Γράφει όχι για να «πείσει», αλλά για να μοιραστεί. Γράφει για να ξορκίζει τους φόβους και τις εμμονές του, για να μπορεί να δίνει φωνή σε καταστάσεις και ιδέες που διαφορετικά, όπως ομολογεί, ίσως να έμεναν σιωπηλές. Και κάπως έτσι ολοκληρώνει τα έργα του. Και κάπως έτσι κάποια παίρνουν τον δρόμο της έκδοσης, ενώ κάποια άλλα περιμένουν καρτερικά τη δική τους σειρά. Είναι ο συγγραφέας Άκης Καπέτας και ο σημερινός φιλοξενούμενος των Τεχνών. Μαζί του φέρνει το δεύτερο εκδοθέν μυθιστόρημά του με τίτλο «Ο άνθρωπος που δεν ήταν πια εκεί», που κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν από τις εκδόσεις «Βακχικόν».
Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου
Κύριε Καπέτα, φιλοξενείστε για πρώτη φορά στις Τέχνες και αφορμή αποτελεί το δεύτερο εκδοθέν βιβλίο σας, το οποίο είναι αρκετά πρόσφατο στην αγορά του βιβλίου. Πριν όμως μιλήσουμε γι’ αυτό, πείτε μας δυο λόγια για τον εαυτό σαςκαι γενικότερα για τη συγγραφική σας δραστηριότητα, προκειμένου να σας γνωρίσουμε καλύτερα.
Καταρχάς, σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία. Είμαι πολιτικός μηχανικός, δουλεύω ως sales engineer σε μια πολυθενική εταιρεία. Είμαι επίσης και πατέρας δύο παιδιών. Η συγγραφή μπήκε στη ζωή μου το 2010, όχι ως επαγγελματική φιλοδοξία, αλλά ως εσωτερική ανάγκη. Ο «Ωρολογοποιός» ήταν το δεύτερο βιβλίο που έγραψα και το πρώτο που εκδόθηκε. Από τότε, έχω γράψει άλλα τρία μυθιστορήματα και κάποια διηγήματα. Δεν έχω κάνει, ακόμα, κάποια προσπάθεια να τα εκδώσω, πιστεύω όμως πως θα βρουν και αυτά σιγά σιγά τον δρόμο τους. Ο λόγος που γράφω είναι κυρίως για να μπορώ να ξορκίζω τους φόβους μου, τις εμμονές μου και μέσα από τα βιβλία μου να δίνω φωνή σε καταστάσεις και ιδέες που διαφορετικά ίσως να έμεναν σιωπηλές. Για μένα η συγγραφή είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας. Δεν γράφω για να «πείσω»· γράφω για να μοιραστώ.
Είστε Πολιτικός Μηχανικός στο επάγγελμα, ενώ παράλληλα ασχολείστε και με τη συγγραφή. Πώς συνδυάζονται αυτές οι δύο ενασχολήσεις μεταξύ τους και ποια κατέχει την κυρίαρχη θέση στη ζωή σας;
Ομολογώ πως δύσκολα. Ο χρόνος είναι πολύ περιορισμένος, ειδικά όταν έχεις και οικογένεια με μικρά παιδιά. Η συγγραφή απαιτεί προσήλωση, πειθαρχία, πρόγραμμα και επιμονή, ιδιότητες που ίσως να έχω πάρει από το επάγγελμά μου, αλλά δε φτάνουν μόνο αυτά για να γραφεί ένα βιβλίο. Χρειάζεται συγκέντρωση, καθαρό μυαλό και «πνευματικός χώρος». Αν μπορούσα να βιοποριστώ από τη λογοτεχνία τότε, αναμφίβολα, θα είχε κυρίαρχο ρόλο στη ζωή μου. Η λογοτεχνία είναι ο χώρος όπου μπορώ να είμαι ο εαυτός μου και ταυτόχρονα όλοι οι χαρακτήρες των έργων μου μαζί.
Το πρώτο σας βιβλίο κυκλοφόρησε αρκετά χρόνια νωρίτερα και συγκεκριμένα το 2019. Από τότε χρειάστηκαν πάνω από πέντε χρόνια για να προβείτε στην κυκλοφορία του επόμενου. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό; Ήταν συνειδητή απόφαση η αποχή σας από τον χώρο του βιβλίου ή απλά έτυχε;
Ισχύει αυτό που λέτε ότι πάει αρκετός καιρός από τό 2019, αλλά δε θα την έλεγα αποχή. Απλώς υπήρξε μια μεγάλη χρονική απόσταση ανάμεσα στα δύο βιβλία, η οποία οφείλεται κυρίως σε προσωπικές και οικογενειακές υποχρεώσεις. Η περίοδος από το 2019 μέχρι σήμερα περιλάμβανε πανδημία, γέννηση δύο παιδιών, και μία πολύ απαιτητική επαγγελματική δραστηριότητα. Ξέρετε, όλα αυτά αφήνουν λίγο χώρο για καθαρό μυαλό για δημιουργία. Το βιβλίο τελείωσε μέσα στο 2020, αλλά δεν είχα τον απαραίτητο χρόνο και ενέργεια να ασχοληθώ για την τελική του επιμέλεια, την παρουσίασή του και γενικότερα τη σωστή, για τα δικά μου πάντα κριτήρια, προώθηση του βιβλίου.
Είναι αυτό το λογοτεχνικό είδος που σας συναρπάζει περισσότερο ως συγγραφέας και σας ωθεί στη δημιουργία ή μήπως καταπιάνεστε και με άλλα λογοτεχνικά είδη, δείγματα των οποίων θα έχουμε ενδεχομένως τη χαρά να μας παρουσιάσετε στο μέλλον;
Είμαι οπαδός τεσσάρων σχολών. Του μαγικού ρεαλισμού, της δυστοπικής λογοτεχνίας -ένα τέτοιο ήταν το προηγούμενο βιβλίο μου το «ωρολογοποιός»-, της επιστημονικής φαντασίας και του ιστορικού μυθιστορήματος. Έχω γράψει πλέον και με τα τέσσερα αυτά στυλ. Το ιστορικό μυθιστόρημα όμως ήταν κάτι που πάντα με συγκινούσε γιατί αναδεικνύει την πολιτική και κοινωνική διάσταση της εποχής που περιγράφει, Με ενδιαφέρει πάντα το τι συνέβαινε πίσω από τα παρασκήνια της Ιστορίας, σε ανθρώπινο επίπεδο. Το επόμενο βιβλίο όμως θα αφορά σίγουρα ένα δυστοπικό μελλοντικό σενάριο.
Τι σας εμπνέει συνήθως ώστε να κινητοποιήσει την ανάγκη σας για δημιουργία; Σας επισκέπτεται τακτικά η έμπνευση ή την επιδιώκετε πολλές φορές ακόμα και πιέζοντας αισθητά τον εαυτό σας προκειμένου να δημιουργήσετε;
Το «ο άνθρωπος που δεν ήταν πια εκεί» για παράδειγμα, δε γράφτηκε για την προσωπική μου διασκέδαση. Τότε εξυπηρετούσε μία πολύ συγκεκριμένη ανάγκη. Ξεκίνησε να γράφεται μέσα στην καραντίνα, και το να το ολοκληρώσω ήταν για μένα μια βαθιά προσωπική υπόθεση. Ηθελα με το συγκεκριμένο βιβλίο να βοηθήσω τους αναγνώστες να ξεφύγουν από εκείνη τη δυστοπική και μίζερη εποχή που επικρατούσε ο φόβος του θανάτου, η εσωστρέφεια και η αποξένωση. Προσπάθησα μέσω της αφήγησηςνα τους μεταφέρω σε μία άλλη εποχή.Η έμπνευση συνήθως εμφανίζεται σε κάτι πολύ απλό –μια φράση που θα ακούσω τυχαία, ένας ιδιόρυθμος χαρακτήρας, μια εικόνα– και μετά ξεκινάει το δύσκολο κομμάτι: η δουλειά. Όσο κι αν θέλω να πιστεύω στον ρομαντισμό της έμπνευσης, ξέρω ότι χωρίς καθημερινή προσπάθεια και πειθαρχία, δεν γίνεται τίποτα. Υπάρχουν φορές που πιέζω τον εαυτό μου να καθίσει και να γράψει ακόμα κι αν δεν "νιώθω" δημιουργικός. Τις περισσότερες φορές το κείμενο μου το ανταποδίδει.
Θεωρείτε ότι θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ δημιουργία χωρίς έμπνευση; Μπορεί ένας δημιουργός να στηριχτεί μόνο στη λογοτεχνική του πείρα ή και στις επιρροές που έχει δεχτεί ή και δέχεται από άλλους πετυχημένους του είδους λογοτέχνες. Ποια η προσωπική σας γνώμη και άποψη ως συγγραφέας δύο εκδοθέντων βιβλίων;
Ωραία ερώτηση! Μπορεί να ξεκινήσει κάποιος χωρίς έμπνευση, έχοντας στο νου του έναν σκελετό μίας ιστορίας και να φτάσει μετά στην έμπνευση μέσα από τη μεθοδική δουλειά. Πιστεύω βαθιά στην τεχνική κατάρτιση, στην ανάγνωση, στην επίγνωση της φόρμας, αλλά χωρίς κάτι «ζωντανό» μέσα στο κείμενο –ένα εσωτερικό κίνητρο, ένα προσωπικό ρίσκο– το αποτέλεσμα μένει επίπεδο. Είναι σαν έναν αθλητή που έχει ταλέντο αλλά είναι τεμπέλης και έναν άλλον, που είναι εργατικός αλλά χωρίς ιδιαίτερο ταλέντο. Και οι δύο με λίγη τύχη μπορούν να πάνε μπροστά, αλλά κανείς τους δε θα ξεχωρίσει από το πλήθος των συναδέλφων τους. Χρειάζονται και τα δύο για να διακριθεί κανείς σε τοπ επίπεδο. Εγώ προσωπικά δεν μπορώ να γράψω απλώς για να γράψω. Χρειάζομαι ένα εσωτερικό "γιατί" πίσω από κάθε ιστορία. Και ίσως αυτό είναι τελικά που δίνει φωνή και ψυχή στους χαρακτήρες μου ή και σε όλο το βιβλίο.
Σας διακατέχει το άγχος αν θα γίνει το έργο σας μπεστ σέλερή αν θα αποσπάσει θετικές κριτικές από τους αναγνώστες και τους κριτικούς λογοτεχνίας;
Θα έλεγα πως με απασχολούσε περισσότερο στο πρώτο μου βιβλίο για το οποίο είχα μία πιο ρομαντική εικόνα για το πως εκδίδονται και διακινούνται τα βιβλία. Μετά που είδα εκ των έσω πως λειτουργεί ο συγκεκριμένος χώρος έφυγε λίγο από εκείνη τη μαγεία. Θα έλεγα πως προσγειώθηκα κάπως απότομα. Και σήμερα πάντως με απασχολεί αλλά όχι με την ίδια ένταση και τον ίδιο τρόπο. Δεν με καθορίζει. Δεν γράφω για να γίνει μπεστ σέλερ, αλλά δε θα πω ψέματα, είναι ωραίο να ξέρεις ότι αυτό που έγραψες βρήκε απήχηση. Το πιο ουσιαστικό όμως για μένα είναι οι ειλικρινείς αντιδράσεις των αναγνωστών. Η κριτική είναι πάντα καλοδεχούμενη όταν είναι καλοπροαίρετη, παρόλο που όπως ξέρετε εμείς οι συγγραφείς και όλοι όσοι ανήκουν στον καλλιτεχνικό χώρο, θεωρούμε τα έργα μας παιδιά μας και τήνουμε να τα προστατεύουμε με ζήλο. Αυτό που λέω συχνά χαριτολογώντας είναι πως οι συγγραφείς στην Ελλάδα είναι περισσότεροι από τους αναγνώστες.
Τον Μάιο του 2025 κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο σας και συγκεκριμένα το δεύτερο μυθιστόρημά σας με τίτλο «Ο άνθρωπος που δεν ήταν πια εκεί» από τις εκδόσεις «Βακχικόν». Νιώσατε μια κάποιου είδους ανακούφιση, μια αίσθηση χαράςόταν το πιάσατε για πρώτη φορά στα χέρια σας;
Ναι, ήταν ένα από εκείνα τα μικρά-μεγάλα στιγμιότυπα που μένουν. Το να κρατάς στα χέρια σου κάτι που κάποτε ήταν μόνο σκέψη και αναζήτηση σε χαρτιά και αρχεία, είναι σχεδόν συγκινητικό, είναι κάτι που κάνει τα πενυμόνια σου να γεμίζουν. Ειδικά όταν αυτό το έργο έχει γραφτεί σε μια τόσο φορτισμένη περίοδο η στιγμή που μεταμορφώνεται σε φυσικό αντικείμενο, σε βιβλίο, σε κάτι που μπορεί να αγγιχτεί, φέρνει μαζί της και μια αίσθηση λύτρωσης. Ήταν σαν να έκλεισε ένας κύκλος και ταυτόχρονα να άνοιξε ένας άλλος
Πείτε μας δυο λόγια για την επιλογή του συγκεκριμένου τίτλου. Πώς προέκυψε και τι σχέση έχει με την υπόθεση του βιβλίου σας;
Ο τίτλος γεννήθηκε πριν καλά-καλά σχηματιστεί ολόκληρη η ιστορία. Για την ακρίβεια ήταν αυτός που έφτιαξε την ιστορία. Ήρθε κάπως αυτόματα, σαν να υπήρχε ήδη κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Ο «Άνθρωπος που δεν ήταν πια εκεί» δεν είναι απλώς ένας φυσικός τίτλος – είναι μια ιδέα, μια κατάσταση. Μιλά για την απουσία, για τον άνθρωπο που χάνεται από τις ζωές των άλλων είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Στην ιστορία, ο Λάκυ είναι ο άνθρωπος που «δεν είναι πια εκεί» ακριβώς τη στιγμή που οι καταστάσεις γίνονται επικίνδυνες είτε τις έχει προκαλέσει αυτός, είτε όχι. Η απουσία του είναι αυτή που αφήνει το πιο έντονο αποτύπωμα.
Μιλήστε μας για το περιεχόμενο του μυθιστορήματός σας περιληπτικά. Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης που θα το επιλέξει ως ανάγνωσμα;
Πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα που εξιστορεί μία περιπέτεια με έντονα στοιχεία πολιτικού στοχασμού και μαφιόζικης ίντριγκας. Στο προσκήνιο βρίσκεται πάντα η ιστορία της Μαφίας στις Ηνωμένες Πολιτείες του 20ού αιώνα, όμως στο παρασκήνιο χτυπά μια παράλληλη καρδιά από γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας που επηρεάζουν — συχνά αθέατα — τις ζωές των ηρώων που με κάποιο μαγικό τρόπο αλληλοσυνδέονται. Θα λέγαμε πως το φαινόμενο της πεταλούδας παίζει κυρίαρχο ρόλο στη ροή των γεγονότων. Ο αναγνώστης θα ταξιδέψει σε δεκαετίες, πόλεις, αίθουσες εξουσίας και υπόγεια δωμάτια, με οδηγό έναν ήρωα που δεν είναι ποτέ ακριβώς εκεί που τον περιμένεις. Μέσα από τον κινηματογραφικό ρυθμό της αφήγησης και τη διαρκή αμφισβήτηση της γραμμικότητας του χρόνου, επιχειρώ να προσφέρω όχι μόνο μια γρήγορη πλοκή, αλλά μία άλλη οπτική γωνία της αλήθειας κι ένα υπόγειο στοχαστικό ταξίδι για το πού αρχίζει και πού τελειώνει η ατομική ευθύνη.
Η γραφή σας είναι χιουμοριστική, παρόλο που τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται το βιβλίο σας είναι θέματα που απασχολούν σοβαρά την κοινωνία μας και σκοτεινιάζουν δραματικά την φαινομενικά όμορφη εικόνα της. Πώς καταφέρατε να εντάξετε το χιούμορ στην ιστορία που αφηγείστε και παράλληλα να αποφύγετε τον κίνδυνο της κακής κριτικής όσον αφορά την επιλογή αυτή;
Η γραφή μου θα έλεγα πως έχει μία κάπως ειρωνική χροιά. Το χιούμορ δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν το χρησιμοποιώ για να κάνω κάποιον να γελάσει. Θεωρώ πως είναι ένας πολύ καλός τρόπος να αναδείξεις τα κακώς κείμενα με έναν εκλεπτυσμένο τρόπο, να ιντριγκάρεις και να βάλεις σε σκέψη τον αναγνώστη χωρίς να του δώσεις την απάντηση στο πιάτο. Αναδεικνύω μέσω της οπτικής γωνίας -τεχνικής- του φωτεινού παντογνώστη μία τραγελαφική πλευρά της ζωής. Αν μια σκηνή προκαλεί χαμόγελο ενώ πραγματεύεται κάτι βαθιά ανθρώπινο και δύσκολο, τότε για μένα το στοίχημα έχει κερδηθεί. Όσο για την κακή κριτική… είναι πάντα πιθανή. Είναι κάτι που είθιστε να δέχονται, άλλωστε, όλοι όσοι προσπαθούν να κάνουν πολιτική κριτική με αυτόν τον τρόπο, ήδη από την εποχή του Αριστοφάνη.
Η ιστορία σας είναι εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα. Ποια είναι αυτά και πώς καταφέρατε να τα εντάξετε σε μία ιστορία μυθοπλασίας;
Η έμπνευση ξεκίνησε από εμβληματικά πρόσωπα και πραγματικά γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της ανθρωπότητας από το 1930 έως τα μέσα του 1980. Η ιστορία της Μαφίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο ρόλος της στις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις του 20ού αιώνα ήρθε συμπληρωματικά, αν και φαίνεται σαν να είναι ο κύριος πυλώνας του βιβλίου. Ο ήρωάς μου από την άλλη, ο Λάκυ(Lucky), πατά σε ιστορικά ίχνη υπαρκτών προσώπων, αλλά δεν είναι ένα απλό αντίγραφό τους. Προσπάθησα να μείνω πιστός στην εποχή, στα γεγονότα, στην ατμόσφαιρα, και ταυτόχρονα να δημιουργήσω έναν ήρωα και κάποιους άλλους χαρακτήρες που ανήκουν στο χώρο της μυθοπλασίας,κυρίως για να αναδείξω τις παράλληλες ιστορίες. Έτσι δημιούργησα έναν πρωταγωνιστικό χαρακτήρα που θα μπορούσε να έχει υπάρξει, χωρίς να είναι δεσμευμένοςόμως από την ιστορική αλήθεια. Αυτή η μείξη με βοήθησε να φωτίσω τις σκιές της Ιστορίας της εν λόγω εποχής, με τρόπο αφηγηματικό και ανθρώπινο, χωρίς να διαβάζει ο αναγνώστης ένα κουραστικό ιστορικό ντοκουμέντο.
Υπάρχουν συγκεκριμένα μηνύματα που θέλετε να περάσετε στον αναγνώστη σας μέσα από την ιστορία που αφηγείστε;
Προσπαθώ πάντα να μη μεταφέρω αυτούσια τα μηνύματα με σφραγίδες βεβαιότητας, αλλά να ανοίγω κάποια ερωτήματα. Ωστόσο, υπάρχουν πράγματα που με απασχολούν ή με βασανίζουν, αν θέλετε, και βρίσκουν τον δρόμο τους στις λέξεις: η έννοια της ευθύνης μέσα σε ένα άδικο σύστημα, ο ρόλος της σιωπής, η λεπτή γραμμή ανάμεσα στον ήρωα και τον θύτη, το κράτος και το παρακράτος (εγκληματικές οργανώσεις). Θέλω να προκαλέσω τον αναγνώστη να κοιτάξει με διαφορετική ματιά κάποια ιστορικά γεγονότα και να αναρωτηθεί για την αυθεντικότητα της αληθείας και του τι είναι καλό και τι κακό με τον τρόπο που προβάλλονται κάθε εποχή. Το ότι η ιστορία γράφεται πάντα από τους νικητές δυσκολεύει να πέσει αυτό το πέπλο.
Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό;
Στο βιβλίο δεν υπάρχουν σκληρές σκηνές ωμής βίας, και οι υπάρχουσες είναι ενδεικτικές του τρόπου ζωής της εποχής. Ο τρόπος που συμπεριφέρονταν οι άνδρες στις γυναίκες και το τι πίστευαν για αυτές είναι επίσης ενδεικτικός. Ακόμα και οι σκηνές σεξουαλικό περιεχομένου, που δεν είναι λίγες, γράφτηκαν πιστεύω με τρόπο ώστε να μην προσβάλει την αισθητική του αναγνώστη. Σκοπός μου δεν είναι να σοκάρω, αλλά να δώσω τροφή για σκέψη. Το μυθιστόρημα αυτό αναφέρεται σε ηλικίες άνω των 16 ετών, κυρίως γιατί ο αναγνώστης πρέπει να είναι έτοιμος να αναμετρηθεί με πιο σύνθετες αφηγήσεις, να έχει βασικές γνώσεις των πολιτικών δρόμενων που συνέβησαν στον κόσμο, έτσι ώστε να μπορεί να αμφισβητήσει όσα λέγαμε νωρίτερα· την αντικειμενικότητα της αλήθειας που μας πλασάρουν τα ΜΜΕ, το κράτος και όλοι όσοι έχουν επιρροή στην κοινωνία.
Είστε ευχαριστημένος από τη μέχρι τώρα συνεργασία σας με το εκδοτικό σας σπίτι, τις εκδόσεις «Βακχικόν»;
Οι εκδόσεις Βακχικόν, είναι ένας μικρός αλλά πολύ δραστήριος εκδοτικός οίκος. Όλοι όσοι εργάζονται εκεί είναι φιλικοί και κάνουν ό,τι μπορούν για να αναδείξουν τα βιβλία τους. Και τα δύο βιβλία μου θα έλεγα πως είναι κάπως αντισυμβατικά, εκτός των τετριμμένων, έξω από τα συνηθισμένα καλούπια. Οι Εκδόσεις Βακχικόν στάθηκαν δίπλα μου με εμπιστοσύνη και μου έδωσαν χώρο να εκφραστώ ελεύθερα. Η σχέση μας είναι ειλικρινής και αυτό για μένα μετράει πολύ.
Επόμενα συγγραφικά σχέδια κάνετε ή είναι πολύ νωρίς ακόμα γι’ αυτό;
Ναι, είναι όντως λίγο νωρίς. Δε γνωρίζω ακόμα αν θα εκδόσω κάτι από αυτά που έχω ήδη γράψει ή κάποιο καινούργιο έργο. Έχω στο μυαλό μου και μία συλλογή διηγημάτων. Θα δούμε...
Μια ευχή σας για το μέλλον που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί είτε στο κοντινό μέλλον είτε ακόμα και στο πιο μακρινό;
Εύχομαι να είναι καλά η οικογένεία μου, να είμαι γερός και να έχω την υγεία μου, σωματική και πνευματική. Μπορεί να είναι πάνω από μία αυτές οι ευχές, αλλά για μένα είναι αλληλένδετες. Να είμαι καλά και όλα τα υπόλοιπα εύκολα ή δύσκολα θα τα καταφέρω.
Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα απόσπασμα από το βιβλίο σας.
Κύριε Καπέτα, σας ευχαριστώ πολύ για την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτησή μας και σας εύχομαι καλή και δημιουργική συνέχεια. Καλοτάξιδο το βιβλίο σας και καλοδιάβαστο!
Σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία και φυσικά για τον χρόνο που μου αφιερώσατε. Εύχομαι τα καλύτερα και για εσάς.
Βιογραφικό:
Ο Άκης Καπέτας γεννήθηκε το 1983 στην Άθήνα. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Άττικής και συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Πολυτεχνείο της Βαρκελώνης.
Το 2019 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Ωρολογοποιός (εκδόσεις Βακχικόν).
Ο άνθρωπος που δεν ήταν πια εκεί είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του.
0 Σχόλια