Γράφει η Στέλλα Πετρίδου
Μια νέα και ανερχόμενη στον χώρο των γραμμάτων συγγραφέας, μια κατεξοχήν υπηρέτρια της ποίησης και δη της λυρικής είναι η Άννα Εμμανουήλ. Απόφοιτος παιδαγωγός Ειδικής Αγωγής, με ερευνητικό ενδιαφέρον για την τέχνη και την προσβασιμότητα αυτής σε σχέση με τα άτομα με αναπηρία όρασης, ταλαντούχα εικαστικός και βραβευμένη ήδη για το πρώτο εκδοθέν έργο της, κάνει ιδιαίτερα αισθητό το λογοτεχνικό της ντεμπούτο, μιας και στην ουσία είναι αυτό που την καθιερώνει όχι μόνο ως μία πολύ αξιόλογη ποιήτρια, αλλά και ως μία επίσης αξιόλογη εικαστικό.
Η πρώτη της ποιητική συλλογή φέρει τον τίτλο «Εστί Ηδονή». Κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2024 από τις εκδόσεις «ΑΩ». Πρόκειται για ένα απόλυτα ερωτικό βιβλίο, το περιεχόμενο του οποίου συμπαρασύρει με επιτυχία τον αναγνώστη στα απόκρυφα μονοπάτια της ηδονής και του έρωτα. Όπως μαρτυρεί και ο τίτλος του άλλωστε, εστί η ηδονή. Υπάρχει, γι’ αυτό και επιδιώκεται. Δύσκολα ή εύκολα, αυτό θα το αντιληφθεί ο αναγνώστης διαβάζοντας τα ποιήματα που απαρτίζουν τη συλλογή.
Η ποιήτρια τολμά κι αποκαλύπτεται, αποβάλλοντας τη ντροπή και τον ενδοιασμό της εξωτερίκευσης δυνατών συναισθημάτων. Εξομολογείται άφοβα τον έρωτά της και απελευθερώνεται. Καταθέτει την ψυχή της στο χαρτί για να διαιωνίσει το ερωτικό σκίρτημα, το τράνταγμα της καρδιάς που επαναστατεί κάθε φορά σαν επιθυμεί τα θέλω της να γίνουν αισθητά στον παραλήπτη της και να βρουν την ανάλογη ανταπόκριση. Καλεί η ποιήτρια τον Θεό Άγγελο, τον επιθυμεί με όλη την ψυχή της, ανυπομονεί κι αναστατώνεται την ώρα της αναμονής, ποθεί και προσδοκά το απόλυτο. Το αποζητά. Και βέβαια, δε συμβιβάζεται με την απόκτηση μόνο της σαρκικής ηδονής. Επιθυμεί περισσότερο την ψυχική ηδονή, την υπαρξιακή, την ουσιαστική, την απόλυτη, την αιώνια.
Υπαρξιακού περιεχομένου όλα τα ποιήματά της, διάχυτα από λυρισμό και βαθιά εξομολογητική διάθεση, ξεχειλίζουν αμεσότητα, ζωή, αλήθεια, έρωτα και ηδονή. Ο ξεχωριστός κι αυθεντικός τρόπος γραφής της, η σωστή χρήση της ελληνικής γλώσσας, το πλούσιο λεξιλόγιό της και οι γλαφυρές εικόνες που το αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο στο σύνολό τους καθιστούν την ποιήτρια μια άξια και πολλά υποσχόμενη δημιουργό, με δυνατή χαρακτηριστική πένα και άποψη, η οποία ήρθε για να μείνει στα γράμματα και να διαπρέψει.
Τα ποιήματά της, είκοσι επτά στον αριθμό, ξεκινούν από τη γέννηση της ηδονής και καταλήγουν στο τέλος της επίγειας ύπαρξής της, που σηματοδοτεί ταυτόχρονα και το ξεκίνημα μιας νέας αναγεννημένης αίσθησης, μιας αιώνιας συνθήκης χαράς και ευτυχίας, που εξασφαλίζει για λογαριασμό της η Ανάσταση. Κι έτσι, συμπληρώνεται αρμονικά ο κύκλος της επίγειας ζωής, για να ακολουθήσει η νέα επουράνια, αυτή που θα κρατήσει σφιχτά τη σκυτάλη της ηδονής στον κόσμο της αιωνιότητας.
