Βιβλιοκριτική: "Κοντά στα ράχτα, Ψάχνοντας την κρυμμένη αλήθεια" της Κατερίνας Μπουραντά | Γράφει ο Κώστας Τραχανάς


Συγγραφέας: Κατερίνα Μπουραντά
Εκδόσεις: Αρμός
ISBN: 9789606157264
Σελίδες: 524


Η Μύρινα είναι μια εικοσιεπτάχρονη αρχαιολόγος που ζει με την μητέρα της τη Διώνη και τον πατέρα της Κίμων Αλεξανδράτο στο Λονδίνο. Μετά από δεκαεφτά χρόνια επιστρέφει στον τόπο καταγωγής της , ένα Νησί του βορείου Αιγαίου. Εκεί στο Νησί πήγαινε όσο ζούσε η γιαγιά της η Σαπφώ Συμηριώτη. Το σπίτι τους ήταν ένα αρχοντικό σπίτι, το Πυργέλι, στον παραλιακό οικισμό Κοχύλι, που το συντηρούσαν ο επιστάτης Μαθιός και η γυναίκα του η Λεμονιά, παλιό υπηρετικό προσωπικό της γιαγιάς Σαπφώ. Το σπίτι ήταν κοντά στον Βαθύ Γιαλό, μια  υπέροχη αμμουδιά.   

Το Νησί αποτελείται από μια κοινωνία κλειστή και συντηρητική. Μικρά χωριά με μικρότητες, αντιζηλίες, κουτσομπολιά και συμφέροντα έμπαιναν ανάμεσα στους συγγενείς και όχι μόνο τους αποξένωναν, αλλά και εχθρούς τους έκαναν. Η κοινωνία αυτή κατηγορούσε τη γιαγιά Σαπφώ ως « φόνισσα», αλλά η Μύρινα αυτό δεν το γνώριζε, δεν της είχε πει κανένας. Λέγανε ότι η Σαπφώ σκότωσε τον όμορφο άντρα της τον Νικήτα Καστρινό.

Όταν είδε η Μύρινα στο παλιό καμένο Πυργέλι συνθήματα «θάνατος στη φόνισσα» έμεινε έκπληκτη. Η γιαγιά της φόνισσα; Το παλιό αρχοντικό οι ντόπιοι το έλεγαν στοιχειωμένο σπίτι, γιατί το στοίχειωνε η ψυχή του αδικοσκοτωμένου. Τον σκότωσε η γυναίκα του η Σαπφώ επειδή είχε γκόμενα, αυτά έλεγε ο κόσμος. Τον γκρέμισε από πάνω από τα παράξενα θαλασσοδαρμένα βράχια, τα Ράχτα. Ασύλληπτη τραγωδία! Όλο το Νησί τον έκλαψε. Άκουγες παντού μοιρολόγια…κατάρες… και αναθέματα… Η φόνισσα δεν πήγε φυλακή, γιατί ήταν πλούσια οικογένεια, έλεγαν.

Αλλά η Μύρινα δεν μπορεί να χωνέψει ότι η καλή της η γιαγιά ήταν δολοφόνος. Η γλυκιά μορφή που λάτρευε… φόνισσα! Άρχισε να κλαίει με αναφιλητά.

Η θεία της η Λεμονιά την παρηγορεί ότι δεν είναι αλήθεια. Ο κόσμος τα λέει αυτά. Δεν ήταν η γιαγιά της φόνισσα. Άλλος ήταν ο φονιάς, γιατί πάλεψε με τον Νικήτα και τον έσπρωξε στον γκρεμό. Αλλά δεν βρέθηκε ούτε η φιλενάδα του Νικήτα ούτε αυτός που τον σκότωσε και ο κόσμος τα έριξε στην Σαπφώ, ότι στον σκότωσε από την ζήλια της. Όλα αυτά έγιναν το Φλεβάρη του 1966.

