται η μαγεία της , για αιώνες η καταπίεση των συναισθημάτων ήταν το βασικό στοιχείο όλων όσων χαρακτηρίζονταν από υψηλή ποιότητα και η μεγαλύτερη τιμή που μπορούσε να κάνει κάποιος σε έναν τραγουδιστή ή ηθοποιό του κλασσικού δράματος ήταν να παραμείνει βαθιά σιωπηλός, έτσι ήταν η Έτσου-μπο σάμα πάντα μέσα στη χαρά αλλά ασυναίσθητα η καρδιά της έψαχνε να βρει το νήμα της λύπης, απέδιδε αυτή τη μακάβρια τάση στη βουδιστική διδασκαλία που έλαβε ως παιδί καθώς υπήρχε κάτι το απελπιστικά θλιμμένο σε όλες τις βουδιστικές απόψεις, η μεγάλη θεά του σιντοϊσμου ήταν γυναίκα – η θεά του Ήλιου, μας ενημερώνει ότι οι Ιάπωνες αγαπούν τα φυτά λόγω του συμβολισμού τους, παράδειγμα: είχε διδαχτεί πως η δαμασκηνιά που ξεπετούσε τα άνθη της γενναία μέσα στα χιόνια στην αρχή της άνοιξης, ήταν το νυφικό τους φυτό ,γιατί συμβολίζει το καθήκον μέσα στις δυσκολίες, ο λωτός είναι ιερό λουλούδι και τα άνθη του βρίσκονται πάντα μπροστά από κάθε βουδιστικό βωμό, οι Ιάπωνες σπάνια κουβαλούν λουλούδια ούτε στέλνουν λουλούδια ως δώρα, εκτός αν τα πηγαίνουν στον ναό ή στους τάφους, οι Ιάπωνες δεν γιορτάζουν ατομικά γενέθλια ,αντί αυτού είναι έθιμο να γιορτάζεται η Πρωτοχρονιά ως γενέθλια μέρα του κάθε πολίτη του έθνους, το να ερωτευτούν δυο νέοι χωρίς τις απαραίτητες επισημότητες ήταν σοβαρότατο αδίκημα για οποιαδήποτε τάξη, αλλά αν συνέβαινε στο σπίτι ενός σαμουράι αποτελούσε μαύρη ντροπή, η τιμωρία ήταν εξορία μέσω της πύλης του νερού, ένας γάμος δεν ήταν νόμιμος αν δεν τον ενέκριναν οι γονείς, κανείς δεν παντρεύονταν τον Οκτώβριο τον «μήνα χωρίς θεούς» διότι σύμφωνα με τη σιντοϊστική παράδοση αυτό τον μήνα οι θεοί δεν βρίσκονται στη Γη , η νύφη στο γάμο φοράει λευκή ρόμπα και κορδέλα -το χρώμα του θανάτου- καθώς γάμος σημαίνει πως η κόρη που γίνεται νύφη θεωρείται πια νεκρή για την οικογένειά της, ότι κανένας άνδρας εκείνης της εποχής δεν ήταν αρκετά γενναίος ώστε να ρισκάρει απέναντι στον κακό οιωνό και να πάρει νύφη μια γυναίκα με τα κομμένα μαλλιά μιας χήρας, ο γάμος και ο θάνατος πήγαινα μαζί, χέρι χέρι, ως δυο πιο σημαντικές τελετές στη ζωή των Ιαπώνων, είναι φυσικό και κοινό για όλους στην Ιαπωνία να είναι έτοιμοι για το τελευταίο τους ταξίδι, οι περισσότεροι νέοι άνδρες περηφανεύονταν για τις προοδευτικές τους ιδέες και την περιφρόνηση που έδειχναν στην παλιά κουλτούρα της Ιαπωνίας, όλη η οικογένειά της ακολουθούσε τις διδαχές του βουδισμού που απαγόρευε τη δολοφονία ζώων και έτσι ήταν χορτοφάγοι, στο σπίτι είχαν δύο βωμούς ένα σιντοϊστικό και ένα βουδιστικό, ο θεός Ιζανάγκι και η θεά Ιζανάμι ήταν οι δικοί μας ο Αδάμ και η Εύα, ιερό βουνό στην Ιαπωνία είναι το Φουτζιγιάμα και το βουνό Ομπατσουγιάμα είναι το Βουνό των Εγκαταλειμμένων Ηλικιωμένων, μας μιλάει για τους νόμους της μετενσάρκωσης, εξηγεί ότι η εποχή της καλοτυχία ήταν όταν οι ορυζώνες υποκλίνονται κάτω από το φορτίο τους, το πιο παλιό φαγητό της Ιαπωνίας ήταν το μότσι, ένα κέικ ρυζιού, η τελετή του Ούραμπον ήταν μια περίοδος κατά την οποία οι άνθρωποι προσεύχονται για τη γαλήνη και την ευτυχία των νεκρών, τα πολύ παλιά χρόνια η τέχνη του πολέμου στην Ιαπωνία ήταν σωστή επιστήμη, το ναγκινάτα είναι ένα μακρύ, ελαφρύ δόρυ με κυρτωμένη αιχμή, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες σαμουράι, για άσκηση και για άμυνα, το κογκάι είναι ένα λεπτό ,αμβλύ μαχαίρι , το οποίο μαζί με το στιλέτο αποτελούν τα μέρη της λαβής του μακριού σπαθιού ενός σαμουράι, το κογκάι πρωταγωνιστεί σε πολλές ιστορίες αγάπης και εκδίκησης του μεσαίωνα, το σπαθί των σαμουράι μπορούσε να στοχεύσει σε μόνο τέσσερα σημεία: την κορυφή του κεφαλιού, τον καρπό, τα πλευρά και τα πόδια από το γόνατο και κάτω, η κόρη του σαμουράι δεν κλαίει ,τα βλέφαρα ενός σαμουράι δεν γνωρίζουν υγρασία, ο λόγος που ξεστομίζει ένας σαμουράι δεν μπορεί να ανακληθεί, η ζωή του σαμουράι ,άνδρα ή γυναίκας, είναι ίδια: πίστη στον αφέντη, γενναιότητα στην υπεράσπιση της τιμής του, το επίσημο ένδυμα των σαμουράι ήταν το καμισίμο, ο καθένας σαμουράι ήξερε την ψυχή του άλλου, η αφηγήτρια μας εξηγεί τη χρήση του κουβά του κεφαλιού ενός σαμουράι, ο ήρωας, ο γενναίος και ανυπότακτος σαμουράι πατέρας της ,όπως και όλοι οι σαμουράι μετά την Αποκατάσταση, ήταν εκτός του συστήματος και δεν είχαν καμία απασχόληση ,μην έχοντας τίποτα να προσφέρουν στον νέο κόσμο, εκτός από την υπέροχη, αλλά ανεπιθύμητη κουλτούρα του παλιού, αποδέχτηκαν με σιωπηλή αξιοπρέπεια τη μοίρα της αποτυχίας, δεσμευμένοι απόλυτα από τον κώδικα ηθικής, τον οποίο διδάσκονταν επί αιώνες, έδειχναν απόλυτη περιφρόνηση για τα χρήματα, κάποιοι τώρα από αυτούς τους σαμουράι λόγω της στρατιωτικής τους εκπαίδευσης προσλαμβάνονταν από πλούσιους αγρότες του ρυζιού, ως φρουροί, ή γινόταν δάσκαλοι του παραδοσιακού επιτραπέζιου παιχνιδιού Γκο, ένα είδος σκακιού σε πλούσιους εμπόρους, μας εξηγεί τον όρο που χρησιμοποιείται στην ιαπωνική λογοτεχνία τη βύθιση του κάστρου της Ναγκαόκα ,θυμάται σε όλη την παιδική της ηλικία εκείνα τα σκληρά χρόνια της περιόδου Αποκατάστασης, τα χρόνια της ερήμωσης και της πίκρας, που άκουγε τραγούδια πολέμου ,διηγήσεις για τα κατορθώματα ηρώων στα πεδία της μάχης , τα δακρύβρεχτα μουρμουρητά για τις δόξες του παρελθόντος, για το αρχαίο πνεύμα της υπακοής και της πίστης στον άρχοντα που δεν είχε σβήσει ακόμη, για τις αποθήκες τους που ήταν γεμάτες με τα όπλα ,σπαθιά, θώρακες, πανοπλίες και στρατιωτικό εξοπλισμό, για το σάιχαϊ του πατέρα της, ένα ραβδί με μια μακριά φούντα φτιαγμένη από χαρτιά, στο οποίο οι πρόγονοι σαμουράι κρατούσαν για να οδηγήσουν τους άνδρες τους, για τη γιορτή της 7ης Μαΐου του 1869 που γιορταζόταν από τις οικογένειες των σαμουράι και που ήταν ένας φόρος τιμής στο πνεύμα της ιπποσύνης που έσβηνε…, για τον σαμουράι πατέρα της χωρίς τίτλο ή δύναμη πια, που πίστευε πως η Ιαπωνία στο μέλλον θα κατακτούσε την επιτυχία, λλά διατηρούσε βαθιά ευλάβεια για το παρελθόν, μετά το θάνατο του πατέρα της το σπίτι τους βυθίστηκε στη μοναξιά και τις πρώτες σαράντα εννέα μέρες η ψυχή του αιωρούνταν ακόμη κοντά στη σκεπή και μετά από αυτές τις μέρες η ψυχή ελευθερώνεται από τα επίγεια δεσμά και παίρνει το δρόμο χαρούμενη για τη Γη της Ανάπαυσης, ότι στις 15 Φεβρουαρίου ,την Ημέρα της Νιρβάνας, γιορτάζεται ο θάνατος του Βούδα, «Νάμου Άμιντα Μπούτσου» δηλαδή «Χαίρε ,Μεγάλε Βούδα», …
Ο σεβαστός δάσκαλος μου είπε: «Τα πλοία φέρνουν τις χώρες πιο κοντά τη μια στην άλλη ». «Άκουσε!» είπε η σεβαστή γιαγιά στητή. «Μικρή εγγονή, τα πλοία μπορεί να πλέουν και να πλέουν, όμως, μόνο αν οι κόκκινοι βάρβαροι και τα παιδιά των θεών μάθουν ο ένας την καρδιά του άλλου, θα έρθουν κοντά οι δυο χώρες».
