Ο σημερινός καλεσμένος των Τεχνών μας έρχεται από την Κύπρο. Είναι ο Παναγιώτης Θωμά και είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας, μεταφραστής και στιχουργός. Αφορμή της συνέντευξης που ακολουθεί αποτελεί το νέο του βιβλίο με τίτλο «Μια ανέφικτη ανάσταση, Σχόλιο στη μεταμόρφωση του Φρανς Κάφκα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρμός».
Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου
Κύριε Θωμά, πείτε μας δυο λόγια για εσάς.
Είμαι 42 ετών, είμαι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και στιχουργός, νυμφευμένος, έχω δύο κοριτσάκια πέντε και εννέα ετών· έχω διδάξει σε δύο Πανεπιστήμια, σ’ ένα ιδιωτικό και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Ως δάσκαλος έχω διαμορφωθεί καθοριστικά από την δεκαετή προϋπηρεσία μου στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας. Αδυνατώ να βρω διέξοδο και πληρότητα στη ζωή έξω από τη δημιουργικότητα. Αυτή με τρέφει και νομίζω με καθορίζει· αδυνατώ επίσης να εννοήσω τί θέση και τί δουλειά έχει ο θάνατος στη ζωή μας. Έχω αγαπηθεί από την οικογένειά μου πολύ αλλά και από σπουδαίους ανθρώπους στα χρόνια των σπουδών και έπειτα κι αυτή είναι η πιο ακριβή προίκα μου.
Οι ακαδημαϊκές σας σπουδές, η επαγγελματική σας ενασχόληση, αλλά και το ενδιαφέρον σας γύρω από την επιστήμη της θεολογίας επηρεάζουν, θεωρείτε, και τη δική σας στάση ζωής;
Δεν μπορεί να μην την επηρεάζουν. Οδηγήθηκα στη θεολογία από καθαρά υπαρξιακά κίνητρα ―τότε στο τέλος της εφηβείας― και το ταξίδι στο πανεπιστήμιο, στα έντεκα χρόνια σπουδών ―Θεσσαλονίκη και Βοστόνη― ήταν γεμάτο με ανατροπές, ουσία, φως των τεχνών και της οικουμενικής αλήθειας που εξαγγέλλει και υπηρετεί ο πραγματικός θεολογικός λόγος, πέρα από περιχαρακώσεις και διελκυστίνδες. Είχα φωτισμένους δασκάλους ―ξεχωρίζω τους καθηγητές στο Αριστοτέλειο Νίκο Ματσούκα και τον Χρυσ. Σταμούλη· καλλιτέχνες εξάλλου και οι δύο— αλλά στο δρόμο μου μέσα από τα βιβλία τους και όχι μόνον με επηρέασαν βαθιά τόσο ο Αμερικάνος λογοτέχνης Wendell Berry, όσο και ο Ν. Γ. Πεντζίκης, ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης. Φράσεις τους, όπως, «ό,τι λες με λόγια το μικραίνεις» και «τίποτα εξιδανικευμένο, τίποτα εξαχρειωμένο», με καθόρισαν. Όσο για την επαγγελματική πορεία, θα έλεγα, ότι ο ευσυνείδητος δάσκαλος ―και αυτό προσπαθώ να είμαι―, σκέφτεται, ερευνά και μεταβολίζει το καθετί με κριτήριο την αποτελεσματικότητα και την ελκυστικότητα των μαθημάτων του· η διδασκαλία σου γίνεται δεύτερη φύση.
Πώς προέκυψε αυτή η αγάπη για τη Θεολογία;
Αλλιώς προέκυψε στην αρχή, ως μια προσωπική υπαρξιακή αναζήτηση και αλλιώς διαμορφώθηκε και εμπλουτίστηκε στα χρόνια των σπουδών μέσα, κυρίως, από την επαφή μου με τη λογοτεχνία και το έντεχνο ελληνικό τραγούδι. Η αγάπη αυτή, για τη σπουδή μου, είναι εν τέλει, αγάπη για τη ζωή (τη φύση και τον πολιτισμό), ευγνωμοσύνη για το δώρο της ύπαρξης και τις σχέσεις που μας δίνονται για να πορευόμαστε. Πάντως, αν δεν σπούδαζα θεολογία σίγουρα θα ήμουν και πάλι στο χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών. Από μικρός διάβαζα με μανία λογοτεχνία, καλλιεργούσα συνεχώς τη φαντασία μου και συλλογιζόμουν ασταμάτητα το διαφορετικό.