Ο Μαθιός ήταν αυτός που βρήκε την νύχτα  μέσα στη βροχή την Σαπφώ μούσκεμα,  με το νυχτικό και τα μαλλιά κολλημένα απ' τη βροχή να κάθεται στα βότσαλα της ακρογιαλιάς στο Βαθύ Γιαλό. Ο Νικήτας δεν ήταν πουθενά. Η Σαπφώ ήταν στον κόσμο της. Άδειο το βλέμμα  της. Κομμένη η λαλιά της… Η Σαπφώ σίγουρα άκουσε φασαρία τις τρεις η ώρα την νύχτα και βγήκε έξω ,τον είδε τον δολοφόνο, αλλά είχε κουκούλα και μες στη βροχή δεν τον αναγνώρισε. Άνδρας τον σκότωσε. Από το σοκ η Σαπφώ έπαθε απώλεια μνήμης και συνείδησης .Χρειάστηκαν δυο χρόνια για να συνέλθει. Όμως έγινε το εξιλαστήριο θύμα.

Η θάλασσα αφηνιασμένη και η ομίχλη δεν άφηναν να δει ο Μαθιός τίποτα. Τελικά βρήκε κοντά στην βάρκα του, το άψυχο κορμί του παλικαριού, στην αγκαλιά της θάλασσας. Έτρεξε γρήγορα στο σπίτι και τηλεφώνησε στην αστυνομία, στο λιμενικό και στους γονείς του Νικήτα. Οι γονείς του Νικήτα και οι αδελφές του (τη Σαπφώ από την αρχή δεν την ήθελαν και ποτέ τους δεν την αποδέχτηκαν και ο Καστρινός δεν ενέκρινε τον αδελφό τους για γαμπρό του, το θεώρησαν προσβολή), κατηγορούσανε   αυτή την κακούργα την γυναίκα του, την Σαπφώ, για το συμβάν και έτσι όλο το χωριό το ίδιο πίστευε. Η βεβαιότητά  τους για την ενοχή της Σαπφώς ήταν  αρρωστημένη αγάπη την είπανε, για παθολογική ζήλεια μιλήσανε, έγκλημα πάθους το βγάλανε…

Αυτόν που το έκανε δεν τον είδε κανείς, δεν βρέθηκε μάρτυρας. Τον Νικήτα που ήταν πιωμένος, ο δολοφόνος τον αιφνιδίασε και τον χτύπησε με ξύλο στο κεφάλι. Ίχνη δε βρέθηκαν λόγω της νεροποντής. Εφόσον ακούστηκε ότι είχε ερωμένη, ο βασικότερος ύποπτος ήταν ο άντρας της. Αλλά δεν βρέθηκε ποια ήταν η ερωμένη και ο απατημένος σύζυγος το ανακάλυψε πριν το μυριστεί ο κόσμος. Και αυτός, όπως αποδείχτηκε, δεν ήταν άνθρωπος. Θηρίο ήτανε, μοχθηρό και ύπουλο…  

Για αυτούς τους λόγους αθωώθηκε η Σαπφώ από το δικαστήριο, αλλά ο κόσμος, σε αυτή την κλειστή κοινωνία,  την θεωρούσε αυτή φόνισσα. Ανεξιχνίαστο το φονικό και ο κόσμος στη γυναίκα του έριξε το κρίμα. Ο κόσμος πίστευε τις νύχτες γίνονται τα θαύματα, τις νύχτες και τα μάγια… 

Η Μύρινα σε ένα πάρτι στο Νησί θα γνωρίσει τον νεαρό μηχανικό Νικηφόρο Σταυρινό. Ο έρωτας είναι κεραυνοβόλος. Αλλά υπήρχε ένα πρόβλημα με τον Νικηφόρο, γιατί ήταν από οικογένεια, που πίστευε ότι η Σαπφώ ήταν φόνισσα, άρα η Μύρινα  ήταν εγγονή της φόνισσας. Με την βοήθεια του Νικηφόρου θα αρχίσουν να ψάχνουν για αυτή την παλιά υπόθεση. Δύσκολα να βρεθούν μάρτυρες ή ίχνη μετά από 55 χρόνια.

Θα βρεθεί η κρυμμένη αλήθεια;

Ο Νικήτας κάηκε γιατί έπαιξε με τη φωτιά; 

Θα πληρώσει ο πραγματικός φονιάς;

Θα νικήσει τις προλήψεις ο έρωτας;

Τι πληροφορίες θα δώσει ο Τηνιακός δικηγόρος  Αγησίλαος;

Τι ήξερε η θεία Ηγησώ;

Εκείνο το βράδυ του φονικού τι είδε ο Γιώργης ο Μουρλός και γιατί δεν μίλησε ποτέ, γιατί δεν πρόδωσε;

Τι σχέση έχει κάποιος Βλάσσης Συρίγος;

Ποιος ήταν το ζωντανό τέρας που ήταν κουκουλωμένος σε ένα σανιδοκρέβατο, με προκάλυμμα την «τρέλα»;

Τι ρόλο θα παίξει ο γλύπτης Χάρης Συρίγος και η μάνα του η Μελισσάνθη;

Τι ρόλο θα παίξουν ένα παλιό ανεκτίμητο κολιέ και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια;

Η Διώνη Συμηριώτη, η μάνα της Μύρινας, σε τι δίλλημα θα βρεθεί και ποιο δώρο ζωής θα έκανε;

Ποιος ήταν το μπάσταρδο, καρπός της αμαρτίας, που ρήμαξε μια οικογένεια;

Θα υπάρξει συγχώρεση;

Ζήσαμε την ΥΒΡΙ και την ΑΤΙ, θα έρθει η καθαρτική ΝΕΜΕΣΗ;

Το βιβλίο είναι η συγκλονιστική ιστορία ενηλικίωσης μιας ψυχής ξεχωριστής κι ευαίσθητης, μέσα σε ένα τοπίο άγριο και πρωτόγονο. Η ιστορία μιας κοπέλας της Μύρινας, που δεν έχει δικαίωμα σε τίποτα, που άλλοι καθορίζουν τη ζωή της, που ζει μέσα στον φόβο, στον ασφυκτικό κλοιό ενός κόσμου σκληρού και αυταρχικού, ξένου προς εκείνη και προς τη φύση της, όπου κυριαρχούν οι προλήψεις και η άγνοια. Ενός κόσμου στον οποίο οι αδύναμοι δεν έχουν καμία θέση, όπου η ύπαρξή τους είναι απαραίτητη για την επιβεβαίωση της υπεροχής των δυνατών. Όπου εκείνοι που μπορούν να σκοτώνουν, το κάνουν με ευκολία και χωρίς συνέπειες, όπου οι άνθρωποι εύκολα στιγματίζονται και, συνήθως, άδικα, όπου η μόνη παρηγοριά προέρχεται από την επαφή με τα ζώα και τη φύση.

Η συγγραφέας Κατερίνα Μπουραντά περιγράφει τη φύση και τα πλάσματά της τόσο έξοχα, που είναι σαν να ζωγραφίζει κάθε φορά μπροστά μας έναν πίνακα ζωντανό, κινούμενο, με αυξομειούμενη θερμοκρασία, με χρώματα και γεύσεις, με ήχους και μυρωδιές. Γνησιότητα, ρεαλισμός στις περιγραφές, βαθιά γνώση της κοινωνίας της ελληνικής περιφέρειας, των κανόνων της και των καταστάσεων που λαμβάνουν χώρα εκεί, χρήση της ντοπιολαλιάς με μέτρο, και όπου κρίνεται απαραίτητο για να αποκτήσει μια ιδιαίτερη χροιά το κείμενο. Δεξιοτεχνικές εναλλαγές ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, και έντονα ποιητική γραφή, η οποία, σε συνδυασμό με την αλήθεια και τη δύναμη του κειμένου, καθηλώνει τον αναγνώστη και τον συγκινεί βαθιά, αποτυπώνοντας τη σκοτεινιά του τοπίου και της κοινωνίας ταυτόχρονα με τη λάμψη και το φως ενός ξεχωριστού πλάσματος.

Ένα βιβλίο αψεγάδιαστης ομορφιάς.

Ένα από τα καλύτερα βιβλία του 2024.

Πραγματικό διαμάντι.

Πρόκειται για Αριστούργημα.



Η Κατερίνα Μπουραντά γεννήθηκε στη Λιβαδειά Βοιωτίας. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως καθηγήτρια σε διάφορα σχολεία και τελευταία ασχολείται με τη μυθιστοριογραφία.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια