Ο Μενέλαος Χριστόπουλος αν και πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας στον χώρο της λογοτεχνίας, έχει διαγράφει ήδη μια λαμπρή ακαδημαϊκή και επαγγελματική καριέρα σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και της Κύπρου. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Τα πέντε φαντάσματα» από τις εκδόσεις «Βακχικόν», για το οποίο θα μας μιλήσει σήμερα στις Τέχνες στη συνέντευξη που ακολουθεί.
Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου
Κύριε Χριστόπουλε, η ακαδημαϊκή και επαγγελματική σας καριέρα είναι εντυπωσιακή. Για ποιο λόγο αποφασίσατενα στρέψετε το ενδιαφέρον σας στη λογοτεχνία; Τι σας ώθησε και προς αυτή την κατεύθυνση;
Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι η ακαδημαϊκή και επαγγελματική μου καριέρα βασίζονται στη μελέτη και την πανεπιστημιακή διδασκαλία της λογοτεχνίας. Άρα, εξ ορισμού, η λογοτεχνία βρίσκεται στο κέντρο των ενδιαφερόντων μου, δεν είναι μια ξαφνική στροφή. Εξάλλου από τα πρώτα νεανικά μου χρόνια έκανα σκέψεις για ένα λογοτεχνικό έργο, απλώς δεν βρήκα το χρόνο –ή την τόλμη. Τώρα πρόκειται μάλλον για μια αλλαγή εστίασης, δηλαδή αντί να μελετάω και να διαβάζω το βιβλίο αποφάσισα, υπό μια έννοια, να πάω από την άλλη πλευρά του βιβλίου, να γράψω/να γίνω εγώ το βιβλίο.
Εντοπίζετε κοινά στοιχεία ανάμεσα στο επιστημονικό και το λογοτεχνικό κείμενο; Εσείς ως επιστήμων με πολλές δημοσιεύσεις, μελέτες, βιβλία και άρθρα για την ελληνική αρχαιότητα, δυσκολευτήκατε να προσαρμόσετε το ύφος της γραφής σας κατάλληλα, ώστε να γίνετε αποδεκτός σε ένα διαφορετικό αναγνωστικό κοινό, αυτό που βλέπει το βιβλίο ως μέσο ψυχαγωγίας και όχι ως μέσο ενημέρωσης και γνώσης;
Δεν θα έλεγα ότι εντοπίζω κοινά στοιχεία στο κείμενο αυτό καθεαυτό, ίσως όμως να με βοηθάει κατά κάποιον τρόπο μια έμφυτη ή επίκτητη ευαισθησία στην προσέγγιση ενός λογοτεχνικού κειμένου, είτε το διαβάζουμε είτε επιχειρούμε να το δημιουργήσουμε. Στο βιβλίο αυτό, «Τα πέντε φαντάσματα», υπάρχουν σαφείς υπαινιγμοί, ως επί το πλείστον ειρωνικοί, στην άλλη, την ακαδημαϊκή μου ιδιότητα. Στο δεύτερο κεφάλαιο π.χ., ο αρχαιολόγος ανακαλύπτει λογοτεχνικούς παπύρους που διασώζουν στίχους ενός χαμένου αρχαίου έπους –και έγραψα αυτούς τους στίχους στη γλώσσα και στο μέτρο του αρχαϊκού έπους. Στο τρίτο κεφάλαιο, η υπηρέτρια δηλώνει περήφανη που ήξερε να λέει «ιστορίες από τον Όμηρο». Στο τελευταίο κεφάλαιο ο αφηγητής ομολογεί ότι θα ήθελε να έχει περισσότερες γνώσεις για τις αρχαιογνωστικές επιστήμες. Αυτό είναι ένα ειρωνικό παιχνίδι με τον άλλο, τον ακαδημαϊκό μου εαυτό. Όσο για την προσαρμογή του ύφους της γραφής για την οποία με ρωτάτε, η απάντηση είναι ότι εγώ προσωπικά δεν δυσκολεύτηκα καθόλου, αλλά το αναγνωστικό κοινό και μόνο είναι αρμόδιο να μας πει αν η προσαρμογή λειτούργησε αποτελεσματικά. Θεωρώ, πάντως, ότι το αναγνωστικό κοινό δεν βλέπει το λογοτεχνικό βιβλίο μόνον ως μέσο ψυχαγωγίας, νομίζω ότι προ(σ)καλείται επίσης να αντιδράσει σε μια πρόταση επικοινωνίας που απευθύνει ο συγγραφέας του λογοτεχνικού έργου σε ένα κοινό άγνωστο και, πιθανότατα, ετερόκλιτο, καθώς τα ενδιαφέροντα και οι ευαισθησίες των αναγνωστών μπορεί να έχουν ποικίλες και ασύμβατες μεταξύ τους αφετηρίες και η αναγνωστική πρόταση του συγγραφέα έρχεται να αναμετρηθεί με αυτά τα ενδιαφέροντα και αυτές τις ευαισθησίες .
Είναι η φαντασία καθοριστικός παράγων για την έμπνευση και τη δημιουργία; Τι πιστεύετε;
Πράγματι, θεωρώ ότι η φαντασία είναι εξαιρετικά καθοριστικός παράγων. Δύσκολα θα υπήρχε έμπνευση και δημιουργία χωρίς φαντασία.
Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς;
Νομίζω οποιαδήποτε εμπειρία μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης, αρκεί να συνδυαστεί με τη φαντασία, όπως είπαμε και πριν.
Δέχεστε επιρροές από άλλους αγαπημένους σας συγγραφείς στα έργα σας;
Ασφαλώς και δέχομαι, άλλοτε συνειδητά, άλλοτε ασυνείδητα. Η λογοτεχνία γεννιέται από τη λογοτεχνία, δεν γεννιέται από μόνη της.
Υπάρχει συνταγή για τη συγγραφή ενός καλού βιβλίου; Τι πιστεύετε;
Δεν ξέρω αν υπάρχει μία συνταγή ή πολλές, αλλά ένα βασικό συστατικό θεωρώ ότι είναι η συχνή επιστροφή στο κείμενο που γράψαμε, η βελτίωση και η διόρθωσή του.
Η συγγραφή απελευθερώνει τον εσωτερικό κόσμο του συγγραφέα; Εσείς νιώσατε αυτού του είδους την απελευθέρωση όταν ολοκληρώσατε το πρώτο σας λογοτεχνικό έργο;
Αισθάνθηκα αυτή την απελευθέρωση και όχι μόνον όταν ολοκλήρωσα το έργο αλλά και σε πάρα πολλές στιγμές κατά τη διάρκεια της συγγραφής του.
Θεωρείτε χρέος του συγγραφέα να μοιράζεται το έργο του όταν το ολοκληρώσει; Εσείς στην προκειμένη περίπτωση, γιατί πήρατε την απόφαση να εκδώσετε το βιβλίο σας;
Χρέος όχι. Μπορεί όμως να αισθανθεί την ανάγκη. Εγώ προσωπικά πήρα την απόφαση να το εκδώσω όταν το ένστικτό μου με ειδοποίησε ότι το βιβλίο είχε ολοκληρωθεί και ότι μπορούσε να προκαλέσει ενδιαφέρον σε κάποιους.
Ας αναφερθούμε σ’ αυτό. Πρόκειται για μία νουβέλα, που φέρει τον τίτλο «Τα πέντε φαντάσματα» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βακχικόν». Πώς νιώσατε πιάνοντάς την για πρώτη φορά στα χέρια σας;
Δεν ξέρω αν ο χαρακτηρισμός νουβέλα είναι αντιπροσωπευτικός γιατί πρόκειται για μια σπονδυλωτή αφήγηση με εσωτερικές ιστορίες που εκτυλίσσονται σε διαφορετικούς χρόνους και συνδέονται μεταξύ τους ως προς τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Όταν, πάντως, πήρα το βιβλίο στα χέρια μου αισθάνθηκα ότι ολοκληρώθηκε επιτέλους ένα μήνυμα επικοινωνίας, όπως όταν στέλνεις ένα γράμμα, ένα γραπτό μήνυμα και μαθαίνεις ότι ο παραλήπτης το έχει λάβει. Και το γοητευτικότερο εδώ είναι ότι, στην συντριπτική πλειοψηφία, ο παραλήπτης σου είναι άγνωστος.
Το βιβλίο σας έχει ένα εντυπωσιακό εξώφυλλο. Αν και σκοτεινό, είναι αρκετά ταιριαστό με τον τίτλο που δώσατε στο βιβλίο σας. Θεωρείτε σημαντικές αυτές τις λεπτομέρειες για το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού;
Θεωρώ, πράγματι, σημαντικές κάποιες λεπτομέρειες όπως το εξώφυλλο γιατί πρέπει να ειδοποιούν τον αναγνώστη για το περιεχόμενο του βιβλίου και στο συγκεκριμένο βιβλίο η αφήγηση γίνεται από φαντάσματα, άρα σωστά ο αναγνώστης βλέπει στο εξώφυλλο μια μορφή που αντιστοιχεί στην παραδοσιακή εικόνα που έχουμε για τα φαντάσματα.
Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενο της ιστορίας σας. Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης πιάνοντας το βιβλίο σας στα χέρια του;
Η δράση εκτυλίσσεται σε κάποιο νησί, σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, που οι περισσότεροι κάτοικοι θεωρούν στοιχειωμένο. Έπειτα από έναν σεισμό, ο αφηγητής ακούει περίεργους θορύβους να βγαίνουν από το σπίτι αυτό και, γεμάτος νοσηρή περιέργεια, αποφασίζει να περάσει τη νύχτα εκεί. Εμφανίζεται τότε μπροστά του ένα φάντασμα που του απευθύνει τον λόγο και του διηγείται μια ιστορία. Το ίδιο συμβαίνει και τις επόμενες τέσσερις νύχτες που ακολουθούν. Ο αφηγητής ακούει έτσι πέντε ιστορίες απλωμένες στον χρόνο, με δαιδαλώδη αφήγηση. Αν και οι ιστορίες απέχουν μεταξύ τους ως προς τα πρόσωπα και τους χρόνους, συνδέονται άμεσα η μία με την άλλη, όχι μόνον γιατί όλα τα φαντάσματα ομολογούν το καθένα έναν ή περισσότερους φόνους, αλλά και γιατί τα γεγονότα τα ίδια τις συσχετίζουν. Ο αφηγητής θέλγεται απροκάλυπτα από την υπόσταση των φαντασμάτων και επιθυμεί να ταυτιστεί μαζί τους. Στο τέλος γίνεται φανερό ότι και ο ίδιος είναι ένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στις διηγήσεις τους.
Γιατί επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο;
Μου φάνηκε αρκετά αντιπροσωπευτικός και παραπέμπει σε όντα άυλα, υπερβατικά, απροσδιόριστα ως προς το χρόνο, που προκαλούν φόβο αλλά και κάποια περιέργεια. Ο αριθμός πέντε επιλέγεται γιατί έμμεσα παραπέμπει στα δάχτυλα του χεριού που, αν και διαφορετικά μεταξύ τους, συνδέονται, αλλά και γιατί τόσα είναι τα φαντάσματα που επιλέγει ή αντέχει να δει ο αφηγητής, αφού, σε ένα στοιχειωμένο σπίτι τα φαντάσματα μπορεί να είναι πολύ περισσότερα. Το συνεκτικό στοιχείο είναι, όμως, ότι και τα πέντε αυτά φαντάσματα συνδέονται με φόνους
Πώς προέκυψε η συγγραφή του βιβλίου σας; Τι σας ενέπνευσε;
Το βιβλίο γράφτηκε σε διάρκεια αρκετών χρόνων, σχεδόν ως πάρεργο στις επαγγελματικές μου δραστηριότητες. Είναι ένα μίγμα προσωπικών βιωμάτων και εξωτερικών ερεθισμάτων εμπλουτισμένων με μια ισχυρή δόση φαντασίας –και το θυμίζω αυτό για να μην θεωρήσετε ότι μιλάω με φαντάσματα στην πραγματική μου ζωή και μάλιστα φαντάσματα δολοφόνων….
Υπάρχουν μηνύματα που θέλετε να περάσετε μέσα από την ιστορία που αφηγείστε;
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα μηνύματα με την έννοια ότι πρόκειται για λογοτεχνική αφήγηση και όχι μανιφέστο. Ωστόσο κάποιοι μπορεί να αναρωτηθούν π.χ. μέσα από ποιες διαδικασίες οδηγείται κάποιος στο φόνο. Υπάρχουν καλοί και κακοί φόνοι; Ποια αισθήματα και ποια κίνητρα υπαγορεύουν τις πράξεις ανθρώπων τόσο διαφορετικών μεταξύ τους; Θέλησα να αφηγηθώ γεγονότα, ενίοτε ακραία, που να παρουσιάζουν χαρακτήρες διαφορετικούς με διακριτά χαρακτηριστικά, ακόμη και αν το στοιχείο του φόνου αποτελούσε το κοινό χαρακτηριστικό τους. Έτσι, ο πρώτος χαρακτήρας (Ο τελευταίος εραστής της Μαντλέν) είναι ένας απροβλημάτιστος νέος που ξεκινάει για απλές διακοπές και καταλήγει σε τραγικά γεγονότα παγιδευμένος σε αισθήματα που τον ξεπερνούν. Ο δεύτερος χαρακτήρας (Ο άστοργος αρχαιολόγος) είναι ένας υπολογιστικός επιστήμονας που ενδιαφέρεται κυρίως για την επαγγελματική του φήμη στο βωμό της οποίας θυσιάζει τις οικογενειακές του προτεραιότητες καταλήγοντας μάλιστα και στο φόνο. Ο τρίτος χαρακτήρας (Το μυστικό της υπηρέτριας) παρουσιάζει την εικόνα μιας αφοσιωμένης γυναίκας που δεν διστάζει να προκαλέσει ακόμη και θάνατο προκειμένου να προστατεύσει την κυρία της. Ο τέταρτος χαρακτήρας (Ο μισθοφόρος που ζωγράφιζε) είναι ένας άνθρωπος προικισμένος με κληρονομικό ζωγραφικό ταλέντο χωρίς όμως σταθερή ψυχο-πνευματική συγκρότηση, εγκλωβισμένος σε ένα επάγγελμα που θα του εξασφαλίσει εντέλει έναν αναμενόμενα πρόωρο θάνατο. Ο πέμπτος χαρακτήρας (Ο μαύρος δίδυμος) ενσαρκώνει έναν άνθρωπο με πολύ έντονα ψυχικά πάθη που βιώνει εντέλει μια καλή ζωή αλλά άγεται και φέρεται από τα ανεξέλεγκτα αισθήματά του. Διακριτικότερη εμφανίζεται η ψυχογραφία του αφηγητή αν και, ακόμη και αυτός, δεν απουσιάζει από τις ιστορίες των δύο πρώτων φαντασμάτων. Μέσα από τη δράση αυτών των χαρακτήρων εξυφαίνεται και η υπόθεση που εξιστορείται στο βιβλίο.
Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό;
Όταν έγραφα το βιβλίο είχα κατά βάθος στο μυαλό μου ενήλικα αναγνώστη. Δεν μπορεί φυσικά να αποκλείσει κανείς έναν αναγνώστη σε προχωρημένη εφηβική ηλικία. Σίγουρα πάντως δεν είναι ανάγνωσμα για παιδιά.
Ποιες οι εντυπώσεις του αναγνωστικού κοινού μέχρι τώρα; Τις λαμβάνετε υπόψη;
Είχα κάποιες εντυπώσεις από αναγνώστες αλλά όχι πολλές γιατί το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα. Οι εντυπώσεις που είχα ήταν πολύ θετικές αλλά ήταν κυρίως από γνωστούς και οι γνωστοί θέλουν συνήθως να σου πουν καλά λόγια. Από την άλλη πλευρά, κάποιος γνωστός που διάβασε το βιβλίο και δεν του άρεσε το πιθανότερο είναι να μη σου πει ότι το διάβασε. Φυσικά λαμβάνω υπόψη τη γνώμη των αναγνωστών και ανυπομονώ να την μάθω, ποιος ο λόγος να προτείνει κανείς αυτή την επικοινωνία αν δεν ακούει τον αναγνώστη δηλαδή τον παραλήπτη του μηνύματος;
Ποια τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια; Υπάρχουν ή είναι πολύ νωρίς ακόμα;
Υπάρχουν κάποια σχέδια, δεν έχουν όμως οριστικοποιηθεί και προς το παρόν προτιμώ να μην αναφέρομαι σε αυτά γιατί είναι και διαφορετικά μεταξύ τους. Γενικά αισθάνομαι καλύτερα να μιλάω για δικά μου έργα όταν αυτά έχουν ολοκληρωθεί.
Μια ευχή σας για το μέλλον;
Να πάρει η λογοτεχνία μεγαλύτερη θέση στις ζωές των ανθρώπων και, κυρίως, στη σχολική διδασκαλία.
Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.
Από το Φάντασμα 1 (Ο τελευταίος εραστής της Μαντλέν), σσ. 25-26
Και μια νύχτα, μου το ζήτησε εκείνη. «Βοήθησέ με» μου είπε. «Δεν μπορώ να το κάνω μόνη μου». Δεν μίλησα, δεν υποσχέθηκα, δεν αρνήθηκα, λιποτάκτησα προσωρινά. Δυο βράδια αργότερα, καθώς περπατούσαμε μόνοι στην άκρη του βουνού «Τώρα» μου είπε «τώρα κάν’ το. Κανείς δεν ξέρει ότι είμαστε εδώ». Σαν υπνωτισμένος, την έσπρωξα στον γκρεμό. Το ύψος ήταν μεγάλο και δεν άκουσα τον θόρυβο. Έμεινα για λίγο ακίνητος και αφουγκραζόμουνα τη στιγμή. Απέραντη ησυχία. Μόνο οι γρύλοι ακούγονταν, δεν ενοχλήθηκαν, συνέχισαν τον αδιάλειπτο ήχο τους, όπως το πρώτο βράδυ της συνάντησής μας.
Γύρισα στο δωμάτιο, κοίταξα στον καθρέφτη το καινούριο μου πρόσωπο, του δολοφόνου, και αναλογιζόμουνα ότι εγώ όρισα τον τελευταίο της προορισμό. Ποτέ, ούτε τότε ούτε στα χρόνια που ακολούθησαν, δεν με συσχέτισε κανείς με το «ατύχημα» της μοναχικής εκδρομέως και, επισήμως, ως μόνη απόκλιση από την εκδοχή του ατυχήματος προτάθηκε η πιθανότητα της αυτοκτονίας. Έγινε ευρύτερα γνωστό ότι, μετά τον θάνατο του γιου της, η Μαντλέν ταξίδευε συνεχώς, απελπισμένη.
Από το Φάντασμα 2 (Ο άστοργος αρχαιολόγος και η ιστορία των παπύρων), σ. 45
Με τον στίχο αυτόν θα κλείσω την ιστορία που σου αφηγήθηκα. Δεν είμαι ένας ρομαντικός αρχαιολόγος, όπως πολλοί με θεωρούν. Πάντα ήμουν άνθρωπος πρακτικός, φιλόδοξος. Πάντα στο βάθος πίστευα πως το έργο μου, η ανασκαφή μου, θα μου χαρίσουν αιώνια δόξα και η πίστη μου αυτή έθρεφε για δεκαετίες τη ματαιοδοξία μου, αυτή εξάλλου με οδήγησε και στον φόνο. Θυσίασα στη ματαιοδοξία αυτή πράγματα που για άλλους ανθρώπους είναι ιερά, όπως η γυναίκα τους και τα παιδιά τους. Η δική μου πορεία αποκλίνει, όπως βλέπεις, από τον σκοπό αυτό. Η ίδια η ιστορία μου το αποδεικνύει. Η ιστορία ενός ανθρώπου που αγάπησε με πάθος τον μύθο της κόρης ενός βασιλιά, αλλά ο ίδιος, στην πραγματική του ζωή, τον δικό του γιο δεν στάθηκε άξιος να τον αγαπήσει.
Από το Φάντασμα 3 (Η διήγηση της υπηρέτριας), σ. 54
Καλή μου κυρία… Την ονειρεύτηκα τόσες φορές… Την έβλεπα επάνω στη βάρκα μέσα στο σκοτάδι, ανήμπορη και δυνατή μαζί, να βολεύει τα μωρά της σε εκείνο το καλάθι, να τα φιλάει, όπως πρωτύτερα στην αγκαλιά της, κι έπειτα να τα ακουμπάει μαλακά στο ρεύμα του ποταμού. Όρθια στη βάρκα, να τα κοιτάει για μια μόνο στιγμή, ώσπου να χαθούν, κι έπειτα να ρίχνεται στο νερό. Δεν έμαθε ποτέ κολύμπι· λες και το περίμενε.
Από το Φάντασμα 4 (Ο μισθοφόρος που ζωγράφιζε), σ. 64
…Μα, εκτός απ’ αυτό, τίποτα στο δάσος δεν έδειχνε να έχει αλλάξει. Οι σκίουροι κυνηγιούνταν στα κλαδιά, η Ντέμα προσευχόταν κάθε βράδυ και τα φύλλα των δέντρων έπεφταν πυκνά, καθώς προχωρούσε το φθινόπωρο, εκτός από εκείνα που ήξεραν ότι δεν έπρεπε να πέσουν επειδή τα δέντρα τους ήταν αειθαλή.
Οι άγγελοι έπαιζαν ζάρια χωρίς αριθμούς, ορθοί μπροστά στις πύλες του παραδείσου. Μόνοι, τραυματισμένοι και ευγενικοί, ταξίδευαν στα σύννεφα πάνω από τα στάχυα της επουράνιας μνήμης χωρίς να αναρωτιούνται τι έκρυβαν κάτω από τα αλλόκοτα, πορφυρά ενδύματά τους.
Από το Φάντασμα 5 (Ο μαύρος δίδυμος), σσ. 99-101
Και τώρα, που η ώρα είχε φτάσει, ετοιμαζόμουν μέσα στο ερημικό φύσημα του αέρα, πάνω από τα κύματα, το στόμα μου πίκριζε από το μίσος και έκοβα τα ξέφτια από το παλαμάρι με το μεγάλο μαχαίρι. Τα χρόνια της οδύνης και η φλεγόμενη πεδιάδα… Κι εκείνο το τρομερό ποτάμι… Εδώ… Αμέσως… Αυτήν τη στιγμή…
Πλησίασα τον καπετάνιο στο τιμόνι. «Έπεσε ο αέρας» του είπα. «Τι θα κάνει, θα πέ- ε…» Το μαχαίρι μου του έσκιζε κιόλας το στομάχι. Διπλώθηκε στα δυο. Κουβαριάστηκε στο κατάστρωμα και βογκούσε. «Για τον ζωγράφο, τον μισθοφόρο» του είπα «που τον καθάρισες, γι’ αυτόν θα ψοφήσεις, θα σε φάνε ζωντανό…». Τον έσυρα λίγο πάνω στα σανίδια, σήκωσα το άνοιγμα από το αμπάρι και τον πέταξα μέσα, αιμόφυρτο αλλά ζωντανό ακόμα. Όχι για πολύ βέβαια, οι πάνθηρες πεινούσαν…
……………………
Με τη μνήμη κορεσμένη κοιτούσα το καράβι που βούλιαζε, βούλιαζε, ώσπου εξαφανίστηκε κάτω από τη θάλασσα. Ο ορίζοντας σκοτείνιαζε. Θολό, ανήσυχο φως της εσπέρας. Πάλι στη βάρκα. Ασημένιοι δρόμοι, σαν σπαθιά μονομάχων. Δικαιοσύνη. Η πειθώ των αισθημάτων και η έρημος του καλού και του κακού. Γεμάτος πικρία, αναζητούσα το βλέμμα της Βίλιας στην άλμη των κυμάτων. Ώσπου κάποτε έφτασα στο νησί. Είχα κρατήσει τον όρκο μου. Είχα εκδικηθεί.
Κύριε Χριστόπουλε, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση! Καλοτάξιδο το βιβλίο σας και καλοδιάβαστο!
Εγώ σας ευχαριστώ για τις ευχές και την ευκαιρία που μου δώσατε να εκφράσω κάποιες σκέψεις για το βιβλίο μου και για τη διαδικασία της συγγραφής του.
Ο Μενέλαος Χριστόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Φιλοσοφίας, μεταπτυχιακού διπλώματος Κλασικών Σπουδών και διδακτορικού διπλώματος Κλασικών Σπουδών (Πανεπιστήμιο της Σορβόννης).
Εργάστηκε ως Ερευνητής στα Κέντρα Έρευνας της Ακαδημίας Αθηνών, ως Επίκουρος Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ως Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, ενώ έχει διδάξει επί σειρά ετών στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Έχει δημοσιεύσει βιβλία και άρθρα (στα ελληνικά, στα αγγλικά και στα γαλλικά) για την ελληνική αρχαιότητα και, ειδικότερα, για την ομηρική ποίηση, το αρχαίο ελληνικό δράμα, τη δεύτερη σοφιστική και την αρχαία ελληνική μυθολογία και θρησκεία.
Τα πέντε φαντάσματα είναι το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο του.
0 Σχόλια