Απέναντί της ένα μεγάλο διώροφο αρχοντικό κτήριο, αφημένο στο χρόνο. Μπόρεσε να συνεννοηθεί στα γερμανικά. Τέλη του 19ου αιώνα ήταν κατάστημα υφασμάτων για ανδρικά ενδύματα. Ο ιδιοκτήτης είχε τελειώσει το τουρκικό γυμνάσιο και ανέπτυσσε σχέσεις εμπορικές με τη Σμύρνη. Στο μαγαζί του έμπαινε όλη η καλή κοινωνία των περιχώρων. Μαλλί, τσόχα, ίσως και σατέν. Τα χρώματα σκούρα για τις αρχοντικές βράκες, τα γιλέκα, τα σακάκια, τους αμπάδες, τις γούνες, τα φέσια. Παπούτσι δερμάτινο, ελαφρώς μυτερό, με γλώσσα, ερχόταν έτοιμο από απέναντι. Και για το πουκάμισο μετάξι υφαντό με βαμβακερό ανάμεικτο.
Τίποτε δεν γνώριζε για όλους αυτούς τους αιώνες της τουρκοκρατίας. Στη μνήμη της κουβαλούσε χιτώνες, μανδύες, σανδάλια.. πορφύρες και κροκωτούς. Γιατί η μάνα της που καταγόταν από τη Γερμανία, την είχε πείσει ότι ο Μύθος είναι πλεονέκτημα και πως Λόγος μόνος, αδύναμος· δείχνοντάς της την αίγλη του λυρισμού μέσα από τη μοναδική φωνή της Σαπφούς.
Τα
τζιτζίκια συνέχιζαν τη ρυθμική υπόκρουση, ενώ βραδιάζοντας το βλέμμα της έπεσε
στην ασήμαντη πυγολαμπίδα.
Οι χωρικοί θυμήθηκαν πως είχε πάρει δύο γυναίκες. Η Ροδάνθη είχε πεθάνει μέσα στον ύπνο δίπλα του και η Ελισάβετ πάνω στη γέννα. Η κόρη του Μελπομένη υπέκυψε από τύφο μόνη της, ανύπαντρη. Εκείνος είχε υποστατικούς και εξέτρεφε άλογα. Εκείνη γνώριζε πολλά για την τάξη των ιππέων και την ισχύ τους.
Στην αρχή ενθουσιάστηκε που ξεπερνούσε την εμμονή των δασκάλων της προς την κλασική Αθήνα και ανακάλυπτε άγνωστες, για την ίδια, εποχές. Όλα αυτά ζωντάνευαν εικόνες και σκηνικά μπροστά της ενώ έπεφτε το σούρουπο στον τεράστιο δασύφυλλο πλάτανο... και που αριστοκράτες κύριοι ολόκληρης της επαρχίας αγόραζαν τα καλύτερα κομμάτια για να ενδυθούν. Αν η σοδιά από κυδώνια ήταν καλή, τα πουλούσε και ξαναγέμιζε τους δύο ορόφους με ό,τι εκλεκτό έβρισκε στο μικρασιατικό παράδεισο.
Η καρδιά της άρχισε να κρυώνει γιατί δόθηκε η πληροφορία για τη Βάγια, την παραδουλεύτρα που την άφησε έγκυο και την οδήγησε στην απόφαση να πετάξει το νόθο παιδί της, ζωντανό, στο ποτάμι όταν το γέννησε. Η σκέψη της βρήκε διαφυγή στην ακίνητη πυγολαμπίδα. Στοιχείο του καλοκαιριού. Όπως και ο ανέμελος τζίτζικας.
Στην πλατεία ήταν όλα τέλεια: δροσερή μπύρα, λαχταριστοί μεζέδες, παιδιά ξένοιαστα, όμορφες κοπέλες από το εξωτερικό παραθέριζαν. Τούρκικη βρύση με νερό στην άκρη και ο μιναρές απόμακρος.
Τίναξε το λευκό της φόρεμα, σηκώθηκε με βαρύ το βήμα για να επιστρέψει στην ευρωπαϊκή παρέα της. Αργά το βράδυ στην ταβέρνα για φαγητό, άναβε ο χορός: βάλε με στην αγκαλιά σου, βάλε με φως μου, βάλε με... Αναθάρρησε. Οι άνδρες του χορευτικού φορούσαν εκείνες τις βράκες με το πολύ ύφασμα, τις ζώνες και τις μαύρες κάλτσες. Στα χέρια τους κρεμασμένα κομπολόγια από ήλεκτρον. Το βλέμμα της άστραψε. Ανοιχτό σχολείο ολόκληρη η Ελλάδα!
Ευοί ευάν!
0 Σχόλια