Ο Βασίλης Καμίνης αγαπά πολύ τη λογοτεχνία. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον χώρο του βιβλίου. Επιχειρώντας να δοκιμαστεί κι ο ίδιος στη συγγραφή, πρόσφατα κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ίχνη που έπονται», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βακχικόν». Θα μας μιλήσει σήμερα στις Τέχνες γι' αυτήν στη συνέντευξη που ακολουθεί.
Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου
Κύριε Κομίνη, πείτε μας δυο λόγια για εσάς. Πώς θα συστήνατε τον εαυτό σας στο αναγνωστικό κοινό;
Θα σύστηνα τον εαυτό μου ως κάποιον που επιχειρεί να κάνει ένα άλμα εξωστρέφειας βγάζοντας προς τα έξω την ποιητική του εργασία, κάτι που ισχύει φαντάζομαι και σε κάθε άλλη περίπτωση.
Γιατί γράφετε; είναι κάτι που μπορείτε να προσδιορίσετε με ακρίβεια;
Η γραφή είναι για μένα μια απόπειρα καταγραφής του μυστήριου της ύπαρξης και της αλληλεπίδρασής της με τον κόσμο που την περιβάλλει ή κυλάει μέσα της, ορατό ή αθέατο. Επομένως θα έλεγα ότι η γραφή μπορεί είναι και μία ευκαιρία για μεγαλύτερη αυτογνωσία.
Δεδομένου ότι το ενδιαφέρον σας στρέφεται αρχικά προς την ποίηση και όχι σε κάποιο άλλο λογοτεχνικό είδος (μυθιστόρημα, διήγημα, παραμύθι, νουβέλα), τι σας ελκύει περισσότερο σ’ αυτήν και γιατί;
Η ποίηση χαρακτηρίζεται από έναν συμπυκνωμένο λόγο νοήματος πράγμα που της προσδίδει και μεγάλη αμεσότητα, αφού υπάρχει δυνατότητα μέσα από τα πολλά εργαλεία που διαθέτει να αγγίζει τον πυρήνα διάφορων θεμάτων και να τα αναδεικνύει πάνω στο αιθέριο πέπλο της, με έναν βαρύνοντα και ανεξίτηλο τρόπο. Έχει τη δυνατότητα να αφήνει την ηχώ των λέξεων και το μετείκασμα των εικόνων της να καταλαμβάνει τους εσωτερικούς τόπους του αναγνώστη, που αναμένουν κενοί για να παραδοθούν στη σαγήνη τους. Είναι αυτό το σύμπαν θα έλεγα, το οποίο άσκησε πάνω μου μεγάλη έλξη, βέβαια σαν αναγνώστη της ποίησης πρώτα.
Τι το ιδιαίτερο και το πολύ ξεχωριστό ταυτόχρονα προσφέρει η ποίηση στον άνθρωπο, κατά τη γνώμη σας;
Η ποίηση όπως είπαμε προηγουμένως έχει τα εργαλεία εκείνα τα οποία είναι κυρίως σκαπτικά εργαλεία και μπορεί με αυτά να εισέλθει στον κόσμο των στέρεων λογισμών και των άκαμπτων ιδεασμών και να αναταράξει την ακλόνητη φύση τους. Με λίγα λόγια θα έλεγα ότι η ποίηση μπορεί να έχει έναν θεραπευτικό χαρακτήρα πάνω στον άνθρωπο των πέτρινων δρόμων.
Μιας και δραστηριοποιείστε επαγγελματικά στον χώρο του βιβλίου, έχετε σαφώς μια καθαρότερη άποψη για την εμπορική του κίνηση και για τα ενδιαφέροντα του κοινού στο οποίο και απευθύνεται. Τι ακριβώς συμβαίνει συγκεκριμένα με την ποίηση στη χώρα μας; Δεδομένου της μεγάλης εκδοτικής παραγωγής ποιητικών συλλογών ετησίως, θα λέγαμε με βεβαιότητα ότι οι άνθρωποι διαβάζουν ποίηση στις μέρες μας και μάλιστα σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Ισχύει όμως κάτι τέτοιο στην πράξη ή μήπως όχι;
Θα έλεγα ότι η ποίηση φαίνεται πως κατά κάποιο τρόπο τρομάζει τη συντριπτική πλειοψηφία του αναγνωστικού κοινού, ίσως γιατί έχει άθελά της ορθώνει ένα τοίχος απέναντί της. Έχοντας συζητήσει με πολλούς σχετικά με την ποίηση, εκείνο που χρησιμοποιούν ως επιχείρημα, για ποιο λόγο δηλαδή την αποφεύγουν, είναι πως αδυνατούν να την κατανοήσουν. Όμως η ποίηση δεν ήταν ποτέ τόσο θέμα κατανόησης μα περισσότερο μιας βαθύτερης αίσθησης, έτσι ώστε να κυλήσει στο αίμα του αναγνώστη και να φτάσει ως το βάθος της καρδιάς του. Άρα θα καταλήγαμε πως εκείνο που χρειάζεται περισσότερο είναι μια κατάλληλη προετοιμασία, όχι κάτι τρομακτικό, μα ίσως μερικές βαθιές εισπνοές αρκούν για να απελευθερωθούν τα κλειστά κανάλια. Βέβαια υπάρχει και ένα κομμάτι στο αναγνωστικό κοινό το οποίο αγαπάει την ποίηση διαβάζοντάς την φανατικά θα έλεγα.
Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς; Είναι κάτι συγκεκριμένο που μπορείτε να προσδιορίσετε;
Είναι πολλά εκείνα τα οποία μπορούν να αποτελέσουν εστία έμπνευσης, όπως είναι η σφυρηλάτησή μου στο αμόνι του χρόνου με ότι και αν αυτό σημαίνει. Είναι το παρελθόν που φωνάζει ακατάπαυστα, η πάλη του παρόντος, η δίψα για ότι έπεται, είναι οι αναρίθμητοι ποιητές που περάσαν από μέσα μου, μια μικρή και ταπεινή στιγμούλα που θα ρίξει το αιώνιο φως της, με λίγα λόγια η έμπνευσή μου μπορεί να έρθει από όλες τις χρονικές και χωρικές φάσεις, ακόμα όμως και αυτό που αποκαλείται έλλειψη έμπνευσης ή ιδεών, μπορεί να αποτελέσει υπό προϋποθέσεις πηγή νέων πραγμάτων.
Έχετε πρότυπα ως νέος δημιουργός; Στα ποιήματά σας θα διαπιστώσει ο αναγνώστης επιρροές από άλλους αγαπημένους σας ποιητές;
Όπως είπα προηγουμένως είναι πολλοί οι ποιητές που μίλησαν μέσα μου, υπάρχουν μεταξύ τους και κάποιοι τους οποίους αισθάνομαι πως τους έχω αγαπήσει και οπωσδήποτε έχουν ασκήσει μια επιρροή στην αισθητική μου. Όμως δεν είμαι βέβαιος ότι ο αναγνώστης θα δει αυτές τις επιρροές στα ποιήματά μου, αφού όταν αισθανόμουν ότι εκείνο που έγραφα δεν ήταν δικό μου το διέγραφα. Αυτό όμως που ένοιωθα δικό μου, αν κάτι τέτοιο μπορεί να ειπωθεί, ακούγονταν μέσα του οι φωνές όλων των αγαπημένων ποιητών που με είχαν συντροφέψει στο παρελθόν.
Γιατί προβήκατε στην έκδοση του πρώτου σας βιβλίου; Ποια είναι η φιλοδοξία σας έπειτα από το στάδιο αυτό;
Δεν ήταν κάτι το οποίο είχε προσχεδιαστεί, θα έλεγα πως ήταν τα ίδια τα ποιήματα που απόκτησαν μία φωνή μέσα μου και με παρακίνησαν να πάω στο εκδότη. Όσο για τη φιλοδοξία που λέτε, όχι δεν έχω καμία φιλοδοξία. Έτσι τουλάχιστον αισθάνομαι.
Ποια συναισθήματα σας κατέκλυσαν όταν πιάσατε για πρώτη φορά το βιβλίο στα χέρια σας; Αναμφισβήτητα μεγάλη χαρά και υπερηφάνεια.
Η αλήθεια είναι πως υπήρξε ένα αίσθημα ικανοποίησης βλέποντας τυπωμένα τα ποιήματά μου να περιλαμβάνονται σε ένα όμορφο βιβλίο.
Η πρώτη σας ποιητική συλλογή, φέρει τον τίτλο «Ίχνη που έπονται» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βακχικόν». Πώς προέκυψε ο τίτλος της;
Είναι ένα πρωθύστερο σχήμα γιατί τα ίχνη συνήθως υπήρξαν παρά έπονται. Ίσως ο τίτλος αυτός υποδηλώνει και μία δίψα για συνέχεια η οποία βέβαια είναι πάντοτε αμφίβολη ή είναι το στοιχείο της μνήμης ως κυρίαρχο επάνω στον χρόνο που διαχέεται και αγγίζει το μέλλον, γιατί το σώμα φέρει μαζί του τη μνήμη της φθαρτότητάς του.
Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενό του βιβλίου σας. Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης πιάνοντάς το στα χέρια του;
Στο βιβλίο αυτό υπάρχουν πενήντα ποιήματα που με μια πρώτη επαφή δείχνουν πως δεν έχουν κάποια συνοχή ως προς τη θεματολογία, το γλωσσικό ύφος, την αισθητική ή την αρχιτεκτονικη τους δομή. Υπάρχουν ποιήματα που αναφέρονται σε πρόσωπα της ζωής μου, σε απλά καθημερινά γεγονότα, σε ιστορικές φάσεις όπως η απικοιοκρατία, κάποια άλλα που έχουν έναν περισσότερο στοχαστικό και υπαρξιακό χαρακτήρα ή κάποια με αυτοσαρκαστικό ύφος.