Ποια η γνώμη σας για τις μέχρι τώρα επιστημονικές προσεγγίσεις σε θέματα που αφορούν τον κλάδο σας και που έμμεσα ή άμεσα απασχολούν κι εσάς ως αντικείμενο μελέτης;
Ορισμένες έχουν σίγουρα ενδιαφέρον· είναι αυτές που κατορθώνουν να διαλεχθούν με τον καιρό μας και τις απαιτήσεις του ή με την καλλιτεχνική αναζήτηση που είναι σχεδόν πάντα γόνιμη. Άλλες πάσχουν από επιστημονισμό, τις χαρακτηρίζει ο ψυχρός λόγος και νομίζω πως δεν αφορούν παρά ελάχιστους. Υπάρχει βέβαια και η επιστημονικοφάνεια, συχνότερα ίσως στον δημόσιο εκκλησιαστικό λόγο, που παγιδεύει σε κατά γράμμα ερμηνείες και καταλήγει σε άκαμπτα σχήματα που πολεμούν το ανθρώπινο πρόσωπο.
Πέρα από τη θεολογία δείχνετε έντονο ενδιαφέρον στη μετάφραση παιδικών παραμυθιών, όπως επίσης στη στιχουργική και τη μουσική γενικότερα. Πώς συνδυάζονται όλα αυτά μεταξύ τους;
Οι μεταφράσεις του Όσκαρ Ουάινλτ και της Σέλμα Λάγκερλεφ προέκυψαν με προτροπή του αγαπητού μου Σταύρου Φωτίου, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, όταν μάλιστα δεν είχα σταθερή εργασία και έψαχνα ευκαιρίες για ένα καλό χαρτζιλίκι! Του είχαν αρέσει οι μεταφράσεις κειμένων του W. Berry στο διδακτορικό μου ―από τα αγγλικά στα ελληνικά― και γι’ αυτό μου εμπιστεύθηκε αυτό το ρόλο. Μεταφραστής δεν είμαι, αλλά τα προσέγγισα με σοβαρότητα, δίνοντας μάλιστα ένα ρυθμό στα κείμενα που θα τα έφερνε κοντά στο δημοτικό τραγούδι, θα τα ελληνοποιούσε κατά κάποιον τρόπο. Η ιδέα ήταν να προστεθούν και τα επίμετρα, τα περισσότερα από τα οποία είχα τη χαρά να γράψω, ώστε να δώσουμε ερμηνευτικά κλειδιά στους αναγνώστες. Αγάπησα το τραγούδι από μωρό, μέσα από τα ακούσματα της μητέρας μου: Κουγιουμτζής, Καλδάρας, Νταλάρας, Αλεξίου. Τραγουδούσα από παιδί σε χορωδίες και με την ένταξή μου στη χορωδία του Χρυσόστομου Σταμούλη στα χρόνια των σπουδών, αναγεννήθηκε η αγάπη μου για το ποιοτικό τραγούδι που με γοητεύει με την ιστορία και την εξέλιξή του. Είμαι μέγας θαυμαστής του Μάνου Χατζιδάκι και της σκέψης του, του Μάνου Ελευθερίου, του Νίκου Γκάτσου, του άχραντου Σταύρου Κουγιουμτζή. Ακούγοντας και αγαπώντας τα τραγούδια τους, ασκήθηκα με την αυστηρότητα που με χαρακτηρίζει προς τον εαυτό μου, αλλά και με κριτήριο το αισθητήριο των δύο συνθετών που μελοποιούν στίχους μου κι έτσι, αισθάνομαι ικανοποίηση που εκφράζομαι και με αυτό τον τρόπο. Είναι ένα άλλο συγγραφικό εργαλείο, με τη δική του λογική, οργανικά δεμένο καθώς είναι με τη μουσική. Δεν μπορώ βέβαια τώρα να γράψω ανεπηρέαστος από τη λογοτεχνία και δη την ποίηση, αλλά σέβομαι την τραγουδιστική φόρμα. Έτσι γράφηκαν και οι «Διάλογοι με τον Κάφκα», τραγούδια σε μουσική Χρυσόστομου Σταμούλη και Γιώργου Καλογήρου που παρουσιάσαμε πρόσφατα στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα με πολύ θερμή υποδοχή από τον κοινό.
Τι παραπάνω επιζητάτε στην έρευνα και πόσο αισιόδοξος είστε ότι θα βρείτε τις απαντήσεις που ψάχνετε;
Είμαι σε μία φάση που αισθάνομαι πως έχει κλείσει κατά κάποιον τρόπο ένας κύκλος, καθώς έχω καταθέσει σε δημοσιευμένα άρθρα και βιβλία μου τις κατασταλαγμένες μέχρι στιγμής θέσεις μου για την ερμηνεία της λογοτεχνίας (και άλλων τεχνών, όπως ο κινηματογράφος τον οποίο πολύ αγαπώ) στο πλαίσιο του διαλόγου με τη θεολογία. Θέλω όμως, να εξερευνήσω περισσότερο μια θεολογία της κατοίκησης, της ποιητικής κατοίκησης στη ψηφιακή εποχή, στην υβριδική μας πραγματικότητα. Νομίζω πως αυτό θα είναι το θέμα της επόμενής μου μελέτης. Ναι, υπάρχουν τόσες απαντήσεις όσα και τα γόνιμα ερωτήματα. Και τα δύο τα χρειαζόμαστε.
Τι σκοπό έχουν τα βιβλία που γράφετε; Σε ποιο κοινό απευθύνονται;
Ο σκοπός αποτελεί θα έλεγα ένα τρίπτυχο: να δείξουν πως η εκκλησιολογία και η εκκλησιολογική ανθρωπολογία, που έχουν ολιστικό χαρακτήρα, τονίζοντας την ψυχοσωματική ενότητα του ανθρώπου, μπορούν να διαλεχθούν με έργα πολιτισμού και να απευθυνθούν έτσι στις υπαρξιακές αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου. Από τη θεολογία στον πολιτισμό κι έπειτα στην κοινωνία λοιπόν. Μπορεί να ισχύσει και η αντίστροφη πορεία. Τα λογοτεχνικά μου κείμενα έχουν κυρίως στόχο να εξερευνήσουν μέσω μιας συμπαθητικής ταύτισης διαφορετικούς χαρακτήρες, που δεν είναι μόνο ανθρώπινα πρόσωπα (ένας ηθοποιός, ένας συγγραφέας, μια νεαρή κοπέλα), αλλά και στοιχεία της φύσης: από ένα πουλί μέχρι κι ένα σαλιγκάρι!
Γιατί πήρατε την απόφαση να εκδώσετε το τελευταίο σας βιβλίο;
Το σκεφτόμουν για τρία περίπου χρόνια και το αποφάσισα μάλλον για πολλούς λόγους: πρώτον γιατί πιστεύω, πως η νουβέλα του Κάφκα, Μεταμόρφωση έχει έναν συμβολικό/συμβολιστικό δυναμισμό, ο οποίος την καθιστά συγκλονιστικά διαχρονική και επίκαιρή, αλλά νομίζω όλα ξεκινούν πιο απλά: αγάπησα και θαύμασα ιδιαιτέρως το συγκεκριμένο έργο και ήδη είχα γράψει από το 2018 το δοκίμιο που αποτέλεσε τη βάση αυτού του εκτενέστερου κειμένου που τώρα εκδίδεται. Μάλλον μου έδωσε και την ευκαιρία για επανεπίσκεψη εννοιών και στάσεων που θεωρώ καίριες για τη ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις, στο πλαίσιο της φιλόκαλης αισθητικής ―της θεολογικής τάσης που κυρίως υπηρετώ― και αυτές είναι η ομορφιά και η ασχήμια, η συναφής δυνατότητα να δεις πραγματικά το όμορφο ακόμα και πίσω ή κάτω από την ασχήμια, το σπάσιμο των στερεοτύπων που εν τέλει θρέφουν νοοτροπίες και πράξεις ρατσισμού και βίας. Η εποχή μας πρέπει εξάπαντος να τα συζητήσει αυτά. Τα 100 χρόνια, φέτος, από τον θάνατο του Κάφκα, ήταν σαφώς μια καλή αφορμή για να εκδώσω το δοκίμιό μου.
Ας αναφερθούμε σ’ αυτό. Πρόκειται για ένα δοκίμιο που φέρει τον τίτλο «Μια ανέφικτη ανάσταση, Σχόλιο στη μεταμόρφωση του Φρανς Κάφκα» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρμός». Μιλήστε μας πιο συγκεκριμένα για το περιεχόμενό του. Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης πιάνοντας το βιβλίο αυτό στα χέρια του;
Θα προσπαθήσω να σας πω ποιοι είναι οι βασικοί άξονες της συζήτησης που ανοίγω με το εμβληματικό καφκικό έργο, για να μην προδώσω συνολικά το περιεχόμενό του: με αφορμή τον μεταμορφωμένο σε σιχαμερό ζωύφιο «Γκρέγκορ» του Κάφκα και την αδυναμία της οικογένειάς του να τον συντρέξει στην τραγωδία του, κι ενώ αυτή τηρεί ―στην αρχή τουλάχιστον― μια στάση ανοχής εν τέλει τον αρνείται ως εντελώς ξένο, συζητώ την ανάγκη να περάσουμε (άτομα και κοινωνίες) από την απλή ανοχή (και μάλιστα την αφ’ υψηλού, αναγκαστική ανοχή) στην ασκητική υποδοχή της όποιας διαφορετικότητας. Αυτό που στη θεολογία ονομάζουμε πρόσληψη αυτού που δεν είμαστε. Στη συζήτηση για την πραγματική ασχήμια και την αληθινή ομορφιά θέτω σε διάλογο τον Κάφκα με θέσεις του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, αλλά και της αγαπημένης μου Κικής Δημουλά. Η εξουσιαστική μορφή του «Πατέρα» στο αφήγημα αλλά και στη ζωή του Κάφκα μου έδωσε επίσης τη βάση για να συζητήσω καίρια ανθρωπολογικά προβλήματα που παραμένουν προκλήσεις και για τη σύγχρονη θεολογία: ενοχή, αμαρτία, θάνατος και η ελπίδα υπέρβασής τους. Βρίσκομαι βεβαίως στο σταυροδρόμι της εβραϊκής συνείδησης του Κάφκα και του χριστιανικού περιβάλλοντος στο οποίο ζει και γράφει.
Πόσο καιρό χρειαστήκατε για να ολοκληρώσετε τη συγγραφή του;
Χωρίς βεβαίως την περίοδο που χρειάστηκε για να διαβάσω τα κείμενα του Κάφκα, η δημιουργική εργασία της συγγραφής στην πρώτη φάση του δοκιμίου θα κράτησε περί τις 2-3 εβδομάδες. Η επεξεργασία και ο εμπλουτισμός του, φέτος τον Φεβρουάριο, θα κράτησε περίπου 4 εβδομάδες· απογεύματα, βράδια, σαββατοκύριακα, βεβαίως, γιατί είμαι και γονιός και εργαζόμενος!
Τι το περισσότερο θα αποκομίσει ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο σας που δεν το έχει αποκομίσει ήδη διαβάζοντας το ίδιο το έργο του Κάφκα;
Κατ’ αρχάς εύχομαι το βιβλίο μου, που είναι βεβαίως ένα από τα πολλά που γράφτηκαν για τον έξοχο αυτό συγγραφέα, να αποτελέσει αφορμή για να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί το έργο του Κάφκα. Μια μελέτη, ένα σχόλιο για ένα ποίημα, ένα πεζογράφημα, ή μια ταινία, θα ήταν λανθασμένο και άδικο να επισκιάζουν ή να υποκαθιστούν το ίδιο το έργο που σχολιάζουν· πράγμα που είναι βεβαίως μάλλον αδύνατο. Αν κάποιος έχει διαβάσει τον Κάφκα, νομίζω πως η δική μου συμβολή, αυτό εισπράττω από τα πρώτα σχόλια που λαμβάνω από αναγνώστες, είναι στην εισαγωγή της Χριστολογίας στην ερμηνεία της Μεταμόρφωσης, ο παραλληλισμός με αναφορές υμνογραφικές και πατερικές Χριστού και «Γκρέγκορ» και, βεβαίως, η απόπειρα να ερμηνεύσω τους ισχυρούς συμβολισμούς της, συζητώντας προκλήσεις της εποχής μας: τον ρατσισμό, τον φασισμό που τρέφεται από στερεότυπα, την εξουσιαστικότητα και την υποτέλεια, τον ηλικιωτισμό και τη στάση των κοινωνιών απέναντι στους ανήμπορους και περιθωριοποιημένους του κόσμου.
Οι κριτικές που έχετε λάβει μέχρι τώρα για το βιβλίο σας, αλλά και η αποδοχή του από το αναγνωστικό κοινό σας ενθαρρύνουν ώστε να προχωρήσετε στα επόμενα σχέδιά σας;
Ναι, αν και πάνε μόνο λίγες εβδομάδες από την έκδοσή του, λαμβάνω πολύ ενθαρρυντικά σχόλια, που πάντα αποτελούν καθοριστικό κίνητρο για τη συνέχεια.
Σε ποιο κοινό απευθύνεστε κυρίως;
Σε ανθρώπους που αγαπούν τη λογοτεχνία, που αφουγκράζονται την καλλιτεχνική ευαισθησία· σε αναγνώστες που εκτιμούν τον διάλογο με σημαντικά μνημεία του σύγχρονου πολιτισμού, αναζητώντας αλήθεια και νόημα που μπορεί να οδηγεί στο κατώφλι της πίστης, να την επιβεβαιώνει σε πεδία απρόβλεπτα ή ακόμα και να την προκαλεί σε αναθεώρηση. Αναγνώστες που δεν ψάχνουν το εύπεπτο αλλά εκτιμούν την σαφήνεια ακόμα και στα δύσκολα θέματα. Θα ήθελα οι αναγνώστες μου να συναισθάνονται και τη δική μου προσωπική αγωνία.
Aπό αριστερά, ο καθηγητής της Θεολογικής ΑΠΘ κ. Χρυσόστομος Σταμούλης, η κα. Βίκυ Φλέσσα, ο συγγραφέας κ. Παναγιώτης Θωμά και η κα. Έλση Δημουλά |
Χρησιμοποιήσατε αρκετά τις παραπομπές στο έργο του Κάφκα. Θεωρείτε απαραίτητη αυτή την τακτική ως υποβοήθηση για την καλύτερη κατανόηση του δοκιμίου σας από τον αναγνώστη;
Ναι, πρόκειται για το συγκείμενο, τα στοιχεία από το συνολικό έργο του ιδίου του συγγραφέα (ή του ποιητή, του κινηματογραφιστή κοκ) που μας βοηθούν να βρούμε σταθερούς άξονες στο έργο του κι αυτό πρέπει να είναι η βάση, όχι βεβαίως το τέλος της ερμηνείας μας. Δεν μπορείς να απομονώσεις ένα κείμενο από το συνολικό λ.χ. σώμα του καφκικού corpus, από τη συνάφειά του. Ούτε ν’ αφήσεις τις δικές σου ερμηνευτικές προθέσεις να καλύψουν τις πιθανές προθέσεις ή τις κυρίαρχες θέσεις του δημιουργού. Η «βάρκα», της ερμηνείας μας, για να δανειστώ τους στίχους της Κικής Δημουλά, «βουλιάζει / αν την παραφορτώσεις με προθέσεις».
Είστε ευχαριστημένος από τη συνεργασία σας με το εκδοτικό σας σπίτι; Θεωρείτε πως ένας καλός εκδοτικός οίκος συμβάλει σημαντικά για την καλύτερη και επιτυχέστερη προώθηση ενός βιβλίου;
Ναι, βεβαίως, και ευχαριστώ από καρδιάς τόσο τον εκδότη μας κ. Γιώργο Χατζηιακώβου για την ανοικτότητα του, όσο και την άψογη ομάδα των συνεργατών του, στο εκδοτικό τμήμα, στο τμήμα δημοσίων σχέσεων, στο τμήμα πωλήσεων. Εργάζονται με σύγχρονο και γρήγορο τρόπο και αυτό μας κάνει αισθανόμαστε στήριξη και ασφάλεια.
Μια ευχή σας που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί;
Υποθέτω πως εννοείτε προσωπική ευχή. Θα πω λοιπόν: να μπορώ να χαίρομαι όχι μόνο με όσα κάνω αλλά και με τους ανθρώπους που αγαπώ. «Μόνοι μας είμαστε φτωχοί σε αποτελέσματα» έγραψε ο Νίκος Γ. Πεντζίκης…
Επόμενα συγγραφικά βήματα κάνετε ή είναι πολύ νωρίς ακόμα;
Το επόμενο έχω αποφασίσει πως θα είναι λογοτεχνικό: το χρωστώ στον εαυτό μου αλλά και στους φίλους των οποίων την άποψη εκτιμώ (πολλές φορές περισσότερο κι απ’ τη δική μου) να μαζέψω διηγήματά μου που έχουν εκδοθεί σε διάφορα περιοδικά (έντυπα και διαδικτυακά), να προσθέσω και άλλα αδημοσίευτα και να εκδώσω μία συλλογή διηγημάτων. Είναι το αγαπημένο μου είδος. Η μικρή πεζογραφική, ποιητική φόρμα.
Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.
Κύριε Θωμά, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση και σας εύχομαι κάθε επιτυχία προσωπική και συγγραφική.
Βιογραφικό:
Ο Παναγιώτης Θωμά γεννήθηκε στη Λάρνακα της Κύπρου το 1981. Σπούδασε θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών από το Holy Cross Greek Orthodox School of Theology στη Βοστόνη (2005). Αναγορεύτηκε διδάκτορας θεολογίας από το Αριστοτέλειο (2010) μετά από έγκριση διατριβής του για την έννοια του τόπου στο έργο των Νίκου Γ. Πεντζίκη και Wendell Berry. Διδάσκει Θρησκειολογία στην Αγγλική Σχολή (English School) Λευκωσίας, Διδακτική των Θρησκευτικών στην Προδημοτική Εκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο Frederick και Μεταπτυχιακό Σεμινάριο με τίτλο Θεολογία και Πολιτισμός στο Τμήμα Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου. Άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευτεί σε ελληνόφωνα και αγγλόφωνα περιοδικά (Σύναξη, Intel-lectum, Ένεκεν, The Journal of Religion and Film, Σynthesis κ.α.). Είναι Αρχισυντάκτης του ηλεκτρονικού περιοδικού Συμ-βολή της Ιεράς Μητροπόλεως Κυρηνείας. Έχει μεταφράσει τα παραμύθια του Όσκαρ Ουάιλντ Ο Εγωιστής Γίγαντας, Ο νεαρός Βασιλιάς και Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας (Αρμός 2013, 2014) και της Σέλμα Λάγκερλεφ Η Άγια Νύκτα, Ο Μύθος του Χριστουγεννιάτικου Τριαντάφυλλου και Ο Μύθος της Φωλιάς των Πουλιών (Αρμός, 2014, 2015). Υπήρξε μέλος της χορωδίας «Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος» Θεσσαλονίκης (2002-2007) και ιδρυτικό μέλος μαζί με τον Γιώργο Καλογήρου του μουσικού σχήματος Ενδοχώρα, του οποίου υπήρξε και ερμηνευτής (2007-2011). Τα τραγούδια του Ελένη (στίχοι και μουσική) και Γυναίκα της Απόγνωσης (μουσική Χρυσόστομου Σταμούλη) δημοσιεύονται στη δισκογραφική εργασία του Γιώργου Καλογήρου Καλά το λεν για το φεγγάρι (ILP Productions 2009) και το τραγούδι του Κατάλευκο Πουλί (μουσική Χρ. Σταμούλη) στην δισκογραφική εργασία του Χρυσόστομου Σταμούλη Αγάπη σ’ αγαπάω (Αρμός 2013). Δημοσίευσε τα παραμύθια Δροσοσταλίδα (Ακτίς 2012), σε κείμενο και στίχους δικούς του και μουσική της Σταυρούλας Θωμά και Η χορωδία των Χριστουγέννων (Αρμός 2016).
0 Σχόλια