Παναγιώτης Κουρούπης: "Αν μπορώ να γράψω κυριολεκτικά ό,τι θέλω, δεν θα περιχαρακώσω τον εαυτό μου στο ευπώλητο, το αναγνωρίσιμο, το οικείο"


Ο Παναγιώτης Κουρούπης είναι εκπαιδευτικός, φιλόλογος, μουσικός, αλλά και συγγραφέας. Το πρώτο του βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Γκοβόστη» και φέρει τον τίτλο «Το Δέντρο στο Νοσοκομείο με τις Μαριονέτες». Σήμερα φιλοξενείται στις Τέχνες για να μας μιλήσει γι' αυτό, καθώς και για την ενασχόλησή του με τη συγγραφή και τη λογοτεχνία γενικότερα.

Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου


Κύριε Κουρούπη, πώς θα συστήνατε τον εαυτό σας στο αναγνωστικό κοινό;

Δυσκολεύομαι να περιαυτολογώ, και δεν είμαι σίγουρος πώς πρέπει να ανταποκριθώ σε μια τέτοια ερώτηση. Ίσως λίγα βιογραφικά: είμαι εκπαιδευτικός, φιλόλογος, είμαι μουσικός, είμαι παθιασμένος με τα βιβλία. Γράφω από βαθιά ανάγκη, και μόνο γι’ αυτό. Θα ήθελα το αναγνωστικό κοινό να ασχοληθεί κυρίως με αυτό που έγραψα, ο ίδιος δεν έχω σημασία, ίσως μάλιστα η σύνδεση του κειμένου με εμένα να αδικεί το κείμενο.

Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να εκφραστείτε μέσω της συγγραφής;

Θα ήμουν ευτυχής αν μπορούσα να απαντήσω ότι γνωρίζω. Θέλω να ομολογήσω πως έγραφα από πολύ παλιότερα, και πως απέφευγα να εκθέσω τα γραπτά μου στον οποιονδήποτε. Δυστυχώς, αγνοώ τι βάρυνε περισσότερο στην πρόσφατη απόφασή μου να τολμήσω την «έξοδο προς τον ουρανό». Μπορεί η ηλικία που άρχισε να περνάει, και τα όνειρα που αρχίζουν να παίρνουν εκδίκηση. Μπορεί.

Πώς συνδυάζεται η συγγραφική σας δραστηριότητα με την επαγγελματική σας ιδιότητα ως εκπαιδευτικός, αλλά και με την ενασχόλησή σας ως εμψυχωτής σε θεατρικά εργαστήρια;

Είναι σαφώς αλληλένδετα. Η μεγαλύτερη απόλαυση της εκπαιδευτικής διαδικασίας για μένα είναι το εργαστήρι δημιουργικής γραφής και το θεατρικό εργαστήρι, που δουλεύουμε μαζί με άξιους δασκάλους στο σχολείο μου εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια. Με τα παιδιά διασκευάζουμε κάθε χρόνο ένα λογοτεχνικό κείμενο σε θεατρικό κείμενο, αντί να πάρουμε κάτι έτοιμο. Αυτό με ξετρελαίνει δημιουργικά, το δοκιμάζουμε, αλλάζουμε, προσθέτουμε ή αφαιρούμε. Στη λογοτεχνική ομάδα δοκιμάζουμε κάθε είδος: στίχο, πρόζα, χαϊκού, διήγημα, συνεργατική νουβέλα, σενάριο. Όλα σχετίζονται με τη γραφή και με τη μουσική. Μελοποιούμε την ποίησή τους, την τραγουδάμε, κοινοποιούμε τα κείμενά τους. Τους δίνουμε κατεύθυνση και βήμα, φτιάχνοντας μια μικρή κλειστή ασφαλή ομάδα με κοινοτικά χαρακτηριστικά που αφήνει τα παιδιά να εκφραστούν χωρίς φόβο ή περιστολή.

Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς;

Κυρίως τα μικρά πράγματα. Μια σκόρπια ιστορική λεπτομέρεια, που παιγνιωδώς την διαστρέφω σε κάτι εντελώς παράλογο. Ένα τυχαίο όνομα που ψάχνω πίσω του τον ήρωα. Δεν κυνηγώ την «έμπνευση». Δίνω ένα παράδειγμα. Περπατώντας στη Ρώμη πέφτω πάνω σε ένα παράξενο κατάστημα, ένα «Νοσοκομείο για κούκλες», το Ospedale delle Bambole. Ένα νοσοκομείο για κούκλες. Θα το λησμονούσα αν δεν διάβαζα λίγο αργότερα ότι υπάρχει ένα ακόμα, στη Νάπολη. Νομίζω ότι αυτό λειτούργησε σε ένα μέρος του θυμικού μου, με έναν τρόπο ασυνείδητο και αδιαμεσολάβητο. Κάτι ενόχλησε, κάτι κινήθηκε. Όταν βγήκε αυτό που βγήκε, όταν αποκαλύφθηκε, μου θύμισε λίγο αυτή τη δήλωση του Μικελάντζελο ότι δεν σκάλιζε στο μάρμαρο κάποια μορφή, αλλά απλώς αφαιρούσε όσο μάρμαρο χρειαζόταν για να απελευθερωθεί μια μορφή που ο γλύπτης ανακάλυπτε αίφνης φυλακισμένη μέσα στον όγκο της πέτρας. Κάπου μέσα μου υπήρχε εκείνο που η ιδέα του Νοσοκομείου για τις κούκλες το απελευθέρωσε. Ήταν έτοιμο, ολοκληρωμένο. Γράφτηκε σχεδόν μια κι έξω. Χωρίς προγραμματισμό, προετοιμασία. Χωρίς σχέδιο.

Δέχεστε επιρροές από άλλους αγαπημένους σας συγγραφείς στα έργα σας;

Ως αναγνώστης του βιβλίου, δεν αναγνώρισα κάποια επιρροή. Αυτό με ευχαρίστησε πολύ. Ξέρω όμως ότι είναι απλοϊκό να πιστεύω ότι δεν υπάρχουν δυναμικές επιδράσεις που καθόρισαν το ύφος ή την υπόθεση. Μπορεί να τις διαγνώσω αργότερα, από απόσταση. Αυτά αφορούν εμένα. Ως τώρα αναγνώστες μου έχουν δηλώσει με συναρπαστική βεβαιότητα πως έχουν εντοπίσει βρει π.χ. επιρροές από τον Μικρό Πρίγκιπα, τον Τόλκιν, τον Όσκαρ Γουάιλντ. Το κείμενο όμως διαβάζει τον αναγνώστη. Δεν αναγνωρίζω πρόθεση να μοιάσω με κανέναν. Και το βιβλίο αυτό δεν μου μοιάζει με κανένα άλλο. Ούτε ο ήρωας ούτε η υπόθεση μου θυμίζουν κάτι.

Θεωρείτε ότι υπάρχει συνταγή για τη συγγραφή ενός καλού βιβλίου; Ποιο βιβλίο θεωρείται καλό;