«Ακούω το κάλεσμα…
Ηχώ Έρωτος.
Με τυλίγει εδώ...
Και μια φωτιά με φυσά στο απρόσμενο...» (Σελίδα 9)
Απρόσμενα γεννιέται ο έρωτας, παρατηρεί η ποιήτρια, και αιτιολογεί αμέσως τη σκεπτική της. Μονολογεί για την ακρίβεια, χωρίς να ντρέπεται και χωρίς να φοβάται. Ο μονόλογός της διεισδύει στα άδυτα της ψυχής της για να συλλάβει το αληθινό πρόσωπο του έρωτα και να το αναδείξει μέσα από τις σχολαστικές περιγραφές της γέννησής του. Ένωση προϋποθέτει η καρποφορία, επιθυμία και έλξη η ένωση. Μόνο τότε θεριεύει η ηδονή, μόνο τότε «ξεφεύγουνε ένστικτα χιλιάδων θηρίων», μόνο τότε «οι δύο έσονται εις σάρκαν μίαν».
Μια ποικιλία εικόνων τα ποιήματα της Άννας Εμμανουήλ. Συμπαρασύρουν τον αναγνώστη στον κόσμο του έρωτα, στον κόσμο που αναστατώνει τις αισθήσεις, ξυπνά τα πάθη και προκαλεί την ηδονή της απόλαυσης.
«Αισθησιασμός στο κορμί μου.
Γαλάζιο απόρθητο.
Και μιαν ωδή των ανθών…
Ακούς;» (Σελίδα 12)
Συμβολική η ποίησή της, με πληθώρα υπαινικτικών και μεταφορικών εικόνων που ελευθερώνουν δικαιολογημένα, θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, έναν διάχυτο λυρισμό. Οι παρομοιώσεις και τα καθαρά νοήματα στοχεύουν δυναμικά στην ελεύθερη διατύπωση της αλήθειας της. Γιατί στόχος της ποιήτριας είναι να φωτίσει έναν κόσμο αδύναμο και σκοτεινό, έναν κόσμο εξαρτημένο κι ανέκφραστο, που ακόμα βρίσκεται εγκλωβισμένος στα δίχτυα της απραγίας και της σιωπής, καθώς διστάζει να απογυμνώσει από φόβο κι ενοχή την αλήθεια του.
Χείμαρρος έντονων συναισθημάτων οι στίχοι της. Ζητούν διακαώς μια διέξοδο σωτηρίας. Να βγουν στην επιφάνεια της ομολογίας επιθυμούν και να εκδηλώσουν αυθόρμητα τον πόθο τους. Η γραφή της, πράγματι, είναι πλούσια σε λυρισμό, αυθόρμητη κι αληθινή, δοσμένη σε ελεύθερο στίχο από πρόθεση, απαλλαγμένο από μέτρα, κανόνες και ρίμες για απόλυτη ελευθερία και έκφραση.
Μικρές ιστορίες τα ποιήματά της. Διαβάζονται σχεδόν απνευστί και εντυπωσιάζουν καθώς προκαλούν την ταύτιση του αναγνώστη με τα όσα βιώνει ενδόμυχα η δημιουργός τους. Καθόλου τυχαία συγκυρία φυσικά. Η ποιήτρια ξεδιπλώνει την αλήθεια της όπως ακριβώς την αισθάνεται. Μα δεν προκαλεί χαρά ο έρωτας μόνο, διαπιστώνει. Δε συμβαδίζει πάντοτε με την ηδονή. Συνήθως πάλλεται με την αναμονή, την προσμονή, τη νοσταλγία, την απόσταση, τον χωρισμό, τη λήθη. Κι η προσευχή της τότε επιδρά, γίνεται σύμμαχος της μοναξιάς της και ζωτικής σημασίας αποκούμπι για να προστατέψει από την κούραση του ανεκπλήρωτου τον πόθο. Παρηγοριά συστήνεται στα όνειρά της, κρατώντας άσβεστη τη φλόγα της αγάπης, ώσπου να ξαναρθεί κοντά της ζωντανή.
Αφήνεται ολοκληρωτικά στον έρωτά της η ποιήτρια. Προσμένει την παρουσία του ξανά και ξανά. Πλάθεται από τη ζύμωση μαζί του, αναδύεται στο φως της ένωσης, συναντά την αλήθεια της κι αποκαλύπτεται κι η ίδια ως φως, όταν η ηδονή σώματος και ψυχής κορυφωθεί, όταν η ίδια η ύπαρξη γεννηθεί ξανά απ’ την αρχή γευόμενη την ολοκλήρωση της ουσίας της.
Η ποιήτρια με ακρίβεια και λεπτομέρεια περιγράφει σε κάθε της ποίημα τη διαδικασία εξύψωσης. Πολλές οι προϋποθέσεις της γέννησης του έρωτα, σημειώνει, όπως και της επιθυμίας, της συνουσίας και της απόλαυσης. Δεν είναι εύκολη η διαδρομή της πραγμάτωσής τους, παραδέχεται. Άλλωστε, το γνωρίζει καλά, θα ομολογήσει. Κάθε απόπειρα διεκδίκησης περιλαμβάνει και τον πόνο μαζί. Δεν υφίσταται γέννα χωρίς την παρουσία εκείνου.
Η διαδρομή ίδια κάθε φορά. Η αρχή της πορείας για το θαύμα της ζωής δίνει τη σκυτάλη στην έξαρση του πόθου και της έλξης. Έπειτα, η εσωτερική ανάγκη για δόσιμο δυναμώνει αισθητά. Τρέπεται σε ακόλαστη δίψα για ένωση, μέχρι να καταλήξει στο ποθητό, σε καθολική νάρκωση των αισθήσεων, στο σταμάτημα του χρόνου, σε ένα ολικό μούδιασμα σώματος και ψυχής, στο θαύμα της παρουσίας που επιφέρουν σταδιακά η εκπλήρωση του πόθου, οι κραυγές της ηδονής, το άρωμα της ευχαρίστησης, η μέθη της απογύμνωσης και της σιωπής, το πολυπόθητο άγγιγμα του πάθους, με δυο λόγια η ίδια η πραγμάτωση. Μέχρι να φανεί στο προσκήνιο ο εφιάλτης όλων, η οδύνη του τέλους, για να σκοτεινιάσει και πάλι το φως, τη στιγμή που τα σώματα απομακρύνονται απότομα, τη στιγμή που η προσμονή υπομένει για ακόμα μια φορά την ήττα της, παρατημένη στο σκοτάδι της μοναξιάς, ευελπιστώντας σιωπηλά την επανάληψη της απόλαυσης.
Παγωνιά επιφέρει στην καρδιά η εγκατάλειψη, ερημιά της χαράς και μια μαραμένη ανάμνηση. Ένας επίγειος θάνατος ξεσπά, αργός και σπαρακτικός. Κι ο χρόνος, δυνάστης των πάντων, μεγαλώνει με πείσμα τον καημό, καθώς οδηγεί τον νου στην κόλαση των αναμνήσεων και την καρδιά στο μαρασμό από τη διαιώνιση του ανεκπλήρωτου πόθου. Μόνο στα όνειρα συναντάται ξανά με το ανέφικτο, μετά από παράκληση που τρέπεται σταδιακά σε οφθαλμαπάτη, βίωμα και στεναγμός, πραγματικότητα και προδοσία μαζί.
Η ποιήτρια, πράγματι, δεν αναφέρεται μόνο στη σαρκική ηδονή. Για την ακρίβεια, δεν ικανοποιείται μόνο απ’ αυτήν. Επιδιώκει σθεναρά και την ηδονή που προσφέρει στην ανθρώπινη ύπαρξη η θεία χάρη. Γιατί αυτή αντιλαμβάνεται πως είναι η πιο δυνατή, η πιο διεισδυτική, η πιο ουσιώδης, η πιο συναρπαστική, η πιο μόνιμη και η πιο ωφέλιμη στον άνθρωπο.
«Βρέξε, Θεέ μου, απάνω μου,
Θέλω να σμίξω τις στέρνες των θείων δακρύων μου,
Με την Αγία Συμπόνια σου» (Σελίδα 36)
Είναι ανηφορικός ο δρόμος που οδηγεί στο ποθητό, όπως ανηφορικός ήταν και ο δρόμος του Ιησού Χριστού. Κουβαλά έναν μόνιμο σταυρό ο διαβάτης του. Στο τέλος όμως γεύεται και το άγιο φως, το άπλετο φως της ανταμοιβής που τον οδηγεί στην πόρτα της Αγάπης. Η ζωή είναι μπροστά, παρατηρεί η ποιήτρια, γι’ αυτό και αξίζει κάθε θυσία η διεκδίκησή της. Η ελπίδα της ένωσης κι η προσευχή της εκπλήρωσης σαν φυλαχτό προστατεύουν την καρδιά από τα πάθη της. Ώσπου να έρθει η αυγή που θα χαράξει πάνω στον Σταυρό του μαρτυρίου τη νέα αρχή που υπόσχεται το φως το αληθινό.
«Δεν πρέπει να χαθεί η αγάπη» συλλογίζεται «κι έπειτα το φως ενώνει με το φως της αιωνιότητας».
Η ποιήτρια παραλληλίζει τον δρόμο της ηδονής με τον δρόμο που χάραξε ο Ιησούς Χριστός αναβαίνοντας τον Γολγοθά του για τη σωτηρία των ανθρώπων. Τα πάθη του Κυρίου συγκρίνονται με τα πάθη της καρδιάς, εκείνης που αποζητά την αιώνια αγάπη κι ευτυχία. Θρήνος επέρχεται μετά τη σταύρωση. Σκοτοδίνη και δάκρυα στη θέα του θανάτου, μοιρολόι κι οδύνη η συνέπεια, ύμνοι που υμνούν την ταφή.
«Υμνούν την ταφή μας.
Των ερώτων το τραύλισμα» (Σελίδα 47)
Ώσπου το τέλος χάνεται ως διά μαγείας κι ανθίζει ολοφώτεινη η χαρά. Ανάσταση.
«Με την Αγία αίγλη ενός ηδονικού θαύματος γεννήθηκα.
Η αγάπη κι εγώ ξαναγεννηθήκαμε μαζί την ίδια μέρα,
Νικώντας τη δίνη.
Κι η μορφή μου αναστήθηκε» (Σελίδα 49)
«Ανάμεσα στους νεκρούς γυρνούσαμε
Ανάσταση θεασάμενη.
Έρως χαρισάμενος.
Σταυρό Ηδονής υπομείναμε...
Θανάτω, Θάνατον ωλέσαμε...
Εμείς το Μέγα Έλεος.
Η Αιώνια Ζωή...
Κι ο έρωτας αναστήθηκε.
Τούτο εστί Ηδονή» (Σελίδα 50)
Πολλά συγχαρητήρια στην ποιήτρια Άννα Εμμανουήλ που κατάφερε να διεισδύσει εις βάθος στα μονοπάτια του πόθου και του έρωτα, μιλώντας κατευθείαν στην ψυχή του αναγνώστη μέσα από τη βαθιά στοχαστική της προσέγγιση. Πολλά συγχαρητήρια επίσης στην ίδια και για τα πολύ αξιόλογα εικαστικά της έργα, που συνοδεύουν εικονικά το περιεχόμενο των ποιημάτων της και τα αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο.
Ας είναι καλοτάξιδη η ποιητική της συλλογή και η αρχή για πολλές ακόμα ποιητικές συλλογές που θα έρθουν στο μέλλον!
0 Σχόλια