Το οπισθόφυλλο του βιβλίου σας φιλοξενεί το ποίημά σας «Η πτώση» που βρίσκουμε στη σελίδα 35:
"Τι σημασία έχει,
αφού όταν στράφηκες προς το νερό
διέκρινες το πρόσωπό σου μόνο
και από τη γεμάτη υγρασία όχθη
δραπέτευε ο εαυτός σου.
Ήταν απόγευμα αργά,
πάντα θα είναι αργά..."
Γιατί επιλέξατε αυτό το συγκεκριμένο ποίημα ως μια πρώτη γνωριμία του αναγνώστη μαζί σας;
Το συγκεκριμένο ποίημα είναι και το μοναδικό που έρχεται από το μακρινό παρελθόν, μιας και έχει γραφτεί πριν από τριανταπέντε περίπου χρόνια και αποτελεί έναν φόρο τιμής θα έλεγα σε μια νουβέλα που είχα τότε διαβάσει και χαράχτηκε βαθιά μέσα μου. Είναι η πτώση του Αλμπέρ Καμύ αυτή που ενέπνευσε τη συγγραφή του ποιήματος που υπάρχει στο οπισθώφυλλο του βιβλίου. Άρα θα έλεγα ότι είναι συναισθηματικοί οι λόγοι της επιλογής του.
Τα υπαρξιακού περιεχομένου τα ποιήματά σας, γροθιά στο στομάχι τα περισσότερα, διακρίνονται από μια βαθιά εξομολογητική διάθεση. Είναι τελικά μια πρώτη ανάγκη κατάθεσης ψυχής από μέρους σας, ένας τρόπος απογύμνωσης των όσων ενδόμυχα σας κατακλύζουν και παράλληλα σας πονούν και σας αγανακτούν; Πώς αλλιώς θα τα χαρακτηρίζατε ο ίδιος;
Όλα τα στοιχεία που προαναφέρατε αποτελούν βασικά συστατικά της ποίησης, άρα και της δικής μου ποίησης. Θα έλεγα πάντως ότι η συγγραφή στη δική μου περίπτωση έχει λειτουργήσει και ως ένα είδος ψυχοθεραπείας γιατί στα αυτιά μου ακούγεται σαν μια μουσική που μέλπει πάνω από τα κενά και μια ψευδή αίσθηση της ήττας, ανακουφίζοντας, θωπεύοντας, παρηγορώντας.
Ποια μηνύματα περνάτε στον αναγνώστη σας μέσα από το έργο σας;
Αν θα μπορούσα να αναφέρω ένα μήνυμα από την ποίησή μου, αυτό θα ήταν πως ο άνθρωπος με τις αδυναμίες, τα πάθη του και την επίγνωση της φθαρτότητας, μπορεί να φωτίσει την καρδιά του και να απαλύνει το λογισμό του από βάρη, αψηφώντας τη μέγγενη της μεγάλης του κατασκευής, που δεν είναι άλλη από τον εκβιαστικό ιδεασμό του χρόνου του.
Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό;
Υπάρχουν οπωσδήποτε ορισμένα ποιήματα τα οποία θα μπορούσαν να διαβαστούν από εφήβους και όσο το σκέφτομαι δεν είναι και λίγα.
Είστε ευχαριστημένος από τη συνεργασία σας με τις εκδόσεις «Βακχικόν»;
Ναι, πιστεύω ότι έχουμε μια καλή συνεργασία.
Επόμενα συγγραφικά σχέδια έχετε ή είναι πολύ νωρίς ακόμα;
Προς το παρόν είναι η παρουσίαση του βιβλίου, ότι άλλο υπάρχει θα περιμένω το χρόνο ωρίμανσής του.
Μια ευχή σας για το μέλλον που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί;
Εύχομαι ειρήνη μέσα μας, γύρω από εμάς αλλά και ευρύτερα.
Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα ποίημα από το βιβλίο σας.
Επιλέγω ένα ποίημα με τον τίτλο “θορυβωδώς”.
στο θορυβώδες ωρολογοποιείο πελάτης
με μια αλεπού στο κεφάλι
κι έναν αμνό στην καρδιά
κι ο αδυσώπητος ήλιος να καίει
γερνά το φτενό δέρμα, γερνά
διασπασμένο στου βράχου
τη λασπωμένη περιφορά
Κύριε Κομίνη, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτησή μας και σας εύχομαι καλοτάξιδο το βιβλίο σας και καλοδιάβαστο.
Εγώ σας ευχαριστώ.
Ο Βασίλης Κομίνης γεννήθηκε στη Γερμανία το 1968 από γονείς μετανάστες. Μεγάλωσε στην Αθήνα όπου ζει μέχρι σήμερα. Έχει κάνει σπουδές φωτογραφίας, βίντεο και σεναρίου στη σχολή Focus, ενώ δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον χώρο του βιβλίου. Τα Ίχνη που έπονται είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή.
0 Σχόλια