Αν υπάρχει συνταγή, εγώ τουλάχιστον δηλώνω ότι δεν την γνωρίζω, και πως αν κάποιος μου την έδινε στα κρυφά, έτσι στα κρυφά θα την έκαιγα. Θα με στεναχωρούσε να γνωρίζω ότι ένα καλό βιβλίο είναι αποτέλεσμα πρόθεσης και κανόνων. Ως αναγνώστης αποζητώ την έκπληξη, την πρωτοπόρα αισθητική κάμψη των κανόνων, την εντελώς προσωπική αισθητική, την ιδιαίτερη χροιά της συγγραφικής φωνής. Ως συγγραφέας σιχαίνομαι στα γραπτά μου ό,τι μου θυμίζει κάτι που διάβασα αλλού. Απεχθάνομαι την κοινοτοπία, βδελύσσομαι το ψεύδος. Δεν μπορώ, ας πούμε, την κακώς εννοούμενη «εθνικότητα» της γλώσσας ή της θεματικής. Αν μπορώ να γράψω κυριολεκτικά ό,τι θέλω, δεν θα περιχαρακώσω τον εαυτό μου στο ευπώλητο, το αναγνωρίσιμο, το οικείο. Καλό βιβλίο είναι εκείνο που ανοίγει έναν δρόμο σε κάτι διαφορετικό. Αυτό που διαμορφώνει συνθήκες ανοικείωσης στον αναγνώστη, που τον ξεκουνάει από τις ευκολίες του. Μεγάλο βιβλίο είναι εκείνο που το ξέρεις ότι είναι μεγάλο αμέσως μόλις το τελειώσεις. Αλλά αυτό είναι ζήτημα υποκειμενικό, και αφορά μια συζήτηση περί Τέχνης που ξεπερνά φαντάζομαι τις προϋποθέσεις αυτής της συζήτησης.

Ποια συναισθήματα σας κατέκλυσαν όταν πιάσατε για πρώτη φορά το δικό σας βιβλίο στα χέρια σας;

Ήταν μια αίσθηση πληρότητας που δεν την περίμενα αλλά την αναγνώρισα και την απόλαυσα. Ο κ. Γκοβόστης είχε την ευαισθησία να μου στείλει αμέσως ένα αντίτυπο, γιατί προφανώς ξέρει καλύτερα τους συγγραφείς. Τώρα καταλαβαίνω γιατί το έκανε. Για ανθρώπους όπως εγώ που το βιβλίο είχε πάντοτε στη ζωή μου μια θέση δεμένη σφιχτά με τις χαρές και τα δεινά μου, ένα οποιοδήποτε βιβλίο είναι σημαντικό. Το «δικό» μου βιβλίο; Δεν περίμενα πως θα ήταν κάτι που μπορούσα ποτέ να το πω. Και δεν το έχω ακριβώς αποδεχτεί. Είναι και φρέσκο άλλωστε.


Το πρώτο σας βιβλίο, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Γκοβόστη» τον Απρίλιο του 2024. Είναι μυθιστόρημα και φέρει τον τίτλο «Το Δέντρο στο Νοσοκομείο με τις Μαριονέτες». Γιατί επιλέξατε τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο για να το εκδώσετε;

Δεν νομίζω ότι ήταν επιλογή δική μου, η έκδοση έγινε όταν η επιμέλεια ολοκληρώθηκε και αποφασίσαμε από κοινού πως ήταν έτοιμο. Δεν γνωρίζω αν στον εκδοτικό προγραμματισμό υπήρχε κάποια πρόθεση άλλη, εγώ τουλάχιστον την αγνοώ.

Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενο της ιστορίας που αφηγείστε στο βιβλίο σας.

Η ιστορία τοποθετείται στην ταραγμένη περίοδο πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο, τον Μεγάλο Πόλεμο, σε μια χώρα του ευρωπαϊκού Βορρά. Ένα παιδί, ένα παράταιρο, απομονωμένο παιδί, παθαίνει κρίσεις που το στέλνουν από γιατρό σε γιατρό, γιατί κανείς δεν υποψιάζεται πως είναι απλώς προικισμένο με μια ιδιότυπη σχέση με τη μουσική. Όταν συναντά μια μαριονέτα στο γραφείο ενός από τους γιατρούς του, συνειδητοποιεί ξαφνικά τη δύναμή του πάνω στο ξύλο. Αποφασίζει να γίνει κατασκευαστής μαριονετών, κι ονειρεύεται τη Βενετία, με τους παραδοσιακούς της μάστορες. Όμως ο Πόλεμος κόβει τη ζωή του στα δύο, επιστρατεύεται. Όταν επιστρέφει διαλυμένος από την βαρβαρότητα των ανθρώπων, παίρνει την απόφαση να αναζητήσει το όνειρό του, μόνο για να ανακαλύψει ότι η τέχνη που ονειρεύεται έχει χαθεί. Αντί γι’ αυτό βρίσκει τη Βενετία στη φάση της ανόδου του φασισμού και την Ευρώπη να βυθίζεται στον τρόμο. Όμως τότε βρίσκει τις μαριονέτες στο πρώτο Γκέτο της ανθρωπότητας, εκεί, στη Βενετία, και συνειδητοποιεί μια αλήθεια για τον κόσμο που δεν είχε ποτέ φανταστεί. Ανθρώπινες μαριονέτες, ξύλινα παιδιά, ένα μαύρο μαντολίνο από τα χέρια του Στραντιβάρι, και μια μεγάλη μάχη για τους ταπεινούς και τους αθώους. Μια ιστορία που τολμώ να δηλώσω πως δεν θα ξεχάσει εύκολα ο αναγνώστης.

Φιλοσοφικό παραμύθι μαγικού ρεαλισμού η ιστορία σας και οπωσδήποτε περνά πολλά μηνύματα στον αναγνώστη. Ποια είναι αυτά και ποιο το ηθικό δίδαγμα όλων στο τέλος;

Δεν είναι καθόλου στις προθέσεις μου να διδάξω τον αναγνώστη. Το αποφεύγω και στο σχολείο, το απεχθάνομαι όμως στην ιδιωτική μου ζωή. Η ηθική είναι υπόθεση προσωπική, δικαίωμα και ευθύνη αναπόδραστη. Δεν είμαι σοφός, τείνω μάλιστα να παραδεχτώ, όχι με μεγάλη ευχαρίστηση, το αντίθετο. Ο αναγνώστης θα βρει στο βιβλίο εκείνα που μπορεί, εκείνα που είναι έτοιμος να ανακαλύψει, εκείνα που επιθυμεί, εκείνα που ενδεχομένως θα τολμήσει. Κάθε αναγνώστης θα τριφτεί με το κείμενο ανάλογα με το ποιος είναι και τι κουβαλάει. Το μήνυμα στη λογοτεχνία κατασκευάζεται από τον αναγνώστη. Ας ψάξει λοιπόν. Όλοι κάτι βρίσκουμε. Τι άλλο νόημα έχει η Τέχνη;

Πώς προέκυψε η συγγραφή του συγκεκριμένου έργου;

Σε μια τυχαία στιγμή, χωρίς λόγο, έπιασα ένα χαρτί και ασυναίσθητα έγραψα κάτι που μου ήρθε ενστικτωδώς. Ήταν μια αρχή κάποιας εισαγωγής μιας ιστορίας. Με εντυπωσίασε το αδιαμεσολάβητο της διαδικασίας. Αναρωτήθηκα, τι ιστορία είναι άραγε αυτή; Την άφησα κάπου. Με έτρωγε. Την έπιασα πάλι. Τα πρώτα κομμάτια, ήρθαν εύκολα, απλώς πληκτρολογούσα. Στάθηκα κάποια στιγμή να διαβάσω τι γράφω και μπλέχτηκα. Τα έγραψα άραγε εγώ; Ειλικρινά δεν το θυμόμουν. Σήμερα, δύο χρόνια σχεδόν μετά, είμαι ακόμα λιγότερο βέβαιος.

Ποιο είναι το δέντρο το οποίο πρωταγωνιστεί στον τίτλο του βιβλίου σας και γιατί επιλέξατε γενικότερα τον συγκεκριμένο τίτλο για την ιστορία που αφηγείστε;

Το Δέντρο, είναι ο ήρωας. Ένας ήρωας sui generis. Δεν θα προδώσω τα μυστικά του, αλλά δεν θα βρείτε στις αναμνήσεις σας ή στις αναγνωστικές σας αναμνήσεις κάτι ανάλογο. Γιατί Δέντρο; Δεν τον ονόμασα εγώ. Είναι το παρατσούκλι που του έδωσαν στο σχολείο οι συμμαθητές του, και ο ήρωας δηλώνει πως του ταίριαξε. Γενικά εκτιμώ την ειλικρίνειά του οπότε δεν είχα κανέναν λόγο να μην τον πιστέψω.

Πόσο χρόνο χρειαστήκατε για να ολοκληρώσετε τη συγγραφή του βιβλίου σας;

Δύο μακριά καλοκαίρια, γράφοντας πολλές ώρες κάθε μέρα. Φυσικά χρειάστηκε δουλειά κι άλλη, αναγνώσεις, μικροδιορθώσεις. Όχι όμως κάτι ουσιώδες. Η πραγματική συγγραφή κράτησε τόσο.

Το βιβλίο σας είναι εξ’ ολοκλήρου προϊόν μυθοπλασίας ή δανείζεται στοιχεία και από την πραγματική ζωή;

Μυθοπλασία ενταγμένη σε ένα ιστορικό περιβάλλον που το σέβομαι απολύτως. Δίνω παράδειγμα: στο βιβλίο περιγράφονται δύο συναντήσεις του Χίτλερ και του Μουσολίνι στη Βενετία. Έγιναν. Ακόμα και τα στοιχεία του μαγικού ρεαλισμού, δεν είναι ακριβώς στοιχεία κάποιας παραφυσικής δραστηριότητας, ως είθισται στη λογοτεχνία, ας πούμε, του φανταστικού. Καθόλου. Άλλο παράδειγμα. Μπορούμε να «μιλήσουμε» στο ανόργανο χρησιμοποιώντας ως κώδικα τη μουσική; Μα η θεωρία των χορδών διαμορφώνει ακριβώς ένα τέτοιο πλαίσιο κατανόησης του κόσμου. Δεν υπάρχει ύλη στο βάθος της ύλης, μόνο συχνοτικές διαστάσεις. Οι ίδιες που αποτελούν το δικό μας σώμα. Πού σταματάει το ζωντανό κι αρχίζει το μη ζωντανό στη φυσική;

Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό;

Η πρώτη μου αναγνώστρια, η Μαρίζα, μέλος της λογοτεχνικής μας ομάδας, ήταν στην Γ΄ Γυμνασίου όταν το διάβασε χειρόγραφο το περσινό καλοκαίρι. Δεν αντιμετώπισε κάποια δυσκολία. Σε άλλη ηλικία βέβαια, θα είχε άλλες εμπειρίες και θα είχε διαβάσει, ασφαλώς, ένα εντελώς διαφορετικό βιβλίο. Αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να το απολαύσει. Δεν είναι ένα δύσκολο βιβλίο.


Είστε ευχαριστημένος από τη συνεργασία σας με τις εκδόσεις «Γκοβόστη»;

Είμαι πολύ τυχερός. Αυτό αρκεί. Μια ομάδα ανθρώπων που τιμά τις καταβολές του εκδοτικού οίκου που κλείνει έναν αιώνα λειτουργίας, και που έχει συνδέσει την εκδοτική του διαδρομή με κοινωνικούς αγώνες. Τι άλλο να ζητήσω;

Επόμενα συγγραφικά βήματα κάνετε;

Είναι νωρίς, δεν έχει κλείσει μήνας από την έκδοση, και προσπαθώ ακόμα να ενσωματώσω την εμπειρία. Ωστόσο, ολοκληρώνω ένα δεύτερο μυθιστόρημα, μια σκληρή μυθιστορηματική αφήγηση μιας πιθανής Πτώσης, και όσων θα συνέβαιναν αν το είδος μας είχε μια δεύτερη ευκαιρία. Έχω ξεκινήσει κι ένα τρίτο, μια παράξενη ιστορία που με ιντριγκάρει πολύ η ιδέα της. Γράφω. Δεν ξέρω αν θα έχουν εκδοτική τύχη, αλλά στο μεταξύ γράφω, γιατί αυτό είναι στο δικό μου χέρι. Δύο εντελώς διαφορετικά κείμενα, άλλη γραφή, άλλο ύφος, άλλο είδος. Νομίζω, πάντως, ότι η έκδοση του πρώτου βιβλίου λειτούργησε ενισχυτικά σε πολλά επίπεδα, μέσα μου. Κάτι απελευθέρωσε. Θα δούμε την κατάληξη. 

Μια ευχή σας για το μέλλον;

Δεν εύχομαι από προσωπική στάση. Θα σήμαινε ότι πιστεύω σε κάτι, στην τύχη, σε ανώτερες δυνάμεις, σε κάποιο επέκεινα. Δεν περιμένω τίποτε, κολυμπάω στο αόρατο ρεύμα, κάπου πάω, δεν ξέρω που, δεν με νοιάζει να μάθω.
 

Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.

«Ο Εξόριστος των πουλιών και των δέντρων, ο Τραγουδιστής των αστεριών, το Παιδί του Ξύλου, ο Αδερφός του Μαύρου Μαντολίνου, ο Φοίνικας. Έχω πολλά ονόματα. Αλλά ακούω μόνο όταν με φωνάζουν αδερφό τους οι μαριονέτες που με διάλεξαν να γίνω το Δέντρο τους. Σε ονοματίζει μόνο όποιος καταλαβαίνει πού να ψάξει να βρει το αληθινό σου όνομα. Κι εκεί, στην Καμπάνα κάτω από την Καμπάνα, για πρώτη φορά βρήκα τον χρόνο και την ευκαιρία να φτάσω τόσο κοντά, ώστε να γνωρίσω τον δικό τους βαθύτερο ήχο της ψυχής, εκείνον που με συγκινούσε ξεχωριστά στην καθεμιά τους· την αληθινή τους υπογραφή στον χώρο και στον χρόνο. Μια, μόνη, πηγή μας γεννάει όλους, το ίδιο υλικό, πίσω από την ύλη, το ζωοποιό Μηδέν. Από τη στιγμή που το έμαθα, πολύ γρήγορα κατάλαβα πως, σε έναν κύκλο ομοειδών πλασμάτων, μας χαρακτηρίζει περισσότερο εκείνο που δεν είμαστε, παρά εκείνο που είμαστε. Κάθε μια από τις μορφές τους είχε βρει την ψυχή της μόνο όταν στάθηκε δίπλα στη δική μου ψυχή − και τη νεοσύστατη φλόγα τους την σαρκώθηκαν μόνο από τα δικά μου χέρια».

Είναι νομίζω μια πρόγευση που θα εξάψει τη διάθεση χωρίς να αμαυρώσει την προσμονή για όποιον διαβάζει ήδη ή πρόκειται να διαβάσει το βιβλίο.

Κύριε Κουρούπη, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση και σας εύχομαι κάθε επιτυχία προσωπική και συγγραφική.

Κυρία Πετρίδου, ευχαριστώ πολύ για το βήμα που μου δίνετε. Είναι μια ευχάριστη και ευγενική ευκαιρία να βοηθήσω το Δέντρο μου να ταξιδέψει και να το μοιραστώ με ανθρώπους, για την οποία σας είμαι ευγνώμων.  

Βιογραφικό:

Ο Παναγιώτης Κουρούπης είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α. με μεταπτυχιακή ειδίκευση στη Δημιουργική Γραφή και στην Ειδική Αγωγή. Εργάστηκε στο ΚΕ.Θ.Ε.Α. (Ανοιχτό Πρόγραμμα Διάβαση) ως θεραπευτικό προσωπικό, και στη συνέχεια ως φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση από το 2003. Στο πλαίσιο της εκπαίδευσης οργανώνει ομάδες δημιουργικής γραφής σε σχολεία και εμψυχώνει θεατρικά εργαστήρια, διασκευάζοντας, επιπλέον, λογοτεχνία για παιδικό θέατρο. Παράλληλα γράφει στίχους και ασχολείται με την τραγουδοποιΐα. Είναι επίσης μουσικός, παίζει κιθάρα και πιάνο. Ζει μόνιμα στον Ωρωπό Αττικής.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια