Βιβλιοκριτική: "Οι στρατηγοί πεθαίνουν στο κρεβάτι" του Charles Yale Harrison | Γράφει ο Κώστας Τραχανάς


Συγγραφέας: Charles Y. Harrison
Σελίδες: 182
Εκδόσεις Πηγή
ISBN: 978-960-626-806-9


Είναι απίστευτο αλλά ο Θουκυδίδης, ενώ έχει γράψει την ιστορία του πριν 2.500 χρόνια γράφει και την δική μας ιστορία 2.500 χρόνια μετά εν απουσία του. Τι έχει διδαχθεί άραγε η ανθρωπότητα από τον Θουκυδίδη, μετά από τόσο αίμα, τόσες αποτρόπαιες καταστροφές, τόση βαρβαρότητα; Πολύ φοβούμαστε τίποτε! Ο πόλεμος εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος δάσκαλος της βίας, η ακόρεστη δίψα για την εξουσία παραμένει η αιτία των περισσότερων κακών και η αλαζονική φύση του ανθρώπου δεν φαίνεται να αλλάζει ούτε στο ελάχιστο, ώστε να παραδειγματιστεί από τα λάθη του παρελθόντος και να μην τα επαναλάβει. Στον πόλεμο δεν υπάρχουν συναισθήματα, δεν υπάρχει οίκτος, υπάρχει μόνο συμφέρον και ψυχρότητα. Δεν υπάρχουν κανόνες στον πόλεμο. Στον πόλεμο δεν υπάρχει ούτε αίγλη, ούτε δόξα. Όλα αυτά τα έλεγε ο Θουκυδίδης πριν χιλιάδες χρόνια!!!

1914-1919.

Ένας πόλεμος που σκότωσε περίπου 10.000.000 ανθρώπους, μέσα σε τέσσερα χρόνια. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έδειξε ότι ο πόλεμος ήταν στρατιώτες στριμωγμένοι σε βροχερές λασπότρυπες γεμάτες παράσιτα, που προσεύχονταν να μην ανατιναχτούν σε κομμάτια από μια εκπληκτική ποικιλία δολοφονικών μηχανών.

Αυτός είναι ο πόλεμος, υπάρχει τόση δυστυχία, πόνος, αγωνία και τίποτα δεν μπορεί να γίνει γι΄ αυτό.

“Μάθαμε ποιοι είναι οι εχθροί μας – οι ψείρες, κάποιοι από τους αξιωματικούς μας και ο ίδιος ο θάνατος”.

Το βιβλίο «Οι στρατηγοί πεθαίνουν στο κρεβάτι» γράφτηκε από έναν νεαρό Αμερικανό, τον Τσαρλς Γέιλ Χάρισον, ο οποίος πολέμησε στην Ευρώπη, στο Δυτικό Μέτωπο, με τον καναδικό στρατό. Είναι μια συγκλονιστική ειλικρινής μυθιστορηματική απεικόνιση της φρίκης που αντιμετώπισε μια παρέα στρατιωτών που είχε κολλήσει σε αυτή τη μηχανή του κιμά, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι επίσης ένα υπέροχο κλασικό έργο της λογοτεχνίας, παρέχοντας μια σκληρή, αμείλικτη απεικόνιση των απάνθρωπων επιπτώσεων της  μάχης.

Το βιβλίο αυτό είναι μια καυστική αφήγηση της βιαιότητας και της φρίκης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το μυθιστόρημα είναι μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ταξιδιού ενός ανώνυμου στρατιώτη μέσα στο χάος, την φρίκη, το χάος, την κόλαση  και την απογοήτευση του πολέμου.

Μια από τις πιο συναρπαστικές πτυχές του μυθιστορήματος είναι η αμείλικτη απεικόνιση της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς που προκαλεί ο πόλεμος στους στρατιώτες. Ο Χάρισον δεν ρομαντικοποιεί το πεδίο της μάχης, αντίθετα, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τη βρομιά, τη δυσωδία, τον συνεχή φόβο και τη μονοτονία της ζωής στα χαρακώματα. Ο συγγραφέας δεν αφήνει περιθώρια για να περιγράψει τις βαθιές επιπτώσεις της κόλασης του πολέμου στον ανθρώπινο ψυχισμό, ζωγραφίζοντας μια σκληρή εικόνα των στρατιωτών που πρέπει να παλέψουν με το τραύμα, την απελπισία και την απώλεια της αθωότητας. 

Ο τίτλος του μυθιστορήματος, «Οι στρατηγοί πεθαίνουν στο κρεβάτι», είναι μια έντονη υπενθύμιση της τεράστιας ανισότητας μεταξύ των στρατιωτών της πρώτης γραμμής και των υψηλόβαθμων αξιωματικών που χάραζαν στρατηγική από ασφαλή απόσταση. Ο Χάρισον αναδεικνύει αριστοτεχνικά την αποσύνδεση μεταξύ των στρατηγών που λαμβάνουν αποφάσεις από την άνεση του στρατηγείου τους και των απλών στρατιωτών που φέρουν το βάρος αυτών των αποφάσεων. Αυτή η αντιπαράθεση υπογραμμίζει τη βαθιά αδικία και τη ματαιότητα του πολέμου ,ένα θέμα που αντηχεί σε όλη την αφήγηση.

Οι στρατηγοί ξαπλώνουν στο κρεβάτι, ενώ οι στρατιώτες πεθαίνουν στην κόλαση των  χαρακωμάτων -φρικιαστικά, τα εντόσθιά τους κολλάνε στη λεπίδα της ξιφολόγχης όταν τη βγάζεις, πτώματα κολλημένα στη λάσπη, ακρωτηριασμένοι από οβίδες και χειρομβοβίδες, καμένοι από φλογοβόλα και χημικά, αφάνταστα μολυσμένοι από ψείρες και περιτριγυρισμένοι από αρουραίους που τρέφονται με τα πτώματα των φίλων τους.

Οι χλομοί από φόβο και κούραση στρατιώτες τραγουδάνε για να ξεχάσουν τη φρίκη των χαρακωμάτων! Ένα τραγούδι για να ξεχάσουνε τους νεκρούς τους! Ένα τραγούδι για να ξεχάσουνε όσα δεν ξεχνιούνται!

«Δεν θέλω να πεθάνω, δεν θέλω να πεθάνω,

οι σφαίρες σφυρίζουν, τα κανόνια βρυχώνται,

δεν θέλω να πάω πια στην πρώτη γραμμή.

Πήγαινέ με πέρα από τη θάλασσα,

όπου ο Γερμανός δεν μπορεί να με πλησιάσει,

ω, Θεέ μου, είμαι πολύ νέος για να πεθάνω,

θέλω να πάω σπίτι»

Το βιβλίο αυτό είναι ένα συγκλονιστικό και οδυνηρό λογοτεχνικό έργο που αποτυπώνει την αδυσώπητη φρίκη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι εμπειρίες του ίδιου του Χάρισον ως στρατιώτη ενημερώνουν την ωμή και απροκάλυπτη απεικόνιση του πολέμου, καθιστώντας το μυθιστόρημα μια βαθιά συγκινητική μαρτυρία για το ανθρώπινο κόστος των συγκρούσεων. Το βιβλίο χρησιμεύει ως υπενθύμιση ότι ο «πόλεμος για να τελειώσουν όλοι οι πόλεμοι» έφερε μόνο πόνο και απογοήτευση σε όσους πολέμησαν στα χαρακώματά του. Παραμένει ένα διαχρονικό και απαραίτητο ανάγνωσμα για όποιον ενδιαφέρεται για την ανθρώπινη εμπειρία κατά τη διάρκεια του πολέμου και για τον διαρκή αντίκτυπο της σύγκρουσης στο άτομο.

Μέσα από τα μάτια του πρωταγωνιστή, οι αναγνώστες γίνονται μάρτυρες της διάβρωσης της αθωότητας ,της συντριβής της συντροφικότητας και της σκληρής ειρωνείας της φράσης «Οι στρατηγοί πεθαίνουν στο κρεβάτι».

«Μας παίρνουν τα πάντα: τις ζωές μας, το αίμα μας, τις καρδιές μας- ακόμα και τις λίγες άθλιες ώρες ξεκούρασης, τις παίρνουν κι αυτές. Η δουλειά μας είναι να δίνουμε, ενώ η δική τους είναι να παίρνουν …»

Το διαχρονικό αυτό έργο συνεχίζει να έχει απήχηση στους αναγνώστες, προσφέροντας μια απογοητευτική ματιά στην καρδιά ενός πολέμου που διαμόρφωσε τον 20ο αιώνα.

Η πεζογραφία του Χάρισον είναι οδυνηρή και αμείλικτη.

Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα διαρκές μνημείο της φρίκης του πολέμου.

Πρόκειται για ένα φλεγόμενο, διαπνέον, ιστορικό ντοκουμέντο.

«Οι στρατηγοί πεθαίνουν στο κρεβάτι» ανήκει στα καλύτερα αντιπολεμικά βιβλία όπως τα: «Αποχαιρετισμός στα όπλα, «Ουδέν νεότερον από το δυτικό μέτωπο, « Η ζωή εν τάφω» κ.α.

Πρόκειται για Αριστούργημα.


Ο Charles Yale Harrison ήταν Καναδός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια και μεγάλωσε στο Μόντρεαλ. Σε ηλικία 16 ετών άρχισε να εργάζεται στην εφημερίδα Montreal Star, αλλά η καριέρα του διακόπηκε από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατατάχθηκε στον στρατό και στάλθηκε στη Γαλλία, όπου συμμετείχε στη μάχη της Αμιένης το 1918. Τραυματίστηκε στο πόδι και πέρασε το υπόλοιπο του πολέμου στο νοσοκομείο. Επέστρεψε στην πατρίδα του και τελικά κατέληξε στη Νέα Υόρκη, συνεχίζοντας το συγγραφικό του έργο ως μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και σύμβουλος δημοσίων σχέσεων. Το 1930 δημοσίευσε το πιο γνωστό του βιβλίο, το αντιπολεμικό μυθιστόρημα «Οι στρατηγοί πεθαίνουν στο κρεβάτι».                                             

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια