Η συγγραφέας Δέσποινα Διομήδους γράφει και διαβάζει από μικρή. Το πρώτο της βιβλίο φέρει τον τίτλο «Πορσελάνινες κούκλες» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελκυστής». Σήμερα φιλοξενείται στις Τέχνες για να μας μιλήσει γι' αυτό, καθώς και για τις συγγραφικές της ανησυχίες.
Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου
Κυρία Διομήδους, πώς θα συστήνατε τον εαυτό σας στο αναγνωστικό κοινό;
Θα σύστηνα τον εαυτό μου ως Δέσποινα Διομήδους, τίποτα παραπάνω.
Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να εκφραστείτε μέσω του γραπτού λόγου; Είναι, θεωρείτε, η συγγραφή μια λυτρωτική διαδικασία, κατά την οποία επιτυγχάνεται η απελευθέρωση των όσων κατακλύζουν τη σκέψη του δημιουργού;
Η συγγραφή είναι μία απελευθερωτική διαδικασία ιδίως όταν υπάρχει η έμπνευση, ο κατακλεισμός των συναισθημάτων και των σκέψεων. Ύστερα, εγώ προσωπικά δεν μπορώ να ξαναδιαβάσω αυτά που έχω γράψει, διότι η λέξη εγκλωβίζει την αλήθεια της στιγμής που ειπωθηκε και αν ο συγγραφέας μείνει σε ό,τι έγραψε ίσως τότε η συγγραφή από λύτρωση να γίνει φυλακή.
Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς;
Τα πάντα, τα σύννεφα, η φωτιά, η βροχή, ο άνθρωπος, το ζώο. Συνήθως μπορεί να είναι κάτι πολύ μικρό που ύστερα μέσα μου γεννά κάτι μεγάλο.
Υπήρξε κάποιο γεγονός στη ζωή σας που νιώσατε την ανάγκη να το μεταφέρετε στο χαρτί;
Νομίζω ότι το μεγαλύτερο γεγονός στη ζωή του ανθρώπου, δεν είναι άλλο παρά ο έρωτας και ο θάνατος. Όποιος γράφει λοιπόν «παίρνει τα σπλάχνα του» και τα βάζει σε ένα χαρτί. Όχι όλοι μας βέβαια αλλά κάποιοι από εμάς. Ο Μπουκόφσκι έλεγε πώς αν οι λέξεις σου δεν βγάζουν αίμα καλύτερα να μην γράψεις, αυτό ακολουθώ πριν ακόμα το διαβάσω. Είναι αναγκαίο κάτι να έχει συμβεί μέσα σου, κάτι να σε έχει κατακλείσει για να γράψεις.
Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο σκοπός της λογοτεχνίας; Τι έχει να προσφέρει στον άνθρωπο;
Τίποτα παραπάνω εκτός από το να τον κάνει Άνθρωπο.
Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι με την ολοένα και αυξανόμενη χρήση του διαδικτύου διαβάζουν βιβλία στις μέρες μας;
Έχω την εντύπωση ότι η ανάγνωση ενός βιβλίου αφορά ένα μη γνώριμο είδος ανθρώπου των ημερών μας, τους ονειροπόλους, τους ρομαντικούς. Δεν γνωρίζω εάν ευθύνεται το διαδίκτυο αλλά πιθανολογώ ότι οι άνθρωποι δεν διαβάζουν τόσο διότι υπάρχει ένα ψυχικό έλλειμμα, στη σημερινή κοινωνία της γνώσης συνυπάρχει και η κοινωνία της απάθειας και υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει πάθος.
Έχετε πρότυπα ως συγγραφέας; Στα γραπτά σας θα διαπιστώσει ο αναγνώστης επιρροές από άλλους αγαπημένους σας συγγραφείς;
Εγώ αγάπησα τον Κούντερα, την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», δεν γνωρίζω εάν επηρέασε τη γραφή μου σίγουρα όμως άσκησε επιρροή στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον έρωτα.
Ζωγραφική ή λογοτεχνία; Προς τα πού κλίνετε περισσότερο και γιατί;
Και τα δύο αποτελούν ανάγκη για εμένα, ψυχική ανάγκη. Την γραφή οφείλω να δηλώσω ότι δεν την επέλεξα, απλά έρχονται οι λέξεις, πολλές φορές μάλιστα αρνούμαι να γράψω, δεν είναι εύκολες όλες οι αλήθειες. Παρ΄ όλα αυτά η γραφή σε εμένα έρχεται, την ζωγραφική την βρίσκω. Την βρίσκω όταν δεν θέλω άλλες λέξεις, όταν χρειάζομαι απλά χρώματα, όταν θέλω η αλήθεια να κρυφτεί.
Μπορεί η μια τέχνη να επηρεάσει την άλλη και πώς;
Εν δυνάμει ναι, οι λέξεις είναι χρώματα.. Σκέφτεσαι τον έρωτα, τι άλλο χρώμα μπορεί να είναι παρά ένα βαθύ κόκκινο. Κόκκινο σαν το αίμα, το αίμα είναι η ζωή το ίδιο και ο έρωτας.
Ας μιλήσουμε για το βιβλίο σας, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ελκυστής» και φέρει τον τίτλο «Πορσελάνινες κούκλες». Ποιο υπήρξε το βασικό ερέθισμά σας για να ξεκινήσετε τη συγγραφή του συγκεκριμένου έργου;
Δεν θυμάμαι το ερέθισμα, θυμάμαι μόνο ότι με βρήκε το τέλος της ιστορίας ξαπλωμένη, με βρήκαν οι λέξεις και οι εικόνες.
Πώς προέκυψε ο τίτλος του βιβλίου σας;
Υπάρχει πιο όμορφη κούκλα από την πορσελάνινη; Μα συγχρόνως και πιο ραγισμένη;
Γράφετε στον πρόλογο του βιβλίου σας: «Συγγραφέας είναι αυτός που κρύβεται πίσω από τις λέξεις ή αυτός που κρύβει τις λέξεις.» Τι εννοείτε με αυτό;
Πολλές φορές όταν γράφει κανείς προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από τις λέξεις και ενώ οι αναγνώστες νομίζουν ότι τα έχουν διαβάσει όλα, ότι έχουν δει τον συγγραφέα, ξεχνούν ότι ο συγγραφέας σαν ένας μικρός «θεός» έχει παραλείψει πολλά. Ίσως το διάστιχο να έπρεπε να αφιερωθεί σε όσα δεν είπαν οι συγγραφείς.
Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενο της ιστορίας σας.
Η ιστορία μου είναι φτιαγμένη από αλήθεια αλλά και από ψέμα, η ιστορία μου δεν αφορά τίποτε άλλο παρά τη γυναικεία ψυχή, το ράγισμά της και την τέχνη του κιντσούκι. Πιστεύω στη συγχρονικότητα έτσι λοιπόν και οι τρεις ήρωες μου συναντιούνται την πιο κατάλληλη στιγμή, την ακατάλληλη.
Υπάρχουν κάποια μηνύματα που οπωσδήποτε θέλετε να περάσετε στον αναγνώστη μέσα από την ιστορία σας;
Ότι πάνω στα ραγίσματα μας καλό είναι να βάζουμε χρυσό, τα ραγίσματά μας, είναι τα παράσημά μας και ότι ακόμα και η υιοθεσία από την πλευρά της μητέρας που δίνει το παιδί μπορεί να είναι η πιο μεγαλειώδης μητρική πράξη.
Όλοι κρύβουμε μέσα μας μια ραγισμένη πορσελάνινη κούκλα; Τι πιστεύετε;
Όχι, όχι όλοι. Ο καθένας μας είναι κράμα διαφορετικών υλικών.
Πόσο χρόνο σας πήρε για τη συγγραφή του βιβλίου σας;
Περίπου πέντε χρόνια, βλέπετε είναι δύσκολο όταν ξέρεις το τέλος να πας στην αρχή.
Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό;
Απευθύνεται σε όλους.
Σ’ αυτό, το πρώτο σας βιβλίο, συνεργάζεστε με τις εκδόσεις «Ελκυστής». Είστε ευχαριστημένη από τη μέχρι τώρα συνεργασία σας;
Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη και τον ευχαριστώ για την άψογη συνεργασία!
Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.
«Γιατί η πλάνη δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον σου όπως η αλήθεια.»
Κυρία Διομήδους, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση και σας εύχομαι κάθε επιτυχία προσωπική και συγγραφική.
Εγώ σας ευχαριστώ πολύ για την τόσο ιδιαίτερη συνέντευξη!
Βιογραφικό:
Η Δέσποινα Διομήδους σήμερα είναι τριάντα ετών. Σπούδασε στο τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ. Εργάστηκε για ένα μικρό διάστημα στον χώρο της εκπαίδευσης. Γνωρίζει αγγλικά, ισπανικά και γερμανικά. Αγαπάει πολύ τη φύση, τη ζωγραφική και λατρεύει τα άλογα και την ιππασία. Σε αυτά τα τρία εκείνη νιώθει ελεύθερη. Η Δέσποινα Διομήδους γράφει και διαβάζει από μικρή ενώ συγχρόνως, παρά το γεγονός ότι έχει γράψει πολλά έργα, εκείνη επέλεξε να εκδώσει τις “Πορσελάνινες κούκλες”, καθώς πιστεύει βαθιά ότι το συγκεκριμένο έργο θα μπορούσε να έχει έναν ευρύτερο κοινωνικό αντίκτυπο.
0 Σχόλια