Τα χρόνια πέρασαν και η Έτσου-μπο σάμα, το κοριτσάκι που είχε ακούσει την ιστορία των μαύρων πλοίων και των ερυθρών βαρβάρων, μπήκε η ίδια σε ένα από τα μαύρα πλοία που έπλεαν χωρίς πανιά και πήγε σε ένα νέο σπίτι, στη μακρινή χώρα των κόκκινων βαρβάρων (την Αμερική). Εκεί, έμαθε πως οι καρδιές είναι ίδιες και στις δυο πλευρές του κόσμου, αλλά αυτό είναι ένα μυστικό που το κρατούν κρυμμένο από τους ανθρώπους της Ανατολής και της Δύσης. Το μυστικό παραμένει ακόμη άγνωστο σ΄ αυτούς, αλλά τα πλοία πλέουν, πλέουν…
Η ανάκτηση των θραυσμάτων της ψυχής των σαμουράι μέσα από τις αληθινές αναμνήσεις μίας κόρης που έζησε ανάμεσα σε δυο κόσμους!!
Πρόκειται για Αριστούργημα. Διαβάστε το.
Η Έτσου Ιναγκάκι Σουγκιµότο γεννήθηκε το 1874 στη Ναγκαόκα της επαρχίας Έτσιγκο, στην Ιαπωνία. Ο πατέρας της υπήρξε υψηλόβαθµος αξιωµατικός σαµουράι, ωστόσο µετά την κατάρρευση του φεουδαρχικού συστήµατος η οικογένειά της ξέπεσε. Αν και αρχικά προοριζόταν να γίνει ιέρεια, αρραβωνιάστηκε έπειτα από προξενιό µε έναν Ιάπωνα έµπορο που ζούσε στο Σινσινάτι του Οχάιο. Προκειµένου να προετοιµαστεί για το ταξίδι, φοίτησε σε σχολείο µεθοδιστών στο Τόκιο και έγινε χριστιανή. Το 1898 πήγε στις Ηνωµένες Πολιτείες, όπου και παντρεύτηκε τον µνηστήρα της, µε τον οποίο απέκτησαν δυο κόρες. Μετά τον θάνατό του, επέστρεψε στην Ιαπωνία, αλλά αποφάσισε ύστερα από καιρό να γυρίσει στις ΗΠΑ, για τις σπουδές των παιδιών της. Αργότερα, έζησε στη Νέα Υόρκη, όπου στράφηκε στη λογοτεχνία και άρχισε να διδάσκει ιαπωνικά, αλλά και κουλτούρα και ιστορία της Ιαπωνίας στο πανεπιστήµιο Columbia. Κείµενά της δηµοσιεύτηκαν σε εφηµερίδες και περιοδικά. Εκτός από την «Κόρη του σαµουράι» (1925), κάποια άλλα έργα της είναι τα: «Με τον Τάρο και τη Χάνα στην Ιαπωνία» (1926, σε συνεργασία µε τη Νάνσι Βιρτζίνια Όστεν), «Η κόρη του νάρικιν» (1932), «Εις µνήµη Φλόρενς Μιλς Γουίλσον» (1933), «Η κόρη του νόχφου» (1935), «Η γιαγιά Ο Κιο» (1940). Η κόρη της Τσιγιόνο Σουγκιµότο Κιγιούκα έγραψε το βιβλίο «Όµως τα πλοία πλέουν» (1959), στο οποίο περιέχονται λεπτοµέρειες από τα τελευταία χρόνια ζωής της Έτσου Σουγκιµότο.
0 Σχόλια